Ο ΓΚΟΓΚΟΛ ΓΙΑ ΤΗ ΛΥΠΗ

Νικολάϊ Γκόγκολ στον Γιαζικόφ

Νίκαια 15 Φεβρουαρίου 1844

Σ ευχαριστώ για τα βιβλία που υπόσχεσαι να τα στείλεις με τον Μπομπορίκιν, γιατί είναι αυτά που χρειάζομαι, μη σκοτίζεσαι όμως για χριστιανικά αναγνώσματα. Θα μου ήταν όμως πολύτιμο δώρο αν έβρισκες τη μετάφραση των αγίων πατέρων, έκδοση Τρόιτσα Λαύρας γιατί, αλήθεια, μόνο για τις μεταφράσεις αυτές ήθελα τα χριστιανικά αναγνώσματα. Το γράμμα σου όμως τελειώνει πικραμένα, το ηθικό σου είναι πεσμένο και κατέχεσαι από θλίψη και ανία, που κι εγώ ο ίδιος τη νιώθω.

Ο καθένας έχει ωστόσο πολλούς εχθρούς που πρέπει να τους παλέψει. Γι’ άλλους εχθροί είναι οι αρρώστιες και τα σωματικά βάσανα, γι’ άλλους ο δυνατός ψυ­χικός πόνος . Οι γεροί μη ξέροντας πώς να καταπολεμήσουν τη θλίψη και την ανία περι­μένουν την αρρώστια σαν αγαθό, ενώ οι άρρωστοι πιστεύουν πως ανώτερο αγαθό από την υγεία δεν υπάρχει. Πιο ευτυχισμένοι όμως είναι αυτοί που αντιλήφθηκαν τον αδιάψευστο και αυστηρό κανόνα. Αν δεν υπήρχε η θάλασσα και τα κύματα δε θα μπορούσαμε να πλεύ­σουμε και είναι δυνατός αυτός που προχωρεί επίμονα με δυο κουπιά, όταν του αντιστέκονται μεγάλα και δυνατά κύματα. Όλα μας κάνουν να καταλάβουμε πως πιο πολύ από κάθε άλλη φορά πρέπει να αντισταθούμε στον ψυχικό πόνο πλέοντας κολλημένοι σφικτά στο σταυρό.

Κι όταν σε δύσκολες στιγμές γίνεται αβάσταχτος και μαρτυρικός ο ψυχικός και σωματικός πόνος υπάρχει μια διέξοδος και σου την εκμυστηρεύομαι. Εγώ τη βρήκα στα ισχυρά ψυχικά τραντάγματα. Ξεσπάστε σε κλάμα και δάκρυα, προσευχηθείτε κλαίοντας με αναφυλλητά, όχι όπως προσεύχεται κάποιος στη κάμαρά του, αλλά όπως κάποιος που πνί­γεται κι αρπάζεται από το τελευταίο σανίδι. Δεν υπάρχει σωματική ή ψυχική αρρώστια που δεν μπορούμε να την ξεχύσουμε σε δάκρυα. Ο Δαβίδ σε ώρες συντριβής ξεσπούσε σε κλάμα και μουσκεύοντας το προσκέφαλο του έβρισκε μια μαγική παρηγοριά. Οι προφήτες έκλαι­γαν μ’ αναφυλλητά περιμένοντας μέρες ολάκερες ν’ ακούσουν τη φωνή του Θεού, που την άκουγαν κι ανακουφίζονταν η ψυχή τους και ανάβλεπαν, μόνο ύστερα από ποτάμι δάκρυα. Μη λυπάστε για το κλάμα κι ας τραντάζει όλη σας την ύπαρξη γιατί είναι ευεργετικό αυτό το τράνταγμα. Οι γιατροί πασχίζουν πολλές φορές να το προκαλέσουν στον άρρωστο σαν αντίβαρο στην αρρώστια, μα δεν το πετυχαίνουν μη έχοντας τα φυσικά μέσα.

Πολλά μυστι­κά υπάρχουν σε κάθε βήμα γύρω μας κι εμείς ούτε ρωτάμε γι αυτά. Ρωτά ποτέ κανείς τι ση­μαίνουν οι δυστυχίες και γιατί τυχαίνουν; Οι πιο υπομονετικοί λένε συνήθως «Έτσι θέλει ο Θεός», αλλά ποτέ κανείς δε ρωτά τι ζητά ο Θεός από τη συμφορά μας και γιατί; Δεν πρέπει να παρακαλούμε να μη μας βρίσκουν οι δυστυχίες αλλά να προσπαθούμε να ανα­βλέψουμε, να συλλάβουμε το κρυφό τους νόημα για να αστράψει στα μάτια μας η αλήθεια. Και ποιος ξέρει, ίσως όπως ο πόνος, και η πίκρα μας έρχονται ακριβώς γι αυτό, για να βρει η ψυχή μας ένα λυγμό που αλλιώς δε θα τον έβρισκε, κι ίσως αυτός ο λυγμός της ψυχής να γί­νει η πηγή της ποίησής σου. Θυμήσου, κάποτε τα ποιήματά σου έστω και χωρίς νάχει η νεο­λαία μεγάλο ποιητικό ένστικτο την ηλέκτριζαν, γιατί την άγγιζε βαθιά ο λυρισμός, αυτή η βαθιά αλήθεια, το ζωντανό κομμάτι που αποσπάστηκε από την ίδια την ψυχή.

Αργότερα οι στίχοι σου ήταν δουλεμένοι, γραμμένοι με στοχασμό, πιο ώριμοι, αλλά ο λυ­ρισμός η καθαρή αλήθεια της ψυχής είχε σβήσει. Δεν είναι μοίρα του λυρικού ποιητή να εί­ναι ψύχραιμος θεατής της ζωής σαν τον επικό ποιητή, γι’ αυτό η λυρική ποίηση είναι η πιο πηγαία έκφραση και η πιο μεγάλη αλήθεια, στο λυρισμό ακούγεται η φωνή του Θεού.

Ποιος ξέρει; Ίσως τα βάσανα και η ψυχική κούραση μας στέλνονται ακριβώς γι αυτό για να νοιώσεις τον πόνο βαθιά σ’ όλη την τρομερή ένταση και να μπορείς να συμπάσχεις με τον αδελφό σου στον πόνο του, για να νοιώσεις τη θέση του σ’ όλη της την ένταση. Αν δεν την είχες νιώσει κι εσύ δε θα συγκινιόταν η ψυχή σου μ’ όλη τη δύναμη της τρυφερής αγάπης για τον αδελφό, μια αγάπη πιο δυνατή απ’ αυτή πού προσπαθείς να δείξεις, για να εισδύσει η συμπόνια μ’όλη της τη δύναμη στην ψυχή σου, και μια τέτοια συμπόνια είναι πιο δυνατή από την ξέθωρη και ψυχρή μας συμπόνια. Η φωνή από το βάθος της ψυχής που πονά είναι η πιο μεγάλη βοήθεια για τον άλλον που πάσχει. Όχι, δεν πρέπει να δίνουμε για ελεη­μοσύνη μπακιρένια καπίκια. Αυτά είναι γι αυτούς που χρησιμοποίησαν όλες τις ικανότητες που τους έδωσε ο Θεός κι εμείς άραγε χρησιμοποιήσαμε τις δικές μας;

Μήπως σε ώρες δυ­στυχίας δε φωνάζει ο άνθρωπος «Γιατί πρέπει να υποφέρω; Σε κανένα δεν έκανα κακό και κανένα δεν πρόσβαλα». Τι θα πει όμως αν για απάντηση ακούσει μέσα του τέτοια λόγια «Μήπως τάχθηκες μόνο για να μην κάνεις το κακό; Ποιες είναι οι αληθινά χριστια­νικές σου πράξεις; Τι μαρτυρεί πως αγαπάς με δύναμη τον πλησίον σου, πρώτο καθήκον του χριστιανού; Τι μαρτυρεί»; Αλίμονο, ίσως ακόμα κι ο ετοιμοθάνατος έχει τις υποχρεώσεις του χριστιανού, ακόμα κι αυτός ίσως δεν έχει το δικαίωμα να είναι εγωιστής και να συλλογί­ζεται μόνο τον εαυτό του, αλλά πρέπει να στοχάζεται πως με τους πόνους του να είναι χρή­σιμος στον αδελφό του. Ίσως να είναι τόσο αβάσταχτοι οι πόνοι του γιατί ξέχασε τον αδελ­φό του.

Πολλά μυστήρια υπάρχουν γύρω μας και το νόημα της δυστυχίας είναι βαθύ!

Ίσως αυτές οι δύσκολες στιγμές και η κούραση μας στέλνονται ακριβώς γι αυτό για να φτάσεις σ’ αυτό που ζητάς στις προσευχές, ίσως, ακόμα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος πιο νόμιμος και πιο σοφός απ’ αυτόν. Όχι, χωρίς λόγο τίποτα δεν πρέπει να αποδιώχνουμε απ’ αυτά που μας βρί­σκουν, αλλά κάθε λεπτό να προσευχόμαστε να βλέπουμε πιο καθαρά. Την αλήθεια θα τη βρούμε στο βάθος της ψυχής μας κι αυτό που θα βρούμε για παρηγοριά ας το μοιραστούμε αδελφικά. Να τι σε συμβουλεύω εν τω μεταξύ· όταν είσαι θλιμμένος και στην ψυχή νοιώθεις σταθερότητα, ή όταν είσαι όλος κατάνυξη, σημείωνε αμέσως, έστω και σα να είναι τα γράμματά σου ιερογλυφικά, μικρές ακαθόριστες φράσεις. Είναι πολύ σημαντικό διαβάζο­ντάς τις σε δύσκολες στιγμές να νοιώσεις πάλι έστω και τη μισή εκείνη τοτινή κατάνυξη. Άλλωστε οι φράσεις αυτές θα γίνουν οι σπόροι της ποίησής σου, όχι δανεισμένες από κάπου και γι’ αυτό θα είναι εξαιρετικά πρωτότυπη.

Αν πάλι μπορέσεις κάπως να ξεχύσεις στο χαρτί την ψυχική σου κατάσταση πώς από τον πόνο πέρασε στην παρηγοριά η ψυχή σου, αυτό θα είναι το πολύτιμο δώρο για τον κόσμο και την ανθρωπότητα. Η ψυχή που πάσχει είναι ήδη ένα ιερό κι ό,τι βγαίνει από κει είναι πολύτιμο και η ποίηση που ανάβλυσε από ένα τέτοιο ιερό είναι η πιο ανώτερη. Πριν, όταν ακόμα δεν είχα νοιώσει τους βαθείς ψυχικούς κλονι­σμούς και οι ψυχικές μου δυνάμεις δεν είχαν ξυπνήσει, στους ψαλμούς του Δαβίδ έβλεπα μόνο μια έκσταση σε στιγμή λυρικής διάθεσης ελεύθερης από φροντίδα και ανησυχία. Τώρα όμως που τα μάτια μου φωτίστηκαν ακούω σε κάθε τους λέξη την πηγή τους, βλέποντας πως είναι ξεχύλισμα ψυχής τρυφερής που πονά, και κάθε λεπτό ταράζεται και δονείται χωρίς να βρίσκει καταφύγιο πουθενά.

Όλα στους ψαλμούς είναι θρήνος καρδιάς κι αληθινή ανάταση στο Θεό. Να γιατί ακόμα και τώρα ύστερα από χιλιετηρίδες είναι οι καλύτερες προσευχές και φέρνουν παρηγοριά στην ψυχή. Ξαναδιάβασε προσεχτικά τους ψαλμούς, κι ο πρώτος που θα τύχει, θα ταιριάζει ίσως με την ψυχική σου κατάσταση. Αλλά από την ψυχή σου πρέπει να αναβλύσει ένας άλλος ψαλμός που να μη μοιάζει μ΄ αυτούς. Πρέπει να είναι ψαλμός που ξε­σπά από τους δικούς σου πόνους και τις δυστυχίες που πιο πολύ μπορεί να τους καταλάβει η σύγχρονη ανθρωπότητα, γιατί οι πόνοι σου και οι δυστυχίες σου, είναι πιο κοντά της, από τους πόνους και τις δυστυχίες του Δαυίδ.

Ό, τι σου έγραψα ξαναδιάβασέ το προσεχτικά, γιατί είναι γραμμένο με πολύ βαθιά κα­τανόηση και μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς, έστω κι αν τα λόγια μου ήταν αδύναμα, αλλά κάθε λέξη της ψυχής ο Θεός τη σκεπάζει με δύναμη, και κάθε καλή προσπάθεια, θα τη στρέψει κι αυτή σε όφελος δικό σου.

Ακόμα μου φαίνεται, ότι θα ήταν καλό να χωρίσεις το πρωί σε δύο χρονικά διαστήματα. Στην αρχή του κάθε μισού, ένα τέταρτο αφιέρωσέ το στο διάβασμα. Διάβαζε συνεχώς το ίδιο πάντα βιβλίο από μια σελίδα όχι πιο πολύ, σαν απαραίτητο κανόνα όπως διαβάζει ένας κατηχούμενος. Για πρώτο διάβασμα που πρέπει να είναι το πρωί ύστερα από τον καφέ να σου δώσει το βιβλίο ο Σεβιριόφ και συγχρόνως στέλνω σα φάρμακο για τις διάφορες ψυχι­κές ανησυχίες και ταραχές (αν και δεν μοιάζουν με τις δικές σου ανησυχίες) και μια συνταγή που πρέπει να τη διαβάσεις κι εσύ. Για δεύτερο διάβασμα ύστερα από δώδεκα ώρες πάρε τη Βίβλο, αρχίζοντας από το βιβλίο του Ιώβ. Το διάβασμα πρέπει να αρχίζει την ίδια ώρα, κάθε μέρα, και το ίδιο λεπτό. Τα διαστήματα αυτά που θα διαβάζεις θα είναι τα πιο γεμάτα και καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη απασχόληση και στοχασμούς.

Αντίο. Σ’ αγκαλιάζω μ’ όλη μου τη ψυχή. Μη σταματήσεις να με πληροφορείς για κάθε σου ψυχική κατάσταση· αν έχεις καλή διάθεση, ή απλώς ανία και αδράνεια, ή τέλεια απρο­θυμία για γράψιμο, πληροφόρησέ με και γι’ αυτό. Μη στεναχωριέσαι, αν καμιά φορά το γράμμα σου θα είναι μόνο δύο γραμμές, και μόνο αυτό· «Δε θέλω να γράψω δεν έχω τι να γράψω, πλήξη, μελαγχολία σε χαιρετώ». Και μόνο αυτά τα λόγια αν γράψεις θα νοιώσεις κάποιο ξαλάφρωμα. Την απάντησή σου στο γράμμα στείλε την στη Φραγκφούρτη, στο όνο­μα του Ζουκόφσκι.

Ο Γκόγκολ σου

Τα γράμματα του Γκόγκολ, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1983, σελ. 83-86

Κορυφή