Ιδού αναβαίνομεν…

«Πρέπει να περπατήσουμε τη στενή, τη

θλιμμένη τη γιδόστρατα που μας έδειξε

ο Κύριος, για να φτάσουμε στην αρχαία πατρίδα μας»

Φ. Κόντογλου

 

Ανάβαση! Μία λέξη και παράλληλη έννοια άκρως μισητή στις μέρες μας, καθότι συμβολίζει την ανηφοριά. Καθότι απαιτεί κούραση, μόχθο, προσπάθεια, ιδρώτα, στέρηση, αϋπνία, αποξένωση από κάθε ταπεινή έγνοια και απόλυτη ενατένιση προς την κορυφή. Μία κορυφή όμως στην οποία προσεγγίζει ο αναβάτης, αφού διέλθει από το ύψωμα που ονομάζεται Γολγοθάς και το οποίο φιλοξενεί, ξεκουράζοντάς τους, όλους τους καταδίκους. Αυτούς που είχαν και έχουν το θάρρος, αλλά και το «θράσος» να κοιτάνε ψηλά! Τους ουρανούς. Αυτούς που διηγούνται την δόξαν του Θεού. (Ψαλ.18).

Επομένως κατ’ αυτήν την έννοια η ανάβαση αποτελεί το συνώνυμο του πάθους. Σωματικού, προπάντων όμως ψυχικού. Η ανάβαση ισοδυναμεί με σταύρωση! Με θάνατο ατιμωτικό πάνω στο ξύλο της κατάρας.

Όταν λοιπόν ο Χριστός ενημερώνει τους μαθητές του, ότι πλησίασε η ώρα να πραγματοποιήσουν την ανάβαση εις Ιεροσόλυμα, γνώριζε καλά τι εννοούσε… Απλά οι μαθητές του παρασυρμένοι από τα ουρανομήκη ωσσανά και τον έξαλλο ενθουσιασμό του λαού, φούσκωναν από έπαρση και ικανοποίηση, γιατί πλησίαζε κατά την γνώμη τους η ώρα να λάβουν πρωτοκαθεδρίες δίπλα ακριβώς στον χρισμένο βασιλιά.

Κι όμως αυτός ο περίεργος βασιλιάς, ο μόνος, ο απέριττος, ο καθήμενος επί πώλου όνου, από την ώρα που γεννήθηκε η μοναδική συνοδεία που στεκόταν δίπλα του συνεχώς ήταν το πολύπλευρο και ακατάπαυστο πάθος του. Σαν βρέφος «διέφυγε» της θαλπωρής του σπιτιού. Σαν παιδί δεν γεύτηκε το παιχνίδι. Σαν νέος προσεταιρίστηκε υποδειγματικά τον μόχθο, εργαζόμενος και υποτασσόμενος στο πλάι του πατέρα του. Τέλος σαν σωτήρας αυτοθύτης ήλθε να προσφέρει τα πάντα με μοναδική αμοιβή την σταύρωσή του. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος».

Όμως είναι κανόνας της ζωής· όποιος σώζει είναι έτοιμος να χαθεί. Όποιος απολυτρώνει τους άλλους είναι ανάγκη να πληρώσει με ολόκληρο τον εαυτό του. Όποιος αγαπά τους εχθρούς του είναι δίκαιο να μισείται ακόμη και από τους φίλους του. Όποιος φέρνει την σωτηρία σε όλους τους λαούς σκοτώνεται από τον ίδιο τον λαό του. Και όποιος προσφέρει την ζωή του είναι άξιος να δεχθεί τον θάνατο.

Όμως πριν βαδίσει τα τελικά σεπτά πάθη του, έστειλε ένα μήνυμα στην κοινωνία που τότε λίγοι το κατάλαβαν. Ανέστησε τον οδωδότα φίλο του Λάζαρο. Πέρασε δηλαδή το μήνυμα της επερχόμενης ανάστασης με ένα θαυμαστό τρόπο. Με λίγα λόγια εμήνυσε στην άρχουσα τάξη, στο ισχυρό κοινό μέτωπο των αρχιερέων, γραμματέων και φαρισαίων, αλλά και στον όχλο, ότι μπορεί τώρα να σταυρώνεται, αλλά σε τρεις μέρες θα ανεγείρει οριστικώς τον γκρεμισμένο ναό του από τους ιερόσυλους, αλλά και τους ναούς όλων αυτών που ποθούν την ανάσταση.

Γιατί όμως, όταν εκφράζουμε την λέξη πάθος, η σκέψη μας πάραυτα προστρέχει κατ’ ευθείαν στον Χριστό; Γιατί ολόκληρη η ζωή του Κυρίου ήταν ένα πάθος. Η ίδια η ενανθρώπισή του, αποτελεί το προοίμιο του πάθους. Διότι ένας Θεός εγκαταλείπει τον «θρόνο» του, αποχωρίζεται τον κόλπο του πατρός του και λαμβάνει την πτωχή ανθρώπινη φύση, κατερχόμενος όλες τις βαθμίδες της κλίμακος της ταπείνωσης, για να ανυψώσει τον άνθρωπο που έπεσε στο πρωταρχικό κάλλος του. Αυτά δεικνύουν τα περιστατικά που συνθέτουν την ζωή του επί γης.

Η ταπεινή γέννηση στο σπήλαιο, η σπαργάνωση στην φάτνη, οι διωγμοί που δοκίμασε από την πρώτη ώρα στην αφιλόξενη γη, η φυγή στην Αίγυπτο, η εγκατάσταση στην κακόφημη Ναζαρέτ, η μακροχρόνια εργασία δίπλα στον επί γης πατέρα του, όλα αυτά σκιαγραφούν αμυδρά τις συνθήκες εν μέσω των οποίων διήλθε την ιδιωτική ζωή του, προκειμένου να σώσει τον άνθρωπο. Όλα αυτά συνοψίζουν το πάθος του.

Αν όμως το πάθος είναι ο κύριος χαρακτήρας της ιδιωτικής ζωής του, πολύ περισσότερο η δημόσια ανάβασή του χαρακτηρίζεται από τα καθ’ εαυτού πάθη του. Έτσι λοιπόν ο Χριστός, ζώντας καθημερινά το πάθος του, βάδιζε με αποφασιστικότητα και βήμα σταθερό στην κορυφή της σταυρικής θυσίας. Αυτό το πάθος κατέστη κάποια στιγμή ιδιαίτερα οδυνηρό μέσα στον κήπο της Γεθσημανή. Μέσα στον κήπο της αιματηρής αγωνίας. Καθώς όμως εξέρχεται αποφασιστικά από το «ελαιοτριβείο», μετά την πνευματική σύνθλιψη, αποκαλύπτεται πλέον το γνήσιο πρόσωπό του. Πρόσωπο μαρτυρίου και θυσίας. «Οὗτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ησ. 53,4). Όμως η κατάσταση αυτή του θριάμβου και της δόξας, είναι ευγενής αποσταγματική απόρροια της διέλευσής του από την κοιλάδα του κλαυθμώνος. Οι σαράντα ημέρες στην έρημο, αποτελούν τις σημαδιακές μέρες της νηστείας, της άσκησης και της προσευχής. Όλη η επί γης ζωή του όμως ήταν μία ερημική αδιάκοπη άσκηση. Τριάντα τρία χρόνια, βασανίστηκε, κοπίασε, γιάτρεψε και υγίανε τις δυσώδεις πληγές μας, που ήταν μολυσμένες από την κακία της αμαρτίας. ΟΧΙ με οίνο και έλαιον, αλλά με το πολύτιμο αίμα που έτρεξε από τις φλέβες του.

 

Κάπως έτσι στις μέρες μας, ο βασιλεύς Χριστός ανεβαίνει και πάλι προς το πάθος του. Ανεβαίνει ανάμεσα σε έναν κόσμο που αντιπαθεί τον πόνο, την κακοπέραση, έστω και αν δια μέσου αυτών οδηγείται στη δόξα της ανάστασης. Οι εκκλησίες έστω και μετά την μόλυνση του ιού, παραμένουν αλώβητες, υγιείς και προπάντων αγιασματικές, έχοντας τόπο να φιλοξενήσουν τους πιστούς. Αν και φοβισμένοι, προπάντων τρομοκρατημένοι οι εν λόγω, κάποιοι θα προσεγγίσουν κάτω από το ικρίωμα. Πόσοι όμως είμαστε πρόθυμοι να δεχθούμε την λόγχη της αυταπάρνησης να μας τρυπά; Πόσοι έχουμε συλλογισθεί πως η θυσία του Χριστού καλεί και εμάς στη δική μας θυσία;

Ο Χριστός και πάλι ετοιμάζεται να θυσιασθεί για εμάς, να ανέβει στον σταυρό της αισχύνης, για να μας απαλλάξει από την καταδίκη της αμαρτίας. Εμείς όμως με χαμένη την ψυχή μας μέσα στις επίγειες μέριμνες, δεν μπορούμε να συγκλονισθούμε από την θυσία, δεν καταφέρνουμε να συμπορευθούμε με τον Χριστό, να εισέλθουμε στα Ιεροσόλυμα. Δεν διακατεχόμαστε από την ευαισθησία, να μουσκέψουμε από αγωνία και ιδρώτα τα μέτωπα μας στον κήπο της Γεθσημανή, να δεχθούμε κολαφισμούς, εμπτυσμούς, κοροϊδίες, να φορέσουμε αγκάθινα στεφάνια, να σηκώσουμε το σταυρό μας γαλήνια, υπομονετικά, να σταυρωθούμε εν τέλει, εν μέσω κάποιου «τετέλεσται» για να μπορέσουμε να αναστηθούμε οριστικά.

Σήμερα όλοι μας ξεφεύγουμε από τον αιμάτινο κανόνα της αγάπης και ζητούμε μονάχα ευδαιμονία και ας είμαστε… χριστιανοί.

Ο Χριστός όμως επιμένει, προσκαλώντας μας μέσω των παθών του στη θυσία. Η γνήσια φωνή της Εκκλησίας, η φωνή του μαρτυρίου, της απάρνησης, της αφιέρωσης του ανθρώπου στον Θεό και αυτή προσκαλεί με τον τρόπο της, προπάντων μέσα στην απαξίωσή της και την παντοδαπή δίωξή της. Μπορεί οι ψυχές να έχουν ναρκωθεί, οι χριστιανικές συνειδήσεις στις οποίες ο Κύριος κληροδότησε την αγωνία της Γεθσημανή να υπνώττουν, αλλά η πρόσκληση είναι απερίφραστη και πάντα επίκαιρη. Η πρόσκληση δε αυτή είναι σφραγισμένη από το χριστιανικό αίμα και όχι από την αστική μας καλοπέραση.

Μέσα από τα δάκρυα των παθών, της οδύνης, του σταυρού, πρέπει να περιμένουμε την χαρά της ανάστασης. Όποιος είναι υπάκουος φίλος του Χριστού το αίμα του το χύνει μυστικά σε κάθε καιρό, σε όλες τις περιστάσεις, γιατί ζει και φωτίζεται και τρέφεται με το υπόδειγμα εκείνου.

Όλες οι φωνές θα σιγήσουν και φέτος προς στιγμή για να ακουσθεί η κραυγή του Ιησού: «Τετέλεσται!». Στις μέρες μας, στην φιλόθεη πατρίδα μας, πολλοί θα ευχαριστηθούν από το ως άνω άκουσμα. Όμως, επιθυμούν σφόδρα το σκηνικό να κλείσει εκεί με τον θάνατο του «τσαρλατάνου» της Ναζαρέτ. Τους φοβίζουν και ενοχλούν οι μετέπειτα διάφοροι σεισμοί, οι νεκραναστάσεις, τα ποικίλα σημεία, προπάντων δε φοβούνται τα «τέρατα».

Θέλουν λοιπόν διακαώς να παραμείνουν κυρίαρχοι στο «τετέλεσται». Στην τρομοκρατία και τον φόβο που άσκησαν στον ελεύθερο στην σκέψη και αδούλωτο στην καρδιά, Έλληνα Ορθόδοξο, τα χρόνια αυτά της ψυχικής δοκιμασίας ένεκα της κορωνοϊκής επίσκεψης.

Θέλουν να παραμείνουν οι φρουρές και οι κουστωδίες των συγχρόνων πιλάτων, προς φύλαξη της εισόδου στους ναούς, μήπως και πάλι κλέψουν το σώμα του Χριστού οι τωρινοί μαθητές του.

Η αποτυχία τους να «συλλάβουν» τον απόστολο Ανδρέα την ημέρα της εορτής του, ήταν μία ανακοπή στο πανηγυρικό τετέλεσται. Αρκέσθηκαν όμως ηδυπαθώς στην στέρηση προσέγγισης των πιστών προς εκκλησιασμό και προπάντων της αποχής εκ της Θ. κοινωνίας.

Έχουν κλείσει τόσα χρόνια όλες τις υγιείς επιχειρήσεις της πατρίδος μας, προκειμένου να πεινάσει ο λαός. Έκλεισαν τώρα και το νοσοκομείο της εκκλησίας, προκειμένου να γεμίσουν τα δικά τους τα νοσοκομεία, τα πολιτειακά, προς βιοπορισμό του ρυπαρού πνεύματός τους και της σκοτεινής συνειδήσεώς τους. Γιατί «οι κλειστοί ναοί απειλούν τους πιστούς. Οι ανοιχτοί όλους τους ιούς». (Μητροπολίτης Μεσογαίας).

Άλλωστε εδώ και χρόνια έχουν επιτύχει το τετέλεσται στην τιμή των ηρώων, της πατρίδος, των αγίων, οπότε τώρα απομένει αυτό, του ιδίου του Χριστού. Ο εκκλησιασμός των μαθητών, η παύση της εορτής των τριών Ιεραρχών κ.λπ. έχουν τελειώσει από καιρό και μάλιστα οριστικά. Μη λησμονούμε, κατά την γνώμη τους, για όλα φταίει η Εκκλησία, καθότι ανασταίνει το νεκρό γένος, ειδικά στις δύσκολες ώρες. Όπως αυτές!

Δεν παρατηρούν όμως οι ταλαίπωροι, ότι κατ’ ουσίαν τετέλεσται η έπαρση όλων των α-Χρίστων ανθρώπων ένεκα του λιλιπούτειου ιού. Δεν παραδέχονται ότι οι ισχυροί της γης κατέβασαν τα φρύδια τους ένεκα πλήρους αδυναμίας αντιμετώπισης της ίδιας της σχιζοφρένειάς τους ή μάλλον του ειδεχθούς εγκλήματός τους. Όσον αφορά δε την ταλαίπωρη επιστήμη, που σήκωσε τα χέρια ψηλά ένεκα δεινής πτώχευσής της, δεν αναφερόμαστε καθόλου. Ας μιλήσουν οι αλληλοφάσκοντες δεινοί συζητητές.

Τετέλεσται λοιπόν! Ποιος όμως;

«Χωρίς ἐμοῦ, οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ιω.15,5).

Το βασικότερο μετά το τετέλεσται, είναι το «ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτού».

Δυστυχώς «γι’ αυτούς» το θέμα δεν είναι τόσο απλό και ούτε μπορούν να το λύσουν τα γραφεία τελετών με μία απλή τοιχοκόλληση και με την ένδειξη, λόγω κορωνοϊού.

Έπεται η Ανάσταση και αλίμονο σε κάποιους.

Τους πολλούς. Στους πολιτικούς χωρίς αρχές, στην επιστήμη χωρίς ανθρωπιά, αλλά και στην λατρεία χωρίς προσωπικές θυσίες. (Μαχάτμα Γκάντι)

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή