“Δέν σέ ξέρω, δέν μπορῶ νά σέ μάθω,
μά ὅποιος κι ἄν εἶσαι, προσεύχομαι σέ σένα!” (Εὐριπίδης)
–“Σαν τι νάναι που ζητάτε στα σκοτάδια που γυρνάτε
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
–Τι ζητάμε; φως διαβάτη!
Είν' ο πόθος ο βαθύς κάθε ανθρώπινης ψυχής.
Σαν ποιό ναν' το μονοπάτι, που στο φως θε να μας φέρη;
–Είν' το ίδιο το στρατί, το ματόβρεχτο που φθάνει στο μαρτυρικό στεφάνι,
κι ως το Γολγοθά κρατεί” (Βερίτης).
Αν διεισδύσουμε με προσοχή στις δύο πρότερες λεκτικές συνθέσεις, του Ευριπίδη και του Βερίτη, θα ανακαλύψουμε ότι και οι δύο, περιπλανώμενοι μέσα στη μοναξιά της ψυχικής διάσπασης, παλεύουν να ανεύρουν την ομορφιά της σύνθεσης. Της πληρότητος! Του φωτός! Της θείας μέθεξης!
Ο μεν πρώτος, παρόλο που δεν γνωρίζει, παρόλο που αδυνατεί, τελικά βρίσκει τη διέξοδο στη σύνθεση της προσευχής.
Οι δεύτεροι, οι στρατοκόποι, δηλώνοντας απερίφραστα την απώλεια προσανατολισμού τους και την ψυχική συσκότισή τους, αναζητούν απεγνωσμένα το φως. Η εν λόγω αναζήτηση όμως, αποτελεί και αυτή είδος προσευχής, με στόχο την ένταξη στη θεϊκή σύνθεση.
Κοινό στοιχείο και των δύο, όπως και κοινή αφετηρία, είναι η σκλαβιά του εγώ. Κατά κύριο λόγο η διάσπαση που δημιουργεί το εγώ, με αποτέλεσμα να αναζητάται επίμονα η σύνθεση του Εσύ.
Μιας και μιλάμε όμως για σύνθεση, θα πρέπει να δώσουμε και την ανάλογη ερμηνεία της, βάσει της οποίας την εκλαμβάνουμε.
Σύνθεση λοιπόν, είναι η συνένωση, η συναρμογή. Κατ' επέκταση είναι η συμφωνία, η σύμβαση, η συνθήκη, μέσω της οποίας επιδιώκει ο διχασμένος άνθρωπος, να δραπετεύσει από την μοναξιά του και την εν γένει εγκατάλειψη, μέσα στην οποία οδηγήθηκε εξ' αιτίας του εγώ του, αλλά και της αριβιστικής κοινωνικής επιβολής. Σύνθεση για την ακρίβεια, είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αλήθεια. Είναι το στρατί το ματόβρεχτο που φθάνει στο μαρτυρικό στεφάνι και τερματίζει στο ύψωμα του Γολγοθά, όπου ανακτά την πληρότητα.
Αν προστρέξουμε στην αρχή της δημιουργίας του κόσμου, εκεί θα συναντήσουμε μία μοναδική και ανεπανάληπτη σύνθεση ολόκληρης της πλάσης. Γιατί, “τά πάντα, ὅσα ἐποίησε, καί ἰδού καλά λίαν” (Γεν. 1,31).
Κάποιος όμως άμουσος και ολότελα παράφωνος, ζήλεψε την ανωτέρω αρμονία και την εν γένει τελειότητα. Προσπάθησε να σφετερισθεί άνανδρα την σύνθεση του “ποιήσομεν” και έφερε το θανατικό στην πλάση, μέσω της διάσπασης του εγώ. Προσέβαλε την συνθήκη της συνεργασίας, μέσω της ανθρώπινης αποστασίας, μέσα στο κέντρο του αρμονικού Παραδείσου. Έτσι επήλθε η διάσπαση, δηλαδή ο αποχωρισμός των ανθρώπων, η αποξένωση, η ροπή προς την κατάσταση του αγρίου. Έκτοτε αυτή η ροπή, η εκφυλιστική τάση, παραμονεύει τις ψυχές μας και ολόκληρες τις κοινωνίες.
Αλλά ας εκλάβουμε τα πράγματα με κάποια σειρά και εν γένει αλληλουχία.
Ο μέγας καλλιτέχνης Θεός, αφού κορύφωσε την δημιουργία του, “ποιήσας πάντα ἐν σοφία”, άφησε προς στιγμή το “εἶπεν καί γενηθήτω” και έπιασε δουλειά με τα χέρια του. Ως τέλειος δε αγγειοπλάστης, έπλασε με περίτεχνο τρόπο το μοναδικότερο των αγγείων του, τον άνθρωπο. Βάσει όμως αυτής της ειδικής μεταχείρισης ο Θεός, είχε την απαίτηση και ο άνθρωπος, να καταστεί και ο ίδιος ένας ανάλογος καλλιτέχνης. Δηλαδή, με κύριο βήμα έκφρασης την εν λόγω ιδιότητά του και την πριμοδότησή του με το ιδιάζον αυτό τάλαντο, αγγίζοντας τις λεπτότερες χορδές της προσωπικότητός του, να μοχθήσει με την σειρά του και να συνεχίσει το έργο του μεγάλου συνθέτου. Με άλλα λόγια, την εκ θεϊκής προθέσεως “ημιτελή” συμφωνία, να την ολοκληρώσει ως νέος και μοναδικός επίγειος συνθέτης. Ειδικώτερα, να αξιοποιήσει τους ήχους της φύσης, να εκμεταλλευτεί τους αναρίθμητους συνδυασμούς των χρωμάτων της και δανειζόμενος το ανεξάντλητο λεξιλόγιο της θεϊκής γλώσσας, να δημιουργήσει τον δικό του στίχο. Αυτή όμως, η διαδικασία, επιτάσσει μέσω του “ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου”, να χαλάει και να ξαναπλάθει μία στροφή, ώσπου να ολοκληρώσει το ποίημά του, ο μέγας ποιητής άνθρωπος. Μέσα στο ποίημά του αυτό όμως, κρύπτεται επιμελώς το νόημα της τελείωσης. Της τελείωσης της προσωπικότητός του. Μιας μοναδικής επένδυσης και αξιοποίησης των πολλαπλών ταλάντων, που την επιτυγχάνει με την βοήθεια του δανειστού Θεού.
Αυτή η τελείωση, εμπεριέχει τον ιδιόρρυθμο δρόμο της αρετής και των ηθικών αγωνισμάτων, με την υπέρτατη εκδήλωση του αλτρουισμού, της αυτοθυσίας και την έμπρακτη άσκηση αγάπης. Όλα αυτά επίσης, προϋποθέτουν μία πρόθυμη θυσία δικαιωμάτων και πειθαρχία στην ηθική βάση που απαγορεύει το ναι, όταν επιβάλλεται το όχι και αντιστρόφως. Όλα αυτά τελικά, αποτελούν την ερμηνεία της υποταγής σε ανώτερες ηθικές επιταγές. Επιβάλλουν την τάξη και την πειθαρχία. Διαφορετικά επικρατεί η αναρχία. Αυτή όμως επισύρει την σύγχυση, η σύγχυση το χάος και το χάος είναι αυτό που υπήρχε παλιά και το κατήργησε ο ίδιος ο Θεός. Στις μέρες μας όμως, προσπαθεί ο σκοταδιστής άνθρωπος να το επαναφέρει.
Έλεγε κάποιος παλαιός διανοούμενος‧ “Δύο πράγματα γεμίζουν πάντα την ψυχή μου με άπειρο θαυμασμό: ο έναστρος ουρανός επάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου”. Τι τελικά από τα δύο εναπέμειναν στον σύγχρονο άνθρωπο; Τον διεστραμμένο ποιητή; Αντί να υποτάξει την έμπνευσή του στην υλοποίηση μιας πνευματικής σύλληψης, αντί να ντύσει την ιδέα μέσα σε λέξεις, αντί να γράψει στο χαρτί και κατόπιν να διαβάσει, να απαγγείλει το έργο του, φέροντας στη σκηνή της κοινωνίας ένα άκουσμα και λάλημα θείο, έχασε την επαφή με την ψυχή του και κατήντησε ένα ρεμάλι. Ένας αντάρτης που εκτόπισε τον Θεό και έχει την αξίωση να περνάει για θεός ο ίδιος, ανάμεσα στους συγχρόνους του. Κάπως έτσι όμως κατήντησε στις μέρες μας, να βγάζει έμμετρη τη βρώμα του. Η ποίησή του αποτελεί τα απομεινάρια μιας ταπεινής και πρόστυχης ζωής. Άκρως ανώμαλης. Δείγμα και αυτό της ψυχικής του διάσπασης, της κενότητος και λοιπής αμορφωσιάς. Ειδικά τον τελευταίο καιρό, οι βάρδοι του ξεπεσμού, επιδίδονται σε ένα ελεεινό και βλάσφημο ντεμπούτο, ξερνώντας τα ρυπαρά απωθημένα τους. Πασχίζουν παντοιοτρόπως να καταστρέψουν την θεϊκή σύνθεση, διασπείροντας μέσα σε αυτήν τα ζιζάνια του κιτρινισμού και της απρεπείας τους. Είναι όμως οι υπεύθυνοι των πνευματικών καταστροφών και λοιπών ηθικών δολιοφθορών. Είναι οι διαφθορείς του ναού του Θεού, του ανθρωπίνου σώματος και φυσικά ο Θεός θα τους συντρίψει ως σκεύη κεραμέως. Σήμερα πλέον καταφαίνεται το μέγεθος της διάσπασης που υπέστη ο άνθρωπος, δείγμα της μικρής εποχής μας, δείγμα της χρεωκοπίας του πολιτισμού μας.
Μικρή εποχή ναι! Γιατί μικρά μυαλά πρωτοστατούν στην αποστατική προπαγάνδα. Οι κολοσσοί της τέχνης αποτραβήχτηκαν στις μέρες μας, για να φανούν καλλίτερα όλα τα κατακάθια της διαστροφής, του σαρκικού πάθους, του τυφλού ανθρώπου που στερείται υποτυπώδους ψυχικής ανατάσεως και απέχει από κάθε εξαγνισμό. Το μόνο που γνωρίζει άριστα ο υπάνθρωπος της εποχής μας, είναι να αναλώνεται ολοσχερώς στην νοσηρή και ακόρεστη φλόγα της παθολογικής ηδονής. Να δαιμονίζεται αγρίως, σχίζων τα ιμάτια του και στην συνέχεια να περιφέρεται γυμνός, ψυχή τε και σώματι...
Ο άνθρωπος τελικά βιώνει μία τραγωδία μέγεθος εχούσης, ... καθότι οι πλάκες που στέκουνε βαριές στα μνήματα, στέκουνε πιο βαριές πάνω στη καρδιά του.
Αρίσταρχος