ΠΡΟΣ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ Γ

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

«ΠΡΟΣ ΣΤΑΓΕΙΡΙΟ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ» (Γ´.)

2. Διατί ο Θεός δεν κατέστρεψε τον Διάβολο;

 

Δεν τον κατάστρεψε από μεγάλο ενδιαφέρον για μας. Εάν ο Διάβολος μπορούσε να επικρατήσει δια της βίας, τότε θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε αυτό. Ο Διάβολος όμως νικά δια της πειθούς. Συνεπώς από μας εξαρτάται να πεισθούμε ή όχι. Ακόμη και δια της βίας, όταν μας επιτίθεται (περίπτωση μαρτύρων), από μας εξαρτάται να πούμε το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι. Γι’ αυτό το λόγο τον άφησε ο Θεός, για να τον κατασυντρίψουν αυτοί, που είχαν νικηθεί απ’ αυτόν και να πάρουν την εκδίκηση.

«Μα όλοι δεν τον νικούν», θα πει κάποιος.

Και θα την πληρώνουν οι γενναίοι πάντα. Χάριν των οκνηρών και τεμπέληδων θα χάνονται τα στεφάνια των τολμηρών. Διότι όσοι υποτάσσονται στον διάβολο δεν ηττώνται απ’ αυτόν, αλλά από την οκνηρία τους και την ατολμία τους.Το πλήθος των αγίων το αποδεικνύει αυτό.

Με το συλλογισμό αυτόν θα πρέπει να κατηγορήσουμε τον Θεό, γιατί έκανε τα μάτια, τα αυτιά, τα χέρια, τη γλώσσα, αφού μ’ αυτά αμαρτάνουν οι άνθρωποι. Θα κατηγορήσουμε όλο το δημιουργικό έργο Του. Ακόμη κι αυτή τη θεία πρόνοια. Θα κατηγορήσουμε τα τρόφιμα, διότι αυτά δημιουργούν δήθεν τον λαίμαργο. Θα κατηγορήσουμε τα άστρα, γιατί αυτά δημιουργούν δήθεν τους μάγους και τους αστρολόγους κ.ο.κ. Θα έπρεπε ο Θεός δηλαδή να ακρωτηριάσει παντελώς τον άνθρωπο, για να μη αμαρτάνει· να καταστρέψει το φως του ηλίου, για να μη βλέπει και πειράζεται· να καταστρέψει όλη την κτίση, για να μη του δίδονται αφορμές για την αμαρτία.

Ο διάβολος είναι όμως επιζήμιος δια τον εαυτό του και όχι για εμάς.Εμείς, αν θελήσουμε, μπορούμε εξ’ αιτίας του να ωφεληθούμε, εν αγνοία του φυσικά και χωρίς να το θέλει. Κι αυτό τον καταξεσχίζει και τον λυπεί αφόρητα.

Γι’ αυτό ας βρισκόμαστε διαρκώς σε εγρηγόρση.

Ας ενθυμούμαστε διαρκώς τον Παύλο: «Δεν διεξάγουμε πάλη με αίμα και σάρκα (δηλαδή με ανθρώπους). Αλλά πάλη που οι αντίπαλοι μας είναι οι αρχές και οι εξουσίες, οι κοσμοκράτορες τους σκότους αυτού του αιώνος, τα πονηρά πνεύματα που βρίσκονται στον ουρανό» Εφ. 6,21).Αυτά τα λόγια τα γράφει όχι για να μας απογοητεύσει, αλλά για να διεγείρει το φρόνημα μας.

Και ο Πέτρος λέγει:

«Γίνετε εγκρατείς, επαγρυπνείτε, διότι ο αντίδικός σας Διάβολος περιτριγυρίζει σαν λιοντάρι. που ψάχνει να βρει ποιον να καταβροχθίσει· αντισταθείτε λοιπόν εις αυτόν, έχοντας ακλόνητη την πίστη σας (Α´Πετρ. 5,8). Αυτό δε το είπε, επειδή ήθελε να τους κάνει περισσότερο ισχυρούς και να τους πείσει να έχουν μεγαλύτερη οικειότητα προς τον Θεόν. Διότι, αυτός, που βλέπει τον εχθρό να τον κυνηγά τρέχει αμέσως προς αυτόν που μπορεί να τον σώσει. Το ίδιο κάνουν και τα παιδιά. Περιφρονούν και κοροϊδεύουν τους γονείς τους και απειθούν σ’ αυτούς θέλοντας ανεξαρτησία και ελευθερία. Όταν δουν όμως κάτι φοβερό τρέχουν προς αυτούς. Γι’ αυτό και οι γονείς βρίσκουν τρόπους να τα φοβίζουν.  

 

Πάντως όλα δεν τα δημιουργεί ο διάβολος.

Ο Κάϊν μόνος του έκανε τα όσα έκανε. Όσοι χάθηκαν στον κατακλυσμό, από μόνοι τους χαθήκαν. Εκατό χρόνια κήρυττε ο Νώε, κάνοντας την κιβωτό, ότι έρχεται πλημμύρα. Ήταν σαν να έλεγε: «Μετανοείστε και μπείτε στην κιβωτό». Η απιστία, η ακηδία και η οκνηρία τους κατέστρεψε.

Τον Κάϊν προσπάθησε ο Θεός να τον διορθώσει με πολλές συμβουλές. Εκείνος δεν τις πρόσεξε. Και, επειδή η τιμωρία του Κάϊν λησμονήθηκε στον κατακλυσμό, βάζει ο Θεός την κιβωτό, για να τους το υπενθυμίζει συνεχώς. Ο Θεός δεν ήθελε τον κατακλυσμό ούτε κα να χαθούν. Αυτοί το επέτυχαν με την αδιαφορία τους. «Ο Θεός δεν έκανε τον θάνατο, ούτε και ευχαριστείται με την απώλεια των ανθρώπων» (Σοφ. Σολομ. 1,13). «Δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά θέλω να επιστραφεί και να ζήσει» (Ιεζ. 18,23). Όταν όμως δεν επιστρέφουμε, εμείς οι ίδιοι καταδικάζουμε τον εαυτό μας σε θάνατο και αιώνια καταστροφή. Π.χ. Λέγει ο γιατρός μη καπνίζεις, μη πίνεις κ.λ.π. και εμείς δεν τον ακούμε. Φταίει αυτός που καταστρεφόμεθα;

 

3. Ωφέλεια εκ του κατακλυσμού

 

Ο Θεός, και όταν τιμωρεί, ευεργετεί. Όσοι πνίγηκαν εμποδίσθηκαν να προχωρήσουν εις χειρότερα κακά, οι μεταγενέστεροι ωφελήθηκαν, διότι εξέλιπε η ζύμη του κακού κατά το δυνατόν και η τιμωρία τους παραδειγμάτισε.

Οι άνθρωποι δεν θέλουν να πράξουν ουδέν αγαθόν. Ζητούν όμως να κερδίσουν παράδεισο και ν’ αποφύγουν κόλαση. Κι αν δεν το πετύχουν κατηγορούν τον Θεό.

Λοιπόν αυτοί ισχυρίζονται:

«Εάν δεν επέτρεπε ο Θεός, δεν θα πείραζε ο Διάβολος τους πρωτοπλάστους».

Κι όμως και εάν δεν συμβούλευε ο διάβολος, κι αν δεν συνομιλούσε ποτέ με την Εύα, πάλι θα έπεφταν. Διότι, αφού με τόση ευκολία απατήθηκαν, σημαίνει ότι δεν είχαν όρεξη για αγώνα και περνούσαν τη ζωή τους με ραθυμία και χαυνότητα. Έπειτα δεν είναι μόνο η απάτη του Διαβόλου αλλά και η επιθυμία της Εύας που έπεσαν.

«Και είδεν η γυνή ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν, και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν, και ωραίον του κατανοήσαι, και λαβούσα του καρπού αυτού έφαγε» (Γεν. 3,6).

«Διατί τότε έδωσε ο Θεός την εντολή, αφού ήξερε ότι θα την παρέβαιναν»;

Αυτά είναι λόγια του διαβόλου και επινοήματα ασεβούς διανοίας. Η εντολή έδειχνε το ενδιαφέρον του Θεού· πρβλ. εντολές δασκάλου, ιατρού, αξιωματικού, αστυνομίας κ.λ.π. Άλλο αν οι πρωτόπλαστοι, δεν επωφελήθηκαν.

Ο Αδάμ ενώ δεν είχε σίγουρη την αθανασία, εν τούτοις είχε τόση αλαζονεία, που θέλησε να γίνει Θεός. Εάν ήταν σίγουρος για την αθανασία, εφ’ όσον δεν τον απειλούσε ο Θεός με τιμωρία θανάτου για παράβαση της εντολής, τότε δεν θα έκανε τα χειρότερα; Δεν θα καταντούσε εντελώς παράφρων; Ποια αμαρτία θα υπήρχε, που να μη την εκτελούσε; Έπειτα, αν δεν είχε εντολή, τότε θα επείθετο πολύ πιο εύκολα στην εισήγηση του διαβόλου. Θα ξεχνούσε πολύ πιο εύκολα ότι έχει Κύριο. Γι’ αυτό έδωσε εντολή ο Θεός, για να τον προφυλάξει.

Κι αν ο Αδάμ και η Εύα δεν πήραν ωφέλεια, αυτό βαρύνει αυτούς. Αλλά απ’  ότι κάνει ο Θεός προκύπτει πάντοτε και ωφέλεια.

Ακόμη και με την παράβαση της εντολής ο Αδάμ και η Εύα ωφελήθηκαν. Το ότι κρύφτηκαν και ομολόγησαν την αμαρτία τους, και θέλησαν ο μεν άνδρας να επιρρίψει την ευθύνη των όσων συνέβησαν εις την γυναίκα, η δε γυναίκα εις τον όφιν, αποτελεί απόδειξη ανθρώπων που τρέμουν και αναγνωρίζουν την εξουσία του Θεού. Αυτοί που φαντάστηκαν ότι θα γίνουν Θεοί τώρα ταπεινώνονται και εξευτελίζονται. Βέβαια δεν αναλαμβάνουν την προσωπική ευθύνη της ενοχής τους και προσπαθούν να δικαιολογηθούν επιρρίπτοντας την ευθύνη εις άλλους, πράγμα που δεν τους σώζει ούτε τους δικαιώνει απέναντι του Θεού. Πάντως έχουν συναίσθηση του αμαρτήματός τους. Αυτό δεν είναι μικρό πράγμα, αλλ’ είναι οδός και αρχή, που οδηγεί εις την διόρθωση και την μεταβολή τους προς το καλύτερο.

Λοιπόν, που είναι αυτοί που κατηγορούν τον Θεό, γιατί έδωσε την εντολή. Αυτοί μοιάζουν με εκείνους που κατηγορούν αυτόν που απαγορεύει την πορνεία, για τα ηθικά και σωματικά κακά που προκαλεί, διότι δήθεν αυτοί που θα τον ακούσουν θα πάνε να πορνεύσουν.

 

Για την διασκευή· ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή