ΠΡΟΣ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ ΙΘ

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

«ΠΡΟΣ ΣΤΑΓΕΙΡΙΟ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ» (ΙΘ´.)

 

Αλλά σε λίγο οι Ισραηλίτες και οι Φιλισταίοι έρχονται πάλι σε σύγκρουση (κεφ. 29). Στην σύγκρουση αυτή είναι υποχρεωμένος να μετάσχει και ο Δαυΐδ πολεμώντας κατά του έθνους του, που τον καταδιώκει, και υπέρ των εχθρών του, που τον προστατεύουν. Πολύ άσχημη στιγμή για έναν τίμιο άνθρωπο, που δεν ξέρει τι να κάνει. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Από τη δύσκολη αυτή θέση τον βγάζουν οι σατράπες των Φιλισταίων, οι οποίοι ουσιαστικά είναι ανεξάρτητοι βασιλείς και συμμαχούν μόνο για τον πόλεμο. Αυτοί λένε στον Αγχούς ότι λογικά και στρατιωτικά είναι παρακινδυνευμένο να έχουν συμπολεμιστή τους τον αλλόφυλο και αλλόθρησκο Δαυϊδ, ο οποίος έχει τώρα μία ευκαιρία να συμφιλιωθεί με τον Σαούλ, προσφέροντάς του υπηρεσίες, πουλώντας τους Φιλισταίους φίλους του.

Ο Δαυΐδ αναγκάζεται να αποχωρήσει και να γυρίσει στην Σεκελάκ. Εκεί, ενώ περίμενε κι αυτός και οι άνδρες του ότι θα ησυχάσουν για λίγο και θα απολαύσουν την οικογενειακή θαλπωρή, παραλίγο να πνιγούν από τη λύπη τους. Τα δεινά που είχαν συμβεί τότε ήταν τέτοια, που μπορούσαν να καταβάλουν και τον πιο δυνατό άνθρωπο, ακόμη κι αν είχαν προμελετηθεί. Επειδή όμως παρουσιάστηκαν ξαφνικά και απροσδόκητα φάνηκαν υπερβολικά και ανυπόφορα. Αντί να δουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, βρέθηκαν προ ενός φρικτού θεάματος και αντιμετώπισαν μια δοκιμασία άνευ προηγουμένου. Οι Αμαληκίτες, εκμεταλλευόμενοι τον πόλεμο μεταξύ Ισραηλινών και Φιλισταίων και την απουσία του Δαυίδ, επιτέθηκαν στην Σεκελάκ, την κάψανε και πήρανε τις γυναίκες και τα παιδιά τους αιχμαλώτους, για να τους πουλήσουν ως σκλάβους. Όταν είδαν την καταστροφή ο Δαυΐδ και οι άνδρες του, πικράθηκαν, οργίστηκαν και βάλανε τα κλάματα. Αλλά η απροσδόκητη και οδυνηρή για τον Δαυΐδ έκπληξη ήταν ότι οι άνδρες του θεώρησαν αυτόν υπεύθυνο για την συμφορά και θέλησαν να τον λιθοβολήσουν! Ο Δαυΐδ όμως δεν έχασε το ηθικό του ούτε την αυτοκυριαρχία του. Έδωσε στους άνδρες του τη δυνατότητα να καταλάβουν ποιος είναι ο εχθρός τους, τους ανασυγκρότησε και αφού ρώτησε τον Θεό διά του ιερέως Αβιάθαρ, επιτέθηκε εναντίον των Αμαληκιτών, τους νίκησε κατά κράτος και άφησε τα λάφυρα στους άνδρες του στέλνοντας και μέρος αυτών στους προκρίτους των Ιουδαίων και στους φίλους τους, που τους είχαν βοηθήσει στους κατατρεγμούς και στις ταλαιπωρίες τους.

Κι ενώ χαιρόταν για τη νίκη του και το αίσιο αποτέλεσμα της μάχης που σύναψε με τους Αμαληκίτες έρχεται η είδηση ότι σε ταυτόχρονη μάχη των Ισραηλιτών με τους Φιλισταίους φονεύθηκαν ο Σαούλ και οι τρεις υιοί του, μεταξύ των οποίων και ο Ιωνάθαν πιστός και αδελφικός φίλος του Δαυΐδ και προστάτης του, όταν τον κυνηγούσε ο πατέρας του. Ο Δαυΐδ τον έκλαψε αφάνταστα. Αυτός που έχυσε πικρά δάκρυα για τον χαμό του Σαούλ που τον δίωκε, πόσο περισσότερο πόνεσε για το χαμό του φίλου και ευεργέτη του, που πέθανε τώρα, που θα μπορούσε να τον ευεργετήσει κι αυτός.  Ο Δαυΐδ μαζί με τους δικούς του έσχισαν τα ρούχα τους και νήστεψαν όλη την ημέρα. Θρήνησε δε ο ίδιος ειδικώτερα για το χαμό του Σαούλ και του Ιωνάθαν λέγοντας ολόκληρο ποίημα, το οποίο διασώθηκε μέχρι τώρα στο βιβλίο των Βασιλειών, και το οποίο ο Δαυίδ έδωσε εντολή να το διδάσκονται όλοι οι Ισραηλίτες.

Μετά το θάνατο του Σαούλ διασπάται το Ισραήλ. Ο Δαυΐδ χρίεται βασιλιάς στη φυλή του Ιούδα με πρωτεύουσα την Χεβρών και στις άλλες φυλές ο αρχιστράτηγος του Σαούλ, ο Αβεννήρ, εγκαθιστά ως βασιλιά τον διασωθέντα υιό του Σαούλ, τον Ιεβοσθέ στην πόλη Μαναέμ. Αρχίζει πόλεμος μεταξύ Ιουδαίων και Ισραηλιτών. Ο Αβεννήρ, ο οποίος για λόγους φιλοδοξίας εγκατέστησε τον Ιεβοσθέ βασιλιά του Ισραήλ πλην της φυλής του Ιούδα, εν τέλει έρχεται σε σύγκρουση μαζί του και γι’ αυτό αυτομολεί προς τον Δαυΐδ. Ενώ όλα έβαιναν ευνοϊκά για την ένωση των Εβραίων, ο αρχιστράτηγος του Δαυΐδ Ιωάβ φονεύει σε ενέδρα τον Αβεννήρ και οδηγεί τον Δαυΐδ σε νέο πένθος και σε νέα νηστεία! Ο Δαυΐδ θέλει να σταματήσουν οι εμφύλιες διαμάχες και οι συνεργάτες του τορπιλίζουν τις προσπάθειές του. Γι’ αυτό πενθεί.

Μετά από το θάνατο του Αβεννήρ δύο αξιωματικοί, ο Ρεκχά και ο Βαανά, που ήταν αδελφοί μεταξύ τους, βλέποντας ότι το μέλλον ανήκει στον Δαυΐδ, φονεύουν τον υιό του Σαούλ τον βασιλέα Ιεβοσθέ. Πηγαίνουν το κεφάλι του στον Δαυΐδ, πιστεύοντας ότι έτσι θα του γίνουν αρεστοί. Ο Δαυΐδ τους φονεύει, όπως είχε φονεύσει προηγουμένως κι αυτόν που του έφερε την είδηση ότι πέθανε ο βασιλιάς Σαούλ. Δεν θέλει πονηροί άνθρωποι, που δεν έχουν καθόλου λόγο τιμής και αξιοπρέπεια να τον βοηθούν και να συνεργάζονται μαζί του, κινούμενοι από ταπεινά ελατήρια. Εκείνος έχει τον Θεό που τον προστατεύει από κάθε τι και δεν χρειάζεται τη βοήθεια πρόστυχων και κακών ανθρώπων. Πάντως όλες αυτές οι ενέργειες δημιουργούσαν μεγάλα προβλήματα στον Δαυΐδ, διότι δημιουργούσαν μίση σε διάφορες ομάδες Ισραηλιτών προς το πρόσωπό του, που τον θεωρούσαν υπεύθυνο για τις συμφορές που τους βρίσκαν. Πόσο λύπη ένιωθε ο Δαυΐδ όταν κάθε λίγο και λιγάκι αντιμετώπιζε τέτοια γεγονότα!

Εν τέλει ο Δαυΐδ αναγνωρίζεται από όλες τις φυλές του Ισραήλ βασιλιάς και καταλαμβάνει την Ιερουσαλήμ, που την κάνει πρωτεύουσά του και κει κτίζει το ανάκτορό του με την βοήθεια του βασιλιά της Τύρου, του Χειράμ. Αμέσως φροντίζει να έρθει  από την Καριαθιαρίμ όπου βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα η κιβωτός της διαθήκης. Η κιβωτός είχε τις δύο πλάκες του νόμου που πήρε ο Μωυσής από τον Θεό, τη ράβδο του Ααρών που βλάστησε και μια στάμνα με μάννα. Όλα τα ιερά και όσια των Εβραίων, που τους θύμιζαν την παρουσία του Θεού και την βοήθεια που παρείχε συνεχώς σ’ αυτούς. Η μεταφορά όμως έγινε βεβιασμένα και χωρίς προσοχή. Δεν συμβουλεύτηκαν τον Κύριο και δεν τήρησαν πλήρως το νόμο του Θεού. Δεν προσεφέρθη θυσία προ της εκκινήσεως. Τοποθετήθηκε σε μία καινούργια άμαξα ενώ έπρεπε να μεταφέρεται στους ώμους των ιερέων (Αριθμ. 4,15, 7,9 και Δευτ. 10,8). Χρησιμοποιήθηκαν  μουσικά όργανα διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στη Βίβλο (Αριθ. 10,1-10). Ο Οζά ο γιος του Αμιναδάβ, που είχε την κιβωτό στο σπίτι του, όσο βρισκόταν στην Καριαθιαρίμ, προσπάθησε να κρατήσει την κιβωτό, όταν κινδύνευσε να πέσει από την άμαξα λόγω κινήσεως απρόσεχτης που έκανε το μοσχάρι, αλλά επειδή ήταν λαϊκός και απαγορευόταν να την πιάσει ο Θεός τον θανάτωσε. Ο Θεός δεν θέλει να τον «σώζουν», όταν δεν τηρούνται οι εντολές του. Ο Δαυΐδ στεναχωρέθηκε αλλά και τρόμαξε από το γεγονός, οπότε σταμάτησε την μεταφορά, βάζοντας την κιβωτό στο σπίτι του Αβεδδαρά του Γεθθαίου για τρεις μήνες κι όταν είδε ότι ο Θεός ευλόγησε το σπίτι του Αβεδδαρά, τότε θέλησε να συνεχίσει την μεταφορά της. Αυτή τη φορά όμως αντί για άμαξα με ζώα επτά χοροί ιερέων την σήκωναν στους ώμους τους και θυσία μόσχου και αρνιών προσεφέρθη. Ο ίδιος ο Δαυΐδ με απλή στολή μπροστά από την κιβωτό έπαιζε με ειδικά μουσικά όργανα και χόρευε ενώπιον Κυρίου γεμάτος χαρά. Τον είδε η γυναίκα του, όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, η Μελχόλ, η κόρη του Σαούλ, και τον κατέκρινε και τον ειρωνεύτηκε, που φερόταν εξευτελιστικά για ένα βασιλιά μπροστά στους υπηκόους του και τους υπηρέτες του. Πόσο πόνεσε και πάλι ο Δαυΐδ μέσα στη χαρά του από τη στάση της γυναίκας του.

 

Για την διασκευή· ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή