Ποτέ πια Κυριακή!
«Καί εὐλόγησεν ὁ Θεός τήν
ἡμέραν τήν ἑβδόμην καί
ἡγίασεν αὐτήν» (Γεν. 2,3)
Την εβδόμη ημέρα «κάθισε» και ο Θεός ο ίδιος και αναπαύθηκε από το έργο της δημιουργίας του κόσμου. Μετά από αυτό χάρισε την ίδια μέρα, την δική του μέρα, στον άνθρωπο, με σκοπό να αγιάζεται κατ’ αυτήν, αναπαυόμενος από τις εργασίες του και να ασχολείται όμως με τον ίδιο τον Θεό. Το κείμενο της Γενέσεως γράφει· «Εὐλόγησεν…». Δηλαδή έδωσε στην ημέρα αυτή ο Θεός χάριτες πνευματικές και την πλούτισε με τον αγιασμό του.
Πριν αρκετά χρόνια στη Γερμανία, έγινε μία πρωτότυπη έρευνα, ώστε να διαπιστωθεί, πώς περνάει το υπαλληλικό προσωπικό του εργοστασίου το Σαββατοκύριακο. Στόχο είχε να αυξηθούν οι ώρες ξεκούρασης και ψυχαγωγίας, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη απόδοση στο έργο των εργατών. Κι όμως διαπιστώθηκε, ότι το εν λόγω διήμερο οι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν θέματα υγείας, που ξέσπαζαν μέσα στην πλήξη τους και την ανία της απραξίας. Τότε εύχονταν οι εργαζόμενοι, καλύτερα να μην υπάρχει Σαββατοκύριακο. Τελικά «οι επαΐοντες», έπεσαν από τα σύννεφα μετά την ανατροπή της προβλέψεώς τους, αλλά και την πρωτόγνωρη διάγνωση της νόσου, με το όνομα «κατάθλιψη της Κυριακής».
Δεν είχαν και άδικο, γιατί η εν λόγω ψυχική δυσαρμονία, αποτελεί προϊόν του τρόπου ζωής του συγχρόνου ανθρώπου, ειδικά των μεγάλων αστικών και βιομηχανικών κέντρων. Ο άνθρωπος αυτός είναι εθισμένος στο αναλγητικό της ακατάπαυστης δραστηριότητος. Γιατί ο αγχώδης τρόπος της ζωής δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μία συνεχής και αδιάκοπη ψυχική κίνηση. Οπότε «η υπεραπασχόληση» του ανθρώπου, αντιπαθεί μία περίοδο αργίας και ανάπαυσης. Η κοινωνία όμως όπως διαμορφώθηκε, ειδικά των μεγαλουπόλεων, είναι ταυτισμένη με μία αδιάκοπη κίνηση και ένα φοβερό θόρυβο. Αυτά τα στοιχεία, χωρίς να το καταλάβει ο άνθρωπος, έγιναν αναπόσπαστα από την ζωή του και έτσι αυτή είναι αδιανόητη και νεκρή για πολλούς ανθρώπους, χωρίς κίνηση και θόρυβο. Αλλά η ανάγκη να ακούγεται μόνο μουσική ή θόρυβος, δείχνει την αδυναμία του ανθρώπου να χαρεί την σιωπή. Όμως μέσα σ’ αυτήν την σιωπή, γεννιέται καθετί που είναι μεγάλο, σύμφωνα με τον Νίτσε.
Αλλά ο άνθρωπος καθότι αποξενωμένος από τα μεγάλα και υψηλά, παραμένει ο ίδιος μικρός και «χαμηλός», αρκούμενος στα ταπεινά και άκρως χοϊκά, τα οποία γεννιούνται μέσα στον παρασιτισμό του θορύβου. Την ανωτέρω κατάσταση την βιώνουμε απόλυτα στην πράξη, όταν βρεθούμε μυστικοί παρατηρητές μιας συνάντησης ενός «κοσμοπολίτη», των απόκεντρων ψυχικά κέντρων, με έναν άνθρωπο της υπαίθρου, έναν χωριάτη, όπως τον αποκαλεί ο πρώτος, στον χώρο του, το κέντρο όλης της γης· την φύση! Στον ευλογημένο χώρο της ψυχικής ερημίας. Αντικρίζοντας έντρομος ο πρότερος το περιβάλλον στο οποίο ζει «ο ταλαίπωρος» επαρχιώτης, ο στερημένος, δηλαδή την ησυχία, την ηρεμία, την θεϊκή γαλήνη, την ερημία του, αναφωνεί πανικόβλητος· «Πώς μπορείτε και ζείτε εσείς εδώ πέρα;». Εννοείται, ότι ο εν λόγω, διόλου συγκινήθηκε από τον καθαρό αέρα, τον διαυγέστατο καταγάλανο ουρανό, την ομορφιά του φυσικού βασιλείου, πουθενά δεν αναγνώρισε την μόνιμη παρουσία του Θεού και την τιμητική επίσκεψή του στο αρχονταρίκι της ευλογημένης επικράτειάς του. Όμως εδώ καταντήσαμε. Να βλέπει ο αφύσικος τον φυσικό, ο ανώμαλος τον ισορροπημένο, ο παρανοϊκός τον λογικό και μέσα στην υστερία του να ξεφωνεί· «Πώς μπορείτε και ζείτε εδώ;» Το «εδώ» έχει σήμανση με προσδιορισμό την κόλαση. Ενώ αυτός ζει στον παράδεισο των μεγαλουπόλεων.
Όπως έχουμε αναφέρει και άλλες φορές, στα χρόνια μας η ανατροπή των εννοιών είναι κάτι πρωτόγνωρο. Στο παρελθόν ήταν γνωστή μόνο η ανατροπή των καθεστώτων και των τάξεων. Όχι όμως των θεϊκών κανόνων και βαθειά δοκιμασμένων αξιών. Αλλά επανερχόμενοι στο θέμα μας, αν εξετάσει ένας φυσιολογικός άνθρωπος το φαινόμενο της ανίας και της πλήξης της Κυριακής, σίγουρα δεν θα το εξαρτήσει από τον εθισμό της προσωπικότητος στην κίνηση και την απασχόληση. Υπάρχει μία βαθύτερη αιτία, που μπορεί να την αντιληφθεί ένας απλούς νους μεν, αλλά πνευματικός. Ένας νους που τα ερμηνεύει όλα με το θεϊκό λεξιλόγιο. Γιατί η ζωή δεν είναι μόνο «εργασία, κούραση και ορθοστασία»· έχει και άλλες χαρές· και άλλα θέλγητρα. Ένας κανονικός άνθρωπος, άνθρωπος του Θεού, που εργάζεται όλη την βδομάδα κοπιωδώς, το Σαββατοκύριακο το έχει ανάγκη. Το θέλει δικό του. Έχει ανάγκη να αισθανθεί την χαρά της οικογενειακής θαλπωρής, αλλά και την χαρά του Θεού πατέρα και οτιδήποτε άλλο που είναι σύμφωνο με τις θεϊκές εντολές. «Τῇ δέ ἑβδόμη ἡμέρα, Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου». Έτσι αυτός που πάσχει από το σύνδρομο της κατάθλιψης της Κυριακής, δεν ικανοποιείται τελικά με τίποτα. Δεν αναπαύεται σε τίποτα. Αυτό καταμαρτυρεί ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Αυτό που συμβαίνει είναι το αίσθημα φυγής που διακατέχει κάθε σύγχρονη ύπαρξη που βρίσκεται ξέμακρα από τον Θεό. Είναι ο πόθος του φυλακισμένου να δραπετεύσει από το υγρό κελλί του ίδιου του, του εαυτού. Όλοι οι άνθρωποι επιδιώκουν να απομακρύνονται, από τον εαυτό τους, γιατί απλούστατα δεν μπορούν να ζήσουν μ’ αυτόν. Μάλλον δεν μπορούν να βρεθούν αντικριστά. Κάποιος από τους δύο θα… σκύψει το κεφάλι κάτω. Μάλλον από ντροπή. Αυτό αναγκάζει τον μανιώδη καπνιστή και ανάβει το επόμενο τσιγάρο με την κάφτρα του προτέρου. Χωρίς ανάπαυλα. Αυτή η κίνηση–συνήθεια, τον βοηθάει να δραπετεύει από την πραγματικότητα, υποκρυπτόμενος στο διανοητικό αργοσάλεμα μέσα στην κάπνα του λιβανιού του Διαβόλου. Το ίδιο ακριβώς κάνει, με άλλο υλικό, ένας εξαρτημένος πότης. Η θολούρα του οινοπνεύματος, τον αναδεικνύει «ευθύ, βασιλιά, δικτάτορα, Θεό και παντοκράτορα…» αποκτώντας έτσι υπερφυσικές δυνάμεις, που κρατούν όμως όσο κρατάει η επήρεια.
Αλλά επειδή στις μέρες μας όλα είναι δομημένα πάνω στον Θεό της τεχνολογίας, προπάντων δε η ευτυχία και η εν γένει πορεία της άζωης ζωής μας, ας μελετήσουμε ένα φαινόμενο που συνθέτει τον κανόνα μέσα στο «πεντάγραμμο» της κοινωνίας και μας κάνει ευτυχισμένους με μία παράξενη νότα. Κάθεται ο κάθε άνθρωπος, μικρός ή μεγάλος, ώρες ατελεύτητες με το κινητό του. Αυτό που είναι, το φυλακτό του, το ιερό κειμήλιο από τις τεχνολογικές εξάρσεις του, αλλά και εξάψεις, ο φύλακας άγγελος, προστάτης μέσα στην πλήξη της μοναξιάς, το ιερό ευαγγέλιο που αναγιγνώσκει επιμελέστατα, για να μην εκτραπεί στον δρόμο της αυτοκτονίας. Ακόμη και εν μέσω παρέας, όλοι πληκτρολογούν το κινητό τους, περιφρονώντας την ομήγυρη. Καταπατώντας υποτυπώδεις κανόνες ευγενείας. Όλοι λοιπόν στις μέρες μας παίζουν συνεχώς με τον Διάβολο· ερωτοτροπούν μαζί του επικίνδυνα.
Ένας βετεράνος δάσκαλος, ρώτησε έναν φέρελπι νέο που τον συνάντησε στον χώρο της εργασίας του. Στην ώρα του θεϊκού καθήκοντος. «Τι κάνεις, όταν τελειώσεις από την εργασία σου;». Ο νέος χωρίς να καθυστερήσει, σαν άριστος χειριστής της σκέψης και του λόγου που έχει βάρος, απήντησε· «Ασχολούμαι με τα κηπευτικά μου και με τα δέντρα μου». Ίσως ο δάσκαλος να έπεσε από τα σύννεφα της σκέψεώς του εκείνη την ώρα, καθότι περίμενε να ακούσει ενασχολήσεις καφετέριας, μπαρ, ξενυχτιού και τα συναφή, αλλά σαν συγκροτημένος σοφιστής που δεν εγκαταλείπει τον αγώνα που άρχισε έτσι εύκολα, αντεπιτίθεται στον νεαρό συνομιλητή του για να δώσει το τελικό κτύπημα, ξαναρωτώντας αινιγματικά· «Με τον Σατανά ασχολείσαι; Έχεις πάρε, δώσε μαζί του;». Εννοούσε ο δάσκαλος το… κινητό. Εδώ φυσικά ο νέος, καθότι αγνός και άδολος, ζων εν τη επικοινωνία της φύσης και όχι την τεχνολογική, δεν συνέλαβε το νόημα άμεσα. Όμως δεν έχασε και τίποτα.
Με αυτούς λοιπόν τους ανωτέρω κατά βάση τρόπους, όπως το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και την κακή χρήση, εξάρτηση, της τεχνολογίας, αρνείται να συναντήσει τον εαυτό του ο σύγχρονος Αδάμ! «Ο εαυτός μας λοιπόν ακατάλληλος για τον εαυτό μας», καταλήγει σε κάποιο χρονικό του ένας δημοσιογράφος. Όπως ο Διάβολος αποφεύγει το λιβάνι, έτσι και ο άνθρωπος αποφεύγει τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι παραμένουν δύο άγνωστοι χωρίς την ηρωική απόφαση εκκίνησης καλής και έντιμης γνωριμίας. Όταν όμως ο Θεός στείλει μία νόσο ή κάποια άλλη αιτία που μας επιβάλλει την ενασχόλησή μας με τον άγνωστο εαυτό μας, την σύναψη σχέσεως… τότε άλλοι παθαίνουν σοκ, αντικρίζοντας τον ολόγυμνο ψυχικά εαυτό τους, που δεν μπορεί στην παρούσα έκρυθμη στιγμή να προσφέρει κάτι και άλλοι ψάχνουν άλλα σοκάκια, όπως αυτοκτονίες, σχιζοφρένειες κ.λπ. Γιατί δυστυχώς και οι πάλαι ποτέ αγιασμένες μέρες του Πάσχα και των Χριστουγέννων που μάζευαν την οικογένεια στην θαλπωρή της εορταστικής ατμόσφαιρας, τώρα δεν συγκινούν. Αφού άλλωστε δεν υπάρχει το αυτονόητο· Η πίστη, προπάντων δε η εκλιπούσα οικογένεια. Τώρα οι εν λόγω γιορτές αποτελούν αφορμή για πρόσθετες εξορμήσεις πέρα του εαυτού μας –εκτός αν απαγορεύει μετακινήσεις ο φύλακας ιός– και για τουρισμό, ακόμη και εν μέσω Μ. Παρασκευής. Απαιτούν δε οι εν λόγω ευλαβείς προσκυνητές να προσεγγίσουν τον νεκρό Χριστό μόλις ξεπεζέψουν από το λεωφορείο, άμεσα, ασχέτως την ώρα της ιερής ακολουθίας και προπάντων σπρώχνοντας τον ιστάμενο ιερέα έμπροσθεν του επιταφίου προκλητικά και πολλές φορές ζητώντας και τα ρέστα για την παρατήρηση που τυχόν τους έγινε… Μπορεί να μην το γράφουν πλέον οι αστυνομικές ταυτότητες, αλλά εμείς πιστοί στην πράξη, παραμένουμε αυστηρά Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Πρώτο δε αδιάσειστο επιχείρημά μας η ακατάπαυστη βλασφημία των θείων, λόγοις και έργοις.
Αλλά συν τοις άλλοις συμβαίνει και κάτι ακόμη· ο άνθρωπος με την συνεχή εργασία του έξω –άνδρας και γυναίκα– συνηθίζει στο ΕΞΩ, το οποίο στις μέρες μας έχει πολλές και περίεργες, μέχρι ύποπτες διαστάσεις, που απαιτούν ενδελεχείς μελέτες και αναλύσεις προς εξαγωγή συμπερασμάτων. Άρα ο άνθρωπος καταντάει απόλυτα εξωστρεφής. Εδώ όμως συναντάται η σύγκρουση της εξωστρέφειας με την αργία της Κυριακής. Γιατί η ανάπαυση της Κυριακής είναι ένα αντίδοτο που θεραπεύει την επιστροφή της προσωπικότητος στον εαυτό της. Αποτελεί ένα φάρμακο με θεραπεία ψυχική που υπερνικά την ίωση της ανίας και της πλήξης. Προπάντων την απελπισία της Κυριακής. Όμως ο πάσχων άνθρωπος, δύσκολος ασθενής ων, εντοπίζει το όλο θέμα στην ημέρα, οπότε αναφωνεί «Ποτέ πια Κυριακή». Οπότε εύχαρεις οι θεοσεβείς πολιτικοί μας, λαμβάνοντας ψήφο εμπιστοσύνης, καταργούν την αργία της Κυριακής δικαιωματικά και την μετατρέπουν σε εργάσιμη ημέρα, χαρίζοντας ευφροσύνη στον φιλεργασιακό άνθρωπο.
Κι όμως η βίωση του πνευματικού νοήματος της Κυριακής, αποτελεί το φάρμακο. Η αργία της Κυριακής δεν βοηθά μόνο στην σωματική ανάκαμψη, αλλά και στην πνευματική, που είναι πολύ πιο αναγκαία. Γιατί ο Θεός τα έχει ποιήσει όλα καλά λίαν. Όλα είναι καλοβαλμένα σύμφωνα με τις ανάγκες της ανθρώπινης προσωπικότητος. Αλλά μέσα στην καθημερινή απασχόληση «όλοι» μας ξεχνούμε και τον πραγματικό εαυτό μας, αλλά προπάντων τον Θεό. Ενώ η ανάπαυση της Κυριακής με το πνευματικό της νόημα που αποκορυφώνεται στην θεία λατρεία, αποτελεί μία μοναδική ευκαιρία να ξαναβρεί κανείς τον εαυτό του, να αναπαυθεί κυριολεκτικά και να ανανεωθεί σ’ ένα επιπλέον βάπτισμα, αυτό της αυτοθεωρήσεως, προκειμένου να ανταμώσει με τον Θεό και να τα πουν. Αυτό άλλωστε υποστηρίζει και ο ψαλμωδός· «Εὐφράνθην ἐπί τοῖς εἰρηκόσι μοι εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα». Ο Κύριος αναμένει κάθε κουρασμένο και ταλαιπωρημένο πολυπράγμονα άνθρωπο για να τον αναπαύσει και να τον ξεκουράσει. Να μετατρέψει την κατάθλιψη της Κυριακής σε ένα ουράνιο σκίρτημα, σε μία θεία έξαρση χαράς και ευφροσύνης.
Ο σύγχρονος όμως άνθρωπος–ρομπότ, προγραμματίζεται και προστάζεται πλέον από τις παντοειδείς φωτεινές ηλεκτρονικές επιγραφές: φοράτε κράνος και ζώνες ασφαλείας –σώζουν ζωές. Φοράτε μάσκες μία, δύο, όσες μπορείτε παραπάνω – προστατέψτε την υγεία σας. Κρατάτε αποστάσεις από τον μπροστινό σας για να μην προσκρούσετε πάνω του και από τον πλαϊνό σας να μη κολλήσετε χολέρα. Κρατάτε αποστάσεις. Όμως η εν λόγω τελευταία απαγόρευση–σύσταση, έρχεται σε άμεση ρήξη με τον διεθνή πανσεξουαλισμό, ο οποίος απαιτεί στενές επαφές. Αναμένεται λοιπόν μήνυση κατά παντός υπευθύνου που δεν σέβεται μία σχέση αγάπης. Αυτή του ξέφρενου και απόλυτα σχιζοφρενούς έρωτος.
Πιο πέρα από τις ανωτέρω ηλεκτρονικές επιταγές, ορθώνεται η οθόνη της TV, που προπαγανδίζει ανελλιπώς υγειονομικά μέτρα αλλοπρόσαλλα, για την ασφάλεια του πολίτη έναντι της πανδημίας του κορωνοϊού. Η τηλεόραση και ειδικά στις μέρες μας, σε γιγάντια οθόνη, παίζει συνέχεια και παντού, ακόμη και στις αίθουσες αναμονής των ιατρείων, ακόμη και σε σουβλατζίδικα, για να «χαζεύει» ο πελάτης (ολονέν και περισσότερο) ώσπου να «εκτελεσθεί» η παραγγελία του. Την ίδια ώρα όμως «εκτελείται» η ίδια η ψυχική του υπόσταση και η ασφάλεια και δυστυχώς δεν το αντιλαμβάνεται, γιατί ήδη είναι νεκρός στο σώμα, αλλά δεν θέλει να το δεχθεί.
Εδώ έχουν εφαρμογή τα λόγια του Γάλλου Φιλοσόφου Ζων Μπωντριγιάρ που πιστοποιούν ότι αυτό είναι το σύστημά μας. Αυτό που ζει από την παραγωγή του θανάτου και όμως διατείνεται πως κατασκευάζει ασφάλεια. Γιατί η ασφάλεια είναι η βιομηχανική προέκταση του θανάτου, όπως και η οικολογία είναι η βιομηχανική προέκταση της ρύπανσης.
Οπότε το συμπέρασμα όλης αυτής της μελέτης, συνάδει στην άποψη: «Ποτέ πια Κυριακή!» Ποτέ πια ελευθερία με λίγα λόγια. Άρα «Δούλευε σκλάβε δούλευε ως την στερνή πνοή σου…» η γνώμη του λαϊκού άσματος, με την προσθήκη μας «γιατί ποτέ δεν σκέφθηκες να πεις την προσευχή σου». Οι «Λατομείες» της σατανικής διανόησης και παντοειδούς επινόησης σε περιμένουν. Τα διαβολικά «νταμάρια» των άστεων, εργατιά χρειάζονται. Εργατιά καθοδηγούμενη πλέον με τηλεχειριστήρια. Γι’ αυτό άδειασαν τα χωριά μας από χρόνια. Για αναζήτηση θέσεων εργασίας στα πρότερα «λατομεία». Γι’ αυτό καίνε τώρα και τα υπόλοιπα, για να ξεπατώσουν και τους τελευταίους των «Μοϊκανών». Το σύγχρονο ύπουλο μάντρωμα των προβάτων στην ζούγκλα των μεγαλουπόλεων σιγά-σιγά ολοκληρώνεται. Ούτε οι ενδεείς πρόσφυγες – μετανάστες δεν επιθυμούν να καθίσουν στα… έρημα χωριά μας. Πόλεις με… «πολιτισμό» αναζητούν. Την ίδια ώρα όμως κάποιοι άλλοι πεισματικά ζουν στον κόσμο τους. Ένα γνήσιο, ωραίο, φυσιολογικό και άκρα φυσικό κόσμο. Έναν θεϊκό. Απολαύστε τους…
Αρίσταρχος