ΑΝΙΑ: Σύμπτωμα εσωτερικής κενότητος

ΑΝΙΑ: Σύμπτωμα εσωτερικής κενότητος

«Ένας γείτονας μου κρεμάστηκε·

κι όμως τα είχε όλα. Τι του έλειπε;»

 

«Ανάμεσα στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τις αγριεμένες σκύλες, τους σκορπιούς, τους γύπες, τα φίδια, τα τέρατα που στριγγλίζουν, που βρυχώνται, που έρπουν, ανάμεσα στο βρωμερό θηριοτροφείο των παθών μας, υπάρχει ένα πιο άσχημο, πιο κακό, πιο μολυσμένο. Παρ’ όλο που δεν ξεπετιέται με φανταχτερές κινήσεις, ούτε βγάζει δυνατές κραυγές, αυτό πολύ πρόθυμα θάκανε ολόκληρη τη γη ένα συντρίμμι και μ’ ένα του χασμουρητό θα κατάπινε όλο τον κόσμο. Το λεπτεπίλεπτο αυτό τέρας, είναι η ανία».

Ένας ποιητής με το ανωτέρω κείμενό του, ένα είδος προφητείας, μας παρέχει μία νοηματική αναπαράσταση και πλήρη διασάφηση του όρου σε βάθος, αλλά και της νόσου, της ανίας. Όλα τα ανωτέρω που αναπαρέστησε με ποιητική δεξιοτεχνία και προπάντων απόλυτη ευκρίνεια, ο εν λόγω άγνωστος ποιητής, αποτελούν στις μέρες μας μία θλιβερή πραγματικότητα. Γιατί το ύπουλο αυτό τέρας έχει πλήξει βαθειά τα νύχια του στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και ιδιαίτερα των συγχρόνων νέων. Είναι απόλυτα τραγελαφικό το φαινόμενο που αντικρίζει κανείς στους ανθρώπους. Άνθρωποι «φορτωμένοι», με ενδιαφέροντα πράγματα, πολλαπλά θεάματα, ατελείωτες απολαύσεις, ποικίλες συγκινήσεις και όμως υποφέρουν από ανία. Πολλοί επιχειρούν να αυτοκτονήσουν και άλλοι το κάνουν. Αυτό το φαινόμενο ήταν στοιχείο των σκανδιναβικών χωρών παλιότερα. Προσδιόριζε την ταυτότητα του κόσμου εκείνου, της ευμάρειας, της απόλυτης αφθονίας και καλοπέρασης. Ενός κόσμου που δεν γνώρισε την δυστυχία και τις καταστροφές του πολέμου. Όμως αυτό το φαινόμενο έχει λάβει διαστάσεις ανεξέλεγκτες και επεκτάσεις απειλητικές σ’ όλη τη γη και ιδίως στις προηγμένες κοινωνίες. Έτσι αντικρίζουμε μια ζωή ποικίλη, θελκτική, που αδειάζει όμως τους ανθρώπους εσωτερικά, χτυπώντας τους κατάστηθα με τον ψυχικό ιό της ανίας. Έτσι το πρώτο σημάδι νόσησης, εμφαίνεται με το να μη βρίσκεις ενδιαφέρουσα τη ζωή. Να αισθάνεσαι, σύμφωνα με το μοντέρνο πλούσιο λεξιλόγιο των νέων μας, «σκυλοβαρεμάρα». Οπότε έπονται και τα εκάτερα: σκοτώνουμε την μέρα μας και ζούμε σαν τα ρεμάλια· άλλοι σαν τα «φρικιά». Μία ωμή ερμηνεία, όσο ωμό είναι το κρέας, που τρώει ένας σκύλος τρώγοντας ένα ψοφίμι, σε μία ιδιόσημη αργκό, πολύ επιγραμματικά, συνθέτει το όλο της ανίας.

