Ο ΦΘΟΝΟΣ

Α´. Ο Διάβολος είναι ο πρώτος φθονερός.

Είναι αυτός που φθόνησε την ευτυχία του Αδάμ και της Εύας και για να πετύχει την καταστροφή της διέβαλε τον Θεό, ότι απαγορεύει την βρώση του καρπού του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού, γιατί δεν θέλει να γίνουν θεοί. Η εντολή που αποσκοπούσε να φέρει τον Αδάμ και την Εύα στην θέωση δια της υπακο­ής, αυτή γίνεται αιτία κατηγορίας εναντίον του Θεού, ότι δεν θέλει την θέωση του ανθρώπου. Ο φθονερός γίνεται ψεύτης, συκοφάντης, διάβολος. Από εδώ προέρχεται ένα από τα ονόματα του Εωσφόρου, ο Διάβολος. Ο φθόνος του Διαβόλου είχε ως αποτέλεσμα να εισέλθει στην ζωή των ανθρώπων ο θάνατος, η φθορά, η ασθένεια, το φυσικό και πνευματικό κακό.

Β´. Ο Κάιν είναι ο δεύτερος φθονερός.

Προσφέρει θυσία τιποτένια. Από τυχαίους γεωργικούς καρπούς. Ενώ ο Άβελ τα καλύτερα και πιο παχιά ζώα του. Στον παράδεισο δεν υπήρχε θυσία, διότι υπήρχε η θυσία της υπακοής. Αυτή είναι η μόνη θυσία που θέλει ο Θεός. Μετά την πτώση όμως ο Θεός θέλει την βίωση των πολλών πλέον εντολών. Δεν τηρήσαμε την μία, μας βάζει τώρα πολλές, για να καταλάβουμε που καταντήσαμε και να αγωνιστούμε περισσότερο πλέον για να ξανακερδίσουμε τον χαμένο παράδεισο. Δηλαδή θέλει και πάλι την υπακοή. Αυτό ζητεί με την πληθώρα των εντολών. Και επειδή πολλές φορές δεν την επιτυγχάνουμε την θυσία της υπακοής, ζητά την θυσία της συντριβής, της με­τανοίας του κατά Θεόν πένθους. «Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. 50,19).

Ο Κάιν λοιπόν πιεζόμενος από το θρησκευτικό ένστικτο που υπάρχει στον κάθε άνθρωπο προσφέρει από μόνος του θυσία. Αλλά επειδή ο εαυτός του δεν είναι πνευ­ματικά ανεπτυγμένος προσφέρει μηδαμινής αξίας γεωργικούς καρπούς. Ο Θεός δέχε­ται την θυσία του Άβελ και δεν δέχεται την δική του. Ο Κάιν μελαγχολεί. Ο μικρότε­ρος και υποδεέστερος αδελφός του έρχεται σε πρώτη θέση έναντι του Θεού και αυ­τός απορρίπτεται και απαξιώνεται. Η καρδιά του γεμίζει με φθόνο για τον αδελφό του. Ο Θεός τον συμβουλεύει αν θέλει να τον προσέξει και να τον δεχθεί πρέπει να προσφέρει σωστά την θυσία του, αλλιώς αμαρτάνει. «Ίνα τι περίλυπος εγένου, και ινατί συνέπεσε το πρόσωπόν σου; Ουκ εάν ορθώς προσενέγκης, ορθώς δε μη διέλης, ήμαρτες»;

Εκείνος όμως δεν υπακούει στην παραίνεση του Δημιουργού του και πιστεύει ότι αν εξαφανίσει τον αδελφό του και δεν υπάρχει μέτρο συγκρίσεως, τότε ο Θεός θα τον δεχθεί. Γι' αυτό πηγαίνει και σκοτώνει τον αδελφό του. Έτσι ο φθονερός γίνεται και δολοφόνος. Οι πλείστοι άνθρωποι στο διάβα των αιώνων επαναλαμβάνουν το αμάρτημα του Κάιν. Πιστεύουν ότι η ευτυχία τους θα επιτευχθεί με την καταστροφή των άλλων συνανθρώπων τους. Και επιχειρούν με διάφορα σιχαμερά μέσα να τους εξοντώσουν ηθικά, σωματικά, πνευματικά.

Γ´. Άλλος φθονερός είναι ο Ησαύ.

Φθονεί τον αδελφό του Ιακώβ, γιατί πήρε με δόλο τα πρωτοτόκια του, δηλαδή την πνευματική ευλογία που υποσχέθηκε ο Θεός στον Αβραάμ και η οποία συνεχιζόταν στον εκάστοτε διάδοχο των πατριαρχών. Ξεχνά ο Ησαύ ότι αυτός δεν ενδιαφερόταν για τίποτα εκτός από τα κυνήγια και τις εκδρομές. Ξεχνά ότι απαξίωσε την δωρεά του Θεού, όταν είπε στον Ιακώβ βάλε μου να φάω και εκείνος του ζήτησε να του δώσει τα πρωτοτόκια του για ένα πιάτο φακή, χωρίς αυτός να φέρει καμμία αντίρρη­ση. Εύκολα κατηγορούμε τους άλλους ότι είναι αίτιοι της δυστυχίας μας, αλλά ποτέ δεν κάνουμε αυτοκριτική. Λοιπόν φθόνησε ο Ησαύ τον αδελφό του, όταν έμαθε από τον πατέρα του ότι δεν άφησε ευλογία για εκείνον, και ζητούσε να τον σκοτώσει, με αποτέλεσμα η μητέρα του Ραχήλ να τον φυγαδεύσει στον αδελφό της Λάβαν, στην Μεσοποταμία. Περιττό να πούμε ότι, όπως προκύπτει από την διήγηση της αγίας Γραφής, ο Ιακώβ δεν πήρε από τον αδελφό του τα υλικά πρωτοτόκια, δηλαδή την περιουσία που έπαιρνε ο πρωτότοκος κατά το αρχαίο έθιμο, και που ήταν το μόνο που ενδιέφερε τον Ησαύ. Συνεπώς δεν τον αδίκησε σε αυτό που ενδιαφερόταν, αλλά του πήρε κάτι που δεν τον ενοιαζε.

Δ´. Οι αδελφοί του Ιωσήφ είναι οι επόμενοι φθονεροί στην ιστορία της Βίβλου.

Τον φθονούν διότι ο πατέρας τους τον αγαπούσε ιδιαίτερα και του έκανε διάφορα δώρα και γιατί τους διηγήθηκε δύο όνειρα που είδε από τον Θεό και στα οποία προ­φητευόταν ότι οι γονείς και τα αδέλφια του κάποτε θα τον προσκυνούσαν. Ο Ιωσήφ απέδειξε με την ζωή του πόσο πάγκαλος ψυχικά ήταν και ότι δίκαια ο πατέρας του τον προτιμούσε από τα άλλα τ' αδέλφια του. Υπήρξε παρθένος, ηθικός στο έπακρον, άκακος, δεν κατηγόρησε κανένα εχθρό του ποτέ και για τίποτα, συγχώρησε τα αδέλφια του και τα προστάτεψε. Η εξέλιξή του έδειξε ότι τα όνειρά του ήταν προ­φητικά και δεν έφταιγε αυτός σε τίποτα που ο Θεός τον διάλεξε να είναι ο εκλεκτός του, τύπος του και φανέρωση της αγιότητας, που απαιτεί η Καινή Διαθήκη, ήδη από τον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης.

Ε´. Ο φθόνος άπτεται και των τελείων λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Πα­ράδειγμα ο προφητάναξ Δαυΐδ, ο οποίος αν και είχε πολλές γυναίκες, φθόνησε την ομορφιά της γυναίκας του αξιωματικού του Ουρία και την έκανε παράνομα δική του και στο τέλος για να καλύψει το ανόμημά του έδωσε διαταγή να τον βάλουν στο πιο επικίνδυνο σημείο της μάχης, χωρίς να τον υποστηρίζουν, με αποτέλεσμα να σκοτω­θεί (Β´ Βασ. 11 και 12 κεφ.).

Ο μοιχός είναι φθονερός άνθρωπος, όπως και ο κλέφτης. Φθονούν την ωραιότητα ή τον πλούτο του άλλου και τα αποκτούν παράνομα και με αμαρτωλά μέσα. Ο Θεός στην δεκάτη εντολή της Παλαιάς Διαθήκης λέγει ότι δεν πρέπει κανείς να επιθυμήσει (φθονήσει) ότι έχει ο πλησίον του.

ΣΤ´. Αχαάβ· ένας πάμπλουτος και ένδοξος φθονερός.

Πολλές φορές ο φθονερός φθονεί κάποιον υποδεέστερό του, διότι τυχαίνει νά έχει κάτι μικρό κι αυτός, που το επιθυμεί σφοδρά ο φθονερός και το ζητά διακαώς, αδιαφορώντας για τα πολλαπλά πλούτη και τις δόξες που έχει. Τέτοιος φθονερός υπήρξε ο Αχαάβ, ο εξωμότης βασιλιάς του Ισραήλ. Ας δούμε την ιστορία του.

Ο Ναβουθαί ήταν ένας Ισραηλίτης που είχε ένα αμπέλι, που συνόρευε με τα βασι­λικά κτήματα. Ο Αχαάβ θέλησε να το πάρει και να το προσαρτήσει στα δικά του κτή­ματα, κάνοντάς το λαχανόκηπο για το παλάτι του. Πρότεινε στον Ναβουθαί να του δώσει άλλο καλύτερο από αυτό ή αν ήθελε να του το πληρώσει ανάλογα με την αξία του. Ο Ναβουθαί όμως δεν θέλησε να πουλή­σει ή να ανταλλάξει αυτό που κλη­ρονόμησε από τους πατέρες του. Στην Παλαιά Δια­θήκη η περιουσία των Ισραηλιτών εθεωρείτο περιουσία του Θεού, που αυτός είχε μοιράσει, όταν εισήλθαν στη γη της Παλαιστίνης, για τις ανάγκες τους. Αυτοί ήσαν πάροικοι και παρεπίδημοι. Δεν είχαν τίποτα μόνιμα και αιώνια. Δεν επιτρεπόταν η αρχική ιδιοκτησία την οποίαν πήρε ο κάθε Ισραηλίτης να αυξομειώνεται. Κι αν ακόμη κάποιος αναγκαζόταν να την πουλήσει κάποτε, στο πεντηκοστό έτος, το λε­γόμενο Ιωβηλαίο, η περιουσία επιστρεφόταν στον κάτοχό της και τα τυχόν χρέη που υπήρχαν χαριζόταν (πρβλ. Λευϊτικό 25° κεφάλαιο). Ο Ναβουθαί λοιπόν και από λόγους υπακοής στο Θεό δεν έπρεπε να δώσει το αμπέλι του.

Ο Αχαάβ έπρεπε να θαυμάσει την παρρησία του, να σεβαστεί δε την απόφαση του και την προσήλωσή του στους θεσμούς και να μη στενοχωρηθεί. Εκείνος όμως εξα­κολουθούσε να το επι­θυμεί και μάλιστα σφοδρά. Ο Θεός όμως παραγγέλλει, στην δε­κάτη εντολή της μω­σαϊκής νομοθεσίας, να μην επιθυμούμε πράγματα που δεν μας ανήκουν ούτε και να τα φθονούμε· όπως την γυναίκα του πλησίον μας, την οικία του, τον αγρό του, τον υπηρέτη ή την υπηρέτριά του, ούτε τα ζώα του, ούτε τέλος πάντων κάτι απ' όλα απ' όσα έχει (Εξ. 20,17). Συνε­πώς ο Αχαάβ ερχόταν με την επιθυμία του κατ' ευθείαν σε σύγκρουση με τον Θεό.

Ο Αχαάβ, μη θέλοντας να λυτρωθεί από το αμαρτωλό πάθος του, μελαγχόλησε και ξάπλωσε στο κρε­βάτι του, χωρίς να φάει. Τι τραγικό· ο άνθρωπος, που ήταν βασιλιάς και είχε αμύθητα πλούτη και εκτάσεις και τιμές και δόξες, να μελαγχολεί για ένα ασή­μαντο αμπελώνα. Τι φοβερό το πάθος της απληστίας και η ακόρεστη συνεχής επιθυ­μία που βασανίζει τον κάθε άνθρωπο, όταν δεν φωτίζεται από τον νόμο του Θεού. Ο Γκαίτε στον «Φάουστ», περιγράφοντας το ανικανοποίητο που τον διακρίνει ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία, και που με όλα τα πλούτη του κόσμου και με το νέο βασίλειο που είχε δημιουργήσει, νιώθει να ενοχλείται από δύο τρεις φλαμουριές, μια καλύβα και μια καμπανούλα, που δεν τον ανήκουν, τον παρομοιάζει και τον συ­γκρίνει με τον Αχαάβ, ο οποίος θεωρούσε ότι δεν έχει τίποτα, αν δεν κάνει δικό του το αμπέλι του Ναβουθαί!

Τον είδε τον άνδρα της στεναχωρημένο η Ιεζάβελ, η καταραμένη εκείνη γυναίκα (Δ´ Βασ. 9,34), και θέλησε να μάθει την αιτία της αθυμί­ας του και, όταν την έμαθε, τον ειρωνεύτηκε πως, ενώ είναι βασιλιάς, αφήνει τον Να­βουθαί να κάνει ό,τι θέλει. «Σήκω φάγε και ευθύμησε ξανά και εγώ θα κανονίσω να πάρεις το αμπέλι του Να­βουθαί» του είπε.

Η Ιεζάβελ κινήθηκε αμέσως καταστρώνοντας ένα διαβολικό σχέδιο.

Έστειλε διάταγμα με το όνομα του Ναβουθαί προς τους άρχοντες και τους άλλους γείτονες του Ναβουθαί με το εξής περιεχόμενο· «κηρύξετε ημέρα δημόσιας νηστείας και δι­κάστε τον Ναβουθαί μπροστά στο λαό ως ένοχο εσχάτης προδοσίας. Φροντίστε να βρείτε δύο ψευδομάρτυρες από το περιβάλλον του υποκόσμου, οι οποίοι θα κατα­θέσουν ότι δήθεν βλασφήμησε τον Θεό και τον βασιλιά, πράγμα που απαγορευόταν από τον νόμο του Θεού (Εξ. 22,28). Και, αφού τον δικάσετε με αυτή την ψεύτικη κα­τηγορία, βγάλτε τον έξω από την πόλη και λιθοβολήστε τον».

Οι άρχοντες και οι γεί­τονες που κατοικούσαν κοντά στο αμπέλι του Ναβουθαί εξετέλε­σαν, χωρίς δισταγμό και τύψεις συνειδήσεως, την παράνομη και σιχαμερή διαταγή της Ιεζάβελ και απ' ότι λέγει το Δ´ Βασ. 9,26 λιθοβόλησαν και τα παιδιά του, ίσως από υπερβάλλοντα ζήλο. Η Ιεζάβελ, αφού πληροφορήθηκε την πραγματοποίηση των όσων είχε παραγγείλει, ανήγγειλε στον άνδρα της ότι μπορεί να πάρει το αμπέλι που ήθελε, γιατί ο Ναβουθαί δεν ζη πλέον.

Ζ´. Οι σατράπες του Δαρείου φθονούν τον Δανιήλ.

Ο Δαρείος διαίρεσε το κράτος του σε εκατόν είκοσι επαρχίες, ή σατραπείες όπως τις ονόμαζαν οι Πέρσες. Τοποθέτησε δε εκατόν είκοσι σατράπες για να τις διοικούν. Πάνω από τους εκατόν είκοσι σα­τράπες έθεσε τρεις αξιωματούχους να τους εποπτεύ­ουν και να τους επιτηρούν και αυτοί να δίδουν αναφορά στον βασιλιά για την εν γένει διοίκηση του κρατους. Ένας από αυτούς τους τρεις ήταν ο Δανιήλ. Ο Δανιήλ όμως απέδειξε στην πράξη ότι ήταν ανώτερος από τους άλλους σατράπες και επόπτες, διότι είχε περισσότερο πνεύμα και ικανότητα και εξυπνάδα. Έτσι ο βασιλιάς τον έκανε αντιβασιλἐα σε όλο το κράτος του. Αυτό ήταν μεγάλο ράπισμα για τους αξιωματούχους του Δαρείου. Ένας αλλόθρη­σκος και αλλοεθνής να είναι στην κορυ­φή της διοικήσεως αμέσως μετά τον βασιλιά.

Η μεγάλη δόξα και τιμή προκαλεί πάντα τον φθόνο και την έχθρα. Και όσο πιο λα­μπρός και ένδοξος είναι κάποιος, τόσο περισσότερο φθονείται. Προσπάθησαν λοιπόν και οι σατράπες και οι επόπτες να βρουν κάτι να τον κατηγορήσουν και να τον δια­βάλουν. Αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν. Ο Δανιήλ ήταν σε όλα τίμιος και πιστός στον βασιλιά. Και τότε σκέφθηκαν ότι μόνο με την θρησκευτική του πίστη θα μπορούσαν να βρουν κάτι που να ενοχλή­σει τον βασιλιά. Κολάκευσαν λοιπόν τον εγωισμό του Δαρείου και του είπαν ότι σκέφθηκαν όλοι οι αξιωματούχοι του, να θεσπίσει διάταγ­μα με το οποίο για τριάντα μέρες δεν θα επιτρεπόταν σε κανένα υπήκοό του να ζητή­σει κάτι από θεό ή άνθρωπο, παρά μόνο από τον βασιλέα. Ο βασιλιάς θα ήταν το ανώτερο ον, στο οποίο θα πρέπει να προσφεύγουν όλοι γι' αυτό το διάστημα. Όποιος παρέβαινε το διάταγμα θα ρι­χνόταν στο λάκκο των λιονταριών.

Οι αξιωματούχοι είπαν ψέματα ότι το διάταγμα αυτό το σκέφθηκαν όλοι, ενώ έγι­νε εν αγνοία του Δανιήλ. Έπειτα το διάταγμα αυτό ήταν γελοίο και ανόητο, διότι –αν ήταν καλό– θα έπρεπε να εφαρμόζεται συνεχώς και όχι μόνο για τριάντα ημέρες. Εάν δεν ήταν καλό, δεν έπρεπε να εφαρμοσθεί καθόλου. Ουσιαστικά δεν τιμούσε τον βασιλιά αλλά και τον ξευτέλιζε, διότι ο βασιλιάς ήταν άνθρωπος και δεν μπορού­σε να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα των υπηκόων του. Να τους δώσει π. χ. υγεία, ζωή, να τους δώσει τέκνα, βροχή, καλούς καιρούς, ειρήνη ψυχική, ηρεμία του πνεύ­ματος, χαρούμενη διάθεση, κουράγιο, δύναμη και άλλα πολλά. Το να θέλει κανείς να σταθεί στο βάθρο του Θεού, να γίνει Σωτήρας, το μόνο που κατορθώνει είναι να γε­λοιοποιηθεί ανεπανόρθωτα. Η θεοποίηση ενός ανθρώπου είναι και ο χειρότερος εξευτελισμός του. Γι' αυτό οι άγιοι ξέροντας την αδυναμία του κάθε ανθρώπου να ρέπει προς την θεοποίηση και το πόσο επικίνδυνα είναι τα διάφορα προσόντα, φυσι­κά –επίκτητα, θεϊκά­– ή τα έκρυβαν ή ζητούσαν από τον Θεό ποτέ να μη τους δώσει χαρίσματα μεγάλα.

Ο βασιλιάς κολακεύθηκε με την εισήγηση των συνεργατών του να γίνει ένας μι­κρός θεός και έτσι υπόγραψε το διάταγμα, που αυτοί σχεδίασαν. Πόσο επικίνδυνος ο εγωισμός μας και η τάση να είμαστε το κέντρο του κόσμου! Αλλά και πόσο επικίνδυ­νοι είναι οι ασυνείδητοι συνεργάτες και πόσο πρέπει να τους προσέχει ο προϊστάμε­νός τους. Αντί να τον βοηθούν να μη κάνει λάθη και να μη πέφτει σε παγίδες, αυτοί τον ωθούν να κάνει λάθη και δημιουργούν προϋποθέσεις για να πέφτει σε παγίδες. «Θεέ μου φύλαγε από τους φίλους μου, τους εχθρούς μου τους ξέρω» λέγει μια πα­ροιμία του λαού.

Ο Δανιήλ έμαθε την σύνταξη και υπογραφή του δόγματος. Δεν διαμαρτυρήθηκε γιατί, αν και πρώτος μετά τον βασιλιά, δεν ρωτήθηκε καθόλου, ούτε από τους αξιω­ματούχους του ούτε και από τον ίδιο. Δεν πήγε στον βασιλιά εκ των υστέρων να του πει πόσο άδικο και ανόητο ήταν το διάταγμα. Δεν θα είχε κανένα νόημα και αποτέλε­σμα η διαμαρτυρία του, γιατί τα διατάγματα του Μηδοπερσικού βασιλείου, όταν υπογρα­φόταν, δεν ανακαλούνταν. Ο βασιλιάς θεωρείτο αλάθητος, ως αντιπρόσωπος του ει­δωλολατρικού Θεού Ορμούζδ.

Ο Δανιήλ έπειτα ήταν ο άνθρωπος που ζούσε αδιάφο­ρος για τα γεγονότα της ζωής του ευχάριστα ή λυπηρά. Δεν μεθούσε με τα πρώτα και δεν ταρασσόταν με τα δεύτε­ρα. Συνέχιζε να ζει κατά Θεό και να δίδει απαντήσεις σε όλους με την διαγωγή του και την ζωή του. Και ο Θεός τον ευλογούσε συνεχώς. Οι βασιλείς πεθαίναν, τα έθνη καταστρεφόταν, οι κάτοχοι της εξουσίας άλλαζαν και ο Δανιήλ παρέμεινε σταθερός και ακλόνητος, τόσο στη ζωή και στις πεποιθήσεις του, όσο και στα αξιώματα. Υπήρξε ο χαριτωμένος του Θεού, ο άνθρωπος όπως τον επι­θυμούσε Εκείνος, αυτός που βρισκόταν συνέχεια υπό την προστασία του.

Ο Δανιήλ λοιπόν πήγε στο σπίτι του σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Τα παράθυρα του ήταν ανοιχτά προς το μέρος της Ιερουσαλήμ, για να την θυμάται και να μη την ξεχνά ποτέ. Εκεί στον οίκο του τρεις φορές την ημέρα, ενώ είχε τόσες υποθέσεις και τόσα καθήκο­ντα, γονατιστός, δοξολογούσε τον Θεό και προσευχόταν σ' αυτόν. Ο οί­κος του ήταν πρώτα και πάνω απ' όλα οίκος προσευχής. Άρχισε να προσεύχεται φα­νερά και επίσημα, με ανοιχτά τα παράθυρα. Θα πει κάποιος· «δεν μπορούσε να προ­σευχηθεί μυστικά την ημέρα, για να μη δώσει αφορμή σε αυτούς που τον φθονούσαν να τον κατηγορήσουν»; Μπορούσε, αλλά δεν θέλησε. Δεν ήθελε να τον κατηγορή­σουν ότι φοβήθηκε και δεν εκπληρώνει τα καθήκοντα του στον Θεό. Θέλησε δε να τους διδάξει στην πράξη ότι προτιμότερο γι' αυτόν είναι να πεθάνει, παρά να μη προ­σευχηθεί εκτελώντας διαταγές ασεβών ανδρών.

Οι φθονεροί και κακόψυχοι αξιωματούχοι, που παρακολουθούσαν με προσοχή τις κινήσεις του Δανιήλ, αντελήφθησαν αμέσως ότι προσευχόταν και τον κατήγγειλαν αμέσως στον βασιλιά. Όταν ο βασιλιάς έμαθε ότι ο Δανιήλ ήταν ο παραβάτης, όχι μόνο δεν οργίστηκε όπως ο Ναβουχοδονόσορ με τους τρεις παίδες, όταν δεν προσκύ­νησαν το άγαλμά του, αλλά και λυπήθηκε και προσπάθησε μέχρι το βράδυ να μα­ταιώσει την τιμωρία του. Κατάλαβε ότι όλη η ιστορία έγινε για να καταστραφεί ο Δανιήλ, ο πιο πιστός και ικανός του συνεργάτης. Οι αξιωματούχοι όμως τότε παρα­τήρησαν ότι το διάταγμα του βασιλέως πρέπει να τηρηθεί στο έπακρον.

Τότε ο βασι­λιάς διέταξε να τον ρίξουν στο λάκκο με τα λιοντάρια, αλλά του είπε συγχρόνως ότι· «ο Θεός σου, τον οποίον λατρεύεις εσύ συνεχώς και αδιαλείπτως, αυ­τός θα σε σώσει». Αμέσως έφραξαν με λίθο μεγάλο το στόμιο του λάκκου και τον σφράγισαν με το δα­χτυλίδι του βασιλιά και τα δαχτυλίδια των μεγιστάνων, ώστε να μη μπορεί κανείς να τον μετακινήσει και να ελευθερώσει έτσι τον Δανιήλ. Το δαχτυ­λίδι την εποχή εκείνη ήταν όχι απλώς κόσμημα αλλά κυρίως η σφραγίδα, αυτού που το κατεί­χε, και την φορούσε συνεχώς στο χέρι του, μη την πάρουν και σφραγίσουν εν αγνοία του. Το εγχείρημα για να καταστραφεί ο Δανιήλ έγινε με όλες τις λεπτο­μέρειες και η καταστροφή του ήταν βεβαία. Αλλά ο Θεός έκλεισε τα στόματα των λιονταριών και δεν πείραξαν καθόλου τον Δανιήλ.

Οι σατράπες ευφράνθηκαν και ικανοποιήθηκαν από αυτό που πέτυχαν. Ο βασιλιάς όμως φοβόταν και ανησυχούσε και για την τύχη του Δανιήλ αλλά και μήπως κατα­στραφεί κι αυτός με την συμπεριφορά που έδειξε. Ήξερε ότι καταδίκασε ένα αθώο και για κάτι που δεν έφταιγε. Θυμόταν τι υπέστη ο Ναβουχοδονόσορ και ο Βαλ­τάσαρ, όταν πήγαν κόντρα με τον Θεό. Ο βασιλιάς λοιπόν μετά από τη σφράγιση του λάκκου ανέβηκε στο παλάτι του και, χωρίς να δειπνήσει, πήγε να κοιμηθεί, αλλά δεν μπόρεσε. Η στενοχώρια και η αγωνία τον κυρίευσαν.

Το πρωί, μόλις βγήκε το φως, ο βασιλιάς σηκώθηκε και με σπουδή ήλθε στο λάκκο των λιο­νταριών. Δεν έστειλε κάποιον υπηρέτη, αλλά πήγε ο ίδιος. Μόλις πλησίασε άρχισε να κραυγάζει με δυνατή φωνή· «δούλε του ζωντα­νού Θεού, ο Θεός σου, που τον λατρεύεις πιστά και συστη­ματικά, μήπως μπόρεσε να σε σώσει»; Ο Δανιήλ αμέσως απάντησε· «βασιλιά μου στους αιώνες να ζήσεις. Ο Θεός μου απέστειλε τον άγγελό του και έφραξε τα στόμα­τα των λιονταριών και κα­θόλου δεν με έβλαψαν, γιατί απέναντί σου ήμουν πιστός και ευσυνείδητος». Τότε ο βασιλιάς γεμάτος χαρά διέταξε να τον βγάλουν έξω και διαπίστωσε και ο ίδιος ότι τα λιοντάρια δεν τον πείραξαν καθόλου, διότι παρέμεινε πιστός στα καθήκοντά του απέναντι στο Θεό του.

Ο βασιλιάς χάρηκε και ικανοποιήθηκε για την σωτηρία του Δανιήλ. Τώρα όμως έπρεπε να θέσει και κάθε κατεργάρη στον μπάγκο του. Αρκετά τους είχε ανεχθεί. Διέταξε να έλθουν οι αξιωμα­τούχοι που κατέτρεχαν τον Δανιήλ και τους έριξε αυ­τούς στο λάκκο με τα λιοντάρια, μαζί με τις οικογένειές τους. Μόλις τα λιοντάρια τους αντίκρισαν τους κατασπάρα­ξαν και λιάνισαν τα κόκαλά τους. Δείγμα ότι πει­νούσαν και παρέμεναν άγρια θηρία. Αν δεν πείραξαν τον Δανιήλ, δεν ήταν επειδή δεν είχαν όρεξη ή ήταν ήμερα, αλλά διότι ο Θεός τα εμπόδισε. Μαζί με αυτούς κατα­στράφηκαν και οι οικογένειές τους, γιατί και αυτές συμμετείχαν στο έγκλημα. Δια­φορετικά έπρεπε να διαμαρτυρηθούν και να διαχωρίσουν την θέση τους.

Η´. Ο πρεσβύτερος υιός φθονεί τον άσωτο, που μετανόησε και τιμάται.

Ο πρεσβύτερος υιός στην παραβολή του Ασώτου είναι υπάκουος, συντηρητικός, εργατικός. Εκ πρώτης όψεως δεν δημιουργεί προβλήματα. Δεν ζητεί χειραφέτηση ούτε επιθυμεί την φυγή και την αποδέσμευση από τον πατέρα. Αναπαύεται και νιώθει άνετα στο πατρικό σπίτι. Όταν ο μικρός επιστρέφει από την ασωτία, αυτός επιστρέφει από τη δουλειά του. Μέχρι εδώ όλα καλά. Όταν όμως μαθαίνει ότι ο αδελφός του γύρισε και γίνεται πανηγύρι γι’ αυτό, τότε οργίζεται και δεν θέλει να ει­σέλθει στο σπίτι του πατέρα του. Στις παρακλήσεις του πατέρα του να συμμετάσχει στη χαρά του σπιτιού για την επιστροφή του αδελφού του αρνείται πεισματικά και περνά στην αντεπίθεση. Λέγει ότι τόσα χρόνια τον υπηρετεί και ότι ουδέποτε εντολή του δεν αρνήθηκε κι όμως εκείνος δεν του έδωσε ένα κατσικάκι για να γλεντήσει με τους φίλους του. Μιλά προσβλητικά για τον αδελφό του και χωρίς αγάπη. «Ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών».

Έτσι αποδεικνύεται ότι ο φαινομενικά καλός είναι πνευματικά ανώριμος. Επι­θυμεί κατά βάθος κι αυτός να γλεντήσει και να το ρίξει έξω, αλλά δεν τολμά να εκ­φράσει την επιθυμία του. Πολύ περισσότερο δεν τολμά να την πραγματοποιήσει. Θέλει να είναι το κέντρο του κόσμου και της οικογενείας του. Θέλει να μονοπωλεί την αγάπη του πατέρα του. Είναι φθονερός και δεν μετέχει στην χαρά για την επι­στροφή του ασώτου, πλην όμως μετανοημένου και ταπεινωμένου αδελφού του. Δεν αναφέρει ούτε καν το όνομά του· αλλά μιλά με αγανάκτηση «ούτος ο υιός σου». Φο­βάται ότι πάλι ο μικρός θα γίνει το κέντρο του ενδιαφέροντος του σπιτιού και ίσως και μέτοχος της υπόλοιπης περιουσίας.

Ο δίκαιος Ιωσήφ ο μνήστωρ, όταν είδε ότι η Μαρία έμεινε έγκυος και συνεπώς έπρεπε να τιμωρηθεί κατά την Παλαιά Διαθήκη, επειδή ήταν ελεήμων και φιλάνθρωπος, θέλησε να την διώξει κρυφά και όχι να την καταγγείλλει στο συνέδριο (Ματθ. 1,19). Ήταν δίκαιος όχι με την δικανική έννοια, αλλά με την θεολογι­κή. Σήμερα, ακόμη και η κοσμική δικαιοσύνη θεωρεί τον εγκλεισμό στην φυλακή ως θεραπευτικό μέσο και όχι ως τιμωρητικό. Αν λοιπόν δεν κάνουμε την υπέρβαση της αγάπης, στον αδελφό που παραστράτησε μεν αλλά έπειτα μετάνιωσε, και επιμείνουμε στην τιμωρία του, είμαστε εκτός του πνεύματος της Καινής Διαθήκης.

Ο πρεσβύτερος υιός είναι το αρχέτυπο και η ψυχογραφία των φαρισαίων όλων των εποχών, οι οποίοι ενώ νομίζουν ότι είναι εκλεκτοί, εν τούτοις για το Θεό είναι άσω­τοι με φοβερά ψυχικά πάθη και αδυναμίες. «Ήσαν δε εγγίζοντες αυτώ πάντες οι τε­λώναι και οι αμαρτωλοί ακούειν αυτού. Και διεγόγγυζον οι φαρισαίοι και οι γραμμα­τείς λέγοντες ότι ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται και συνεσθίειν αυτοίς» (Λκ. 15,1). Παρέβλεπαν τη δίψα των τελωνών και των αμαρτωλών ν’ ακούν το Χριστό, ενώ αυ­τοί, όχι μόνο αδιαφορούσαν, αλλά και τον κατηγορούσαν και τον συκοφαντούσαν και τόνιζαν το ότι ο Χριστός τους δέχεται και τρώει μαζί τους.

Θ´. Ο αρχισυνάγωγος φθονεί τον Χριστό και ξεσπά στην Συγκύπτουσα.

Σε μια συναγωγή όπου δίδασκε ο Χριστός κάποιο Σάββατο, είδε μία δυστυχισμένη γυναίκα, η οποία ήταν «συγκύπτουσα και μη δυναμένη ανακύψαι εις το παντελές» (Λουκ. 13,11). Έπασχε από ένα είδος παραλυσίας, που έκανε το σώμα της από τη μέση και πάνω να είναι κυρτωμένο και καμπουριασμένο προς τα κάτω, μ’ αποτέλε­σμα το κεφάλι της να είναι συνεχώς σκυμμένο προς το έδαφος χωρίς να μπορεί να το κουνήσει καθόλου προς τα πάνω. Δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της όρθια, να δει τον κόσμο γύρω της, να ατενίσει προς τον ουρανό και ν’ απολαύσει τα κάλλη του. Ήταν σκυμμένη συνεχώς προς τα κάτω σαν τετράποδο ζώο και μάλιστα για δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Η Γραφή μας αναφέρει ότι είχε «πνεύμα ασθενείας»· δηλαδή όχι παθολογική νόσο, αλλά νόσο που προήλθε από διαβολική επίδραση.

Η γυναίκα αυτή είχε την σπάνια αρετή, ειδικά στην εποχή μας, την υπομονή. Δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια ήταν δεμένη από το Σατανά. Μια ολόκληρη ζωή. Κι όμως πουθενά δεν φαίνεται να γογγύζει, να λιποψυχεί, να τα βάζει με το Θεό, να λέγει «πού είναι ο Θεός, πού είναι η θεία πρόνοια του, που είναι η αγάπη και το ενδια­φέρον του για τα πλάσματά του, γιατί εγώ να υποφέρω έτσι»;

Επίσης σύχναζε στη συναγωγή. Εμείς λίγο αδιάθετοι να είμαστε, λίγο πονοκέφαλο να έχουμε, λέμε· «δεν πάω στην Εκκλησία είμαι άρρωστος». Αυτή παρ’ όλη τη φοβε­ρή κατάσταση που αντιμετώπιζε, παρ’ όλη την ειρωνεία που μερικές φορές κακοή­θεις άνθρωποι αντιμετωπίζουν αυτούς τους δυστυχισμένους αναπήρους συναν­θρώπους τους, παρ’ όλο που αισθητικά η κατάσταση της την στοίχιζε, εν τούτοις αυτή πήγαινε στη συναγωγή.

Ενώ σύχναζε στη συναγωγή, το ευαγγέλιο δεν μας λέγει ότι πήγε για να προσευχη­θεί για να θεραπευθεί, ή ότι έκανε κάποιο τάμα γι’ αυτό το σκοπό. Είναι χαρακτηρι­στικό ότι δεν πλησιάζει τον Χριστό, δεν τον παρακαλεί, δεν τον ικετεύει όπως τόσοι άλλοι ασθενείς. Ούτε καν τον αγγίζει όπως η αιμορροούσα, ώστε σιωπηλά με το άγ­γιγμα να βρει την υγεία της. Καμμία κίνηση, καμμία ικεσία. Έχει ένα σπάνιο μεγα­λείο η συγκύπτουσα. Δεν ασχολείται με επίγεια πράγματα, με φυσικές ανάγκες, με υλικά προβλήματα. Γιατί και η υγεία είναι υλικό αγαθό. Το μεγαλύτερο υλικό αγαθό, το πιο σπουδαίο.

Συχνάζει λοιπόν στη συναγωγή, γιατί αγαπά τον Θεό. Θέλει να τον υμνεί, να τον δοξολογεί, ν’ ακούει μέσα από το κήρυγμα το θέλημά του. Εμείς αγαπάμε τον Θεό, γιατί συνήθως περιμένουμε κάποιο κέρδος, κάποια ωφέλεια απ’ αυτόν. Έχουμε την περίπτωση π. χ. του τάματος. «Θεέ μου· θα μου δώσεις θα σου δώσω κι εγώ. Δεν μου δίδεις δεν θα σου δώσω». Εξηγημένα πράγματα για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις ύστερα. Δηλαδή η σχέση μας με τον Θεό είναι εμπορική και μάλιστα μερικές φο­ρές καθόλου τίμια. Λέγει ένας αρχαίος μύθος, ότι ένας έκανε τάμα στο θεό Ερμή, να τον βοηθήσει να βρει κάτι και εκείνος θα του αφιέρωνε το μισό απ’ ότι θα έβρισκε. Μετά από λίγο βρήκε ένα δισάκι με καρύδια. Κάθισε τα έφαγε και τα τσόφλια τα έφερε στο βωμό του Ερμή!!! Θαυμάστε ευσέβεια που είναι σκέτη παλιανθρωπιά και σκέτη ασέβεια. Και για να μη υστερήσουμε εμείς οι νεώτεροι στην ευσέβεια αυτή των αρχαίων προγόνων μας, τα ταγγιασμένα λάδια τα φέρνουμε στην Εκκλησία, για να μας έχει καλά ο Θεός. Φυσικά με το αζημίωτο.

Η συμφεροντολογική και μη τίμια αυτή σχέση μας φαίνεται και στο θέμα της αχα­ριστίας, που τόσο συχνά παρουσιάζεται στους ανθρώπους. Ας θυμηθούμε τους δέκα λεπρούς, που μόνο ένας γύρισε να τον ευχαριστήσει· ας θυμηθούμε τον Ιούδα, που τόσο τον τίμησε ο Χριστός κι αυτός τον πρόδωσε για τριάντα αργύρια· ας θυμηθούμε τους Ιουδαίους που τόσο ευεργέτησε ο Χριστός κι όμως προτίμησαν να σώσουν ένα ληστή και φονιά, τον Βαραββά, και να σταυρώσουν τον ευεργέτη τους.

Η Συγκύπτουσα και στο θέμα της ευγνωμοσύνης παίρνει άριστα. Μόλις θεραπεύ­θηκε «εδόξαζεν τον Θεόν». Δεν δόξασε απλώς αλλά δόξαζε· δηλαδή συνεχώς και αδιαλείπτως δοξολογούσε το Θεό. Χαριτωμένη ύπαρξη όντως. Ας τη θαυμάσουμε και ας τη μιμηθούμε.

Τότε όμως συνέβη κάποιο άλλο περιστατικό.

Ο αρχισυνάγωγος, βλέποντας την θεραπεία της, αντί να χαρεί και να δοξάσει τον Θεό και να καταλάβει ότι ο Χριστός δεν είναι απλός άνθρωπος αλλά Θεάνθρωπος, είπε με κακεντρέχεια· «Έρχεσθε το Σάββατο να θεραπευθείτε και δεν βρήκατε άλλη μέρα. Έξι μέρες έχει η εβδομάδα, που μπορούμε να εργαζόμαστε. Το Σάββατο είναι αφιερωμένο στο Θεό. Θα μπορού­σε να πει κάποιος· «Μα άνθρωπέ μου τις άλλες μέρες η συναγωγή είναι κλει­στή. Πως να έλθουμε»;

Δεν πρόσεξε ο ταλαίπωρος πως ο Διάβολος, που είχε δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια δεμένη την γυναίκα, έφυγε από εκείνη και ήρθε και έδεσε αυτόν με τον φθόνο. Και κείνη την είχε δέσει το σώμα, αυτόν όμως έδεσε την ψυχή. Ήταν ασεβής και ελεεινή ψυχή. Τα θαύματα του Κυρίου που έδειχναν καθαρά ποιος είναι δεν τον συγκίνησαν. Ενώ αυτός και άλλοι Ισραηλίτες έλυναν τα ζώα τους το Σάββατο για να τα ποτίσουν, τους πείραξε γιατί ο Χριστός ξέδεσε την θυγατέρα του Αβραάμ, που την είχε δέσει ο Σατανάς.

Και το κακό είναι ότι δεν ήταν μόνο ο αρχισυνάγωγος ήταν και άλλοι «οι αντικεί­μενοι αυτω». Οι άνθρωποι, που νευριάζουν, γιατί αυτοί δεν τιμώνται, γιατί αυτοί δεν κυριαρχούν στην σκηνή, και λένε όχι στο έργο της Εκκλησίας. Ταλαίπωροι γίνονται εν γνώσει ή αγνοία δέσμιοι και συνεργάτες του Σατανά. Φθάνουν σε παραλογισμούς φρικτούς απαίσιους. Στην προκειμένη περίπτωση είχε την αξίωση ο αρχισυνάγωγος να πει η Συγκύπτουσα όχι δεν σηκώνομαι σήμερα είναι Σάββατο. Αύριο θα σηκωθώ και θα δοξάσω τον Θεό.

Ας προσέξουμε πολύ, διότι ο φθόνος αφθονεί και μέσα στον χώρο της Εκκλησίας· «άπτεται και των τελείων», όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και επειδή αφθονεί, αφθονεί και η υποκρισία και ο παραλογισμός. Οι περισσότεροι από εμάς κρύβουμε τον φθόνο μας με προσωπεία ασκήσεως, προσευχής, αγνότητας, παραδόσεως, ορθοδοξίας και άλλα παρόμοια. Έτσι αφήνουμε την ψυχή μας να είναι δέσμια στο Σατανά. Χριστιανός που δεν έχει στην καρδιά του ακόμη και αυτόν που είναι εχθρός του, να ξέρει ότι έχει στην καρδιά του τον Διάβολο.

Ο απόστολος Παύλος μας παραγγέλει· «χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά των κλαιόντων» (Ρωμ. 12,15). Αυτό το ρητό είναι το φάρμακο για την αποφυγή της συκοφαντίας. Ας το αποκτήσουμε, όσο κι αν αυτό μας στοιχίζει.

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή