ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«ΠΡΟΣ ΣΤΑΓΕΙΡΙΟ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ» (ΙΕ´.)
Λόγος Γ´
Είναι αρκετά όσα σου είπα για να ανακουφιστείς, όμως επειδή θέλω να σε παρηγορήσω πλήρως θα προσθέσω και τα εξής. Εάν κάποιος σε καλούσε να πας στο παλάτι να δεις τον βασιλιά και να σε κάνει αυλικό και αξιωματούχο του, αλλά προηγουμένως σου ζητούσε να περάσεις μια νύχτα σ’ ένα πανδοχείο κακόφημο, βρόμικο, θορυβώδες, με πολύ άσχημη ατμόσφαιρα και περιβάλλον, θα το δεχόσουν ή όχι; Βεβαίως θα προτιμούσες το πρώτο και δεν θα σε ένοιαζε καθόλου η νύχτα που θα περνούσες στο πανδοχείο εκείνο. Πως λοιπόν δεν είναι παράλογο, όταν είναι για εγκόσμιες επιτυχίες και αξιώματα, να δέχεσαι τις οποιεσδήποτε θυσίες και κόπους και προκειμένου για την βασιλεία των ουρανών να σε ενοχλεί οτιδήποτε δυσάρεστο και κουραστικό; Ξεχνάς ότι είμαστε πάροικοι και παρεπίδημοι και ότι η ζωή αυτή είναι ένα πανδοχείο ή ένα θέατρο που τελειώνει πολύ γρήγορα;
Λοιπόν συνεχίζοντας τα παραδείγματα της ζωής των αγίων, ας δούμε μετά τον Ιωσήφ τον Μωυσή.
Αυτός γεννιέται με μία παράνομη ενέργεια των γονέων του, αναγκάζεται να τους αποχωριστεί και μεγαλώνει σε ξένους, αλλόφυλους και αλλόθρησκους και μάλιστα δυνάστες και καταπιεστές των συμπατριωτών του. Αυτός που δεν δεχόταν να ζει μαζί με τον Θεό ευτυχισμένος, χωρίς να έχει τους συμπατριώτες του μαζί, αυτός αναγκάζεται να μεγαλώνει μέσα στους καταπιεστές και σφαγείς των συμπατριωτών του και να υποκρίνεται ότι είναι Αιγύπτιος! Να βλέπει την γενοκτονία που υφίσταται το έθνος του και να μη μιλά. Σίγουρα πενθούσε τα χαμένα παιδιά περισσότερο από τους γονείς τους και η παραμονή του στα ανάκτορα δεν του προκαλούσε καμμία ευχαρίστηση, αλλά αντίθετα ήταν κόλαση και οδυρμός γι’ αυτόν. Ο φόνος του Αιγυπτίου που κακοποιούσε ένα ομοεθνή του δείχνει τον κοχλασμό της ψυχής του. Ο Μωυσής, που ήταν ο πιο πράος άνθρωπος πάνω στη γη (Αριθμ. 12,3), αγανάκτησε και θύμωσε τόσο πολύ, που προέβη σε φόνο. Αυτό αποκαλύπτει ότι έλιωνε και φλογιζόταν ακατάπαυστα από τα βάσανα των ομοεθνών του.
Παρόλη την αγάπη του οι ομοεθνείς του δεν του αποδώσανε ευγνωμοσύνη και υπακοή, αλλά αχαριστία και αναίδεια. Η προσπάθεια του να ειρηνεύσει δύο Ισραηλίτες που φιλονικούσαν προκάλεσε την οργή και την αγανάκτηση του ενός, ο οποίος μίλησε με αυθάδη και προσβλητικό τρόπο. «Μήπως θέλεις να με φονεύσεις με τον ίδιο τρόπο που φόνευσες χθες τον Αιγύπτιο;» (Εξ. 2,14) είπε ο ένας από αυτούς. Η προσβολή ήταν τόσο μεγάλη που μπορούσε να πνίξει τον Μωυσή ή να τον εξαγριώσει τόσο που να προβεί σε αντίποινα.
