“Οὗτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει
καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται”.
(Ησ. 53,4)
Αν αναζητήσουμε την ερμηνεία της λέξεως «αχθοφόρος» στο λεξικό, θα λάβουμε ως ενημέρωση, ότι πρόκειται για το πρόσωπο που μεταφέρει έναντι αμοιβής φορτία και κατά κύριο λόγο βαριά φορτία, που δεν μπορεί να διαχειρισθεί ένας κοινός άνθρωπος‧ ο άνθρωπος των ημερών μας.
Η κοινωνία μας τον αποκαλεί χαμάλη και τον χρειάζεται για όλες τις δύσκολες έως εξοντωτικές εργασίες. Σύμφωνα με συναφή ορολογία αποκαλείται βαστάζος. Βαστάζος για την ακριβή ερμηνεία, νοείται αυτός που σηκώνει και κρατά ψηλά κάποιο φορτίο. Το υψώνει και μετά το κουβαλάει, σαν κουβαλητής που είναι.
Στην εποχή μας το εν λόγω επάγγελμα γνωρίζει μία κρίση, λόγω της επινόησης πολλαπλών μηχανημάτων που αναπληρούν τα εργατικά χέρια του προτέρου είδους, εξασφαλίζοντας έτσι χρόνο και κερδίζοντας μεροκάματα οι εργοδότες. Παρ' όλα αυτά υπάρχουν εργασίες, που στηρίζονται και πάλι πάνω στον χαμάλη, οπότε η τεχνολογία και ο έξυπνος διαχειριστής της αλλά μαλθακός άνθρωπος υποκύπτουν και πάλι μπρος στην ανάγκη του περιφρονημένου κατά τα άλλα όντος. Προσκυνάει ο πλούσιος τον φτωχό Λάζαρο, προσθέτοντας στα ψυχία που έπεφταν από μόνα τους και ένα ξεροκόμματο επιπλέον, λόγω συμφέροντος. Γιατί κακά τα ψέματα, το εν λόγω επάγγελμα ανέκαθεν θεωρούνταν υποτιμητικό και φευκτό από την υπόλοιπη «ευγενή» κοινωνία. Γιατί πάντοτε υπήρχαν οι σκλάβοι και οι λοιποί δουλοπάροικοι να υπηρετούν τους φιλήδονους Συβαρίτες.
Παρ' όλα αυτά, ο Χριστός ήλθε στη γη συν τοις άλλοις με την προθυμία να ασκήσει το εν λόγω επάγγελμα, πάντοτε αμισθί, τιμώντας τους ποικίλους αχθοφόρους και αίροντας το μεγαλύτερο φορτίο των αιώνων. Την ανθρώπινη αμαρτία.
Ο «χαμάλης» Ιησούς, σηκώνει την αμαρτία των πρωτοπλάστων και όλων των μετέπειτα απογόνων τους, μέχρι της συντελείας των αιώνων. Μέσω της σταυροφορίας του και της εν τέλει σταυρικής θυσίας του, ο Χριστός σηκώνει ακατάπαυστα την αμαρτία του κόσμου. Το τονίζει εμφατικά ο Πρόδρομος λέγοντας‧ «ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου» (Ιω. 1,29). Χρησιμοποιεί χρόνο ενεστώτα, για να εξάρει το διαρκές και ατελεύτητο της άρσης του υπερόγκου και υπερβάρου φορτίου των αμαρτιών μας.
Δυστυχώς όμως στην επιλεκτική σκέψη μας κυριαρχεί η θύμηση του μυθικού ήρωα Άτλαντα, που κρατούσε ολόκληρη την υδρόγειο σφαίρα στους ώμους του. Τον θυμόμαστε, τον αναφέρουμε, θαυμάζοντάς τον μέχρι των ημερών μας. Φυσικά ουδέποτε σκεφθήκαμε να τον μοιάσουμε, εμείς οι δουλόφρονες αχθοφόροι της ηδονής και της προκλητικής χλιδής. Γιατί οι ράθυμοι και παντοειδείς αργόμισθοι, αρέσκονται μόνο στη θέαση. Όμως τον Χριστό, την αλήθεια, την γνησιότητα, την πραγματικότητα, την ουσία..., όλα αυτά, τα έχουμε διαγράψει. Γιατί; Διότι μας αρέσει να ζούμε με παραμύθια και μέσα σε αυτά. Αρεσκόμαστε στις ευχάριστες ονειροπολήσεις και λοιπές ψευδαισθήσεις, που δεν στοιχίζουν τίποτα και δεν απαιτούν επίσης κάτι, ενώ ο Χριστός διεκδικεί ευγενικά τις καρδιές μας, μέσω της αχθοφορίας του. Βαστάζει το βάρος των αμαρτιών μας, για να του απομείνουν οι καρδιές ως εκλεκτό απόσταγμα.
Αλλά εμείς οι άνθρωποι, τις καρδιές μας τις έχουμε παραχωρήσει στη δόξα, στον πλούτο, στην επί γης βασιλεία, στους λαοπλάνους εμπόρους των εθνών, στον Διάβολο τον ίδιο. Κάπως έτσι εξηγείται, ότι οι Εβραίοι περίμεναν τον Μεσσία σαν πολιτικό ηγέτη και όχι σαν «χαμάλη». Κι όμως ο Ησαΐας τους ενημέρωνε από χρόνια πριν, ότι ο υιός του Θεού θα ερχόταν στη γη να υποφέρει και μάλιστα να παραδοθεί στο θάνατο για τον λαό του, για να τον καθαρίσει από την αμαρτία. Αυτοί όμως ποθούσαν βασιλιάδες, νικητές, τροπαιούχους, για να τους ελευθερώσουν από την δουλεία σε ξένους λαούς. Ποτέ όμως δεν σκέφτονταν την πικρή δουλεία του πνεύματός τους και την λαβωμένη από την αμαρτία ψυχή τους. Έτσι, δεν ασχολούνταν με άλλους δούλους, που είχαν το θράσος να επικαλούνται την θεϊκή προέλευσή τους, ενώ την ίδια ώρα κατέληγαν στον σταυρό, μη μπορώντας να σώσουν, ούτε τους εαυτούς τους.
Γενικά όμως, σύμφωνα με την ψυχολογία, εμείς οι άνθρωποι, οι ελεεινοί αχθοφόροι της αμαρτίας, ακούμε όχι αυτό που μας λένε οι επαΐοντες, μα αυτό που εμείς περιμένουμε και θέλουμε να ακούσουμε. Οι άνθρωποι επιθυμούν να ακούουν καλές ειδήσεις και τα πλήθη ακούουν αυτούς που τις φέρνουν. Γι' αυτό όλοι οι πραγματικοί προφήτες αντικρούστηκαν ανά τους αιώνες από τους ψευδοπροφήτες. Γιατί οι τελευταίοι ανήγγειλαν τη σωτηρία, όταν δεν υπήρχε σωτηρία. Διέσπειραν αισιοδοξία, γιατί η αλήθεια ήταν σκληρή και σκοτεινή. Πικρή! Φαρμακερή! Γιατί την αλήθεια λίγοι τολμούν να την εκφράσουν και αυτοί είναι οι προφήτες του Θεού, που και αυτούς όμως τους επιβάλλει ο ίδιος ο Θεός να μεταφέρουν τον λόγο του. Ας θυμηθούμε τον προφήτη Ιωνά.
Έτσι λοιπόν πορεύθηκε η ανθρώπινη κοινωνία μέχρι σήμερα, ταλανιζόμενη μέσα στο ψέμα και στην απάτη. Άπαντες οι άνθρωποι, αχθοφόροι των ποικίλων παθών τους, «σιτίζονται» μέσα στον στάβλο της ευδαιμονιστικής κοινωνίας, σύμφωνα με τις οδηγίες των διαβολεμένων σταβλαρχών, ώσπου να καταλήξουν στην οριστική σφαγή τους. Του σώματος και της ψυχής τους.
Αλλά, επανερχόμενοι στην επίσκεψη του Χριστού πάνω στη γη,
ας αναφερθούμε και στους μαθητές που τον ακολούθησαν.
Γράφει ο Α. Β. Βruce στο βιβλίο του «Η εκπαίδευση των δώδεκα»:
«Οι μαθητές φαντάζονταν και έλπιζαν, ότι ο Χριστός δεν τα έβλεπε καλά τα πράγματα, και ότι οι φόβοι του τελικά θα αποδείχνονταν αβάσιμοι! Μα να τελικά ο Χριστός στον σταυρό! Για τους αποστόλους αυτό ήταν ξεπεσμός. Σκέτο αίσχος. Ο Μεσσίας στον σταυρό; Αυτό ήταν γι' αυτούς μία φοβερή αντίφαση, που δεν επιτρεπόταν ούτε να την διανοηθεί κανείς! Γι' αυτό οι μαθητές τον εγκατέλειψαν, όταν είδαν να τον συλλαμβάνουν! Επειδή πίστευαν σε ένα Μεσσία νικητή και θριαμβευτή, σε ένα Μεσσία, που θα υπότασσε τους εχθρούς του κάτω από τα πόδια του. Και γι' αυτό, όταν τον είδαν δεμένο και γεμάτο αίματα, αδύνατο δεσμώτη του Πιλάτου, και όταν τον είδαν καρφωμένο στο σταυρό να πεθαίνει σαν κακούργος, όλες τους οι μεσσιανικές ελπίδες που είχαν στηριχθεί σε αυτόν έγιναν σκόνη».
Κι όμως, όταν ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος ζήτησαν μεγάλες θέσεις πλάι του, βλέποντάς τον σαν πολιτικό ηγέτη, ο Χριστός διόρθωσε την σκέψη τους λέγοντας «οὐκ οἴδατε, τί αἰτεῖσθε!» (Ματ. 20,21).
Φυσικά οι μαθητές κατάλαβαν τα λόγια του Χριστού αργότερα, αναγνώρισαν το λάθος τους και το διόρθωσαν. Ειδικά όταν τον αντίκρυσαν σταυρωμένο στον θρόνο του σταυρού, έχοντας αριστερά και δεξιά δύο ληστές ως υπασπιστές του. Τότε κατάλαβαν όλοι οι μαθητές, ότι δεν γνώριζαν τι ζητούσαν. Τότε κατάλαβαν ότι, ενώ ζούσαν κοντά του, ψυχικά τον έβλεπαν «από μακρόθεν», όχι λόγω αδιαφορίας, αλλά λόγω βαρύτητος του πνεύματός τους. Λόγω ασθενείας και της σαρκός τους.
Για τον λόγο αυτό ρωτά ο Ησαΐας‧ «Τίς Κύριε, ἐπίστευσεν στό κήρυγμα ἡμῶν; Ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου εἰς ποῖον ἔγινε αἰσθητή;» (Ησ. 5,31).
Όμως ο Χριστός, που πρωτοεμφανίσθηκε στη γη ως παιδίον, μετέπειτα ενηλικιωθείς μαστιγώθηκε αγρίως και εν τέλει σταυρώθηκε, χάνοντας την ανθρώπινη μορφή του και το πρότερο κάλλος του, ενέκλειε μία μυστηριώδη δύναμη, που λίγοι μπορούσαν να ανιχνεύσουν. Όλοι πίστευαν ότι ο Χριστός ήταν κακούργος και ως εκ τούτου άξιος της τιμωρίας του και του πάθους του. Κι' όμως το πάθος του Χριστού ήταν εξιλαστήριο για τους ανθρώπους και όχι κολαστήριο του ιδίου, λόγω αμαρτιών του. Αυτή δε η δύναμη του Χριστού υποκρυπτόταν μέσα στην πνευματική κατάκτηση που επετέλεσε πάνω στην ανθρώπινη κοινωνία. Γιατί άρπαξε τις ανθρώπινες ψυχές από τους δαίμονες, με μεγαλειώδη τρόπο, γενόμενος ο ίδιος μέγας κατακτητής του κόσμου και έχοντας τον ίδιο τον κόσμο ως πολύτιμο λάφυρό του. Τελικά η αδυναμία του σταυρού και ο θάνατός του αποτελούσε ένα πρωτότυπο στρατηγικό ελιγμό, για μία νίκη πρωτοφανή και ανεπανάληπτη.
Ας κύψουν γόνυ οι ανά τους αιώνες μεγάλοι στρατάρχες και στρατηλάτες, έμπροσθεν του μοναδικού αρχιστρατήγου Χριστού.
Κάποιοι όμως μετέπειτα, επεδίωξαν να αποτινάξουν από πάνω τους τον ζυγό του προτέρου κατακτητή και ειδικά να αποποιηθούν την ιδιότητα του λαφύρου του, καταφεύγοντας και πάλι σε ύβρεις, βλασφημίες, αποκηρύξεις και αρνήσεις. Αμφισβήτησαν την ανάστασή του, αλλά ακόμη και την ίδια την επί γης ζωή του.
Έτσι στις ανούσιες και απόλυτα ανόσιες μέρες μας, επαναλαμβάνεται ένα βρώμικο παιχνίδι και απόλυτα βλάσφημο, μέσω του οποίου χαρακτηρίζεται η ζωή του Χριστού ως παραμύθι και ως εκ τούτου ο Χριστός ως ψέμα.
Εν πάσει περιπτώσει, αυτοί που μιλούν καθαρά και φανερά υποστηρίζοντας την ανωτέρω γνώμη, έχουν κάποια «αξία», γιατί δηλώνουν ευθέως αυτό που πιστεύουν.
Υπάρχουν όμως και κάποια άλλα όντα, οι «χαμάληδες» των ελεεινών παθών τους, οι βαστάζοι της διαολεμένης κοινωνίας, που δεν έχουν το σθένος να εκφράσουν κάτι ευθέως, φοβούμενοι ίσως το πολιτικό κόστος. Μόνο αυτό τους ενδιαφέρει και τους κοστίζει στη ζωή. Έτσι δι' άλλης οδού, προσεγγίζουν στο επίκεντρο της αθεΐας τους και του εξωφρενικού μηδενισμού τους, πάντοτε όμως κομπάζοντες «σεμνά». Χειροκροτώντας και επικροτώντας τους φανερούς αρνητές.
Αλλά‧ «Ἔξεστι Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν». Συνήθως δε οι Κλαζομένιοι στις μέρες μας έχουν την ιδιότητα του υπουργού. Του υποκειμένου δηλαδή σε κάποιο σοβαρό έργο‧ του υπηρέτη του λαού‧ του διακόνου. Είναι με απλά λόγια οι βαστάζοι του λαού. Οι υπηρέτες του έθνους και οι προασπιστές των ιδανικών. Οι φύλακες των οσίων και των ιερών.
Επειδή όμως, ως μαλθακοί που είναι στο σώμα και ως Συβαρίτες στο πνεύμα, αδυνατούν να σηκώσουν αξιοπρεπώς αυτό το «βάρος», καταλήγουν θυρωροί. Ανοίγουν κερκόπορτες και μέσω αυτών λιποτακτούν ανάνδρως πρώτα οι ίδιοι, θανατώνοντας όμως έτσι την πατρίδα τους και αρνούμενοι την πίστη τους. Αυτομολούν, προστρέχοντες έξω από την «Τροία», αλλά εισέρχονται εντός του δουρείου ίππου, για να αισθάνονται ασφαλείς και από εκεί μέσα υποδύονται τους παλικαράδες. Κατά το κοινότυπο «το παίζουν μάγκες».
Οπότε εμείς, οι αχθοφόροι της παλιανθρωπιάς τους και της παντοειδούς προδοσίας τους, ώσπου να ησυχάσουμε και να ηρεμήσουμε από τους δήθεν ανθρώπους, τους δήθεν άρχοντες, τους οδωδότες του υπερώου της εξουσίας, η λερναία ύδρα του μηδενισμού, ξεβράζει νέους λάτρεις και διακινητές ξοάνων και υμνητές του κάθε Γιούβαλ Χαράρι, δηλαδή του τίποτα, για να επεκτείνεται και εδραιώνεται η απάτη, το ψέμα και η πλάνη.
Ο Χριστός οδυνάται για εμάς και οι έτεροι, οι «άθλιοι» εταίροι, οι τιποτένιοι, οδύρονται για την αίγλη και την μοναδικότητα του πλάνου. Οδύρονται γιατί, όπως είπε ο εξόριστος στρατηλάτης της αγίας Ελένης, είναι αυτός που κρατάει στα διάτρητα χέρια του τα νήματα της ιστορίας. Σύμφωνα λοιπόν με την γνώμη των προτέρων και η ιστορία όλη είναι ένα ψέμα. Μόνο αυτοί αποτελούν την «αλήθεια» και την πραγματικότητα. Ποιοί; Οι δεινοί προδότες και οι αισχροί δοσίλογοι. Οι ελεεινοί κατήδες των λαϊκών δικαστηρίων. Ο Άννας, ο Καϊάφας και όσοι τους ακολουθούν. Τα λύματα της νέας τάξης με τα οποία νίπτουν τας χείρας των οι σύγχρονοι Πιλάτοι, για να αποποιηθούν τα εγκλήματά τους. Γι' αυτό φωνάζει ο ψαλμωδός· «Ἀθυμία κατέσχε με ἀπό ἁμαρτωλῶν, τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τόν νόμον σου» (Ψαλμ. 118,53).
Αρίσταρχος