«Δεῖ δέ χρημάτων καί ἄνευ τούτων
οὐδέν ἔστι γενέσθαι τῶν δεόντων»
Δημοσθένης
Όσο και αν λαχταρά κάποιος να μιλήσει για θέματα πνευματικά, όσο και να κατανύγεται η καρδιά του και να πλημμυρίζει ευγένεια και θεία χαρά, τόσο αποκαρδιώνεται και ανακόπτεται από την πλήρη αδιαφορία του μείζονος μέρους της κοινωνίας, που λαιμαργεί παράφορα μόνο για το χρήμα. Για τις λεγόμενες οικονομικές πραγματικότητες, εκφραζόμενοι με λεκτική καλαισθησία, προσέχοντας μήπως και θίξουμε, προσβάλλοντάς τους, τους επίδοξους χρυσοθήρες.
Η αναφορά στην εποχή μας περί ψυχής και της αδηρίτου ανάγκης της σωτηρίας, όπως και η έρευνα των μυστηρίων της χάριτος του Θεού και η μεταγωγή σε άλλους χώρους πνευματικούς, καταλύοντας την πνιγμονή και ανακόπτοντας την μοναξιά που δέρνουν ανηλεώς τον σύγχρονο άνθρωπο, θεωρούνται απλούστατα εξωγήινα στοιχεία και απωθούν καθολικά. Κι όμως κάποιες άλλες στιγμές οι εξωγήινοι «εισβάλλουν» στη γη σαγηνεύοντες τους πάντες και αναιρώντας την θεϊκή ύπαρξη. Έτσι το επιθυμούν κάποια ανθρωποειδή του υλισμού, εκλεκτοί απόγονοι του προπάτορός τους χιμπατζή, γιατί έτσι απλά και μόνο τους βολεύει.
Επομένως τα πάντα περιφέρονται γύρω από το σώμα μας, τις υλικές ανάγκες και τις ποικιλώνυμες πληθωρικές αναζητήσεις, κατά προτίμηση στο άγνωστο. Αυτό που θέλγει μυστηριωδώς. ΟΧΙ όμως προς τον άγνωστο Θεό του Παύλου. Ας αφήσουμε λοιπόν την ψυχή κατά μέρος. Ποιος την είδε; Ποιος έστω ένεκα απιστίας, ζήτησε να βάλει τον δάκτυλό του στον τύπο της θεϊκής αυτής δημιουργίας; Ας εγκαταλείψουμε τις φαντασιώσεις και πολλαπλές ονειροπλασίες, περιοριζόμενοι σ’ αυτή που βλέπουμε και ψαύουμε, όπως επί παραδείγματι το στομάχι μας, που χειμάζεται στις μέρες μας, εν μέσω ποικίλων οισοφαγικών παλινδρομήσεων. Αχ, αυτά τα «βρώματα».
Κι’ όμως ο χριστιανισμός δεν καταδικάζει τα πρότερα, ούτε απαξιοί τις περιλάλητες οικονομικές πραγματικότητες, καίτοι η κοινωνία μας είναι απόλυτα χρεωκοπημένη και αδυνατεί πλέον να απολαύσει τον επίζηλο πλούτο που την περιβάλλει, καθότι πλέον κατέστη προνόμιο των ολίγων. Των ολιγαρχών.
Γνωρίζει κάλλιστα ο χριστιανισμός, πως οι υλικές ανάγκες και αξιώσεις των ανθρώπων, αλλά και ολοκλήρων λαών, παίζουν μέγιστο ρόλο μέσα στην ιστορία και με τον δυναμισμό τους αλλοιώνουν την μορφή του κόσμου. Γι’ αυτό άλλωστε, ο Θεός ο ίδιος, ευλόγησε το ανθρώπινο σώμα, αλλά το έταξε υπηρέτη και βοηθό της ψυχής. Όχι αντίπαλό του. Έτσι λοιπόν οι ανάγκες και οικονομικές αξιώσεις του ανθρώπου, πρέπει να ικανοποιηθούν τμηματικά, ποτέ όμως σε βάρος της ψυχής. Κι όμως εδώ εντοπίζεται το τεράστιο πρόβλημα του συγχρόνου κόσμου. Η άψυχη ύλη από μέσο που ήταν προορισμένο να βοηθήσει τον άνθρωπο να ζήσει, προκειμένου να επιτελέσει έναν απώτερο σκοπό, έγινε αυτοσκοπός και ξόανο λατρείας, «περιφερόμενο» στις μέρες μας αναιδώς και βλασφήμως, πάνω στα αγιοπατημένα μονοπάτια της μαρτυρικής πατρίδος μας. Δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ όμως, ποιοι είναι αυτοί που «κερδοφορούν» απ’ αυτήν την «περιφορά» της ύλης και εμείς αφελείς όντες, μάλλον δε συμφεροντολόγοι, γινόμαστε οι διακινητές και εκφραστές αυτής της ασελγείας;
Τελικά όλοι είμαστε ένοχοι γι’ αυτήν την σύγχρονη απαθλιωτική πραγματικότητα και γι’ αυτό αποφεύγουμε να την θίγουμε για να μη στενοχωρούμε την αφεντιά μας. Για να μην επαναλαμβάνεται το «ὄψονται εἰς ὅν ἐξεκέντησαν».
Γιατί, θάψαμε την ψυχή μας και ναρκώσαμε τις συνειδήσεις μας καταντώντας στην χρεωκοπία του πνεύματος. Η πρότερη χρεωκοπία όμως οδήγησε και στην οικονομική τοιαύτη, η οποία απειλεί ολάκερη την χοϊκή κοινωνία, καθότι τα πάντα τα χειρίζεται το χρήμα και τα πάντα θυσιάζονται στον δημοφιλέστατο αυτό βωμό. Αλλά όταν δεν υπάρχει ευλογημένη ισορροπία, επέρχεται ανατροπή των πάντων. Ειδικά όταν το περιώνυμο χρήμα, σχετίζεται και με εκείνα τα 30 αργύρια, που σταύρωσαν τον αντίπαλο τους Χριστό, αλλά ταυτόχρονα και την ανθρώπινη ψυχή.
Αλλά ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα. Τουτέστιν, πτώχευση! Πτωχεύουν οι επιχειρήσεις, το εργατικό δυναμικό απολύεται, η παραγωγή από το ζενίθ καταποντίζεται στο απύθμενο βάθος λόγω μηδενικής ζήτησης και το περιλάλητο βιοτικό επίπεδο των λαών σωριάζεται κυριολεκτικά στην οικτρά πενία, λόγω του δυσβάσταχτου φορτίου της ύλης.
Κάπως έτσι ξεκινάει ένα τραγικό ειδύλλιο των προτέρων «πλουσίων» με τις παρακατιανές τριτοκοσμικές εταίρες, που τις θυμούμασταν πάλαι ποτέ στις υποκριτικές κατά τα άλλα φιλάνθρωπες αναφορές μας και πάλι προς εκμετάλλευση και αισχρή λαγνεία. Όμως η λαϊκή μούσα το είχε επισημάνει εγκαίρως για να προσέχουμε. «Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά και απ’ τα πολλά στα λίγα». Μπορεί όμως ο πρότερος «πλούσιος» να ζήσει τώρα ως φτωχός;
Κι όμως εξακολουθούν και υπάρχουν κάποιοι, «οἱ ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένοι» και διαμένοντες στα σύγχρονα παλάτια, που μιλούν ακόμη για πρόοδο, άνοδο, αποκαλώντας τους απόμαχους της βιοτικής πάλης, «περήφανα γηρατειά». Πώς όμως είναι δυνατόν να παραμένει κάποιος περήφανος μετά την προκλητική καταλήστεψη του ήδη ισχνού κομποδέματός του και προπάντων μετά την επέλαση αλλεπαλλήλων περικοπών και συνεχών αυξήσεων των ειδών; Αυτό το γνωρίζουν προφανώς μόνο «οἱ τά μαλακά φοροῦντες». Αυτοί που κατασπαταλούν τα χρήματα του λαού αφειδώς σε κάθε ανωμαλία και αισχρή προδοσία, ενώ την ίδια ώρα δεν έχουν να δώσουν εκεί που πρέπει. Κι’ όμως κάποιος εξ’ αυτών είχε διακηρύξει ότι «υπάρχουν χρήματα». Εγώ μόλις το άκουσα αυτό θυμήθηκα το άσμα: «Υπάρχουν και καλά παιδιά στην κοινωνία μέσα που έχουνε φιλότιμο αισθήματα και μπέσα». Αυτά υπάρχουν και όχι χρήματα.
Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν σηκώνει ψηλά το κεφάλι, να αναζητήσει το άστρο της Βηθλεέμ. Κανείς δεν αναζητά την σωτηρία που έρχεται μόνο από ψηλά και φυσικά αναφερόμαστε στην τοιαύτη της ψυχής, που συμπαρασύρει ευεργετικά και την ανάλογη του σώματος και των ποικίλων αναγκών του. Γιατί μόνο αν περάσει η ψυχή χαλινό στην μανία και το αφήνιασμα του πλούτου και των περιττών υλικών αναζητήσεων, επιτυγχάνεται ο εξευγενισμός του ανθρώπου (δηλαδή η σωτηρία του), που διαφορετικά με την σκέψη στις οικονομικές πραγματικότητες, μόνο θεριεύει και απειλεί τα πάντα.
Αυτό το θέριεμα χρόνια τώρα, γκρέμισε τα πάντα προπάντων όμως τον οικογενειακό θεσμό και ιερό δεσμό. Οπότε και ολόκληρη η κοινωνία, πνέοντας τα λοίσθια, αποσυνετέθη και τώρα όζει απαίσια. Γιατί το κυνήγι του χρήματος, αποκλειστικά και μόνο, οδήγησε στην αδικία. Η αδικία γέννησε την εχθρότητα και τον φθόνο και τέλος φθάσαμε στην βαρβαρότητα, που χαρακτηρίζει κάθε «εκδήλωση» τριγύρω μας. Ένας κίβδηλος πολιτισμός, πλαστός, διέσπειρε και πλαστά χρήματα, άνευ αξίας, που υποδούλωσαν στη συνέχεια και τον πλαστό άνθρωπο, μέσα στην υποτιθέμενη αίσθηση του πλούτου και των ηδονών της σάρκας. Και όμως ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον ίδιο τον Θεό και φυσικά δεν είναι πλαστός. Βάσει των προτέρων λοιπόν η ιστορία επαναλαμβάνεται μέσω της φωνής του Τρικούπη· «επτωχεύσαμεν». Πτωχεύσαμε στις μέρες μας, γιατί δεν έχουμε Θεό μέσα μας και παράλληλα χρωστούμε τόσο πολλά σ’ αυτόν, που καμιά χρεολυσία δεν μπορεί να αντιπαλαίσει το εν λόγω χρέος.
Μόνο το «ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν» αποτελεί το μυστικό της εξόφλησης του χρέους. Αυτό υπογράφει την εξυγίανση του προτέρου χρεοκοπημένου ανθρωπίνου οργανισμού.
Αυτό το διεκήρυξε ο μέγας βασιλιάς πάνω στον μοναδικό σταυρό του. «Ἄφες αὐτοῖς»! Παρεκάλεσε τον Θεό πατέρα να μας χαρίσει όλα τα χρέη μας.
Όμως εμείς καθότι δούλοι πονηροί εξοργίσαμε τον Θεό πατέρα και μας παρέδωσε στους βασανιστές δανειστές μας, τους ποικιλώνυμους άρχοντες των λαών, τους στυγνούς εμπόρους των εθνών «ἕως οὗ ἀποδῶμεν πᾶν τό ὀφειλόμενον».
Πρέπει να αντιληφθούμε ότι τίποτα δεν ανήκει σε εμάς. Όλα είναι δανεισμένα από τον Θεό σε εμάς. Από την μοναδική φερέγγυο τράπεζα, που επιθυμεί όμως ουσιαστική επένδυση των ταλάντων.
Άρα κανείς μην επαναπαύεται στα πλούτη του. Είτε είναι ο άφρων πλούσιος που επέκτεινε τις αποθήκες του για να θαφτεί μέσα σε αυτές, είτε είναι ο πλούσιος νεανίσκος που δεν μπορούσε να αφήσει την φτώχεια του πλούτου του, για να ακολουθήσει τον Χριστό λόγω ιδιορρύθμου αγκυροβολίου σε αυτόν, είτε ο Μίδας ο βασιλιάς της Φρυγίας, που κινδύνεψε να πεθάνει εξ’ ασιτίας, λόγω της ακατάσχετης χρυσοροής και καταπλάκωσης των βρωσίμων αγαθών.
Το σύνθημα που έριξε ο Χριστός είναι «Δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε…» (Ματ. 10,8).
Αλλά δυστυχώς στα χρόνια μας άπαντες καταντήσαμε αισχροί δωροδόκοι, καταπροδώσαντες παν ιερόν και όσιον. Οπότε έφθασε η στιγμή, οι μεν τράπεζες να κατάσχουν περιουσίες, λόγω αδυναμίας πληρωμής, και ο Διάβολος να ολοκληρώνει τη κατάσχεση του πνευματικού πλούτου των ψυχών μας, καθότι τις δώσαμε αντί πινακίου φακής· ένεκα χρημάτων.
Ως εκ τούτου έφθασε η στιγμή του θρήνου μας.
«Ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος, ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καί ἐκλαύσαμεν ἐν τῶ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών» (Ψαλ. 136,1).
Γιατί όμως συνεχώς να κλαίμε, όταν «αιχμαλωτιζόμαστε» από παντοειδείς δυνάστες; Πότε θα σταματήσει αυτός ο συμφεροντολογικός θρήνος και η μουρμούρα της δουλοπρέπειας.
Ώσπου να αλλάξουμε πλώρη όμως… χρεωκοπία.
Μας ταιριάζει απόλυτα αυτό το ένδυμα και ειδικά πλάι στους «μαλακά φορούντας».
Αρίσταρχος