Η ΧΑΝΑΝΑΙΑ

    Ὁ ἥρωας τῆς περικοπῆς Μάτθ. 15,21-28 εἶναι μία γυναῖκα. Μιὰ γυναῖκα ποὺ δὲν εἶναι Ἰουδαία, δὲν ἀνήκει στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, οὔτε ἔχει ὡς Θεὸ τὸν Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ. Εἶναι ὅπως μας λέγει τὸ εὐαγγέλιο Χαναναία. Κατάγεται ἀπὸ ἕνα γειτονικὸ λαὸ τῆς Ἰουδαίας, τοὺς Χαναναίους. Εἶναι δηλαδὴ ἀλλόφυλη καὶ ἀλλόθρησκη. Δὲν εἶχε ἀκούσει τοὺς προφῆτες, δὲν εἶχε δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸν Χριστό, δὲν εἶχε ἀκούσει τὴ διδασκαλία του. Πλὴν ὅμως, ὅπως μας πληροφοροῦν ὁ Ματθαῖος (4,24) καὶ ὁ Λουκᾶς (4,37), ἡ φήμη τοῦ Χριστού εἶχε ἐξέλθει σ’ ὅλες τὶς γειτονικὲς χῶρες καὶ παντοῦ μιλοῦσαν γι’ αὐτόν. Καὶ ἐπειδὴ «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς» (Ρώμ. 10,17), ἡ Χαναναία ἄκουσε καὶ πίστευσε στὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε συγχρόνως ἱκέτης καὶ κήρυκας, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἱκέτης στὸν Θεό-Χριστὸ καὶ κήρυκας συγχρόνως τῆς Θεότητάς του τὴν ὁποία μὲ κανένα τρόπο δὲν ἀναγνώριζε τὸ θρησκευτικὸ κατεστημένο τῶν Ἰουδαίων.


  Αὐτὴ ἡ ἀλλόφυλη καὶ ἀλλόθρησκη γυναῖκα εἶχε μία κόρη ἄρρωστη βαρειά, ἀπὸ ἀρρώστια ποὺ τὴν προκαλοῦσε τὸ δαιμόνιο. Ἀπελπισμένη λοιπὸν ἀπὸ τοὺς μάγους καὶ τοὺς ἱερεῖς τῆς πατρίδας της, ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν προσφέρουν τίποτα, τρέχει πρὸς τὸ Χριστό. Ὁ Χριστός, ἐκείνη τὴ στιγμή, ἐπιχειροῦσε τὸ πρῶτο καὶ τελευταῖο ταξίδι τοῦ «πρὸς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος» (Μάτθ. 15,21) ἣ πρὸς τὰ σύνορα τῆς Γαλιλαίας μὲ τὴν Τύρο καὶ τὴν Σιδῶνα (Μάρκ. 7,24), πρὸς τὴν παλαιὰ Φοινίκη δηλαδή, τὸ σημερινὸ κράτος τοῦ Λιβάνου πρὸς τὰ βόρεια τοῦ Ἰσραήλ. Μάλιστα, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ εἶναι πιστὸς στὰ ὅσα συμβούλευσε στοὺς ἀποστόλους τοῦ (Μάτθ. 10,5), «εἰσελθῶν εἰς οἰκίαν οὐδένα ἤθελε γνώναι» (Μάρκ. 7,24). Ἀλλά, λόγω τῆς φήμης του ποὺ εἶχε φθάσει παντοῦ, «οὐκ ἠδυνήθη λαθείν». Ἔτσι ἡ Χαναναία κατορθώνει καὶ τὸν συναντᾷ καὶ μόλις τὸν συναντᾷ ἀρχίζει νὰ κραυγάζει· «Ἐλέησον μέ, Κύριε, υἱὲ Δαυίδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Ἡ θυγατέρα της δὲν εἶχε συναίσθηση τῆς συμφορᾶς της καὶ τῆς συμπεριφορᾶς της. Ἡ προσωπικότητά της εἶχε ἐκμηδενιστεῖ καὶ ἡ θέληση τῆς ἀδρανοῦσε τελείως. Γι’ αὐτὸ ἀναλαμβάνει νὰ λύσει τὸ πρόβλημά της ἡ μητέρα της. Ἃς προσέξουμε τὰ λόγια της. Δὲν λέγει ἐλέησε τὴν κόρη μου, ἐλέησε τὸ παιδί μου ποὺ πάσχει, ἀλλὰ ἐλέησε μέ. Ἐμένα προσωπικά. Γιατί μιλᾷ ἔτσι; Γιατί εἶναι μάνα καὶ ὁ πόνος τοῦ παιδιοῦ τῆς εἶναι δικός της πόνος. Εἶναι σὰν νὰ λέγει· εἶναι σάρκα μου, εἶναι τὰ σπλάχνα μου, εἶναι ἡ προέκταση τοῦ ἐαυτοῦ μου. Εἶναι τὸ παιδί μου· αὐτὸ τὰ λέει ὅλα. Ὁ πόνος τοῦ πόνος μου καὶ τὸ πρόβλημά του πρόβλημά μου.

  Πόσο ὡραία φαίνεται στὴ περικοπή μας τί ἀγάπη πρέπει νὰ ἔχει ἡ μητέρα γιὰ τὸ παιδί της. Πόσο πρέπει νὰ τὴ συγκλονίζει καὶ νὰ τὴ γεμίζει μὲ εὐθύνες τὸ δῶρο ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό. Κι εὐτυχῶς ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ σήμερα συγκλονιστικὰ καὶ συγκινητικὰ γεγονότα πού μας ὑπενθυμίζουν αὐτὴν τὴν ξεχασμένη ἀρετὴ τῆς μητρότητας. Στοὺς τελευταίους σεισμοὺς ποὺ ἔπληξαν τὴν Ἀρμενία, πρὶν ἀρκετὰ χρόνια βέβαια, γράφτηκε («Μακεδονία» 1-1-89) τὸ ἑξῆς συγκινητικὸ γεγονός. Μιὰ 26χρονη μητέρα, ἡ Σουζάνα Πετροσιᾶν, εἶχε ταφεῖ μαζὶ μὲ τὸ 4χρονο κοριτσάκι της, κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ σπιτιοῦ της, γιὰ ὀκτὼ ὁλόκληρες μέρες. Καὶ ἡ μητέρα γιὰ νὰ κρατήσει ζωντανὴ τὴν κόρη της, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἄλλη τροφή, ἔσχιζε κάθε μέρα τὸ χέρι τῆς πάνω σ’ ἕνα τζάμι καὶ ἔδινε τὸ δάκτυλό της νὰ ρουφήξει τὸ παιδὶ τῆς τὸ αἷμα της καὶ νὰ τραφεῖ. Ἂν καὶ ἤξερε ὅτι στὸ τέλος κάποτε θὰ πεθάνουν. Ἐν τέλει ὅμως τὰ σωστικὰ συνεργεῖα τοὺς βγάλανε ἀπὸ τὰ ἐρείπια καὶ κατάπληκτος ὁ κόσμος ἔμαθε τὴ συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἱστορία.

  Θὰ πρέπει, νὰ προσέξουν οἱ μητέρες τὰ συγκινητικὰ παραδείγματα, τόσον τῆς Χαναναίας ὅσο καὶ τῆς ἡρωίδας τῆς Ἀρμενίας. Στὴν ἐποχή μας -ἐποχὴ εὐδαιμονισμοῦ, φιλαυτίας, σαρκολατρείας, καὶ ἀποφυγῆς τοῦ καθήκοντος- ἔχει ὑποχωρήσει καὶ ἡ ἀρετὴ τῆς μητρότητας. Εἴτε σὰν πόθος εἴτε σὰν εὐθύνη. Ἀποφυγὴ τεκνογονίας, ἐκτρώσεις, ἐγκατάλειψη βρεφῶν καὶ ἄλλα πολλά, ἔγιναν τόσο συνηθισμένα, ὥστε δὲν προκαλοῦν σὲ κανένα ἐντύπωση.

  Ἀλλὰ καὶ γιὰ κάτι ἄλλο πρέπει νὰ προσέξουμε τὴν κραυγὴ τῆς Χαναναίας «ἐλέησον μέ». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὁλόκληρη ἡ κοινωνία, εἴμαστε ὅλοι ἕνα σῶμα, ὅπως λέγει ἡ ἁγία Γραφή. Δὲν ὑπάρχει πρόβλημα προσωπικὸ ποὺ νὰ μὴ εἶναι καὶ γενικὸ καὶ δὲν ὑπάρχει γενικὸ ποὺ νὰ μὴ εἶναι προσωπικό. Μὴ δοῦμε κάποιον νὰ ὑποφέρει καὶ ποῦμε δὲν μὲ νοιάζει. Εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δικοί μας, εἶναι σάρκα μας, εἶναι ἀδέλφια μας. Συναποτελοῦμε ὅλοι μαζὶ ἕνα σῶμα. Τὸ σῶμα τῆς κοινωνίας· τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἃς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα· μπαίνει ἕνα ἀγκάθι στὸ πόδι κι ἀμέσως σημαίνει συναγερμός. Σκύβει τὸ κεφάλι, ψάχνουν τὰ μάτια νὰ τὸ βροῦν, τὰ χέρια κινοῦνται γιὰ νὰ τὸ βγάλουν, καὶ τότε ὁ ὀργανισμὸς ἡσυχάζει ὅταν τὸ ἀγκάθι βγεῖ καὶ δὲν πληγώνει τὸ πόδι μας. Ἃς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸ σύγχρονο φαινόμενο τῆς ἀπεργίας. Κάποιοι ἐργαζόμενοι ποὺ θίγονται τὰ συμφέροντά τους ἣ τὰ δικαιώματά τους ἀπεργοῦν· δηλαδὴ σταματοῦν νὰ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους. Καὶ τότε ὑποφέρει ὁλόκληρη ἡ κοινωνία. Πρέπει νὰ λυθεῖ τὸ πρόβλημά τους γιὰ νὰ λυθεῖ τὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ πρόβλημα. Γι’ αὐτὸ ποτὲ μὴ ποῦμε τὰ λόγια του Κάϊν, ὅταν τὸν ρώτησε ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι ὁ ἀδελφός σου κι ἐκεῖνος ἀπάντησε· «οὐ γινώσκω· μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου εἰμὶ ἐγώ» (Γέν. 4,9). Ὄχι ποτὲ τέτοια ἀδιάφορα καὶ ψυχρὰ λόγια.
 


* * *


  «Ἐλέησον μέ, Κύριε, υἱὲ Δαυίδ». Τὸν προσφωνεῖ «Κύριε»· δηλαδὴ ἀναγνωρίζει τὴν θεότητά του, ἂν καὶ εἶναι Χαναναία εἰδωλολάτρισσα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θεωρεῖ ὅτι ἡ γλῶσσα τῆς Χαναναίας κινεῖται ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, διότι ὁ Παῦλος γράφει ὅτι «οὐδεὶς δύναται εἰπεὶν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίω (Ἅ΄Κόρ. 12,3). Εἶναι ἀπὸ τὶς σπάνιες περιπτώσεις, ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα φωτίζει ἀνθρώπους ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκονται ἐκτὸς τοῦ περιουσίου λαοῦ του, ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας θὰ λέγαμε σήμερα. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως αὐτοὶ ἔχουν τέτοια ἀρετὴ καὶ τέτοια ψυχικὴ διάθεση, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι χριστιανοὶ προτοῦ γνωρίσουν τὸν Χριστό. Ἃς θυμηθοῦμε τὸν Ἰὼβ στὴ Παλαιὰ Διαθήκη, τοὺς Μάγους ποὺ ᾖρθαν νὰ προσκυνήσουν τὸν Χριστό, τὸν ἑκατόνταρχο ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστὸς τὸν ὑπηρέτη του, τὸν καλὸ Σαμαρείτη, τὸν λεπρὸ Σαμαρείτη ποὺ γύρισε νὰ εὐχαριστήσει τὸν Χριστό, τὸν ἑκατόνταρχο Κορνήλιο, στὴ Καινὴ Διαθήκη.

  Καὶ ἡ Χαναναία λοιπόν, ποὺ ἀνήκει στοὺς ἐθνικοὺς ποὺ προαναφέραμε, φωτισμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀναγνωρίζει τὴν θεότητά του ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινή του φύση, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν προσφωνεῖ ἐπίσης «υἱὲ Δαυίδ». Δηλαδὴ τὸν παραδέχεται ὡς Μεσσία, γιατί αὐτὸ σημαίνει ὁ τίτλος υἱὸς τοῦ Δαυίδ. Οἱ προφῆτες εἶχαν πεῖ ὅτι ὁ Μεσσίας -δηλαδὴ ὁ χρισμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ σώσει τὸ λαό του- θὰ εἶναι ἀπόγονός του θαυμαστοῦ βασιλιὰ Δαυίδ. Καὶ ἡ Χαναναία, ἀκούγοντας προφανῶς τὶς παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων γιὰ τὸν Μεσσία καὶ μαθαίνοντας τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Χριστὸς ὅπως καὶ τὴ διδασκαλία του, τὸν προσφωνεῖ μὲ τὸν τίτλο τοῦ υἱοῦ τοῦ Δαυίδ. Ἐνῷ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ μάλιστα οἱ ἱερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, μὲ κανένα τρόπο δὲν τὸν θεωροῦσαν Μεσσία τους. Ἡ Χαναναία τὸν ἀναγνωρίζει ὅμως καὶ ζητᾷ νὰ τὴν βοηθήσει.

  «Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτὴ λόγον». Τί παράξενα καὶ περίεργα πράγματα. Ἡ γυναῖκα παρακαλεῖ, φωνάζει, θρηνεῖ, ἱκετεύει σπαρακτικά, καὶ ὁ Χριστὸς δὲν τὴ δίνει σημασία. Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· «τρέχει ἡ ἄρρωστη στὸ γιατρὸ κι αὐτὸς κρύβει τὰ φάρμακα· τρέχει ἡ διψασμένη στὴν πηγὴ καὶ κείνη σταματάει τὸ νερό της». Ὢ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς σιωπῆς τοῦ Θεοῦ ποὺ παρουσιάζεται πολλὲς φορὲς στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα τῆς ἀδικαιολόγητης σιωπῆς. Προσεύχεσαι, κλαίς, θρηνεῖς, πενθεῖς, ἱκετεύεις, σπαράζεις, λειώνεις, καίγεσαι ἀπὸ τὸν πόνο, ἀπὸ τὴ θλίψη, ἀπὸ τὰ βάσανα, κι ὁ οὐρανὸς μένει σιωπηλός, ἀπαθής, φλεγματικὰ ψυχρός. Κτυποῦν τὰ κύματα τῶν θλίψεων τὸ καράβι τῆς ζωῆς μας, σηκώνονται θύελλες καὶ καταιγίδες δοκιμασιῶν καὶ μᾶς κάνουν κουρέλι τὴν ψυχὴ καὶ τὸ ἠθικό μας, σκοτάδι ἁπλώνεται τριγύρω μας, περιμένουμε κάποιο φῶς, κι ὅμως ὁ οὐρανὸς παραμένει σκοτεινός. Φοβερὲς στιγμές! Εἶναι οἱ στιγμὲς ποὺ φαίνεται ὅτι ὁ Θεός μας ἔχει ξεχάσει. Κλονίζουν ἀκόμη καὶ ἁγίους! Θὰ πρέπει πολὺ νὰ προσέξουμε αὐτὲς τὶς στιγμὲς τῆς φαινομενικῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ ζωή μας. Νὰ προσέξουμε νὰ μὴ ἐγκαταλείψουμε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ στὴ θέση τοῦ βάλλουμε κάποιον ἄλλο. Τὸ χρυσὸ μοσχάρι τῶν Ἰσραηλιτῶν στὴν ἔρημό του Σινᾶ, στὸ ὁποῖο προσέτρεξαν νὰ λύσουν τὰ προβλήματά τους, ἀφοῦ τοὺς ἔλλειψε ὁ Μωυσῆς γιὰ 40 μέρες χωρὶς νὰ δώσει σημεῖο ζωῆς, δείχνει ποὺ μπορεῖ νὰ καταντήσει ὁ ἄνθρωπος πάνω στὴν ἀπελπισία του.

  Εἰδικώτερα πρέπει νὰ προσέξουμε τὴν περίπτωση ποὺ ἔχουμε ἀνίατη ἀσθένεια καὶ ὁ Θεός, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἐκεῖνος ξέρει, δὲν δίδει ἀπάντηση στὶς προσευχές μας. Ὑπάρχει ἄμεσος κίνδυνος νὰ καταφύγουμε σὲ μάγους, σὲ μέντιουμ, σὲ ἀστρολόγους, καὶ σὲ χίλιους ἄλλους δυό, ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸ χριστιανισμό, ἀλλὰ εἶναι τὰ ὑποκατάστατα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ προσφέρουν ὑποδούλωση σὲ πονηρὰ πνεύματα. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος λέγει, ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ ἔχουμε σοβαρὰ προβλήματα στὴ ζωή μας καὶ ὁ Θεὸς δὲν δώσει λύση σ’ αὐτὰ καὶ ἐμεῖς -παρ’ ὅλες τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καὶ ποὺ κυριολεκτικά μας ἐξουθενώνουν- δὲν τρέξουμε σ’ ἄλλους «σωτῆρες», τότε ὡς μάρτυρες θὰ δοξασθοῦμε.

  Καὶ κάτι ἄλλο ποὺ πρέπει νὰ ξεκαθαρίσουμε μία γιὰ πάντα. Ἂν ὁ Θεὸς δὲν δίδει ἀπάντηση στὶς προσευχές μας μερικὲς φορές, δὲν σημαίνει ἐξάπαντος ὅτι δὲν ἔχουμε τὴν ἀνάλογη πίστη· ἀλλὰ μερικὲς φορὲς συμβαίνει αὐτό, διότι ὁ Θεός μας βρίσκει τόσο πιστούς, τόσο δυνατούς, τόσο ἀλύγιστους, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἐπαναπαυθεῖ ὅτι θὰ μείνουμε δικοί του ἀκόμη κι ἂν αὐτὸς σιωπᾷ. Σ’ αὐτὴ τὴ περίπτωση, ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἔπαθλο ποὺ μπορεῖ νὰ πάρει ὁ πιστὸς σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Εἶναι ἕνα σίγουρο καὶ ἀτράνταχτο ἀποδεικτικό της ἀξίας του καὶ τῆς μεγαλωσύνης του.


* * *


  Σιωπᾷ λοιπὸν ὁ Χριστός. Δὲν ἀποκρίνεται τίποτα. Μὰ σὲ λίγο λύει τὴ σιωπή του. Ἀναγκάζεται ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ οἱ ὁποῖοι μπρὸς στὴν ἐπιμονὴ καὶ τὶς κραυγὲς τῆς Χαναναίας ἀρχίζουν νὰ τὴν λυποῦνται, ἀλλὰ σὰν βέροι Ἰουδαῖοι δὲν τολμοῦν νὰ τὸ ποῦν ξεκάθαρα καὶ παρακαλοῦν τὸ Χριστὸ νὰ τὴν ἐλεήσει, παρουσιάζοντας μία τυπικὴ δικαιολογία· «ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἠμῶν». Εἶναι σὰν νὰ τοῦ λένε· ἱκανοποίησε τὸ αἴτημά της γιὰ νὰ ἡσυχάσουμε ἀπ’ αὐτήν. Ἔτσι ὁ Χριστὸς λύνει τὴν σιωπή του καὶ μιλᾷ. Ἀλλὰ τί λέγει; Τί λόγια βγῆκαν ἀπὸ τὰ χείλη του; Πῶς μπόρεσε αὐτὸς ὁ τόσο εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος νὰ ἐκφρασθεῖ μ’ αὐτὸ τὸ σκληρὸ τρόπο; «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολολώτα οἴκου Ἰσραήλ». Δηλαδὴ εἶναι σὰν νὰ λέγει· ἀφῆστε μὲ ἥσυχο. Μὴ μὲ ἐνοχλεῖτε μὲ μία Χαναναία, μὲ μιὰ εἰδωλολάτρισσα, μὲ μιὰ ἄπιστη, μὲ μιὰ ποὺ δὲν ἀνήκει στὸν περιούσιο λαό μου τὸν Ἰσραήλ. Ἐγὼ ᾖρθα μόνο γιὰ σᾶς καὶ δὲν μπορῶ νὰ χάνω τὸν καιρό μου μ’ αὐτήν.

  Ὢ Χριστέ μου γιατί λὲς αὐτὰ τὰ πικρὰ λόγια, γιατί τὴν πληγώνεις ἔτσι, ἄνθρωπος δὲν εἶναι κι αὐτή; Δικό σου δημιούργημα εἶναι· δικό σου παιδί. Ἐσὺ δὲν ὀνομάσθηκες «προσδοκία τῶν ἐθνῶν»; Ἐσὺ δὲν εἶπες ὅτι ἔχω κι ἄλλα πρόβατα τὰ ὁποία δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν αὐλὴ τῆς Ἰουδαίας κι ὅτι πρέπει νὰ ἐνδιαφερθῶ καὶ γι’ αὐτά; Γιὰ σένα δὲν προφήτεψε ὁ Δαυὶδ «ὅλοι οἱ βασιλεῖς καὶ τὰ ἔθνη θὰ σὲ προσκυνήσουν»; Ἐσὺ δὲν κάλεσες τοὺς μάγους στὴ γέννησή σου μὲ τὸ παράξενο ἐκεῖνο ἀστέρι; Ἐσὺ δὲν εἶπες ὅτι «ᾖρθε ἡ ὥρα νὰ δοξασθεῖ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» ὅταν ᾖρθαν νὰ σὲ ζητήσουν Ἕλληνες; Ἐσὺ δὲν εἶπες μετὰ τὴν ἀνάστασή σου στοὺς ἀποστόλους «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη»; Ὢ Χριστέ μου γιατί μιλᾷς ἔτσι; Καλύτερα νὰ συνέχιζες τὴν σιωπή σου Χριστέ μου.

  Καὶ ἡ Χαναναία τί ἔκανε, πὼς ἀντιμετώπισε τὴν ἀπροσδόκητη καὶ ψυχρὴ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ; Μήπως ἀπελπίσθηκε, μήπως τὰ ἔχασε, μήπως ψυχράθηκε, μήπως σκανδαλίσθηκε; Τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔπαθε. Ἀλλὰ τρέχει, φθάνει τὸν Χριστό, πέφτει μπροστά του καὶ τὸν προσκυνᾷ καὶ τοῦ λέγει· «Κύριε βοήθει μοί». Δηλαδὴ μὲ ἄλλα λόγια· ναὶ ᾖρθες γιὰ τὸν Ἰσραήλ, ἀλλὰ βοήθησε μὲ καὶ μένα. Ναὶ ᾖρθες γιὰ τὸν ἐκλεκτό σου λαό, ἀλλὰ κι ἐγὼ πλάσμα σου εἶμαι. Ναὶ ἔχεις ὑποχρέωση νὰ κοιτάξεις τοὺς δικούς σου, ἀλλὰ κι ἐγὼ δική σου εἶμαι.

  Κι ὁ Χριστὸς τί κάνει; Μήπως κάμπτεται; Μήπως ἀλλάζει στάση; Μήπως συγκινεῖται ἀπὸ τὴν ἐπιμονή της; Μήπως ἀρχίζει νὰ τὴ λυπᾶται; Ὄχι τίποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲν συμβαίνει. Ἀντίθετα λέγει κάτι, ποὺ σκανδαλίζει ὅλους τους ἑρμηνευτὲς τῆς Γραφῆς. Λέγει κάτι, ποὺ ὅλοι οἱ θεολόγοι ἀποροῦν πὼς τὸ εἶπε. Λέγει κάτι, ποὺ ὄχι μόνο δὲν ταιριάζει στὴν ἀγάπη του, ἀλλὰ καὶ δείχνει τὸ Χριστὸ σκληρὸ κι ἀπάνθρωπο ἐθνικιστὴ Ἰουδαῖο καὶ μισαλλόδοξο πιστό του Ἰεχωβά. «Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεὶν τοὶς κυναρίοις». Ὄχι δὲν σὲ ἐλεῶ. Δὲν σὲ δίνω προσοχή. Διότι δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρω τὸ ψωμὶ τῶν θείων δωρεῶν καὶ νὰ τὸ δώσω στὰ σκυλιά. Διότι ἐσεῖς οἱ Χαναναίοι εἶσθε ἄπιστοι, εἶσθε διεφθαρμένοι μέχρι τὸ κόκαλο· ἔχετε τόσο αἰσχρὴ λατρεία ποὺ καταντήσατε κτήνη, σκυλιά.

  Ἀλλὰ ἡ Χαναναία ἀκλόνητη. Δὲν τὸ βάζει κάτω. Ἡ πίστη τῆς βουνὸ πελώριο· φθάνει μέχρι τὸν οὐρανό. Ἡ ἐξυπνάδα της καὶ ἡ ἑτοιμότητά της ἄνευ προηγουμένου. Ἡ τόλμη της δὲ ἀπερίγραπτη. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, τὸ θαῦμα θαυμάτων, εἶναι, ὅτι οἱ σπάνιες ἀρετὲς τῆς -τῆς πίστεως, τῆς ἐξυπνάδας, τῆς ἐπιμονῆς, τῆς τόλμης, τῆς ἀποφασιστικότητας, τῆς ἀνδρείας- συνυπάρχουν μὲ μία ἄκρα ταπείνωση, ποὺ λυγίζει τὸ Θεὸ καὶ τὸν κάνει τοῦ χεριοῦ της. Τί εἶπε ὁ Χριστός· «οὐκ ἔστι καλόν». Ναί, ἀπαντᾷ ἐκείνη. Ναὶ Κύριε, εἶναι καλό· εἶναι σωστό, εἶναι πρέπον, εἶναι ἁρμόζον. «Ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν». Φαντασθῆτε τόλμη, ἐξυπνάδα, καὶ ἀποφασιστικότητα. Ὄχι λέει ὁ Χριστός, ναὶ λέει ἐκείνη. Ὁ Κύριος λέει «δέν», ναὶ λέει ἐκείνη. Μὲ λὲς σκυλί, ἐγὼ σὲ λέω Κύριε. Μὲ βρίζεις, ἐγὼ σὲ ὑμνολογῶ. Μὲ λὲς σκυλὶ καὶ δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Μάλιστα εἶμαι σκυλί. Κι ὅπως τὸ σκυλὶ τὸ χτυπᾷ, τὸ δέρνει, τὸ ἀφήνει νηστικὸ ὁ κύριός του, κι αὐτὸ δὲν θυμώνει, δὲν φεύγει, δὲν τὸν δαγκάνει, ἀλλὰ συνέχεια κουνᾷ τὴν οὐρά, τρέχει πίσω ἀπὸ τὸν κύριό του, γαυγίζει ἱκετευτικὰ καὶ τοῦ γλύφει τὰ πόδια του, ἔτσι κι ἐγὼ τρέχω ἀπὸ πίσω σου, σὲ παρακαλῶ, σὲ ἱκετεύω, καὶ δὲν θὰ παύσω νὰ σὲ ἀκολουθῶ. Ναὶ Κύριε εἶμαι σκυλί· ἀλλὰ μ’ αὐτὸ ποὺ εἶπες -καὶ ποὺ τὸ δέχομαι- μ’ αὐτὸ θὰ σὲ πολεμήσω, θὰ σὲ νικήσω, καὶ θὰ πετύχω αὐτὸ ποὺ θέλω. Δὲν εἶμαι εὔκολος ἀντίπαλος ἐγώ. Μὴ περιμένεις νὰ ὑποκύψω. «Καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν». Δῶσε μου λοιπὸν καὶ μένα κάτι· δῶσε μου ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὴ θεία σου δύναμη καὶ θεράπευσε τὴ κόρη μου. Ἂν ἦταν γιὰ μένα, δὲ θὰ στὸ ζητοῦσα. Θεράπευσε τὴν, ἀφοῦ καὶ τὰ σκυλάκια τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ κυρίου τους.

  Καὶ ὁ Κύριος, μετὰ ἀπ’ αὐτὴν τὴν πανέξυπνη συγκλονιστικὴ καὶ ταπεινὴ ἱκεσία, ποὺ συγχρόνως εἶναι καὶ μία ὁμολογία τῆς θεότητάς του, ξεσπάει μὲ θαυμασμὸ καὶ δείχνει τὰ πραγματικὰ τοῦ αἰσθήματα τὰ ὁποία μέχρι τότε ἔκρυβε, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίσει τοὺς Ἰουδαίους. «Ὢ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω σοὶ ὡς θέλεις». Ἡ πίστη τῆς ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ τὴν θαυμάζει καὶ ὁ Θεός!!!

  Ἐδῶ παρατηροῦμε, ὅτι ἡ ταπείνωση καὶ ἡ πίστη εἶναι ποσὰ εὐθέως ἀνάλογα καὶ ἀλληλοεξαρτῶνται καὶ ἀλληλοπεριχωροῦνται. Ὅταν ὁ Πέτρος πῆγε ξανὰ στὸ ψάρεμα μετὰ ὁλονύκτιο ἀποτυχία, πιστεύοντας στὸ λόγο τοῦ Κυρίου, τότε ἔφθασε καὶ στὴ ἄκρα ταπείνωση. «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς εἰμί, Κύριε» (Λούκ. 5,8). Καὶ ὅταν ὁ ἑκατόνταρχος εἶπε «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανός, ἶνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθης· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγω, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου» (Μάτθ. 8,8), φανέρωσε πάλι αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ συζυγία ταπεινώσεως καὶ πίστεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ βάση καὶ ἡ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀπόκτηση κάθε ἀρετῆς. «Ὥστε τῶν πιστῶν ἐστὶ μόνον ἡ ταπείνωσις, καὶ τῶν τεταπεινωμένων ἡ πίστις (Γρηγόριος Παλαμᾶς).

 

 

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

Κορυφή