ΜΗ ΑΠΟΣΤΡΕΨΗΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΣΟΥ

«Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού· εν η αν ημέρα θλίβωμαι,

κλίνον προς με το ους σου· εν η αν ημέρα επικαλέσωμαι σε,

ταχύ επάκουσον με» λέγει ο ψαλμωδός (Ψαλμ. 101,3).

Εάν διαβάσουμε τον ψαλμό θα διαπιστώσουμε ότι η κατάσταση του ψαλμωδού εί­ναι τραγική. Οι μέρες του χάθηκαν άκαρπες. Τα οστά του, σαν να ήταν φρύγανα για την φωτιά, έχουν καταστραφεί. Ξεράθηκε σαν χόρτο.

Τόσα είναι τα βάσανα και οι θλίψεις του ώστε ξεχνά να φάει και το λιτό φαγητό του.

Μοιάζει με πελεκάνο ολομόναχο, με νυχτοπούλι που κραυγάζει λυπητερά όλο το βράδυ, με στρουθίο που έχασε τον σύντροφό του και μένει μόνο του.

Τελικά λόγω πένθους και θλίψεων ρίχνει συνεχώς στάχτη επάνω του και αυτή τη στάχτη εν τέλει τρώει αντί για ψωμί. Το δε νερό του το αναμιγνύει με τα δάκρυά του.

Παρόλα αυτά ο ψαλμωδός δεν ζητά να ελευθερωθεί από τα βάσανα και τις θλίψεις του, αλλά μόνο να μη αποστρέψει ο Θεός το πρόσωπό του από αυτόν. Μόνο να μη τον αποδοκιμάσει. Τίποτα άλλο.

Δεν ζητά να πεθάνει, δεν επιχειρεί να αυτοκτονήσει, δεν χάνει το θάρρος του, αλλά μόνο ζητά ο Θεός να είναι μαζί του.

Μάλιστα εύχεται να μη τον πάρει ο Θεός στο μισό της ζωής του, αλλά να του δώσει και άλλα έτη. Θέλει να αγωνιστεί, θέλει να δοκιμάσει και άλλες αντίξοες κατα­στάσεις.

Σπάνιες προσωπικότητες της Εκκλησίας μας, αναστήματα τεράστια με κολοσσιαίο έργο, κάποτε τόσο πικράθηκαν, τόσο απογοητεύτηκαν, που ζήτησαν από τον Θεό να τους πάρει. Ο προφήτης Ηλίας και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι δύο χαρακτηριστι­κά παραδείγματα.

Ο Ψαλμωδός μας όμως αποτελεί φωτεινή και ασυνήθιστη εξαίρεση. Να προ­σθέσουμε και μία εξαίρεση από την Καινή Διαθήκη, την Συγκύπτουσα. Αν και τραγική η κα­τάσταση της υγείας της, αφύσικη η ζωή της, μαρτυρική η κοινωνική της επαφή, εν τούτοις, κι αυτή ποθεί μόνο την προσευχή και το κήρυγμα στην συναγωγή, χωρίς να ζητά το έλεος του Θεού, για προσωπική της ανα­κούφιση.

Και η Εκκλησία μας ακολουθώντας την Γραφή ψάλλει·

«Μη αποστρέψης το πρόσωπό σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι·

ταχύ επακουσόν μου· πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν»

(προκείμενο του εσπερινού της συγγνώμης, το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής).

Κύριε, λέγει ο υμνογράφος, γνωρίζω ότι είμαι αμαρτωλός, γνωρίζω ότι δεν τηρώ τις εντολές σου.

Γνωρίζω ότι δεν τήρησα τις υποσχέσεις και τους όρκους που έδωσα στο βάπτι­σμα, ότι συντάσσομαι με τον Χριστό και αποτάσσομαι τον Σατανά.

Γνωρίζω ότι με 'εκύκλωσαν αι του βίου ζάλες, ωσεί μέλισσαι κηρίον᾽ και έτσι δεν σκέφτομαι και δεν φροντίζω πως θα αποκτήσω τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.

Ζω, ενεργώ και φροντίζω μόνο για τα υλικά αγαθά, σαν τους ανθρώπους της επο­χής του Νώε και του Λωτ.

Πάντως αυτή η πνευματική νάρκωση και η ακηδία και ο λήθαργος που με διακα­τέχει με κάνει να πονώ, να υποφέρω, να θλίβομαι.

Γι' αυτό σε παρακαλώ μη αποστρέφεις το πρόσωπο σου από μένα τον δούλο σου, γιατί θλίβομαι· αμέσως άκουσε την προσευχή μου, δώσε σημασία στην άρρωστη ψυχή μου και θεράπευσέ την.

Να προσέξουμε την κραυγή του υμνωδού ότι μπορεί να είναι σε ελεεινή πνευ­ματική κατάσταση ο άνθρωπος, αλλά, όταν θλίβεται γι' αυτή την κατάσταση του, όταν έχει κατάνυξη και συντριβή, δάκρυα και κλάμα και ζητεί όπως ο ανία­τα ασθενής την υγεία του, τότε ο Θεός πρέπει να τον προσέξει και να τον εισα­κούσει.

Πράγματι η Γραφή πιστοποιεί με πλήθος παραδείγματα την αλήθεια αυτή. Ότι ο Θεός όταν βλέπει τον αμαρτωλό να θλίβεται πραγματικά και συνταρακτικά τον απο­δέχεται και τον λυτρώνει.

Μεγάλη η πτώση του Δαυίδ, διπλό και φοβερό το αμάρτημά του· μοιχεία και φόνος του αξιωματικού του, κάτω από ανατριχιαστικές λεπτομέρειες... κι όμως η με­τάνοιά του υπεράνθρωπη και μαρτυρική του άνοιξε ξανά τον δρόμο προς την αγιότη­τα και την πνευματική καταξίωση.

Λέγει στον 6° ψαλμό, που είναι ο πρώτος από τους ψαλμούς μετανοίας, που πε­ριέχει το ψαλτήρι·

«Κύριε μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με».

Όταν ακούσεις θυμό και οργή του Θεού, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, μη νομίσεις κάτι το ανθρώπινο. Οι λέξεις, που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να χαρακτηρίσουν τον Θεό, δεν έχουν πάντα την ίδια σημασία με αυτήν που ισχύει για τα δεδομένα του ανθρώπου.

Όταν χρησιμοποιεί η Γραφή τις λέξεις οργή και θυμός για τον Θεό, πρέπει να γνω­ρίζουμε ότι μιλά ανθρωποπαθώς για να μας ξυπνήσει. Άσχετα αν εμείς, όταν αντιμε­τωπίζουμε την οποιαδήποτε παιδαγωγική ή ιατρική θεραπευτική ενέργεια του Θεού, νομίζουμε ότι ο Θεός μας μισεί και οργίζεται μαζί μας και ξεσπά πάνω μας. Όπως θα νόμιζε ένας ιθαγενής της ζούγκλας του Αμαζονίου ότι ο γιατρός, που παίρνει το μα­χαίρι, για να τον χειρουργήσει και έτσι να τον θεραπεύσει από μία φοβερή νόσο, εί­ναι ένας κακούργος δολοφόνος ή ένας σαδιστής, που διασκεδάζει βασανίζοντας τους άλλους. Βεβαίως ο ασθενής θα νιώσει κάποτε, όταν περάσει η επήρεια της ναρκώσε­ως τον πόνο και την θεραπευτική ενέργεια της εγχειρήσεως του γιατρού να τον τα­λαιπωρεί. Πλην όμως ο γιατρός έκανε ότι έκανε από αγάπη και ενδιαφέρον για τον άνθρωπο και όχι γιατί τον μισεί και θέλει να τον βασανίσει. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Θεό.

Ο Θεός λοιπόν είναι τελείως απαθής και ήρεμος και γαλήνιος. Και η οργή του εί­ναι ανυπόστατος κατά τους πατέρες. Τίποτα το ανθρώπινο δεν τον χαρακτηρίζει. Γι’ αυτό στον Ιερεμία (7,10) διευκρινίζει ο Θεός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να τον νευριάσουν, αλλά μόνο να οργισθούν οι ίδιοι. Τον παρουσιάζει όμως η Γραφή έτσι για να συγκινήσει και να ωφελήσει τους παχύτερους πνευματικά. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς, όταν μιλούμε με βαρβάρους, με παιδιά, με διανοητικώς αναπήρους και καθυ­στερημένους· κατεβαίνουμε στο επίπεδό τους και μιλάμε τη γλώσσα τους. Ψελλίζου­με και συλλαβίζουμε τις λέξεις, όταν μιλούμε στα μωρά, και προσποιούμαστε ότι θυ­μώνουμε και κουνούμε απειλητικά χέρια και πόδια, για να τα εντυπωσιάσουμε και να τα οδηγήσουμε στο σωστό.

