ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΩΠΕΣ ΔΟΜΕΣ

    Πολλές φορές νομίζουμε, ότι για να μπορέσουμε να ζήσουμε σωστά και έντιμα, να κατορθώσουμε ν’ αρέσουμε στο Θεό και να φθάσουμε στο καθ’ ομοίωσιν, πρέπει να μας βοηθούν οι δομές της κοινωνίας. Ο τύπος, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο το διαδίκτυο, η μόδα, η παιδεία, η κοινωνική και κρατική οργάνωση να βοηθούν στον αγώνα μας και να μας συμπαραστέκονται. Εμμέσως δηλαδή δεχόμαστε, ότι το να γίνουμε άγιοι δεν εξαρτάται μόνο από μας, αλλά και από άλλους παράγοντες· και συνεπώς δεν είμαστε ελεύθεροι ν’ ακολουθήσουμε τον δρόμο προς την αρετή, το δρόμο προς την αγιότητα και τη θέωση.

  Κι όμως, ο Κύριος στα κηρύγματά του, ενώ ήλεγξε και κατακεραύνωσε το τότε πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο, δείχνοντας έτσι, ότι κι αυτό με τη στάση του είναι εμπόδιο για τη βασιλεία του Θεού και αυτοί που το στηρίζουν θα τιμωρηθούν δεόντως, εν τούτοις κατέστησε σαφές ότι τελικά είναι θέμα της προσωπικής μας θελήσεως η βίωση του εύαγγελίου. «Και προσκαλεσάμενος τον όχλον συν τοις μαθηταίς αυτού ειπέν αυτοίς· όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι» (Μαρκ. 8,34). Και στον πλούσιο νεανίσκο που τον ρώτησε «τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιόν» απάντησε· «ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντά και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Ματθ.19,21). Δίδοντας αυτές τις απαντήσεις ο Χριστός ήταν σαν να διεκήρυττε· «είστε ελεύθεροι, εάν θέλετε, να με ακολουθήσετε και να βιώσετε το ευαγγέλιό μου, ανεξαρτήτως εμποδίων και αντίξοων καταστάσεων που θα συναντήσετε».

  Κι αυτό που διατυπώσαμε θεωρητικά, είναι εύκολο να το δούμε να έφαρμόζεται στη πράξη, εάν μελετήσουμε τη βιβλική ιστορία. Έτσι ενώ ο Αδάμ και η Εύα ζούσαν στον παράδεισο, δηλαδή στο πιο τέλειο περίβάλλον που θα μπορούσε να υπάρξει και μάλιστα έχοντας σύντροφο, βόηθό, προπονητή και καθοδηγητή τον ίδιο το Θεό, εν τούτοις διάλεξαν να ακολουθήσουν τον άγνωστο και μη προσφέροντα σ’ αυτούς ουδέν διάβολο, παρά τον πλάστη και δημιουργό και ευεργέτη τους. Ο Άβελ και ο Κάιν ενώ ζούσαν στο ίδιο περιβάλλον και είχαν τους ίδιους γονείς εν τούτοις η συμπεριφορά τους ήταν διαφορετική. Ο δε Ενώχ, ένας που έζήσε επτά γενεές μετά τον Αδάμ, αν και ζούσε και ανέπνεε το μεταπτωτικό κλίμα της ανθρωπότητας, εν τούτοις έφθασε σε τέτοιο σημείο άρετής, που ο Θεός τον πήρε στους ουρανούς χωρίς να πεθάνει. Ο απόστολος Πέτρος πάλι, άκουσε τη διδασκαλία του Χριστού, είδε τα θαύματά του, ενημερώθηκε για το τι θα συμβεί στο μέλλον, ώστε να μη σκανδαλισθεί και ταραχθεί όταν αυτά συμβούν, είδε τη θεία δόξα που είχε ο Χρίστός στο Θαβώρ, και όμως τον αρνήθηκε τρεις φορές και τον εγκατέλειψε. Το ίδιο και οι άλλοι μαθητές. Ο δε Ιούδας τον πλήγωσε και ενεργήτικά προδίδοντας τον για ελάχιστα αργύρια και πρωτοστατώντας στη σύλληψή του. Αντιθέτως ο ληστής πάνω στο σταυρό, τη στιγμή που όλοι αποδοκιμάζανε το Χριστό και τον κοροϊδεύανε και τον βλασφημούσαν και τον ενέπαιζαν, με πρώτους και καλύτερούς τους αρχιερείς και ιερείς και θεολόγους της τότε ιουδαϊκής θρησκείας, τον αναγνώρισε ως Θεό και τον ομολόγησε, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που τυχόν θα επέφερε αυτή η ομολογία του από το μαινόμενο πλήθος. Το ίδιο συνέβη και με το Ρωμαίο εκατόνταρχο τον μετέπειτα άγιο Λογγίνο. Το ίδιο και η Χαναναία, η αλλοεθνής και αλλόθρησκος, προτού σταυρωθεί ο Χριστός και ενώ τη δοκίμασε άγρια με τη στάση του, τον ομολόγησε ως Μεσσία, ενώ οι συμπατριώτες του Ιουδαίοι τον αποδοκιμάζανε.

  Συνεπώς ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαλέξει ανάμεσα στο θάρρος και την άσκηση και το τυχόν μαρτύριο, που συνεπάγεται το να ακολουθήσει κανείς το Χριστό, η στη δειλία και στην ακηδία και διαβολική άπραξία. Τον έπλασε ικανό ο Θεός να θέλει η να μη θέλει· και δεν τον φταίει ούτε ο πόλεμος, ούτε ο σεισμός, ούτε το φυσικό κακό, ούτε τα πνευματικά και ηθικά έλη, ούτε ο διάβολος, ούτε ο αντίχριστος, ούτε ο τυχόν διωγμός και το μαρτύριο, ούτε τίποτα απ’ όσα δεινά και αντίξοες καταστάσεις υπάρχουν. Ένα μόνο είναι το φοβερό και επικίνδυνο και ανθρωποκτόνο· η αμαρτία. Και μόνο αυτή πρέπει να φοβάται και να υπολογίζει, και να την αντιμετωπίζει εν Χριστώ και κατά Χριστό. Εδώ βέβαια θα διατυπωθούν ενστάσεις και αντιρρήσεις από πολλούς. «Αυτά που ζητά ο Θεός με τις εντολές του είναι αδύνατο να εφαρμοσθούν», λένε κάποιοι. Συνεπώς η παράβαση των εντολών του μας οδηγεί στο φαινόμενο της αμαρτίας αναγκαστικά. Κι όμως δεν είναι έτσι. Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος· «Μη κατηγορείς τον κύριο· δεν πρόσταξε αδύνατα πράγματα. Κι αυτό φαίνεται, απ’ το ότι υπάρχουν άνθρωποι, που όχι μόνο τηρούν τις εντολές αλλά και τις υπερβαίνουν. Π.χ. υπάρχουν άνθρωποι όχι απλώς ηθικοί, αλλά και παρθένοι εντελώς. Υπάρχουν άνθρωποι όχι άπλώς ελεήμονες, αλλά εντελώς ακτήμονες. Όλα αυτά δείχνουν την ευκολία των προσταγμάτων του Θεού. Δεν θα τα υπερέβαιναν αυτά, αν δεν ήταν εύκολα. Τώρα, αν σε πολλούς φαίνονται δύσκολα τα προστάγματα του ευαγγελίου, είναι δύσκολα όχι από τη φύση τους, αλλ’ εξ αιτίας της ραθυμίας των ακροατών. Η δυσκολία δεν βρίσκεται στη φύση των πράγμάτων, αλλά στη προαίρεση των ανθρώπων. Και ότι αυτό είναι αληθινό, γίνεται φανερό από το εξής· το μέλι έχει φύση γλυκεία και ευχάριστη, αλλά στους ασθενείς είναι πικρό και αηδιαστικό· όχι όμως από τη φύση του αλλά εξ αιτίας της ασθενείας εκείνων. Έτσι και ο νόμος, αν φαίνεται ότι είναι βαρύς, αυτό προέρχεται όχι από τη φύση του, αλλ’ από τη ράθυμία μας» (Ε.Π.Ε. 30, 221·223·233).

  Ας προσπαθήσουμε λοιπόν· τίποτα δεν μπορεί να μας σταματήσει για να φθάσουμε στο καθ’ ομοίωσιν.

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

Κορυφή