Αναγκάζεται να φύγει από τα ανάκτορα, στα οποία έζησε σαράντα χρόνια και να γίνει φυγάς στην έρημο, όπου πέρασε άλλα σαράντα χρόνια, βοσκώντας τα πρόβατα του πεθερού του Ιοθόρ. Ο άνθρωπος που έζησε στην χλιδή και την άνεση των ανακτόρων, αναγκάζεται να ζει την σκληρή ζωή των ανθρώπων της ερήμου και να ασχολείται, αυτός ο πρίγκιπας και ηγεμών, με την βοσκή αλόγων ζώων. Από την δημοσιότητα και την προβολή και την δόξα περνά στην αφάνεια, την μόνωση, την ερημιά. Από τον αλλόφυλο και αλλόθρησκο βασιλιά Φαραώ πέφτει στον αλλόφυλο και αλλόθρησκο ιερέα των ειδώλων Ιοθόρ. Αυτό μπορούσε να τον τσακίσει ηθικά και να τον παραλύσει.
Η ξενιτιά ακόμη κι όταν γίνεται με τη θέλησή μας και για καλό σκοπό είναι ανυπόφορη. Όπως το πουλί που χάνει την φωλιά του και φεύγει από το οικείο περιβάλλον του κινδυνεύει από μυρίους κινδύνους έτσι και ο άνθρωπος. Αν όμως συνοδεύεται από φόβο και αγωνία τότε γίνεται τρισχειρότερη. Ας θυμηθούμε τον Ιακώβ, που αναγκάσθηκε κι αυτός να φύγει από τον φόβο του Ησαύ, στο θείο του τον Λάβαν, ο οποίος τον εκμεταλλεύθηκε και τον κράτησε κοντά του χρόνια ολόκληρα κοροϊδεύοντάς τον και δίνοντάς του την άσχημη και αλλήθωρη Λεία αντί της όμορφης Ραχήλ, που την ήθελε ο Ιακώβ. Πόσο σκληρό είναι το έργο του ευσυνείδητου και φιλότιμου βοσκού το παρουσιάζει ο Ιακώβ όταν λέγει· «Εγώ πλήρωνα από τα δικά μου δια τα ζώα που κλέβανε την ημέρα και την νύχτα· κατά την διάρκεια της μέρας με κατέκαιγε ο ήλιος και το βράδυ υπέφερα από τον παγετό και απουσίαζε ο ύπνος από τα μάτια μου» (Γεν. 31, 39-40). Αν αυτά δεν τα λέγει ο Μωυσής, δεν σημαίνει ότι δεν τα υπέστη, αλλά ότι δεν χρειάστηκε να τα αναφέρει, διότι οι άγιοι δεν αποκαλύπτουν πάντα τα παθήματά τους. Και ο Ιακώβ, αν δεν χρειαζόταν να απολογηθεί στον θείο του, που τον κατηγορούσε, δεν θα τα ανέφερε.
Κάποτε ο Θεός καλεί τον Μωυσή να γυρίσει πίσω και να αναλάβει το δύσκολο έργο να οδηγήσει το λαό του εκτός Αιγύπτου στη χώρα από όπου ξεκίνησαν οι προπάτορές του. Αμέσως ο Μωυσής αντιμετωπίζει την έχθρα και το μίσος και του Φαραώ, που τον κατηγορεί ότι προσπαθεί να εξεγείρει τον λαό, αλλά και των Ισραηλιτών, που αντιμετωπίζοντας σκληρότερα μέτρα εκ μέρους των Αιγυπτίων, δυσφορούν και ξεχνούν το όραμα της ελευθερίας και παλινορθώσεώς τους στη χώρα των πατέρων τους. Ο Μωυσής φαίνεται στα μάτια τους σαν απατεώνας και αίτιος της τελικής και οριστικής καταστροφής τους. Ο Μωυσής θα έπρεπε μετά από αυτά που αντιμετώπισε να απελπιστεί πλήρως και να τα βάλλει με τον Θεό, που τόσο τραγικά τον διέψευσε. Κι όμως ο Μωυσής δεν άφησε το πάθος της απελπισίας να τον κυριεύσει, αλλά αντίθετα προσπάθησε να φουντώσει η πίστη του και να γιγαντώσει η θέλησή του, να ολοκληρώσει το έργο που του ανέθεσε ο Θεός. Απλώς δια της προσευχής εξέθεσε το παράπονό του στο Θεό, για τα όσα συνέβαιναν, και ζήτησε την βοήθειά του και την ολοκλήρωση των υποσχέσεών του.
Αφού εν τέλει ο Θεός απέστειλε τις λεγόμενες δέκα πληγές στον Φαραώ, τον ανάγκασε να αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν, μετά από παλινωδίες του Φαραώ ισάριθμες των δέκα πληγών και αντίστοιχες απογοητεύσεις του Μωυσέως και των Ισραηλιτών. Κι όμως, δεν πέρασαν τρεις μέρες, και ο Φαραώ μετανιώνει για την άδεια που έδωσε και στέλνει το στρατό του για να τους επαναφέρει. Ο Μωυσής τότε ένιωσε αφόρητο φόβο και αγωνία, όχι μόνο γιατί φοβήθηκε τους Αιγυπτίους, όπως και οι άλλοι Ισραηλίτες, αλλά επειδή φοβήθηκε και τις αντιδράσεις των ίδιων των Ισραηλιτών, μετά από αυτή την απρόσμενη εξέλιξη. Και οι Αιγύπτιοι και οι Ισραηλίτες τον θεωρούσαν απατεώνα και αίτιο της δυστυχίας τους. Το πόσο πόνεσε και ταράχθηκε ο Μωυσής τότε, μας το αποκαλύπτει ο ίδιος Θεός, που ενώ ο Μωυσής σιωπούσε και δεν τολμούσε ούτε τα χείλη του ν’ ανοίξει, Εκείνος του είπε· «Τι φωνάζεις προς εμένα;» (Εξοδ. 14,15). Αυτή η φράση του Θεού φανερώνει τον θόρυβο και την ταραχή της ψυχής του.
Κι όταν κι ο φόβος αυτός εξαφανίστηκε με την ολοκληρωτική καταστροφή των Αιγυπτίων και οι Ισραηλίτες βλέπανε καθημερινά τα θαύματα που έκανε ο Θεός γι’ αυτούς και πάλι δείχνανε καθημερινά την αχαριστία τους προς τον Θεό και τον Μωυσή. Συμπεριφερόταν προς τον Μωυσή χειρότερα από τους Αιγυπτίους και τον Φαραώ. Νοσταλγούσαν τα κρέατα της Αιγύπτου και τα λαχανικά της και μιλούσαν περιφρονητικά για το μάννα. Θυμόταν την εύφορη γη της Αιγύπτου και μιλούσαν περιφρονητικά για την έρημο. Ούτε καν κάνανε λόγο για την ελευθερία που απέκτησαν και για τα δεινά που απαλλάχτηκαν.
Ο Μωυσής ήταν σαν να κυβερνούσε ένα έθνος τρελλών και μαινόμενων ανθρώπων. Παρόλα αυτά ο Μωυσής τους υπέμεινε και τους ανεχόταν. Κι αν μεν δεν τους αγαπούσε, θα υπέφερε μόνο για τον εαυτό του και δεν θα τον ένοιαζε γι’ αυτούς. Ενώ τώρα, που ενδιαφέρθηκε καλύτερα κι από τους γονείς τους γι’ αυτούς, αυτοί αντί να τον ευχαριστούν τον πληγώνανε με την κτηνώδη διαγωγή τους. Δεν τον απασχολούσαν τόσο οι ύβρεις που άκουγε, όσο το ποιοι ήταν αυτοί που τις έλεγαν. Κι όμως όλα αυτά τα υπέμεινε ο μακάριος Μωυσής και έκανε υπομονή και αγάπη με τους σιχαμερά αχάριστους συμπατριώτες του. Αυτός είχε εγκαταλείψει το παλάτι και την βασιλική εξουσία για το χατίρι τους κι αυτοί δεν θέλησαν να στερηθούν τα κρέατα και τα διάφορα ορεκτικά της Αιγύπτου, παρόλο που απαλλάχτηκαν από τη δουλεία και τα δεινά που υπέφεραν. Ο Μωυσής πονούσε για τις πτώσεις τους κι αυτοί χαιρόταν.
Όταν έκαναν το είδωλο του μόσχου και είπαν ότι αυτός είναι ο θεός και ευεργέτης τους που τους έβγαλε από την Αίγυπτο, γλεντούσαν και χορεύανε κι ο Μωυσής πενθούσε και θρηνούσε. Έφθασε στο σημείο να ρίξει κάτω τις θεόγραφες πλάκες του νόμου από την ταραχή και την απελπισία του. Εφόσον φέρθηκαν έτσι. ήταν ανάξιοι να παραλάβουν την νομοθεσία του Θεού. Εάν ένας πατέρας έχει ένα παιδί άθλιο θρηνεί και οδύρεται, πόσο θρηνούσε ο Μωυσής ο οποίος είχε 2.000.000 άθλιους υιούς! Και ποιος πατέρας δέχεται να πεθάνει μαζί με το παιδί του, χωρίς να έχει αμαρτήσει ο ίδιος; Κι όμως ο Μωυσής το έκανε κι αυτό. Είπε στον Θεό, αν θέλεις να τους καταστρέψεις κατάστρεψε και μένα, αν όμως θέλεις να με σώσεις σώσε κι αυτούς μαζί μου. Προτίμησε από τη δική του σωτηρία και δόξα το θάνατο μαζί με τους ελεεινούς υπηκόους του. Να ποιος είναι μεγάλος ηγέτης.
Η αλλαξοπιστία των Ισραηλιτών θεραπεύτηκε με σφαγή των πρωταίτιων που παρανόμησαν από τους λευίτες, οι οποίοι αμέσως τάχθηκαν αλληλέγγυοι με τον Μωυσή. Η σφαγή αυτή ήταν πολύ εκλεκτική και περιορισμένη και έτσι ο αριθμός όσων φονεύθηκαν έφθασε μόνο τους 3.000. Ο Θεός μετά από αυτή την θεραπεία είπε ότι δεν θα ακολουθήσει πλέον τους Ισραηλίτες στην πορεία τους προς τη γη της επαγγελίας, γιατί είναι απειθείς και ασεβείς εις το έπακρον και συνεπώς θα του δώσουν αφορμή να τους εξολοθρεύσει. Θα στείλει αντ’ αυτού τον άγγελό του. Ο Μωυσής που πενθούσε για όσους ο ίδιος είχε σφάξει, για να θεραπεύσει το λαό από την ανομία του, στεναχωρέθηκε επί πλέον με την απόφαση του Θεού και είπε· «Εάν δεν συμπορεύεσαι μαζί μου, μη με επιτρέψεις να φύγω από εδώ» (Εξ. 33,18). Βλέπεις πως οι φόβοι διαδεχόταν τους φόβους και οι λύπες τις λύπες; Αλλά και οι ασέβειες των Ισραηλιτών δεν τελειώναν.
Ο λαός γόγγυζε συνεχώς και ασεβώς εναντίον του Κυρίου με αποτέλεσμα ο Κύριος να στείλει φωτιά από τον ουρανό και να κάνει κάρβουνο μεγάλο τμήμα των Ισραηλιτών. Τότε ο ισραηλιτικός λαός τρομοκρατημένος από τις φλόγες του θανάτου παρακάλεσε τον Μωυσή κραυγάζοντας να προσευχηθεί προς τον Θεό για να σταματήσει το κακό. Και ο φιλάνθρωπος Μωυσής το έκανε και πράγματι σταμάτησε η φωτιά. Και ονόμασαν το μέρος εκείνο οι Ισραηλίτες «Εμπυρισμό», για να θυμούνται την καταστροφή που υπέστησαν λόγω της ασέβειάς τους (Αριθμ. 11,1-3).
Αλλά τον Μωυσή τον διακατείχε για όλα αυτά διπλή λύπη· και για ότι χάθηκαν όσοι κάηκαν και για το ότι όσοι εναπέμειναν έμειναν αδιόρθωτοι και δεν απεκόμισαν κανένα κέρδος από την συμφορά εκείνη. Διότι δεν είχε τελειώσει ακόμη εκείνο το κακό κι αυτοί που εναπέμειναν άρχισαν και πάλι να γογγύζουν, παρασυρόμενοι από τους Αιγυπτίους που είχαν ακολουθήσει τους Ισραηλίτες και ζούσαν μαζί τους, λέγοντας· «Ποιός θα μας θρέψει με κρέας; Διότι θυμηθήκαμε τα ψάρια που τρώγαμε στην Αίγυπτο καθώς και τα αγγούρια και τα πεπόνια και τα πράσα και τα κρεμμύδια και τα σκόρδα. Τώρα όμως η ψυχή μας είναι κατάξηρος και τα μάτια μας δεν βλέπουν τίποτα άλλο παρά μόνο το μάννα» (Αριθμ. 11, 4-6).
Βλέποντας ο Μωυσής την αγνωμοσύνη του λαού και μη υποφέροντας άλλο αυτή την κατάσταση θέλει να παραιτηθεί από την διοίκησή τους. Νικήθηκε από την λύπη του και εύχεται να πεθάνει πια, παρά να ζει μια τέτοια πικρή ζωή. «Και είπε Μωυσής προς τον Θεό· Γιατί μεταχειρίζεσαι τόσο σκληρά τον δούλο σου και γιατί αφήνεις την ορμή αυτού του λαού να ξεσπά επάνω μου; Μήπως εγώ συνέλαβα τον λαό αυτό στην κοιλιά μου, ή μήπως εγώ τον γέννησα, ώστε να μου λες, πάρε αυτό τον λαό στην αγκαλιά σου, όπως η τροφός λαμβάνει το βρέφος που θηλάζει, και μετέφερε τον στη γη που ορκίσθηκα να δώσω στους πατέρες τους. Από που να δώσω κρέατα σε όλο αυτό το λαό που κλαίει μπροστά μου και μου λένε ‘δώσε μας κρέατα να φάμε’; Δεν θα μπορέσω εγώ μόνος μου να οδηγήσω αυτόν το λαό, διότι αυτή η εντολή υπερβαίνει τις δυνατότητές μου. Εάν λοιπόν δεν με βοηθήσεις, τότε φόνευσέ με, εάν μπορώ να σου ζητήσω αυτή την χάρη» (Αριθμ. 11,11-15).
Αυτά είπε εκείνος που είχε πει· «Και τώρα, εάν μεν συγχωρήσεις την αμαρτία τους, συγχώρησέ την, διαφορετικά διέγραψε και μένα από την βίβλο της ζωής που με έχεις γράψει» (Εξ. 32,32). Τόσο πολύ τον είχε μεταβάλλει η λύπη. Αυτό το παθαίνουν και οι γονείς, όταν έχουν δύσκολα και ανάγωγα παιδιά και δυσανασχετούν. Το ότι βέβαια αυτά ήταν λόγια της στιγμής και το ότι δεν έπαυσε να τους αγαπά, φαίνεται ξεκάθαρα στα όσα ακολούθησαν. Όταν δηλαδή μετά την αποστολή των κατασκόπων, η οποία έγινε λόγω της απιστίας τους στα λόγια του Θεού ότι θα τους δώσει την γη των Χαναναίων, επιχειρούσαν να τον φονεύσουν και τον λιθοβολούσαν, αφού ξέφυγε από τα χέρια τους με παρέμβαση του Θεού, πάλι προσευχόταν γι’ αυτούς και παρακαλούσε τον Θεό να δείξει την ευσπλαχνία του προς αυτούς, που ήθελαν να τον φονεύσουν. Τόση ήταν η αγάπη του προς αυτούς (Αριθμ. 14ο κεφ.).
Κι ενώ λοιπόν οι κατάσκοποι, εκτός του Ιησού του Ναυή και του Χάλεβ, είχαν αποθάνει και το πένθος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του και δεν είχε περάσει καθόλου χρόνος, πάλι δημιουργούσαν άλλες αφορμές λύπης για τον Μωυσή. Δεν ανεχόταν να τους εμποδίζει να κάνουν πόλεμο, κατεσφάγησαν από τους Αμαληκίτες και πριν τον πόλεμο είχαν πληγεί από την χολέρα και την γαστριμαργία, λόγω του ότι ζητούσαν συνεχώς κρέας (Ψαλμ. 77,30-31).
Αλλά οι θλίψεις του Μωυσέως δεν σταματούν εδώ αλλά συνεχίζονται. Αναφέρει λοιπόν το βιβλίο των Αριθμών στο 20ο κεφάλαιό του ότι όταν έφθασαν στην έρημο του Σιν, στην τοποθεσία Κάδης, δεν υπήρχε πουθενά νερό για να πιουν. Η αντοχή του λαού δοκιμάσθηκε άνευ προηγουμένου. Το πρόβλημα υπαρκτό και ανυπόφορο. Τι έπρεπε να κάνουν οι Ισραηλίτες με την πείρα που είχαν αποκτήσει; Να προστρέξουν στο Θεό και με έντονη προσευχή να ζητήσουν να τους προσφέρει θαυματουργικά νερό. Τόσα θαύματα είχαν δει· γιατί να μη δουν κι άλλο ένα. Αυτοί όμως αντί να κάνουν αυτό πήγαν στον Μωυσή και τον Ααρών και τους έβριζαν. Μάλιστα είπαν κάτι το πολύ φοβερό και ανόσιο. «Καλύτερα να πεθαίναμε μαζί με τους άλλους αδελφούς» – τον Κορέ, τον Δαθάν και τον Αβειρών– «παρά να πεθάνουμε τώρα από την δίψα».
Αν διαβάσουμε τα κεφάλαια 16 και 17 του βιβλίου των Αριθμών θα δούμε ότι Κορέ, Δαθάν και Αβειρών ήταν οι πιο σιχαμεροί και αναιδείς στασιαστές εναντίον του Μωυσή και του Ααρών. Αυτοί και 250 επιφανείς Ισραηλίτες κατηγόρησαν τον Μωυσή και τον Ααρών ότι αυτόκλητοι ήρθαν και τους διοικούν και ότι ενώ τους υποσχέθηκαν να τους φέρουν στη γη που ρέει μέλι και γάλα, ουσιαστικά τους έφεραν μέσα στην έρημο για να πεθάνουν. Η τιμωρία του Θεού ήταν πολύ σκληρή απέναντι σ’ αυτούς τους στασιαστές. Άνοιξε η γη και κατάπιε τους Κορέ, Δαθάν και Αβειρών και φωτιά από τον ουρανό κατέκαυσε τους 250 επιφανείς άνδρες.
Δυστυχώς οι Ισραηλίτες αντί να συνετισθούν απ’ αυτή την ιστορία, την επόμενη κιόλας μέρα γόγγυσαν εναντίον του Μωυσή και του Ααρών και τους κατηγόρησαν ότι φονεύσανε το λαού του Κυρίου και ορμίσανε εναντίον τους. Ο Θεός τότε ξέσπασε και φόνευσε 14.700 άτομα. Και θα ξεκλήριζε όλον τον ισραηλιτικό λαό, εάν δεν πρόσφερε ο Ααρών θυμίαμα στο θυσιαστήριο για να κοπάσει η οργή του Θεού.
Έτσι λοιπόν μίλησαν οι Ισραηλίτες και προσέθεσαν· «Τι μας φέρατε σ’ αυτόν τον πονηρόν τόπον της ερήμου, που δεν φυτρώνουν ούτε συκιές, ούτε αμπέλια και ούτε νερό υπάρχει;». Τότε ο Μωυσής και ο Ααρών στενοχωρημένοι έτρεξαν στη σκηνή του Μαρτυρίου για να δώσει ο Θεός λύση στο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν. Και ο Θεός έδωσε εντολή στον Μωυσή να χτυπήσει με το ραβδί του την πέτρα και θα ανέβλυζε το νερό. Πράγματι ο Μωυσής το έκανε και έτσι ο απειθής και γογγυστής λαός χόρτασε νερό.
* * *
Η περιπλάνηση όμως του Ισραήλ συνεχιζότανε. Οι λαοί της ερήμου δυσκόλευαν κι αυτοί με τη σειρά τους τον περιούσιο λαό. Δεν τους επέτρεπαν να περνούν από τα εδάφη τους ούτε τους προσφέρανε τη δυνατότητα ν’ αγοράσουν κάτι απ’ αυτούς. Ούτε νερό τους δίνανε. Ο Θεός βέβαια τους βοηθούσε ν’ αντιμετωπίζουν τους λαούς αυτούς διά των όπλων. Η κατάσταση όμως αυτή τους έσπασε τα νεύρα και άρχισαν να λιποψυχούν. Άρχισαν να τα βάζουν ξανά με το Θεό και τον Μωυσή. Ο Ααρών δεν υπήρχε πλέον. Είχε πεθάνει μετά το επεισόδιο που ανέβλυσε νερό από την πέτρα. έτσι την εχθρότητα των Ιουδαίων αντιμετώπιζε μόνο ο Μωυσής. Λοιπόν κραύγαζε ο γογγυστής λαός· «Γιατί μας έβγαλες από την Αίγυπτο και μας έφερες στην έρημο, όπου δεν έχουμε ούτε ψωμί να φάμε ούτε νερό να πιούμε; Βαρεθήκαμε και σιχαθήκαμε να τρώμε τον κούφιο και άσαρκο άρτο, που μας ρίχνει ο Θεός απ’ τον ουρανό».
Όταν ο Θεός είδε αυτό το συνεχή γογγυσμό και την αχαριστία και απιστία του Ισραήλ, για να τους συνεφέρει, έστειλε δηλητηριώδη φίδια, τα οποία άρχισαν να τους τσιμπούν και να σκορπίζουν το θάνατο. Τότε ο λαός προ της φοβερής αυτής μάστιγος συνήλθε, αναγνώρισε το λάθος του και ζήτησε από τον Μωυσή να προσευχηθεί στο Θεό να φύγουν οι όφεις. Ο Μωυσής γεμάτος από μακροθυμία και αγάπη για το λαό του το έκανε. Και τότε ο Κύριος είπε στον Μωυσή να κατασκευάσει έναν χαλκούν όφιν και να τον τοποθετήσει σε υψηλό σημείο. Όταν τους τσιμπούσε φίδι θα έπρεπε να ατενίσουν τον χαλκούν όφιν και θα θεραπευότανε από το τσίμπημα. Έτσι και έγινε και κόπασε το κακό.
Αλλά οι Ισραηλίτες συνεχίζουν να είναι οι ίδιοι. Ενώ ο Θεός δεν άφησε τον μάντη Βαλαάμ, τον οποίο είχαν πληρώσει οι Μωαβίτες να καταραστεί τους Ισραηλίτες, ώστε να καταστραφούν, εκείνοι απρόσεχτοι και συνεχώς επιρρεπείς προς το κακό πορνεύουν με τις θυγατέρες των αλλόφυλων και προσφέρουν θυσίες στον Βεελφεγώρ και έτσι πέφτουν στην πονηρή παγίδα που τους ετοίμασαν οι εχθροί τους. Ο Μωυσής, για να τους εξιλεώσει απέναντι στον Θεό, αλλά και να τους θεραπεύσει από την συνεχή ασέβειά τους, δίνει εντολή για σφαγή αυτών που παρανομήσαν με αυτόν τον ελεεινό τρόπο (Αριθμ. 25,5). Όπως ακριβώς κάνουν οι γιατροί σε ένα τραυματία, που ενώ του έκαναν πολλές εγχειρίσεις και καυτηριάσεις, αυτός δεν καλυτέρευσε και εκείνοι συνεχίζουν τις καυτηριάσεις και τους ακρωτηριασμούς έτσι έκανε και ο Μωυσής. Τους πονούσε συνεχώς αλλά και πόναγε ό ίδιος. Τι φοβερό αναίμακτο αλλά αβάσταχτο και οδυνηρό μαρτύριο!
Συ όμως Σταγείριε διαβάζοντας αυτές τις δυσκολίες που σου γράφω, μη νομίσεις ότι μόνο αυτές είχαν συμβεί. Πολλές έχω παραλείψει· όπως τους διαφόρους πολέμους, τα εμπόδια εκ μέρους των εχθρών, τις προσβολές εκ μέρους των αδελφών του Ααρών και Μαριάμ, που τον κατηγόρησαν ότι πήρε Αιθιόπισσα γυναίκα και ότι δεν μπορεί αυτός να μονοπωλεί την εκπροσώπηση του Θεού (Αριθμ. 14, 1-2).
Αλλά κι αν έγραφα όλα όσα περιέχει η Γραφή, αυτά είναι ελάχιστα μπροστά σ’ αυτά που γίνανε και δεν γράφτηκαν. Διότι αν αυτός που άρχει μερικών υπηρετών σε μια οικία έχει μύριες αφορμές για παροξυσμούς και λύπες, αυτός που εξαναγκάσθηκε να άρχει για σαράντα χρόνια μυριάδες λαού μέσα στην έρημο, όπου ούτε ο σωστός αέρας υπήρχε ούτε νερό, πόσα προβλήματα ήταν αναγκασμένος καθημερινώς να αντιμετωπίζει, πόσες λύπες και δια τους ζωντανούς και για τους πεθαμένους;
Είδε να πεθαίνουν όλοι που βγήκαν από την Αίγυπτο και να επιζούν μόνο ο Ιησούς του Ναυή και ο Χάλεβ, οι οποίοι ήταν οι μόνοι εκ των κατασκόπων που στάλθηκαν στην Χαναάν και δεν απίστησαν και δεν πανικόβαλαν τον Ισραηλιτικό λαό υπερβάλλοντας τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν. Δεν αξιώθηκε να οδηγήσει αυτούς που ήταν κάτω από είκοσι χρονών και επέζησαν ούτε και να δει την γη της επαγγελίας, πράγμα για το οποίο λυπήθηκε πολύ (Δευτ. 4,21-22).
Και το πιο φοβερό βέβαια απ’ όλα είναι ότι τον οδήγησε ο Θεός εις τον θάνατο γεμάτο λύπη. Διότι προγνώρισε τα όσα κακά θα συνέβαιναν στους Ισραηλίτες, όπως την ειδωλολατρεία, την αιχμαλωσία, τις απερίγραπτες συμφορές. Έτσι βασανιζόταν απ’ όσα έβλεπε και συνέβαιναν, αλλά και από εκείνα που ακόμη δεν συνέβησαν. Οι θλίψεις τον συνόδευαν από την αρχή της ζωής του μέχρι το τέλος.
Για την διασκευή· ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