«Κύριε μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με» τελικά σημαίνει μη θελήσεις να με καταδικάσεις οριστικά, αμετάκλητα και αιώνια διά τα αμαρτήματά και πλημμελήματά μου. Γι’ αυτό κι εδώ ο Δαυίδ που έγραψε τον έκτο ψαλμό, που θεωρείται από τους ερμηνευτές ως ο πρώτος από τους ψαλμούς μετανοί­ας, νιώθοντας τις τύψεις της συνειδήσεως, μετά τον έλεγχο του Νάθαν, να τον μαστι­γώνουν και περιμένοντας περιδεής την τιμωρητική αντίδραση του Θεού για το διπλό έγκλημα που είχε κάνει (μοιχεία και φόνο, πρβλ. Β´Βασ. 11-12 κεφ.), ξεσπά στον Θεό ικετευτικά και παρακαλεί να τον μαλώσει, χωρίς όμως να είναι θυμωμένος· και να τον τιμωρήσει αλλά όχι με οργή. Δηλαδή παρακαλεί να μη τον καταδικάσει και να τον συγχωρήσει.

«Ελέησον με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί· ίασαι με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου, και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα».

Η ασθένεια, η αδυναμία, η ψυχική ταραχή, ασχέτως αν προέρχονται από τις αμαρ­τίες μας ή από ανθρώπινη αδυναμία ή και επιβουλές και επιθέσεις εχθρών, που τόσο μας ταλαιπωρούν και μας κουράζουν και μας φοβίζουν, είναι αιτίες και ισχυρά ατού για να μας ελεήσει ο Θεός. Μη το ξεχνάμε αυτό και μη γκρινιάζουμε συνέχεια, όταν έχουμε θλίψεις, αλλά ας φροντίσουμε να τίς εκμεταλλευτούμε. Εδώ και τώρα.

«Και συ, Κύριε, έως πότε»;

Μέχρι πότε Κύριε θα σιωπάς και δεν θ’ απαντάς στις προσευχές μου; Μέχρι πότε θα είσαι σιωπηλός; Μέχρι πότε θα με αποστρέφεσαι; Αναγνωρίζω τις αμαρτίες μου και δέχομαι την διόρθωσή σου, αρκεί να μη είναι πολύ σκληρή και με εξουθενώσει. Μήπως γίνει αιτία και μέσα στον διορθωτικό πόνο και κόπο, που θα αναθέσεις στην ύπαρξή μου, να συντριβώ και να χαθώ ολότελα.

«Επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου, σώσον με ένεκεν του ελέους σου».

Ζητά να επιστρέψει ο Κύριος και να ελευθερώσει την ψυχή του. Αυτό ζητάν και επιθυμούν οι ευσεβείς και δίκαιοι. Να είναι κοντά ο Κύριος και να λυτρώνει την ψυχή τους, όπως ψάλλουμε στο προκείμενο της Τυρινής που προαναφέραμε. Ενώ οι πολλοί ένα πράγμα επιθυμούν ν’ απολαμβάνουν την ευημερία της παρούσας ζωής.

Εκτός από την ασθένεια, την αδυναμία και την ψυχική ταραχή και διάλυση, βασι­κή αιτία για να κερδίσει ξανά την εύνοια του Θεού και την σωματικοψυχική σωτηρία του είναι και ότι ο Θεός είναι «οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος». Είναι η πηγή του ελέους. Το έλεός του κυνηγά κάθε άνθρωπο, άσχετα αν πολλές φορές δε φαίνεται. «Και το έλεός σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου, και το κατοικείν με εν οίκω Κυρίου εις μακρότητα ημερών» (Ψαλ. 22,6). Είναι σαν να λέγει ο Δαυΐδ· «Κύριε αν δεν σε συγκινούν η ασθένεια, η αδυναμία μου και η ψυχική μου ταραχή, τότε θυμήσου την ιδιότητα που έχεις. Είσαι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, αυτός είναι ο χαρακτήρας σου. Αυτή είναι η ιδιότητά σου. Αυτή είναι αποστολή σου και το έργο σου. Συνεπώς οφείλεις να με ελεήσεις. Σώσον με ένεκεν του ελέους σου».

«Ότι ουκ έστιν εν τω θανάτω ο μνημονεύων σου· εν δε τω Άδη τις εξομολογή­σεταί σοι».

Με τα δεδομένα της Παλαιάς Διαθήκης σημαίνει ότι Κύριε, αν με αφήσεις και συ­ντριβώ και πεθάνω οριστικά, πως θα σε μνημονεύω και πως θα σε δοξολογώ μέσα από το μνήμα μου. Αν θες να συνεχίσω να σε λατρεύω, μη με αφήσεις να καταστρα­φώ ολοσχερώς. Εξομολογούμαι σημαίνει ομολογώ τις αμαρτίες μου αλλά και εκ­φράζω τον θαυμασμό και τον ύμνο μου για τα μεγαλεία του Θεού. Με αυτήν την δεύτερη έννοια πρέπει να το εκλάβουμε εδώ.

Με τα δεδομένα της Καινής Διαθήκης σημαίνει ότι, αν πεθάνω πνευματικά, θα σε ξεχάσω οριστικά. Κι αυτό θα είναι η οριστική καταστροφή μου και η αιώνια δυστυ­χία μου. Πως θα εξομολογηθώ πλέον στον Άδη; Πως θα αναφέρω τις αμαρτίες μου και θα ζητήσω το έλεός σου;

Κι αν εξομολογηθώ και εκφράσω μετάνοια, αυτή θα είναι ανώφελη. Και ο πλού­σιος γείτονας του φτωχού Λαζάρου μετάνιωσε, όταν πήγε στον Άδη, αλλά δεν τον ωφέλησε η μετάνοιά του (Λκ. 16,24-31). Και οι μωρές παρθένες θέλησαν να πάρουν λάδι, αλλά κανείς δεν τις έδιδε. Λυπήσου με λοιπόν Κύριε και μη μ’ αφήσεις να κα­ταστραφώ.

Αλλά ο Δαυίδ δεν εξιστορεί μόνο τον πόνο και την συμφορά από τα γεγονότα της ζωής του, αλλά παρουσιάζει και τον πόνο και την θλίψη που βιώνει από την μετάνοια και το πένθος για τα αμαρτήματά του.

«Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω».

Στέναξε τόσο πολύ, που κουράστηκε και εξαντλήθηκε από τους στεναγμούς. Κλαίει δε τόσο, που λούζει όχι μία, δύο ή τρεις νύχτες, αλλά κάθε νύχτα το κρεβάτι του με δάκρυα και κάνει μούσκεμα το στρώμα του από τα δάκρυα που χύνει ακα­τάπαυστα. Οι νύχτες γι’ αυτόν δεν ήταν για ανάπαυση αλλά για θρήνους και οδυρ­μούς.

Η μέρα με τους περισπασμούς των διαφόρων βασιλικών καθηκόντων δεν του επέτρεπε ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με το κλάμα και τον οδυρμό της μετάνοιας. Οι ασχολίες των ανθρώπων πάντοτε τους κάνουν να ξεχνούν τα βάσανά τους. Τη νύχτα όμως τα προβλήματα και οι ποικίλες δυσκολίες μας μαστιγώνουν αδυσώπητα. Κι αυ­τόν τον οδυρμό ο Δαυίδ δεν το ενεργεί μόνο τώρα, αλλά θα τον κάνει και στο μέλ­λον! Διότι λέγει «λούσω».

Στο χωρίο αυτό ο Δαυίδ μας εισάγει στα μεγάλα και δυσθεώρητα ύψη της μεγάλης μετάνοιας και αγιότητας. Φοβερή η αμαρτία και η πτώση του αλλά ασύγκριτα πιο φοβερή η μετάνοια και η κατάνυξή του. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πέσανε στα αμαρτήματά του, αλλά όμως δεν φθάσανε και στο ύψος της αγιότητάς που έφθασε αυτός, διότι δεν είχανε αυτή τη μετάνοια και την προσευχή. Ας θυμηθούμε την Μα­ρία την Αιγυπτία, τον Μωυσή τον Αιθίοπα, τον απόστολο Πέτρο.

Ας θυμηθούμε εδώ τον Τελώνη ο οποίος κάθεται στο ναό απόμερα, κοινωνικά και εκκλησιαστικά αποκλεισμένος, με σκυμμένο το κεφάλι, γεμάτος ντροπή και όνει­δος, κτυπά το στήθος του εξουθενώνοντας τον εαυτό του και λέγοντας συνεχώς «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ο Θεός βλέπει την απομόνωσή του, τον εξευτελι­σμό του, το ότι εξουθενώνει τον εαυτό του, το ότι δεν απαντά στην προσβολή του Φαρισαίου, ούτε τον μισεί, ούτε εξοργίζεται μαζί του. Βλέπει ότι συνεχώς τον ικετεύ­ει να τον λυπηθεί, αφού δεν έχει τίποτα άλλο να προσφέρει στο Θεό και αποβλέπει μόνο στο έλεός του και του δίδει την χάρη και το έλεός του.

Ας θυμηθούμε τον Άσωτο ο οποίος μετά την φυγή του και την άσωτη ζωή του μένει νηστικός, χάνει την χειραφέτηση και την ελευθερία του, υποδουλώνεται σε κάποιον οικονομικά εύρωστο πολίτη της χώρας και εκείνος τον στέλνει αυτόν τον αριστοκράτη, τον καλομαθημένο, τον χαϊδεμένο να βόσκει χοίρους. Παραμένει και εκεί νηστικός, ζηλεύει τα γουρούνια που έτρωγαν ξυλοκέρατα και επιθυμεί αυτό το αρχοντόπουλο να χορτάσει με την τροφή τους, αλλά κανείς δεν του δίδει. Τα έδιδαν στα γουρούνια τα ξυλοκέρατα, όχι όμως σ' αυτόν. Κατώτερος κι από τα γουρούνια λοιπόν.

Σε αυτή την μεγάλη εξουθένωση και πείνα ευρισκόμενος, αντιλαμβάνεται ότι οι ζει χειρότερα και από τους υπηρέτες και μισθωτούς του πατέρα του και παίρνει την μεγάλη απόφαση της μετανοίας και της επιστροφής. Θα επιστρέψει όχι πλέον ως υιός αλλά ως υπηρέτης. Αυτό του αξίζει. Αλλά και υπηρέτης κοντά στον πατέρα του είναι καλύτερα από το να είναι υπηρέτης στους άλλους.

Ο πατέρας του τον βλέπει από μακριά, χωρίς να ακούσει τίποτα τρέχει κοντά του, πέφτει επάνω του, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλά. Τον αγκαλιάζει αμέσως και έτσι δεν ακούγεται το «ποίησον με ως ένα τον μισθίων σου». Δεν τον αφήνει να εξευτελι­στεί πλήρως ούτε τον αντιμετωπίζει αυστηρά, αλλά αντίθετα τον ντύνει, του δίδει την πρώτη εξουσία και ετοιμάζει δεξίωση με άφθονο φαγητό, χορούς και τραγούδια.

Ας θυμηθούμε τους πεινασμένους και διψασμένους, τους γυμνούς και αρ­ρώστους, όπως και τους φυλακισμένους της παραβολής της Κρίσεως, τους οποίους ο Χριστός ταυτίζει με τον εαυτό του. Πολλοί από αυτούς κατάντησαν έτσι λόγω της άσωτης ζωής τους, οι δε φυλακισμένοι έκαναν κακό πολλαπλώς και σε πολλούς και κατέληξαν έτσι στην φυλακή. Ο Θεός όμως βλέπει ότι αυτή τη στιγμή πεινούν, δι­ψούν, είναι γυμνοί, άρρωστοι, ξένοι, φυλακισμένοι, συνεπώς υποφέρουν και βασανί­ζονται. Άρα ο Θεός είναι κοντά τους και ταυτίζεται με αυτούς τους ελάχιστους και τιποτένιους και περιφρονημένους.

Μεγάλο αγαθό η θλίψη! Ας ευχαριστούμε τον Θεό, όποτε μας το παραχωρεί.

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή