ΠΡΟΣ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ ΚΔ

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

«ΠΡΟΣ ΣΤΑΓΕΙΡΙΟ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ» (ΚΔ´)

 

Θυμήσου λοιπόν σε παρακαλώ τον πολυαγάπητο εκείνο γέροντα, τον Δημόφιλο, που καταγόταν από μεγάλη και λαμπρά οικογένεια. Αυτός έχει δέκα πέντε και πλέον έτη που η ζωή του δεν διαφέρει ως προς τίποτα από τη ζωή ενός νεκρού. Η μόνη διαφορά είναι ότι τρέμει διαρκώς και ομιλεί και έχει αίσθηση των συμφορών που αντιμετωπίζει. Ζει μέσα στην χειρότερη πτωχεία και στη φοβερώτερη ασθένεια. Τόσο τρέμει που δεν μπορεί να φάγει και να πιει μόνος του και τον ταϊζει αυτός που τον υπηρετεί. Αυτός καθαρίζει και τον ρινικό καταρροή που έχει συνεχώς.

Θυμήσου και τον παράλυτο της κολυμβήθρας Βηθεσδά που είχε τριάντα οκτώ έτη σε αυτή την κατάσταση.

Θυμήσου τον Αριστόξενο τον Βιθυνό, που το σώμα του δεν έχει παραλύσει σαν το σώμα του Δημοφίλου, αλλά υποφέρει από νόσο χειρότερη από την παράλυση. Παρουσιάζονται στο υπογάστριο κάτι σπασμοί και πόνοι πιο φοβεροί από κάθε αλγηδόνα. Άλλοτε μεν τον τρυπούν χειρότερα κι από σουβλιά, άλλοτε δε τον κατατρώγουν πολύ πιο φοβερά απ’ ότι η φωτιά και κάθε μέρα και νύχτα τον ενοχλούν εις βαθμό ανυπόφορο. Αυτοί που δεν γνωρίζουν το πάθος του και βλέπουν τις αντιδράσεις του στον πόνο τον θεωρούν σαν μανιακό. Το πάθος τον αναγκάζει να στρέφει τις κόρες των ματιών του, να στρεβλώνει τα χέρια και τα πόδια, να μένει κάποιες φορές άφωνος. Οι δε κραυγές του και οι θρήνοι του, καθόσον βγάζει και κραυγές μετά από την αφωνία του, ξεπερνούν τις κραυγές πόνου των γυναικών που γεννούν. Πολλές φορές άνθρωποι που μένουν μακριά του και έχουν αρρώστους που υποφέρουν από αγρυπνία, στέλνουν ανθρώπους και τον παρακαλούν να σταματήσει τις κραυγές χάριν των αρρώστων, διότι επιδεινώνεται η κατάστασή τους. Είναι έξι χρόνια που έχει αυτή τη νόσο και δεν υπάρχει ούτε υπηρέτης ούτε γιατρός να τον παρηγορήσει, αφ’ ενός μεν διότι είναι πτωχός, αφ’ ετέρου δε διότι η ιατρική επιστήμη αδυνατεί να αναχαιτίσει το πάθος αυτό. Όχι τώρα μόνο, που είναι πτωχός, αλλά και όταν ήταν πλούσιος. Και λόγω ακριβώς των δαπανών για την θεραπεία του έγινε πτωχός. Το δε χειρότερο ότι όλοι οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν, ακόμη και αυτοί που είχαν ευεργετηθεί από αυτόν. Εάν παρά ταύτα βρεθεί κάποιος και τον επισκεφτεί τότε θα φύγει αμέσως από την δυσωδία που επικρατεί στο δωμάτιο αυτό, αφού κανείς δεν υπάρχει να τον περιποιείται, μόνο που και που μια γυναίκα που παίρνει κάτι για τον κόπο της τον επισκέπτεται και το συγυρίζει όσο είναι δυνατό.

Από πόσους λοιπόν δαίμονες δεν είναι φοβερώτερα τα κακά εκείνου; Κι αν ακόμη δεν υπέφερε τους δυνατούς πόνους και μόνο η μακρά κατάκλιση, η δαπάνη που κατέβαλε για να αντιμετωπίσει την ασθένειά του και που τον οδήγησε στην εσχάτη φτώχια και στην περιφρόνηση των φίλων και των υπηρετών, το να μη γνωρίζει αν κάποτε θεραπευθεί, αλλά να πιστεύει το αντίθετο, αφού συνεχώς χειροτερεύει, όλα αυτά αρκούν να τον απελπίσουν και να τον αποθαρρύνουν τελείως.

Αλλά για να μη φανώ ότι καταπονώ αυτούς που με ακούν, απαριθμώντας τον καθένα που υπέστη δοκιμασίες και δεινά, σε παρακαλώ Σταγείριε πήγαινε στο νοσοκομείο και ζήτησε από τον υπεύθυνο να σε οδηγήσει στους χώρους που βρίσκονται οι κατάκοιτοι, για να δεις την ρίζα κάθε πάθους και πρωτοφανείς εκδηλώσεις νοσημάτων και παντός είδους αφορμές λύπης. Από κει να πας στην φυλακή και γνώρισε όλα όσα συμβαίνουν εκεί. Μετά πήγαινε σε ιαματικά λουτρά και παρατήρησε όλους αυτούς που είναι κατάκοιτοι, γυμνοί, πάνω στην κοπριά ή και σε ψάθες παραμένοντες και υποφέροντας το κρύο, την νόσο, την πείνα με την ελπίδα ότι κάποτε θα θεραπευθούν. Παρακαλούν τους περαστικούς και μόνο με την όψη τους να τους λυπηθούν και να τους βοηθήσουν σε κάτι. Μη σταματήσεις όμως εκεί αλλά πήγαινε και στο πτωχοκομείο, που είναι έξω από την πόλη, και τότε θα διαπιστώσεις ότι η λύπη, που νομίζεις ότι σε καταθλίβει τώρα, είναι γαλήνιο λιμάνι.

Πράγματι τι θα μπορούσε να πει κανείς για τους άνδρες εκείνους, που φθείρονται σιγά-σιγά από την ελεφαντίαση, για τις γυναίκες που τις κατατρώγει ο καρκίνος; Διότι και τα δύο αυτά νοσήματα είναι μακροχρόνια και αθεράπευτα· το καθένα δε από αυτά και εκβάλλει έξω από την πόλη αυτούς που πάσχουν από αυτά και δεν τους επιτρέπουν να πλησιάζουν ούτε σε λουτρό, ούτε σε αγορά, ούτε σε κάποιον άλλον από τους κλειστούς χώρους. Και δεν είναι μόνο αυτό το φοβερό, αλλά δεν έχουν να ελπίζουν ότι θα βρουν με αφθονία τα αναγκαία προς το ζην.

Τι δε να πει κανείς γι’ αυτούς που καταδικάστηκαν, πολλές φορές άδικα, να διαμένουν εις τα μεταλλεία; Διότι όλοι αυτοί υποφέρουν πολύ περισσότερο από τους δαιμονισμένους. Εάν δε δεν το πιστεύεις αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο. Διότι δεν κρίνουμε με τα ίδια κριτήρια τα δικά μας και τα ξένα κακά. Τα δικά μας τα θεωρούμε βαρειά και ανυπόφερτα ενώ των άλλων ελαφρά και υποφερτά. Εάν όμως τύχει και τα δοκιμάσουμε κι εμείς τότε καταλαβαίνουμε τους άλλους.

Αλλά ίσως μου πεις ότι εκείνα τα πάθη αφορούν μόνο το σώμα, ενώ η νόσος η δική σου είναι νόσος ψυχική και συνεπώς χειρότερη από όλες τις άλλες. Ακριβώς όμως γι’ αυτό το λόγο μπορούμε να πούμε ότι αυτή είναι ελαφρότερη από εκείνα τα πάθη. Διότι αυτή δεν διαφθείρει το σώμα, όπως ακριβώς εκείνες, και ενοχλεί την ψυχή μόνο για μικρό χρόνο. Ενώ οι άλλες ενοχλούν και το σώμα και την ψυχή με την λύπη και την οδύνη που προκαλούν και βασανίζουν συνεχώς. Διότι «όπως ακριβώς το ξύδι είναι βλαβερό για μια πληγή, έτσι προξενεί λύπη στην καρδιά κάποιο πάθος που προσβάλλει το σώμα» (Παρ. 25,20). Μη λοιπόν μου λέγεις ότι το πάθος αυτό είναι σωματικό, αλλά απόδειξε μου ότι δεν επεκτείνει και την όλη καταστροφή και φθορά και στην ψυχή. Διότι και η ασθένεια, αν και δεν γεννάται από τα σώματα, όμως τα καταστρέφει και το δηλητήριο των ερπετών αν και δεν το παράγουμε εμείς όμως εμάς καταστρέφει. Το ίδιο και με τα σωματικά πάθη· είναι του σώματος αλλά δηλητηριάζουν και την ψυχή μας.

Από κάθε λοιπόν διαβολική ενέργεια είναι πιο βλαβερή η λύπη, αφού και ο δαίμονας αυτούς που εξουσιάζει τους εξουσιάζει με αυτήν. Κι αν αφαιρέσεις την λύπη δεν θα πάθεις κανένα κακό από τον δαίμονα. Μα θα μου πεις· «Και πώς είναι δυνατόν να μη λυπάμαι». Κι εγώ σε ερωτώ· «πως δεν είναι δυνατό να μη λυπάσαι»; Διότι αν μεν έχεις διαπράξει κάποια μοιχεία ή φόνο ή κάποιο άλλο παρόμοιο που σε αποκλείει από την βασιλεία των ουρανών, τότε να λυπάσαι και να πενθείς. Εάν όμως με τη χάρη του Θεού έχεις βρεθεί μακριά από όλα αυτά, γιατί άδικα οδύρεσαι;

Ο Θεός έθεσε την λύπη μέσα στη φύση μας, όχι για να την χρησιμοποιούμε εική και ως έτυχε ούτε για να καταστρέφουμε τον εαυτό μας αλλά για να αποκομίζουμε από αυτήν μεγάλα κέρδη. πως μπορούμε να αποκομίζουμε κέρδη από την λύπη; Όταν την χρησιμοποιούμε στην κατάλληλη στιγμή. Κατάλληλη στιγμή είναι όχι όταν πάσχουμε κακά, αλλά όταν διαπράττουμε κακά. Εμείς αντιστρέψαμε την τάξη και νιώθουμε λύπη, όταν παθαίνουμε κακά και όχι όταν διαπράττουμε κακά. Το ίδιο συμβαίνει και με την ντροπή. Ντρεπόμαστε να εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας, δεν ντρεπόμαστε να τις διαπράττουμε. Τα φάρμακα τα κάναμε δηλητήρια.

 

Για την διασκευή· ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή