«Χωρίς οικογένεια…»

«Χωρίς οικογένεια…»

«ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν

πατέρα μου…» (Λουκ. 15,18)

 

Απείθαρχο ον ο άνθρωπος. Δυσκυβέρνητο. Η σκέψη του μονίμως αγκιστρωμένη στην ιδέα της ανταρσίας. Η ανέλεγκτη επιθυμία του τον παρασύρει επιμόνως στην αυλή της υπεροχής, της διάκρισης, της δεσποτείας, ακόμη και έναντι του δημιουργού του. Εν ολίγοις η όλη ψυχική αναζήτησή του διοχετεύεται στα καταστροφικά κυκλώματα της ανομίας. Η ανομία όμως χαρακτηρίζει την πρόσκρουση στον νόμο, οπότε έρχεται ο μέγας και μοναδικός νομοθέτης Θεός και επιβάλλει κυρώσεις.

Έτσι λοιπόν μετά την πτώση του Αδάμ, όπου σημειώθηκε η πρώτη ανταρσία στην ιστορία του ανθρώπου κατά του Θεού πατέρα, όταν επληθύνθησαν οι άνθρωποι, επληθύνθη και η ανομία. Όμως η αύξηση της ανομίας βάσει του καθεστώτος «του δούναι» και «λαβείν», επισύρει άμεσα κάποια στέρηση, μείωση, κάποιο αντίτιμο, κάποια «πληρωμή». Οπότε είπε Κύριος ο Θεός· «οὐ μή καταμείνῃ τό πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τόν αἰῶνα διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας…» (Γεν. 6,3). Αυτομάτως αποσύρεται το πνεύμα του Θεού, όχι λόγω ήττας, αλλά λόγω θεϊκής υπεροχής. Λόγω διαχωρισμού από την ύλη και θεϊκής τιμωρίας. Έτσι και έγινε ο κατακλυσμός, που κατέπνιξε τις άθλιες συνειδήσεις με τις αμαρτωλές σάρκες, καθαρίζοντας το τοπίο, πρόσκαιρα όμως. Γιατί μετά τον κατακλυσμό και πάλι οι απόγονοι του Νώε απομακρύνθησαν από τον αληθινό Θεό, αποφασίζοντας να οικοδομήσουν για πρώτη ίσως φορά μία κτιστή πόλη και ένα πύργο τεράστιο του οποίου «ἔσται ἡ κεφαλή ἕως τοῦ οὐρανοῦ» (Γεν. 11,3-9), γεγονός που μαρτυρούσε ότι ποθούσαν να φτάσουν τον Θεό, χωρίς όμως Θεό. Και πάλι ο θεϊκός νομοθέτης προς παραδειγματισμό είπε· «δεῦτε καί καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τήν γλῶσσαν καί ἐπαύσαντο οἰκοδομοῦντες τήν πόλιν καί τόν πύργον». Και έτσι, «Κύριος διέσπειρεν αὐτούς ἐπί πρόσωπον πάσης τῆς γῆς». Η ανθρώπινη υπεροπτική προέλαση ανακόπτεται αιφνιδίως από την υπερδύναμη του Θεού και μετατρέπεται σε άθλια υποχώρηση και δεινή διασπορά.

Να συνεχίσουμε πιο πέρα στην ιστορία… Ο περιούσιος λαός του Θεού, το ιουδαϊκό έθνος το βράδυ της Μ. Πέμπτης, ξεπέφτει από την εύνοια του Θεού, όταν ο λαός διακηρύττει έμπροσθεν του Πιλάτου· «τό αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα ἡμῶν» (Ματ. 27,25). Όπως βλέπουμε η δεινή κόντρα του ανθρώπου προς τον Θεό πατέρα συνεχίζεται, αλλά και ολονέν κλιμακώνεται πεισματικά, άκρως προκλητικά, βλάσφημα και δυστυχώς εγκληματικά. Η δίψα του ανθρώπου για αίμα, καταδεικνύει το έσχατο σημείο κατάπτωσης. Έτσι ενώ το φως του Χριστού ήρθε στον κόσμο να φωτίσει, οι άνθρωποι ειδικά στις μέρες μας αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι, γιατί οι πράξεις τους είναι πονηρές. Σκοτεινές. Είναι αιμοδιψείς. Η γενικευμένη ανομία κορυφώνεται απειλητικά και λαμβάνει την μορφή πλέον της αποστασίας από τον Θεό.

Οι μέρες μας λοιπόν χαρακτηρίζονται ανερυθρίαστα συν τοις άλλοις από τα ειδεχθή αμαρτήματα, των εκτρώσεων και της αμφισβήτησης της Θ. Κοινωνίας, με την ακολουθία πλείστων αντιχριστιανικών και ελεεινών ανηκούστων νόμων, που καθιστούν ειδικά την πατρίδα μας ένα επί πλέον άθεο κράτος, την στιγμή που ο ίδιος ο Χριστός είχε αναφωνήσει χαίρων, ότι επιτέλους ήλθαν οι Έλληνες.

Όπως γίνεται καταφανές, από τα πρότερα, η ιστορία της ανθρωπότητος μετά την γέννηση ειδικά του Χριστού, είναι γραμμένη με αίμα, μέσα στο αίμα των νηπίων των σφαγιασθέντων υπό του Ηρώδου, στο αίμα του ιδίου του Χριστού και στις μέρες μας πάλι στους ποταμούς αιμάτων των αναριθμήτων εμβρύων, λόγω εκτρώσεων, αλλά παραδόξως το αίμα του Χριστού αμφισβητείται πλέον μέσω του μυστηρίου της Θ. Κοινωνίας. Γιατί; Το γνωρίζουν οι πολυπληθείς και ιδιόρρυθμοι φονιάδες της ακοινώνητης κοινωνίας. Από ψηλά μέχρι χαμηλά, κάτω στον άδη. Μάλλον τρέμουν ένα νέο κατακλυσμό, αυτόν του αίματος αυτήν την φορά και μάλιστα «επί των τέκνων των Αιγυπτίων». Όμως δεν θα τον αποφύγουν γιατί το ζήτησαν τότε, οπότε τους χαρίστηκε πλέον αιωνίως. Ο Θεός κρατάει τον λόγο του, είναι μπεσαλής και όχι αναξιόπιστος όπως οι σύγχρονοι άρχοντες. «Αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν», ο θεϊκός όρος.

Κάπως έτσι λοιπόν η κοινωνία μας έλαβε την μορφή ενός τραγικού και καταδικασμένου ναυαγού. Οι πλείστοι καθημερινώς πνίγονται μέσα στα ορμητικά νερά της αυταπάτης που στολίζουν το υπαρξιακό κενό τους, στις ζωές χωρίς ταυτότητα, προπάντων χωρίς ουσία και ενδιαφέρον. Πολλούς, βαθειά πληγωμένους από το εσωτερικό κενό, το σχιζοφρενές, από την επιπολαιότητα της δίνης της ζωής και των ευκαιριακών στιγμιαίων διασκεδάσεων της, από την έλλειψη ισορροπίας και στοιχειώδους σταθερότητος, τους ξεβράζει το κύμα της απαισιοδοξίας στην ερημική ακτή της απελπισίας. Οι πιο αισιόδοξοι ναυαγοί, κρατούν με το χέρι τους τον «βράχο» αλλά το σώμα τους συνεχίζει και χτυπιέται αλύπητα από την μανιασμένη θύελλα.

Όλα αυτά όμως, γιατί ενώ ο Θεός εποίησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του, εκείνος μέσα στην εγωιστική του αντίπραξη θεμελίωσε ένα κόσμο κατά την δική του, την ανθρώπινη εικόνα. Γι’ αυτό και η αντανάκλαση της απογοήτευσης του κενού, του εσωτερικού διχασμού στην αποπροσανατολισμένη και άκρως διχασμένη καθημερινότητα.

Κι όμως μέσα σε κάθε άνθρωπο ενδόμυχα κρύβεται μια βαθειά επιθυμία, αυτή της μεταμόρφωσης. Επιθυμεί να θεραπευθεί, να ξαναβρεί τον εαυτό του, ποθεί να ξαναγίνει κάτι ανάλογο της κλήσης του. Θέλει να βρεθεί ανάμεσα σε εκείνους που το βράδυ της νίκης κατεβαίνουν στους δρόμους και ζητωκραυγάζουν τους ήρωες. Μάλλον κατά βάση ο καθένας ποθεί να γίνει ένας ήρωας. Κάτι όμως τον συγκρατεί μυστηριωδώς, ψιθυρίζοντάς τον την άνομη και αμαρτωλή ιδιότητά του. Τον κρατάει ο άνομος δέσμιο με την απειλή της φανέρωσης, της αποκάλυψης. Εκεί στηρίζεται η υπεροπλία του Διαβόλου κρατώντας ομήρους πάμπολλους. Στο ξεσκέπασμα. Εκεί όμως ακριβώς καταφθάνει ο ναυαγοσώστης Ιησούς λέγοντας· «Μή φοβεῖσθε!» «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ιω. 14,6). Ο Χριστός ποτέ δεν συνέχεε το ελάττωμα και την αρετή, οπότε δεν μεταχειριζόταν ποτέ τον αμαρτωλό σαν πρόσωπο ανήθικο. Τα μόνα πρόσωπα που κατηγόρησε ανοιχτά και παλικαρίσια, ξεμπροστιάζοντάς τους, ήταν οι άθλιοι Φαρισαίοι. Οι υποκινητές κάθε ανταρσίας κατά του Θεού προς όφελός τους. Οι υπεύθυνοι όμως και όλων των τραγωδιών ανά τους αιώνες, όπως και η τωρινή των ημερών μας. Ο Χριστός λοιπόν στους υπολοίπους, γινόταν καλή αγγελία για τον καθένα και για κάθε περίπτωση. Γι’ αυτό ονόμαζε αδελφούς του τους ανθρώπους και υιούς του Θεού. Οπότε γι’ αυτό είχε το θάρρος και την οικειότητα και τους καλούσε ευγενικά να τον ακολουθήσουν. «Ἀκολούθει μοι» (Ματ. 8,22). Αφού δε τους έθρεφε με τους άρτους που πολλαπλασίαζε, τους εξειδίκευε ότι «Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (Ιω. 6,35). Εκείνη την ώρα όμως «Ἐκ τούτου πολλοί ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τά ὀπίσω καί οὐκέτι μετ’ αὐτοῦ περιεπάτουν» (Ιω. 6,66). Πολλοί λιποτάκτησαν γενόμενοι δειλοί, φεύγοντες εις χώραν μακράν, για να απολαύσουν την ζωή τους, όπως την ήθελαν. Ασώτως. Εγκατέλειψαν εμέ πηγήν ύδατος ζωής και πνίγονται σήμερα στους οχετούς του ξεβράσματος των παντοειδών ξοάνων και της σοδομικής πρόκλησης.

 

Εδώ σ’ αυτό το σημείο εισβάλλει στην ζωή του καθενός μας η παραβολή του ασώτου. Γιατί άσωτοι είμαστε όλοι μας. Άλλος λίγο, άλλος πολύ. Ότι έκανε ο Αδάμ, ότι έκαναν οι κτίζοντες πόλη και πύργο, ότι είπαν και έκαναν οι Ιουδαίοι, τα ίδια ακριβώς κάνουμε και λέμε όλοι μας στις μέρες αυτές και ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Όλοι μας πάντως προτιμάμε τον παράδεισο που φτιάχνουμε οι ίδιοι, περιφρονώντας οικτρά τον θεϊκό τοιούτο. Πιστεύουμε ότι αλλού θα βρούμε καλύτερα. Στο εγωιστικό εγώ μας. Απαιτούμε όμως συμφεροντολογικά όλα τα πλούτη του Θεού, για να τα «επενδύσουμε» έξω από τον δικό του παράδεισο, μέσα στην κραιπάλη μας «σε χώρες μακρινές». Ο πατέρας όλο αυτό το διάστημα, ενώ είναι παρών, στην ουσία για εμάς είναι απών και περιφρονημένος. Μέσα στην παρούσα ευτυχία μας, παραμένει αγνοημένος, ενώ διατελεί το μοναδικό ώριμο πρόσωπο της παραβολής, που αγωνιά για την δική μας ανωριμότητα. Έτσι λοιπόν εμείς οι άσωτοι παίρνουμε τα πλούτη του που τα «δικαιούμαστε», απομακρυνόμαστε άκαρδα πικραίνοντάς τον, καταστρεφόμαστε και τελικά μέσα στην έρημο μας, έξω από τον γνήσιο παράδεισο ανακαλύπτουμε–θυμούμαστε τον αληθινό και γενναίο πατέρα μας. Αυτά είναι τα καλά και συμφέροντα της ιδιοτελούς υπάρξεως μας. Αυτόν που ως τώρα μέσα στην καταισχύνη μας τον θεωρούσαμε εξουσιαστή και γεμάτο περιορισμούς και απαγορεύσεις, τον εχθρό κάθε παράβασης, ξάφνου τον θυμηθήκαμε. Πότε; Όταν γίναμε οι ίδιοι παραβάτες. Τότε που δικαστήκαμε και καταδικαστήκαμε να βόσκουμε χοίρους.

Εδώ πλέον εμφαίνεται η ανάγκη της μετανοίας, η ανάγκη της επιστροφής, προπάντων όμως της εκτέλεσης των θείων εντολών, οπότε μετά θα ενεργήσει και ο Θεός. Ο Θεός που απαιτεί το πρώτο βήμα από εμάς. Γιατί στην ανάσταση του Λαζάρου, πρώτα οι άνθρωποι αφαίρεσαν τον λίθο από την θύρα του μνημείου και μετά ο Χριστός «ἐκραύγασε Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ιω. 11,43). Σε όλη αυτή την ιστορία του ασώτου όμως, το παρήγορο, αλλά και ενθαρρυντικό στοιχείο συνίσταται στο ότι ο άσωτος γνώριζε τον πατέρα του εκ των προτέρων, είχε ζήσει μαζί του, οπότε ­–όταν τον χρειάστηκε– ήξερε πού θα τον αναζητήσει και θα τον συναντήσει. Γνώριζε πού θα αναζητήσει την σωτηρία του και την ψυχική του ανασυγκρότηση. Εν κατακλείδι ήξερε πού θα βρει την οικογένεια του! Όμως στις μέρες μας που οι γάμοι στερούνται το ελαχιστότερο πνευματικό θεμέλιο, ως εκ τούτου στις οικογένειες απουσιάζει παντελώς η θρησκευτική παιδεία, δεν γίνεται λόγος για τον Θεό πατέρα, λόγος περί προσευχής, λόγος περί εκκλησιασμού, περί κατηχητικού σχολείου, περί εξομολογήσεως, περί πνευματικής ζωής. Όταν ο νέος φύγει μακριά σε ξένη χώρα, ζων ασώτως και πέσει, χτυπήσει και ματώσει, όταν χρειασθεί να θυμηθεί την θεία πατρική στέγη, πώς θα την αναζητήσει αφού δεν την γνώρισε ποτέ; Όταν μεγάλωσε «χωρίς οικογένεια»; Όταν «οὐκ ἔγνω τόν πατέρα…» (Ιω. 16,3). Να είμαστε βέβαιοι, ούτε καν τον σαρκικό πατέρα δεν θα αναζητήσει, γιατί τελικά αυτός στάθηκε η καταστροφή του. Η ασωτία του. Πολύ δε περισσότερο από τα σύγχρονα μοντέλα «οικογενείας», που σερβίρει το διεφθαρμένο κατεστημένο, των οικογενειών με δημαρχιακή «ευλογία», των συζούντων αντρογύνων, των συντροφικών, πολύ δε περαιτέρω των ομοφυλικών, των γονέων χωρίς ονόματα, αλλά με αρίθμηση και με παιδιά υιοθετημένα, εκεί τι θα συμβεί;

 

Ας διαβάσουμε όμως ένα απόσπασμα από μία παρουσίαση του Ρώσου ιερέα Dimitri Doudko, με τα διψασμένα λόγια ενός μικρού κοριτσιού προς την μάνα του:

«Θέλω να Τον βλέπω, θέλω να Του μιλάω. Δώσε μου Τον μαμά. Θέλω να ξέρω τα πάντα γι’ Αυτόν. Τον έχω τόσο πολύ ανάγκη». (Εννοεί φυσικά εδώ τον Θεό Πατέρα).

Άλλο ένα μικρό απόσπασμα από ένα κοριτσάκι τριών ετών.

«Μαμά, είναι αλήθεια ότι όλα έχουν ρίζα ακόμη και ο άνθρωπος και ότι η δική του ρίζα είναι η ψυχή του;».

Ας στοχαστούμε και ας ακούσουμε λίγο αυτές τις παιδιάστικες φωνές. Αντηχεί σ’ αυτές μία πηγαία σοφία και ταυτόχρονα η αμφισβήτηση για τις φανταχτερές και μάταιες εμπνεύσεις των μεγάλων. Πραγματικά με το στόμα των μικρών παιδιών μιλάει η αλήθεια. Υπάρχει ένα αγνό πνευματικό ένστικτο που τραβάει τα παιδιά στο Θεό. Και έτσι συχνά μας κατηγορούν για τα ασεβή μας έργα. Όλα τα πρότερα, από την πρώην άθεη Ρωσία, με ανταποκριτή μας τον ιερέα D. Doudko.

 

Και τώρα ρεπορτάζ από την τωρινή άθεη Ελλάδα, με ανταποκριτή ένα δύστυχο θύμα που μεγάλωσε σε gay οικογένεια, ένα παιδί το οποίο όταν ενηλικιώθηκε δήλωσε:

«Η οικογένεια και η γονικότητα ομοφυλόφιλων στερεί από ένα παιδί, είτε την μητέρα, είτε τον πατέρα, με το αιτιολογικό ότι είναι το ίδιο πράγμα. Αλλά δεν είναι. Πολλοί από εμάς, πολλά από τα παιδιά σας, πονάμε. Η απουσία του πατέρα μου δημιούργησε μέσα μου ένα τεράστιο κενό, κάνοντάς με κάθε μέρα να πονάω λόγω της ανάγκης ενός πατέρα. Αγαπούσα τη σύντροφο της μητέρας μου, αλλά μία ακόμη μαμά δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να αντικαταστήσει τον πατέρα που είχα χάσει.»

Χαίρεσθε και αγαλλιάσθε πιστοί υποτακτικοί των ευρωπαίγων καθοδηγητών, για την πρόοδο που διασφαλίσατε στην μοντέρνα Ελλάδα. BRAVO σας. Κάπως έτσι σας επευφήμησαν από την γείτονα χώρα των Σκοπίων για τις πολλαπλές υπηρεσίες που προσφέρατε «χθες» σε κάποιο άλλο επίπεδο. Ευρύτατα οικογενειακό, στον χώρο της πατρίδος Ελλάδος. Το ξεπούλημα της Μακεδονίας. Μπράβο σας και πάλι λοιπόν, για τις τωρινές υπηρεσίες σας και για ότι άλλο θα «προσφέρετε» σ’ αυτόν τον ταλαίπωρο τόπο. Τιμή στην πόλη της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών που σας φιλοξενεί, σας τιμά και σας χαίρεται. Προπάντων σας μισθώνει.

Όμως «Ἐπαινούμενος γάρ ὑπό τῶν ἐναντίων ἀγωνιῶ μή τι κακόν εἴργασμαι». Το κακό στην παρούσα φάση ερμηνεύεται ως έσχατος ηθικός ξεπεσμός και προσβολή του θεϊκού νόμου. Οπότε ξανά αντηχεί η φωνή του Προδρόμου: «Οὐκ ἔξεστί σοι ἐντιμότατο σῶμα τῆς βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, νά διαφθείρεις περαιτέρω τίς ἀνθρώπινες ψυχές μέσω τῶν ψηφιζομένων α-Χρίστων νομοσχεδίων σου».

«…ἀλλά ἀναβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί Πατέρα ὑμῶν καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν» (Κυρ. Βαϊων).

Ευτυχώς, δεν είμαστε, ούτε απάτορες, ούτε άθεοι.

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή