Πες ένα “Δόξα τω Θεώ”

Η Σοφία και η Αντιγόνη είναι φίλες. Από μικρές στην ίδια γειτονιά έκαναν καθημερινά παρέα. Εργάζονται, έκαναν οικογένεια και συνεχίζουν να συναντιούνται για έναν καφέ, να πουν τα νέα τους και να συζητήσουν τα προβλήματά τους.

'Οταν φτάνει η Σοφία στην καφετέρια, λαχανιασμένη, καθυστερημένη όπως συνήθως, η Αντιγόνη έχει ήδη παραγγείλει.

Αρχίζει σαν χείμαρρος η Σοφία:

-Άργησα πάλι. Δεν φταίω όμως εγώ. Είμαι χάλια. Δεν μπορώ άλλο να τρέχω για όλους. Για μένα ποιός νοιάζεται; Προβλήματα στο σπίτι, προβλήματα στη δουλειά, προβλήματα με τα παιδιά. Ζωή είναι αυτή; Δεν λέω, καλά είμαστε από υγεία, αλλά όλα τ' άλλα...

-Ηρέμησε, καλή μου, απαντά μ' ένα χαμόγελο η Αντιγόνη. Είναι αλήθεια ότι κουραζόμαστε και τρέχουμε όλη την ημέρα. 'Ομως σκέψου ότι έχουμε γύρω μας δικούς μας ανθρώπους που μας αγαπούν. Είμαστε καλά και δεν μας λείπει τίποτε απαραίτητο. 'Εχει υποχρεώσεις η οικογένεια, όμως δίνει και χαρές. Σήμερα έχουμε και λίγο χρόνο να ξεκουραστούμε, ν' ακούσουμε λίγη μουσική, να περπατήσουμε, να μας χτυπήσει και ο αέρας.

-Ναι, δε λέω, αλλά να μου μιλήσει έτσι η εξαδέλφη μου και η Μαρία να δείξει τέτοια αχαριστία; Και το φαγητό δεν ήταν του γούστου τους. Κι έπειτα πόσο κουραστική και βαρετή είναι η ρουτίνα!

-Σκέψου, Σοφία μου, πόσοι άνθρωποι βρίσκονται στα νοσοκομεία και πονούν, πόσοι είναι πρόσφυγες, άλλοι κατοικούν σε χώρες που γίνεται πόλεμος ή πενθούν για κάποιο δικό τους αγαπημένο. Πόσοι θα ήθελαν να είναι στη θέση μας! Να έχουν μια τέτοια ρουτίνα. Πόσοι αγωνίζονται ν' αποκτήσουν αυτά τα απλά, τα καθημερινά.

-Μάλλον έχεις δίκιο, Αντιγόνη μου. Τα δικά μας προβλήματα είναι ασήμαντα μπροστά σε άλλα πολύ σοβαρά. Η αλήθεια είναι πως έχω συνηθίσει να γκρινιάζω συχνά όταν αισθάνομαι τόσο κουρασμένη.

Τη στιγμή εκείνη περνούσε μια κυρία που είχε το παράλυτο παιδί της σε αναπηρικό καρότσι. Κι όμως, το πρόσωπό της είχε μια ηρεμία, μια καρτερία. Του μιλούσε και χαμογελούσε. Η Σοφία θυμήθηκε ότι το πρωί έμαθε για τη μικρή Νίκη που χειρουργήθηκε στο κεφαλάκι. Ακόμα ότι το δίχρονο παιδί της γειτόνισσας κάνει τα βράδια κρίσεις επιληψίας.

-Βλέπεις, Σοφία μου, συνέχισε η Αντιγόνη, υπάρχουν άνθρωποι δίπλα μας που τραβάνε πραγματικά κουπί. 'Ανθρωποι που περνούνε λούκι. Αδελφοί μας που σηκώνουν τέτοιο βαρύ σταυρό, που ντρέπεσαι να τους κοιτάζεις στα μάτια. Εμάς τι μας λείπει; Ας μάθουμε να εκτιμούμε τα δώρα του Θεού και να του εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας.

Οι δυο φίλες σηκώθηκαν και προχώρησαν μαζί στο δρομάκι του Πάρκου. Ο ήλιος βγήκε από το σύννεφο και έσβησε κάθε μελαγχολική και απαισιόδοξη διάθεση. Πόσο όμορφη είναι η ανοιξιάτικη φύση! Τα πουλιά ακούγονταν μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων.

Περνώντας από το μικρό εκκλησάκι στην άκρη του κήπου, έκαναν και οι δυο το σταυρό τους και είπαν συγχρόνως: “Δόξα σοι ο Θεός”.

 

Κ. Ρ.

 

Κορυφή