 

Κι όμως την ίδια ώρα προσβάλλουμε τον Θεό. Βλασφημούμε τον Θεό με ύπουλο τρόπο. Αυτόν που μας άρπαξε από την ανυπαρξία και μας προσγείωσε στην ύπαρξη, χαρίζοντάς μας τη ζωή σαν ύψιστο δώρο. Μας πλούτισε με μάτια, αυτιά, αφή, τις αισθήσεις όλες, μας όπλισε με μία αθάνατη ψυχή και μας άνοιξε τον δρόμο προς την θέωση. Σαν επιπλέον γήινο φωτισμό, κρέμασε από πάνω από το κεφάλι μας, τον ήλιο, το φεγγάρι, τα πολυπληθή άστρα, άπλωσε μπροστά μας επιβλητικούς ωκεανούς να μας γαληνεύουν και να μας τρέφουν παράλληλα, μας εφοδίασε με καταπράσινα δάση για να μας οξυγονώνουν, αλλά τώρα φτάσαμε εμείς στο σημείο να τα καίμε, αυτοκτονώντας οι ίδιοι περιέργως. Οπότε καταντούμε στην ανία.

Καταντούμε στην ανία, γιατί κατακλυστήκαμε από την νεροποντή της απιστίας, κλειδώνοντας παραλλήλως τον Θεό μέσα στην κιβωτό της απόρριψης και της παντελούς περιφρόνησης. Στη συνέχεια απλώσαμε όλες τις ελπίδες μας, τα όνειρά μας, τις υλιστικές μας επιδιώξεις, στους κοινωνικούς γυρολόγους, τους παντοειδείς απατεώνες και τους λεκτικούς τζαμπατζήδες και τους διαφυγόντες τον διανοητικό ψεκασμό, λόγω του προστατευτικού εγκλεισμού τους στο θερμοκήπιο της θεάς εξουσίας. Όλοι αυτοί όμως βεβαίωναν φλύαρα τους αφελείς κολλήγους ότι, αν τα στομάχια γεμίσουν, αν οι άνθρωποι πλουτίσουν και προπάντων αν αποτινάξουν κάθε ηθικό χαλινό, θα γίνουν αμέσως ευτυχισμένοι. Θα αναδυθούν από την χαβούζα της ασχήμιας τους και θα γίνουν πανέμορφοι. Όλα αυτά έγιναν εδώ και χρόνια, αν και αρχίσαμε παραδόξως πάλι να φτωχαίνουμε και να σφίγγουν τα ζωνάρια, προς εξυγίανση της κοιλιακής χώρας. Το μόνο που παραμένει άθικτο και συνεχίζει να αναδίδει μία βοθροειδή μπόχα, είναι η αύξουσα ηθική αποχαλίνωση. Όμως η ζωή συνεχίζει ανιαρή, άχρωμη, άτονη, αδιάφορη. Τα χορτάσαμε… όλα.

 

Μέσα στην ανία μας καταφθάνει ο ιός· μας αφυπνίζει εν μέσω πανικού, στρατεύματος εν διαλύσει· σαλπίζεται ένας παράξενος συναγερμός, χωρίς ουσιώδεις διαταγές και απαιτείται συνθηκολόγηση με όμηρο την σωματική υγεία μας και την απότομη διακοπή νάρκωσης, για να καθορισθεί σε νέο ιατρικό συμβούλιο η πορεία του ασθενούς. Κάπως έτσι μπαίνει στην σκηνή της κοινωνίας ο θάνατος. Ένας ξεχασμένος επισκέπτης. Κάπως έτσι λαμβάνει η άχρωμη ζωή μας, χρώμα και η αδιάφορη ύπαρξή μας αποκτά ένα ζηλωτικό ενδιαφέρον. Τι σου κάνει ένας… ιός; Παρ’ όλα αυτά ο άνθρωπος, χωρίς βαθύτερο ηθικό σκοπό στην ζωή, βουλιάζει ολονέν και περισσότερο στο τέλμα της ανίας. Νέοι που παρέμειναν αποδήγετοι, που τους τύφλωσε το άθλιο παράδειγμα των μεγάλων, συνεχίζουν να σκυλοβαριούνται και να αυτοκτονούν, μέσα στον παράδεισο των ναρκωτικών, μέσα στο ημίφως των σκοτεινών νυκτερινών κέντρων, καιγόμενοι μέσα στο καμίνι του πανσεξουαλισμού και έτεροι ικανοποιούντες τα ευγενή αιτήματα και τις προτάσεις των κυβερνώντων, σοδομίζοντες προκλητικά. Έχουμε λοιπόν μία κοινωνία που απολαμβάνει λαίμαργα όλα τα υλικά αγαθά, περιφρονώντας απόλυτα τα πνευματικά και χωρίς να υπάρχει ο ελαχιστότερος πόθος αναζήτησης και ανεύρεσης του «εξαφανισθέντος» Θεού. Κάπως έτσι συνεχίζει και φθείρεται γηράσκουσα μέσα στο δηλητήριο της ανίας και κάπως ανάλογα καταλήγει και στην άνοια του πνεύματος και της ηθικής αποχαύνωσης, η τρέχουσα κοινωνία.

Γράφει ο Πασκάλ· «Φαντάζονται αυτοί οι άνθρωποι πως, αν πετυχαίνανε εκείνο που ποθούνε, θα ξεκουράζονταν με ευχαρίστηση και δεν καταλαβαίνουνε πως ο άνθρωπος, από φυσικό του, είναι αχόρταγος… Έτσι περνά ολόκληρη η ζωή μας. Ζητούμε την ξεκούραση παλεύοντας εναντίον των εμποδίων και όταν τα νικήσουμε, η ανάπαυση, μας φαίνεται ανυπόφορη. Γιατί ή συλλογίζεται κανείς τις συμφορές που έχει στο κεφάλι του ή εκείνες που τον περιμένουν. Μα και αν ένιωθε τον εαυτό του ασφαλισμένο από παντού, η ανία η αφέντισσα, θα ’βγαινε από τα βάθη της καρδιάς και θα γέμιζε το πνεύμα του με το φαρμάκι της».

Πιο κάτω αναρωτιέται ο Τάκης Παπατσώνης: «Τι έχει συμβεί ώστε, τόσο μεγάλο πλήθος ανθρώπων να ’χει χάσει κάθε ενδιαφέρον, κάθε προσανατολισμό, να ζει στην άπραγη ζωή της ακαρπίας, να σέρνεται ξεριζωμένο άσκοπα και θλιβερά και να προσθέτει στο πολύτιμο δισάκι της ζωής μέρες, μήνες, χρόνια περιττά και άνυδρα και να οδεύει μοιρολατρικά προς τη φθορά του κακού θανάτου με κλειστή την ψυχή, σαν τους ήλιους του απείρου που από αιώνες έχουν σβήσει; Πραγματικά διπλός και πολλαπλός θάνατος, αφού τον εφαρμόζουν καθημερινά, ζώντας και κινούμενοι σα νεκροί κι υπνοβάτες, την ψευδαίσθηση της ζωής τους, που έχουν μόνοι τους καταργήσει… Τρυγούν τους καρπούς της απομάκρυνσής τους, από τους δρόμους της θείας Σοφίας».

 

Όμως· «Ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μάλλον τό σκότος ἤ τό φῶς, ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα…» (Ιω. 3,10). Είναι πονηρά λοιπόν τα έργα μας, ειδικά στις μέρες αυτές που βιώνουμε, οπότε οι πονηροί και γόητες άρχοντες των εθνών –μάλλον έμποροι των εθνών– κουμαντάρουν ακόμη πιο πονηρά «τον απονήρευτο» λαό. Γιατί; Διότι χάθηκε η πνευματικότητα από την ζωή μας. Το θρησκευτικό συναίσθημα ατόνησε στις καρδιές των συγχρόνων ανθρώπων και μέσα τους επικρατεί μία εξαθλιωτική θρησκευτική αδιαφορία. Εγκαταλείψαμε την θρησκευτικότητά μας, για να μην κατηγορηθούμε ως απηρχαιωμένοι και νοσηροί. Τους σύγχρονους χαρακτηρισμούς, τους πρόσφατους, τους διαγράφουμε καθότι λαϊκίστικοι· τους διαγράφουμε αν και προδίδουν καταφανέστατα την διανοητική ανία, αλλά και άνοια αυτού που τους απηύθυνε.

Αλλά ο ιερός Χρυσόστομος τονίζει· «Κακόν η απιστία, βυθίζει τον νουν». Δυστυχώς όλοι οι άρχοντες που διοικούν αυτόν τον ταλαίπωρο τόπο, καθότι άπιστοι, «τελοῦν ἐν βεβυθισμένῳ νοΐ». Τα έχουν χαμένα από πνευματικής πλευράς. Αρρώστησε η ψυχή τους βαρειά και σαν συνέπεια αρρωσταίνει και το σώμα. Σαν διευρυνόμενη δε συνέπεια, μεταδίδουν το νόσημά τους και στον λαό. Οπότε νοσεί όλο το σύστημα. Αλλά «Ἡ βεβυθισμένη τῇ ἁμαρτίᾳ εὗρέ σε λιμένα τῆς σωτηρίας…» (Αίνοι Μ. Τρίτης). Η αμαρτωλή γυναίκα βρήκε λιμάνι και λιμενίστηκε στον Χριστό. Αλλά τον ζήτησε και τον πόθησε.

Εμείς όμως άρχοντες και λαός παραμένουμε στην πολιτική και ιατρική στήριξη της ασθενείας, παραβλέποντας τον Θεό. Οπότε παρά τα παρήγορα μηνύματα που έστειλαν πυρετωδώς οι σωτήρες μας, το κακό έχει λάβει διαστάσεις ανέλεγκτες, οπότε ο κόσμος συνεχίζει και ανιά. Συνεχίζει και πεθαίνει πνευματικά. Γιατί η ανία ξεκινά από την καρδιά που ζωογονεί όλες τις ψυχοσωματικές λειτουργίες. Αλλά αυτή είναι αποκολλημένη από την αλήθεια και την ζωή της ψυχής. Όλοι αυτοί που διοικούν είναι ψεύτες και προπάντων άψυχοι. «Ἐλευθερίαν αὐτοῖς ἐπαγγελόμενοι, αὐτοί δοῦλοι ὑπάρχοντες τῆς φθοράς» (Β΄Πετ. 2,19).

Έτσι ζούμε σε μία «λαμπερή», όπως την διαλαλούν, αλλά κατ’ ουσίαν ρηχή, άφιλη, πρόθυμη για πρόχειρες λύσεις, εποχή. Εποχή των βιαστικών, των υπεροπτών, των επιπόλαιων, των θνητών, των προσκυνημένων, των εξαγορασμένων, αλλά προπάντων των δοσίλογων. Παλιά υπήρχε η αναζήτηση του εαυτού μας στον πλησίον· υπήρχε η φιλία, υπήρχε η θυσία. Οπότε η πεινασμένη καρδιά εύρισκε άμεσα την ιερή τροφή της. Τον Θεό! «Γιατί αυτόν κατανοεί η καρδιά (όχι ο νους), η καρδιά έχει τους λόγους της, τους οποίους δεν γνωρίζει διόλου ο νους» (ΠΑΣΚΑΛ).

Η ψυχή σκιρτούσε μέσα στα στήθη για τον Θεό και μόλις τον εύρισκε, τον υπηρετούσε με αυταπάρνηση, μέσα στο πρόσωπο και την βαθύτερη υπόσταση του πλησίον. Τώρα διανοείσαι να πεις έναν καλό λόγο, να προσφερθείς ανιδιοτελώς και γυρίζει ο άλλος και σε κοιτάει περίεργα, προπάντων ύποπτα. Έτσι μας έχουν καταντήσει οι σωτήρες μας. Ξένους και διχασμένους. Οπότε διέξοδος η … ανία.

Μας έχουν φλομώσει μήνες τώρα ένα σωρό περιορισμούς, διατάξεις, μέτρα και προφυλάξεις, στηριγμένα, βασισμένα στην πολιτική αυθεντία, στην «θεϊκή» τεχνολογία και στην άθεη ιατρική επιστήμη. Τουναντίον, λόγος περί Θεού πουθενά. Ούτε μέσα στους ναούς πλέον, οι οποίοι μετετράπησαν σε άμβωνες των καισαρικών ορέξεων.

Οπότε και πάλι στην ανία μας. Το ίδιο λέγει και ο Θεός: «Μείνετε στην ειδωλολατρία της ανίας σας· στην θλίψη, στην λύπη, στην απελπισία, στην αμηχανία, στην στενοχωρία, στην ανησυχία. Χάστε και τα μυαλά σας σιγά-σιγά μέσα στην άνοιά σας, στην υλιστική σχιζοφρένειά σας. Μέσα στον άκρατο σοδομισμό σας». Απηύδησε πλέον ο Θεός και είπε: «οὐ μή καταμείνῃ τό πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τόν αἰῶνα διά τό εἶναι αὐτούς σάρκα» (Γεν. 6,3). Αλλά και ο ίδιος ο ψαλμωδός δεν αντέχει: «Ἀθυμία κατέσχε με ἀπό ἁμαρτωλῶν, τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τόν νόμον σου…». Μελαγχολεί και ο ίδιος ο ψαλμωδός βλέποντας τους αμαρτωλούς να παραβαίνουν τον θεϊκό νόμο…

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή