«Ἡ δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος
καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου...»
Γεν.1,2
Στην ερώτηση τι σημαίνει σκότος, ευθέως θα απαντούσαμε· η έλλειψη φωτός. Ως συνώνυμα δε της εν λόγω λέξης, μπορούν να καταγραφούν η σκοτία, ο γνόφος, η αχλύς, ο ζόφος, το σκοτάδι και τέλος κατά το κοινώς λεγόμενο το σουρούπωμα.
Η ανωτέρω έννοια δηλώνει επίσης, μεταφορικά, τον θάνατο. «Σκότος εκάλυψε τους οφθαλμούς του», δηλαδή απέθανε, σύμφωνα με τον Όμηρο. Επίσης, «σκότον βλέπω», δηλαδή βλέπω σκοτάδι· κατ' επέκταση δεν βλέπω τίποτα, είμαι τυφλός.
Εντεύθεν επεκτεινόμενοι, ο σκότος ή και το σκότος, μας προϊδεάζει για την ομίχλη και την καταχνιά του κάτω κόσμου. Μας υπενθυμίζει την χώρα του σκότους. Του σκότους του Άδου.
Σύμφωνα με τον Όμηρο πάλι, ο κόσμος διαιρείται σε δύο «στρατόπεδα». Το ένα είναι της φωτεινής παράταξης, της ανατολής και το έτερο είναι της σκοτεινής, της νύχτας, της δύσης.
Ας δούμε όμως τι μας πληροφορεί επί του θέματός μας το βιβλίο της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης. «Ἡ δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καί Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γεν.1,2). Δηλαδή η γη ήταν αθέατη καθότι καλυπτόταν από ύδωρ. Εκτός αυτού όμως, σκότος εκάλυπτε τα πάντα, ακόμη και αυτή την άβυσσο (α+βυθός), δηλαδή τα πολλά ύδατα, τα στερούμενα βυθού.
Αυτά τα ύδατα τα γνώρισε από κοντά ο Ιωνάς ευρισκόμενος στην κοιλιά του κήτους. Διωγμένος ο εν λόγω μακριά από τα θεϊκά βλέμματα, λόγω ανυπακοής του, βρίσκεται κυκλωμένος από ένα ξέχωρο εχθρό, την βαθειά θάλασσα. «ἄβυσσος ἐκύκλωσε με» (Ιων. 2,6) ομολογεί ο ίδιος. Απειλείται η ζωή του από τα πολλά ύδατα, παράλληλα όμως κινδυνεύει και η ψυχή του να καταπνιγεί ένεκα αυτών. Ο Ιωνάς προ των πυλών του Άδου, παρακαλεί τον Θεό να του επιτρέψει να ξαναγυρίσει κοντά του. «Ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου, πρός σέ Κύριε ὁ Θεός μου» (Ιων. 2,7).
Ας επανέλθουμε όμως στην περιγραφή της Γενέσεως. Εκεί αναβλέπουμε ότι το προαναφερθέν έρεβος, βρισκόταν κάτω από την επιστασία του Αγίου Πνεύματος. Η γη δεν είχε αφεθεί στην τύχη της, απόδειξη δε τούτου η δυναμική θεϊκή παρέμβαση, μέσω του «γενηθήτω φως» και του διαχωρισμού της ημέρας από την νύχτα.
Επί πλέον ο Θεός έκανε και κάτι ακόμη. Δημιούργησε τους φωστήρες τους μεγάλους, τον ήλιο και την σελήνη. Ο ήλιος βασιλιάς της ημέρας και η σελήνη βασίλισσα της νύχτας. Δεν αρκέστηκε δηλαδή ο Θεός στον φωτισμό της ημέρας, αλλά θέλησε και αυτή τη νύχτα να τη φωτίσει. Την αποστολή δε αυτή την ανέθεσε στην σελήνη η οποία «το σκότος διασκεδάζει», κατά τον Χρυσόστομο, δηλαδή το διαλύει.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω και η νύχτα κατά την γνώμη του Θεού έχει την αξία της, γι' αυτό και την φώτισε. Ο παιδαγωγός Όλβιος στην αρχαιότητα κάποια στιγμή εμπνεόμενος θεϊκά ανεφώνησε· «νυκτί φωνήν, νυκτί βουλήν, νυκτί την νίκην δίδου». Δηλαδή της νύχτας δώσε να μιλήσει, πάρε από την νύχτα συμβουλή, στη νύχτα άφησε τη νίκη.
Τι απορρέει από το ανωτέρω απόφθεγμα; Ότι η νύχτα επιφυλάσσει και νίκη ακόμη, αρκεί πρότερον να έχουμε κάνει τις απαραίτητες διεργασίες με τον εαυτό μας, ώστε να καταλήξουμε το ξημέρωμα στο ορθώς πρακτέον.
Ο 'Ομηρος την θεωρούσε ως «κοσμογονικήν αρχήν», γι' αυτό και έλεγε ότι η νύχτα είναι δαμάστρια και των Θεών. Ο Διογένης ο Λαέρτιος δε, αναφέρει ότι, όταν ρωτήθηκε ο Θαλής ο Μιλήσιος, τι έγινε πρότερον, η νυξ ή η ημέρα; απήντησε‧ «ἡ νύξ μιᾶ ἡμέρα πρότερον».
Νύχτα και μέρα λοιπόν, δύο χρονικές περίοδοι, με την σημαντική προσφορά τους, η κάθε μία από μόνη της, αλλά και οι δύο μαζί. Η φροντίδα του Θεού εμφανέστατη σε όλο το έργο της δημιουργίας. Τα πάντα αλληλένδετα εξυπηρετώντας το θεϊκό σχέδιο. Τα πάντα εν πλήρει θεϊκή αρμονία ευρισκόμενα και στην τελική υπηρεσία του αγνώμονος ανθρώπου. «Τά πάντα, ὅσα ἐποίησε καί ἰδού καλά λίαν (Γεν.1,3).
Η διαφορά στην θεώρηση των πραγμάτων προέκυψε,
όταν ο άνθρωπος θέλησε να ανταγωνισθεί τον Θεό ύπουλα και ανέντιμα.
Όταν «διανοιχθέντες» οι ανθρώπινοι οφθαλμοί, λαιμάργησαν να προσεγγίσουν τον Θεό στα ύψη του, μέσω της ανύψωσης «πύργων» που στόχο είχαν να τον παραγκωνίσουν, γκρεμίζοντας τον από τον ουράνιο θρόνο. Τότε ο Θεός για τιμωρία «τας γλώσσας συνέχεε», επιβάλλοντας ένα νέο λεξιλόγιο προσαρμοσμένο στα πάθη τα ανθρώπινα. Έκτοτε η πολυγλωσσία της Βαβέλ, γκρέμισε τον αναιδή άνθρωπο σε ένα σκότος περίεργο και ειδικά όλοι αυτοί που δεν πειθάρχησαν στο «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου» ακολούθησαν την πτώση του σατανά.
Κάπως έτσι λοιπόν διαχωρίσθηκε το φως από το σκότος με ένα άλλο τρόπο, αυτόν της κατάδειξης της πνευματικής ανεπαρκείας, αυτόν που επικρατεί μέχρι των ημερών μας και θα συνεχίσει μέχρι της συντελείας των αιώνων. Από τότε η νύχτα με το εμπεριέχον αυτής σκότος, αποτελεί κριτήριο της ανομίας και των πονηρών πράξεων, με άρχοντα του σκότους τον ίδιο τον Διάβολο. Αυτό τονίζει με τον τρόπο του ο Ευριπίδης‧ “κλεπτῶν γάρ ἡ νύξ, τῆς δ' ἀληθείας τό φῶς”.
Αυτό όμως προσπάθησε να «καταγγείλει» πάνω σε όλη τη γη και ο φωστήρας ήλιος την ημέρα της θείας σταυρώσεως, αποκρύπτοντας τις ακτίνες του και επιφέροντας μία παράξενη σκοτία εν μέσω ημέρας. Κατεδείκνυε με τον τρόπο του το σκοτάδι που κυριαρχούσε μέσα στις ανθρώπινες καρδιές και κυριαρχεί μέχρι των ημερών μας βαθύτερο.
Κάτι ανάλογο όμως θέλησε να πραγματοποιήσει ενωρίτερον ο αστέρας ο φωτεινός στην Βηθλεέμ. Με τον ξέχωρο και ιδιάζοντα φωτισμό του, ήλθε να φωτίσει το ανθρώπινο σκότος, να μαλακώσει τις σκληρόκαρδες υπάρξεις, ώστε να μπορέσουν να αντικρύσουν το φως το πραγματικό. Τον γενηθέντα Χριστό! Γιατί; «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ιω. 8,12).
Από τότε το φως παραμένει υπηρέτης του αγαθού και εχθρός του κακού. Γι' αυτό φωνάζει ο Παύλος (Εφεσ. 4,8) «ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δέ φῶς ἐν Κυρίω‧ ὡς τέκνα φωτός περιπατεῖτε».
Αλλά οι φαύλοι μισούν το φως, καθότι αυτό ξεσκεπάζει τις ανομίες τους (Ιω. 3,20). Γι΄ αυτό προσπαθούν ύπουλα να το προσεταιρισθούν προκειμένου να αποπλανήσουν τους εναπομείναντες πιστούς. Κάποτε ο Χριστός έλεγε, ότι ήλθε να σώσει το ένα πρόβατο αφήνοντας τα ενενήντα εννέα. Τώρα δυστυχώς, στα χρόνια μας, τα απωλολότα πρόβατα είναι ενενήντα εννέα και μόνο το ένα «σεσωσμένο».
Οι σύγχρονοι άνθρωποι, βαθιά μυημένοι μέσα σε ένα πρωτοφανή σκοταδισμό, απορρίπτουν το θεϊκό φως, οπότε είναι καταδικασμένοι να «τους φάει το μαύρο σκοτάδι» κατά την λαϊκή ρήση.
Ώσπου όμως να συμβεί αυτό, επειδή η αγάπη του Θεού μακροθυμεί να σώσει όσους γίνεται περισσότερους, προηγείται κάτι άλλο. Η εκ νέου θυσία του! «Σήμερον γρηγορεῖ ὁ Ἰούδας παραδοῦναι τόν Κύριον». Η επανάληψη του θείου δράματος κατά τον πλέον νοσηρό τρόπο.
Άρχοντες λαών ομοφυλόφιλοι, σοδομιστές, διεστραμμένοι, στυγνοί εγκληματίες, «οι σάρκα περικείμενοι και ψυχής ερήμους όντας», συνήχθησαν και πάλι κατά του Κυρίου καταθέτοντας λόγους συκοφαντικούς και άδικους δημοσίως, μπροστά στο ακροατήριο όλης της κοινωνίας. Μαζί με αυτούς συντάσσεται ο λαός ο δυσσεβής και παράνομος, που δυστυχώς στις μέρες μας δεν είναι μόνο ο Ιουδαϊκός, αλλά και ο πλείστος «χριστιανικός».
Είναι όλοι οι φίλαυτοι, οι φιλάργυροι, οι αλαζόνες, οι υπερήφανοι, οι βλάσφημοι, οι απειθείς στους γονείς, οι αχάριστοι, οι ασεβείς, οι άστοργοι, οι αδιάλλακτοι, οι συκοφάντες, οι άσωτοι, οι εχθροί του καλού, οι προδότες, οι αυθάδεις, οι φουσκωμένοι από εγωισμό. (Β΄ Τιμ. 3,1-4) Η σπείρα του Διαβόλου. Μαζί τους και ο κάθε “Δημᾶς”.
Το επικίνδυνο ερώτημα που γεννάται αυτή την ύστατη στιγμή είναι θα βρεθεί στις μέρες μας ένας Νικόδημος να αντιταχθεί στον φαρισαϊσμό του ανωτέρου ιερατείου, ανακόπτοντας την εκ νέου σκληροτάτη καταδίκη του Χριστού; Θα καταδεχθεί κάποιος Σίμωνας Κυρηναίος να συνάρει τις μομφές κατά του Κυρίου, προσθέτοντας συμπόνοια στον Κύριο; Το σπουδαιότερο, απέμεινε κάποιος Ιωσήφ από Αριμαθαίας, τολμών, να κτυπήσει τα έδρανα του κοινοβουλίου, επιρρίπτοντας ευθύνες στους σκοτεινούς ταγούς των ημερών μας; Μήπως τελικά η θρησκευτική αμφισβήτηση που κορυφώνεται απειλητικά στις μέρες μας, μας θυμίζει τα λόγια του Χριστού «Όταν ξαναγυρίσω, θα υπάρχει ακόμη πίστη πάνω στη γη;».
Ας ευχηθούμε, έστω την έσχατη αυτή ώρα της πλήρους ηθικής καταβύθισης της κοινωνίας, να ακουσθούν κάποιες φωνές μέσα από το πνευματικό έρεβος που καλύπτει τα πάντα, ζητώντας την σωτηρία. Το φως!
«Ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μας, πρός σέ Κύριε ὁ Θεός μας».
Αρίσταρχος