ΠΡΟΣ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ ΚΒ

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

«ΠΡΟΣ ΣΤΑΓΕΙΡΙΟ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ» (ΚΒ´.)

 

Όλες τις στενοχώριες του Δαυΐδ δεν είναι δυνατόν να σου τις αναφέρω με λεπτομέρειες ούτε βέβαια και είναι όλες γραμμένες. Από τους θρήνους του όμως και τους οδυρμούς του είναι δυνατόν να σκεφθούμε και το πλήθος άλλα και το μέγεθος αυτών που παραλήφθηκαν και ότι ουδέποτε έπαυσε να θρηνεί και να υποφέρει ο δίκαιος. Διότι λέγει· «Αι ημέραι των ετών ημών εν αυτοίς εβδομήκοντα έτη· εάν δε εν δυναστείαις ογδοήκοντα έτη, και το πλείον αυτών κόπος και πόνος» (Ψαλμ. 89,10). Οι ημέρες  των ετών μας, λέγει ο ψαλμωδός, το άθροισμά τους, είναι εβδομήντα χρόνια· εάν δε κανείς έχει κράση ισχυρή και δυνατή, οι ημέρες του φθάνουν τα ογδόντα έτη. Και το πιο πολύ από τα χρόνια αυτά είναι κόπος και πόνος. Μη μου πεις ότι αυτά τα λέγει γενικώς για όλους τους  ανθρώπους και δεν αναφέρεται στον εαυτό του. Γιατί, αν συμβαίνει αυτό, θέλει να μας πει ότι όχι μόνο η δική του η ζωή αλλά και των άλλων έχει τα δυσάρεστα περισσότερα από τα ευχάριστα. Ο ψαλμωδός εδώ λέγει με άλλα λόγια ότι και ο Ιακώβ στον Φαραώ παλαιότερα· «Είναι σύντομες και πονηρές οι ημέρες μου» (Γεν. 47,9).

Θα έλθω τώρα προς τους άλλους προφήτες, αν και δεν μας άφησαν τον βίο τους γραμμένο, εν τούτοις θα αρκεσθώ σε κάποιες φράσεις τους για να διηγηθώ πόσο πονεμένη ήταν η ζωή τους. Και στην αρχή θα θυμίσω αυτα που ήταν κοινά για όλους. Ότι πέρασαν την ζωή τους «Άλλοι δε βασανίστηκαν δεμένοι στο τύμπανο (όργανο βασανιστικό) και δεν δέχθηκαν ν’ απαλλαγούν από τα βασανιστήρια, για να επιτύχουν ανώτερη σωτηρία. Άλλοι δε χτυπήθηκαν και μαστιγώθηκαν, ακόμη και αλυσοδέθηκαν και φυλακίστηκαν. Θανατώθηκαν με λίθους, με πριόνι, με φωτιά, με μαχαίρι. Ντύθηκαν δέρματα προβάτων και γιδιών. Ζούσαν με στερήσεις, με πενία, με κακουχίες. Επειδή ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τους έχει κοντά του, περιπλανιόταν σε ερημιές και όρη και σπηλιές και τις οπές της γης (Εβρ. 11,35-38). Μετά δε απ’ όλα όσα τράβηξαν είχαν πρόσθετη λύπη, διότι έβλεπαν ν’ αυξάνει η κακία των βασανιστών τους, και αυτό τους πλήγωνε περισσότερο από τις δικές τους θλίψεις.

Και ο μεν ένας έλεγε· «κατάρα και ψεύδος και κλοπή και μοιχεία και φόνος είναι σκορπισμένα πάνω στη γη και τα αίματα αναμιγνύονται με άλλα αίματα» (Ωσηέ 4,2), αποκαλύπτοντας έτσι το ορμητικό και πολύπλοκο και άφθονο της κακίας. Άλλος δε πάλι αναφωνούσε· «αλλοίμονο, διότι κατάντησα να μοιάζω με εκείνον που μαζεύει καλάμια κατά τον θερισμό και με εκείνον που μαζεύει αποστάφυλα σε ώρα τρυγητού, αφού δεν υπάρχουν σταφύλια» (Μιχ. 7,1). Θρηνεί με τα λόγια αυτά το γεγονός ότι οι αγαθοί άνθρωποι είναι πολύ σπάνιοι.

Ο Αμώς (7,2-3) δεν πενθούσε τις κακίες των Ισραηλιτών μόνο αλλά και τις συμφορές τους και μάλιστα πολύ περισσότερο απ’ ότι θρηνούσε τους δικούς του πειρασμούς. Έλεγε· «Δείξε ευσπλαχνία Κύριε. Ποιός θα αναστήσει τον Ιακώβ, διότι είναι λιγοστός. Μετανόησε Κύριε, δι’ αυτό και μη επιφέρεις την τιμωρία που είχες αποφασίσει. Κι όμως παρά τις ικεσίες του Αμώς ο Κύριος δεν λυγίζει και απαντά «Δεν θα συμβεί αυτό» (Αμώς 7,6). Πόσο πόνο προκαλεί στον Αμώς η απάντηση του Θεού. Ο δε Ησαΐας όταν άκουσε ότι θα ερημωθεί όλη η γη, τόσο λυπήθηκε, που δεν άφηνε κανένα να τον παρηγορήσει· «Αφήστε με να κλάψω πικρά, μη προσπαθείτε να με παρηγορήσετε» (Ησ. 22,4), διότι ο τρόπος του θανάτου υπερβαίνει κάθε συμφορά.

Ας έρθουμε στον Ιερεμία που συνέταξε το βιβλίο των «Θρήνων». Εκεί θρηνεί την Ιερουσαλήμ και τον εαυτό του. Κανείς δεν μπορεί να διαβάσει αυτό το βιβλίο χωρίς να αναλυθεί σε δάκρυα. Αλλά και στην προφητεία του έλεγε· «Ποιός θα μου δώσει νερό και στους οφθαλμούς μου πηγή δακρύων; Θα κλάψω τον λαό αυτό μέρα και νύχτα» (Ιερ. 9,1).  Ποιός θα μου δώσει στην έρημο μακρινό τόπο διαμονής για να εγκαταλείψω τον λαό αυτό και να φύγω από κοντά του, διότι όλοι είναι μοιχοί (Ιερ. 9,2). «Αλλοίμονο, μητέρα μου, γιατί με γέννησες, για να δικάζομαι και να κρίνομαι σ’ όλη τη γη (Ιερ. 16,10).  Άλλοτε δε ήταν τόσος ο πόνος του που έφθανε να καταριέται την ημέρα που γεννήθηκε· «Καταραμένη η ημέρα που γεννήθηκα» (Ιερ. 20,14). Ο δε βορβορώδης λάκκος που τον έριξαν και οι θλίψεις της φυλακίσεως και οι μάστιγες και οι επιβουλές και ο χλευασμός ο συνεχής του είχαν δημιουργήσει τέτοια ψυχική κατάσταση, ώστε να μη αισθάνεται πλέον τίποτα (Ιερ. 44 και 45 κεφ.). Κι όταν έτυχε πρόνοιας και τιμών από τους Βαβυλώνιους που επέδραμαν και κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ, διότι είχε συμβουλεύσει τους Ισραηλίτες να υποταχθούν και να μη αντισταθούν σ’ αυτούς, δεν ένιωσε καμμία ανακούφιση. Αντίθετα τότε έγραψε τους πικρούς «Θρήνους», βλέποντας τα δεινά της Ιερουσαλήμ κι αυτούς που διασωθήκαν να παροργίζουν τον Θεό. Αργότερα θα ακολουθήσει τους υπόλοιπους Ισραηλίτες στην Αίγυπτο και θα συνεχίσει να κηρύττει την μετάνοια αλλά και την οριστική καταστροφή τους αν δεν μετανοήσουν. Δυστυχώς οι Ισραηλίτες της Αιγύπτου δεν επωφελήθηκαν της παρουσίας του Ιερεμίου. Την ανασύσταση του ναού και της Ιερουσαλήμ θα την κάνουν οι Ισραηλίτες της Βαβυλώνας, μέρος των οποίων επέστρεψε μετά από μακρόχρονη αιχμαλωσία.

Τι να πει κανείς δια τον Ιεζεκιήλ και διά τον Δανιήλ; Πέρασαν όλη τη ζωή τους στην αιχμαλωσία. Και ο μεν Ιεζεκιήλ τιμωρούνταν εξ αιτίας των ξένων κακών με πείνα και δίψα και ενώ είχε πεθάνει η σύζυγός του διατασσόταν να υποφέρει μια τόση μεγάλη συμφορά χωρίς δάκρυα, πράγμα που δεν θα μπορούσε να υπάρξει βαρύτερο. Να μη σου επιτρέπουν να θρηνείς τις συμφορές σου! Αφήνω κατά μέρος το ότι αναγκαζόταν να τρώγει τον άρτο του πάνω στην κοπριά και να κοιμάται εκατόν ενενήντα μέρες από τη μια πλευρά και όσα άλλα παρόμοια διατασσόταν να υποφέρει. Αλλά κι αν ακόμη δεν του συνέβαινε τίποτε από όλα αυτά τα δυσάρεστα και που τα περισσότερα παραλήφθηκαν από μένα, αυτό και μόνο να ευρίσκεται ο δίκαιος και καθαρός μεταξύ των εχθρών και των βαρβάρων και ακάθαρτων ανδρών, αυτό ήταν χειρότερο από κάθε άλλη τιμωρία.

Ο Δανιήλ πάλι φαινόταν μεν ότι απολαμβάνει πολλής τιμής από τους Βαβυλώνιους και τους Πέρσες και ζούσε μέσα στα ανάκτορα ασκώντας εξουσία και ήταν σαν να μη βρισκόταν στην αιχμαλωσία και την εξορία. Πλην όμως, όταν διαβάζουμε στο βιβλίο του για τις προσευχές του και τις νηστείες του και την αλλοίωση του προσώπου του και τις συνεχείς ικεσίες του, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτός περισσότερο από τους άλλους Εβραίους ζούσε μέσα σε στενοχώριες και οδύνες. Διότι δεν τον προξενούσαν λύπη μόνο τα τότε κακά αλλά και τον συγκλόνιζαν και τα μελλοντικά, τα οποία έβλεπε με τους προφητικούς του οφθαλμούς. Έβλεπε στο μέλλον άλλη αιχμαλωσία και την πόλη, που δεν είχε ανοικοδομηθεί ακόμη, την έβλεπε να κυριεύεται ξανά και να ερημώνεται το θυσιαστήριο και να ανατρέπεται εξ ολοκλήρου. Γι’ αυτό ακριβώς πενθούσε και δάκρυζε  και έλεγε «Ας ντρεπόμαστε εμείς και οι βασιλείς μας και οι άρχοντές μας και οι πατέρες μας που αμαρτήσαμε προς εσένα Κύριε» (Δαν. 9,8) και Βαρούχ 1,15-16).

 

Για την διασκευή· ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή