«...καί ἔγνωσαν ὅτι γυμνοί ἦσαν» (Γεν. 3, 7)
Η συναίσθηση της γυμνότητος υπό του ανθρώπου μετά την πτώση, προεκάλεσε την πράξη της περικαλύψεως. Αυτή η περικάλυψη έκτοτε κατέστη ήθος. Μία ευπρεπής συνήθεια. Μία ένταξη στους κανόνες κοινωνικής ευταξίας και ευπρεπείας. Μπορεί με την απειθαρχία προς τον Θεό να ενοχοποιήθηκε ο άνθρωπος και να υπέστη τους ευεργετικούς παιδαγωγικούς κανόνες, που ήταν και αναγκαίοι, αλλά και μέσα στην απειθαρχία δεν έπρεπε να συνεχίσει αφιέμενος στον συνεχή ξεπεσμό. Υπήρχε η ανάγκη να επέλθει η νηνεμία, η επανασύνταξη και ο ανάλογος πόθος για επιστροφή στην Ιθάκη. Για ανάβαση στο ύψος, όπου πριν εθεωρείτο.
Έτσι από τότε ξεκίνησε η διάπλαση του ήθους με την συνδρομή του έθους· της καλής συνηθείας, της ασκήσεως και συνεχούς προσπαθείας στον ευγενή στίβο, τον στίβο των αρετών.
Έναν στίβο αρχιτεκτονημένο και επιμελώς λαξευμένο από τον ίδιο τον Θεό και μέσα στον οποίο με την συμπαράστασή του και την ευλογία του, ο καλός αθλητής κατακτά το μετάλλιο της αρετής, ασκούμενος στον αγώνα της ευσεβείας προς τον Θεό. «... ἡ δέ εὐσέβεια πρός πάντα ὠφέλιμος ἐστίν, ἐπαγγελίαν ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καί τῆς μελούσης» (Α´ Τιμ. 4,8)
Η ευσέβεια είναι η κεφαλή όλων των αρετών, διότι όταν ο άνθρωπος συναισθανθεί την μικρότητά του απέναντι του κόσμου και την αδυναμία του να εναντιωθεί προς το Θεό, τότε κατ’ ανάγκην θα κοσμηθεί μ’ όλες τις υψηλές αρετές· αγάπη προς τον πλησίον, δικαιοσύνη, υψηλοφροσύνη, πνευματική ακεραιότητα, καθήκοντα προς τους γονείς, τα τέκνα, τους φίλους κλπ.
Έτσι ενώ η ευσέβεια επιφυλάσσει δικαίωση, η ασέβεια επισύρει κολασμό. Γι’ αυτό και ο Πλάτων τη θεωρεί πηγή παντός κακού την ασέβεια. Ο δε Ισοκράτης προσθέτει: «οἱ ἄνθρωποι τότε γίνονται βελτίους, ὅταν Θεῷ προσέρχωνται».
Εμείς όμως οι σύγχρονοι αρνητές και επιλήσμονες των θείων δωρημάτων, αφού θανατώσαμε τον Θεό στην συνείδησή μας, πανηγυρίζοντες μετά το «τετέλεσται» στρωθήκαμε αναίσθητοι στο δείπνο της ασεβείας.
Απεξαρτημένοι από την καταδυναστεία, κατά τη γνώμη μας, του θείου και υγιούς, λερώσαμε την ψυχή μας με βρωμιές και δεν βρίσκουμε καταφύγιο. Γινήκαμε ασυνείδητοι, οπότε δεν πιστεύουμε σε τίποτα. Παραβήκαμε και παραβαίνουμε τον ηθικό νόμο και σιχαθήκαμε τον εαυτό μας. Επόμενο είναι. «Οἱ ἀροτριῶντες καί σπείροντες ἄτοπα, θεριοῦσι ὀδύνας ἑαυτοῖς» (Ιώβ 4,2).
Γυμνοί λοιπόν από την πίστη στον Θεό, ολόγυμνοι απ’ όλες τις ψυχικές αρετές, γεμίσαμε εγκαύματα από την ηφαιστειακή λάβα του υλισμού. Ενώ έπρεπε να διατηρούμε ασπίλους και αμιάντους τις ηθικές αξίες για να μπορούμε ώρα ανάγκης ν’ αντλούμε ζωογόνο δύναμη από τις αρετές μας· όπως ακριβώς όταν διψούμε, πίνουμε νερό από αυτό που έχουμε διατηρήσει καθαρό.
Πιο αναλυτικά, όλα αυτά τα χρόνια που είναι δύσκολο να οριοθετηθούν, ο άνθρωπος στήριξε την ελπίδα του στην επιστήμη και στην τεχνολογία και επίστευσε ίσως για πρώτη φορά ως τώρα, ότι κέρδισε τον εαυτό του. Όμως ο Θεός εξόριστος. Όλες οι υγιείς αρχές και αντιλήψεις απόβλητες. Οι αρχέτυποι δεσμοί χαλαρωμένοι και κατεστραμμένοι. Πορεία ιλιγγιωδώς για να προλάβουμε τα νέα ήθη και έθιμα. (Ὦ καιροί, ὦ ἤθη.)
Καταργήσαμε την πίστη και τη μεταφυσική συγκίνηση, αρνηθήκαμε το παρελθόν και δώσαμε προβάδισμα στη ρευστότητα του απατεώνος υλισμού μιας δυσχερούς και παραδόξου εποχής, της εποχής της ταχύτητος και της μεταβλητότητος.
Έτσι άρχισε μία βαθειά κρίση Θεού και ανθρώπων, με το χάσμα να διευρύνεται απειλητικά, εντείνοντας την αποξένωση με τον Θεό. Στροβιλιζόμενος ο άνθρωπος μέσα στον κλοιό των παθών, με διαταραγμένη την ισορροπία της ζωής του, με τεράστια αίσθηση κενού, με εσωτερική αλλοτρίωση και μεταφυσική αβεβαιότητα, σφυρηλάτησε τα δεσμά του, γενόμενος όργανο και κατάντημα της ζωής που ο ίδιος έκτισε. Έρμαιό της.
Κατηργημένα όλα τα σύμβολα και τα ιδανικά, ειδικά της καλοκαγαθίας, της ωραιότητος του πνεύματος και του ψυχικού κάλλους, δίχως τη σκέπη του μεταφυσικού καταφυγίου, κατήντησε ο άνθρωπος ένα ψυχικό ράκος. Ένα ρεμάλι.
Πόλις ανοχείρωτη, έτοιμη να αλωθεί από τον πιο επίδοξο ερασιτέχνη επιβουλέα. Όλη αυτή η εσωτερική γυμνότης, επέσυρε και την εξωτερική ξετσιπωσιά. Το ξέσχισμα ρούχων των δαιμονισμένων και το μαρκάρισμα των ζώων προς δήλωση της ταυτότητός των.
Πολύ παραστατικά ο Ν. Λούβαρις στο βιβλίο του «Μεταξύ δύο κόσμων» αναγράφει: «Ο άνθρωπος απεξενώθη από τον εσωτερικόν του κόσμου εντός του οποίου μόνο συντελείται η επαφή με το απόλυτον... Τοιουτοτρόπως απώλεσεν η ζωή τον καθαγιασμόν, ο οποίος υψώνει τα όντα και τα συμβάντα του επιγείου κόσμου εις την σφαίραν του μεταφυσικού και λαμπρύνει αυτά διά των μαρμαρυγών της αιωνιότητος». Και συμπληρώνει: «Ο μηδενισμός ήλθε και κατέλυσε πάσαν αξίαν και το κύρος όλων εκείνων, τα οποία εφώτισαν τον άνθρωπον κατά την βραδείαν και επίμοχθον άνοδόν του από της φύσεως προς το πνεύμα».
Κάπως έτσι βρεθήκαμε στο παρόν ηθικό και πνευματικό αδιέξοδο. Όμως το εμμένειν στην ανηθικότητα, είναι κολάσιμον. Πρέπει μέσα από την βαθειά επίγνωση και σχολαστική ενδοσκόπηση αυτής της ηθικής κρίσεως και της διαταραχής των καιρών, να ξεπηδήσει η ιδέα μιας ηρωικής ΕΞΟΔΟΥ!
ΕΞΟΔΟΥ από το χοιροστάσιο της αποδημίας εις χώραν μακράν. Μία έξοδος που θα επιτευχθεί με την συνοδεία αναλόγου εισόδου στην όαση του Ευαγγελίου. Στην όαση της πατρικής στέγης και θαλπωρής. Αυτό θα σημάνει μόνο, με την αποτίναξη του ζυγού της δουλείας της αμαρτίας και την ανάσταση του πνεύματος που κινεί τα πάντα.
Ο καθηγητής Johon Hessen στο βιβλίο του «Το νόημα της ζωής» εύστοχα θίγει: «Όπως όλαι αι εποχαί της πολιτιστικής καταπτώσεως και παρακμής, τοιουτοτρόπως και η εποχή μας είναι τυφλή δια το πλέον θεμελιώδες γεγονός της ανθρωπίνης υπάρξεως, δια το πρωτείον του πνεύματος και των πνευματικών αξιών. Ενώ αυτή μεθύσκεται με εξωτερικάς και τεχνικάς πολιτιστικάς προόδους, λησμονεί εξ’ ολοκλήρου, ότι η ψυχή παντός πολιτισμού, είναι ο πολιτισμός της ψυχής».
Πρωτεύον μέλημα λοιπόν, η καλλιέργεια του πνεύματος. Ενός πνεύματος από το οποίο εκπηγάζει η αξιοπρέπεια, που αποτελεί το ανυπερνίκητο μεγαλείο του ανθρώπου. Ενός πνεύματος το οποίον κατανικόν πανηγυρικώς το πονηρόν πνεύμα, εξασφαλίζει την περικάλυψη της ανθρωπίνης υπάρξεως. Ενδύει την ψυχοσωματική ολότητα, προσδίδοντας ευπρέπειαν θεϊκήν και εξασφαλίζοντας την υγιή λειτουργία του ανθρωπίνου ναού, του ναού του Θεού.
«Ἦ χαρίεν ἔστ’ ἄνθρωπος, ἄν ἄνθρωπος ᾖ»
Αρίσταρχος