«Δαπανήσαντος δέ αὐτοῦ πάντα, ἐγένετο
λιμός ἰσχυρός κατά τήν χώραν ἐκείνην·
καί αὐτός ἤρξατο ὑστερεῖσθαι»
(Λουκ. 15,14)
«Δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν!». Με αυτήν την λιτή του έκφραση πριν χρόνια, ο Χαρίλαος Τρικούπης, επισημοποιούσε ωμά την έναρξη μιας άλλης οδυνηρής λιτότητος για τον ελληνικό λαό. Έκτοτε, αν αφαιρέσουμε κάποια μικρά χρονικά διαστήματα «ανάσας», επίπλαστης ευμάρειας και χρηματοδοτούμενης «κραιπάλης» (να θυμηθούμε εκείνες τις τραπεζικές χορηγήσεις του 1.000.000 δραχ. για διακοπές, γλέντια και φαγοπότια… στον οποιοδήποτε πολίτη ήθελε να «αυτοκτονήσει»…), η λιτότητα, αποτελούσε σταθερά ένα περίεργο «ισοζύγιο», αλλά και σωτήριο καρύκευμα στους πολιτικούς λόγους μέχρι και σήμερα, προς κάλυψη μιας άλλης δυσοσμίας ρυπαρών σκέψεων, σκοτεινών σχεδίων και αλλοφρόνων πράξεων αυτών που τους εκφωνούσαν.
Έτσι λοιπόν, όταν αντηχεί μέσα στο φαράγγι της κοινωνίας η λέξη φτώχεια και ο όρος πτώχευση, η σκέψη μας παλινδρομεί μέσα στον αντίλαλο της έλλειψης ή και παντελούς απωλείας χρημάτων και ετέρων περιουσιακών στοιχείων. Ο όρος αυτός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος από τον υλόφρονα άνθρωπο με την διάλεκτο της εννοίας «χρήμα». Όμως ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο όχι μόνο από υλικό στοιχείο, αλλά και από πνεύμα. Πνεύμα που το ενεφύσησε ο ίδιος μέσα από τα θεϊκά «σπλάχνα» του. Γι’ αυτό είναι αείζωο και αθάνατο. Γι’ αυτό λαχταρά την αιωνιότητα. Πνεύμα που αποκολλά τον άνθρωπο από τους θησαυρούς της γης «ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει» (Ματ. 6,19) και τον μεταθέτει, ως επενδυτή και πνευματικό καταθέτη, στην ουράνια τράπεζα, εντασσόμενον ασφαλώς στο εκεί θησαυροφυλάκιο. Ενώ η ύλη, λόγω βαρύτητος, προσδιορίζει εδαφιαία το «γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3,19). Η ύλη προσωνυμεί την φθορά κατά ένα είδος θανατικής συνωνυμίας. Το πνεύμα αντιθέτως συνάδει με έναν πλούτο θεϊκό που ούτε εμπίπτει, αλλά και ούτε επηρεάζεται από τους χρηματιστηριακούς κανόνες του υλικού πλούτου και παιχνιδιού, γιατί αυτός διαφοροποιείται αυστηρά, καθότι εντάσσεται στο θεϊκό χρηματιστήριο. Έναν έντιμο, ασφαλή και απόλυτα προσοδοφόρο οργανισμό, που ανταμείβει πλουσιοπαρόχως, μόνο όμως τους επενδυτές των ταλάντων.
Δυστυχώς όμως ο άνθρωπος, ό,τι παρέλαβε εκ Θεού ως δωρεά, το κακοποίησε αισχρά και μετά το σκότωσε. Ισχυρή απόδειξη ο ίδιος ο Υιός του. «Δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν, ἵνα ἡμῶν γένηται ἡ κληρονομία» (Λουκ. 20,15). Το υλικό συμφέρον πάντοτε προεξάρχον, κατηύθυνε τον «τοκογλύφο» άνθρωπο. Προκειμένου λοιπόν να ευημερήσει υλικά ο τοιούτος, οδηγεί το πνεύμα του στην λιτότητα και στην εν τέλει πτώχευση. Να η μεταφορική έννοια της κυριολεκτικής λέξεως «πτώχευση». Η πνευματική πτώχευση, που είναι και η πιο οδυνηρή και εκδηλώνεται εμφανέστατα με την πτώχευση και απώλεια του θρησκευτικού συναισθήματος, από τον χοϊκό άνθρωπο. Γιατί η οικονομική ανάπτυξη και η συσσώρευση πλούτου, συντελούν στην επικράτηση υλιστικών αντιλήψεων για την ζωή και ανοίγει τον δρόμο στην κυριαρχία των εμπόρων, των οικονομολόγων και των τεχνοκρατών. Ως εκ τούτου υποβαθμίζονται οι παραδοσιακές θρησκευτικές αξίες. Εξάλλου η θρησκευτική κρίση συνοδεύεται πάντοτε από μία ηθική και κοινωνική αποδιοργάνωση. Όμως, η μείωση του θρησκευτικού συναισθήματος, προκαλεί μία αντίστοιχη διαφθορά των ηθών, ανάπτυξη της εγκληματικότητος και γενικά την αποδιοργάνωση της κοινωνίας.
Η εν λόγω κατάσταση παρατηρήθηκε στην αρχαιότητα, στην πρώτη μεγάλη πόλη της ιστορίας, «την μεγάλη Βαβυλώνα», όπως αναφέρει ο Δανιήλ (4,27), «την πόλιν την τετειχισμένην» όπως την χαρακτηρίζει ο Ιεζεκιήλ (17,4), σε τέτοιο βαθμό, ώστε η Βαβυλώνα να γίνει σύμβολο της κερδοσκοπίας, της ακολασίας, της δεισιδαιμονίας και της ειδωλολατρίας. Όταν ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ κόμπαζε γι’ αυτήν την βασιλική πρωτεύουσα, με την μεγάλη δύναμή του και την δόξα, ξάφνου έπαθε δεινή φρενοβλάβεια και έφυγε στα δάση σαν αγρίμι και «ὡς βοῦς ἤσθιε» (Δαν. 4,30). Αρρώστησε από μία νόσο που νόμιζε τον εαυτό του σαν ένα από τα υπόλοιπα ζώα, εν προκειμένω του βοδιού, οπότε το μιμούνταν στην φωνή, στην τροφή κ.λπ. Κάποιες ώρες έρχεται φωνή εξ’ ουρανού και ενημερώνει· «Βασιλεῦ, ἡ βασιλεία παρῆλθεν ἀπό σοῦ…» (Δαν. 4,28). Κάποιες ώρες έρχεται και κυριεύει ο Ύψιστος της βασιλείας των ανθρώπων. Το γνωρίζουν αυτό οι ισχυροί της γης που κομπορρημονούν φλυαρούντες ενοχλητικά; Δεν τους πείθει η ιστορία; Αλλά μάλλον αυτοί γράφουν την δική τους… ιστορία.
Όμως το πρότερο φαινόμενο του θρησκευτικού αποχρωματισμού, αποτελεί γεγονός του σήμερα, όπου ο επιστημονικός και τεχνολογικός πολιτισμός έχει φτάσει στο ζενίθ της ανάπτυξης. Εκατομμύρια άνθρωποι απομακρύνονται από τις πατροπαράδοτες θρησκείες, αρνούμενοι τους θεούς τους. Η στάση πλέον των συγχρόνων ανθρώπων και ειδικά στην ορθόδοξη Ελλάδα είναι απόλυτα αθρησκευτική και ιδιαίτερα ά-Χριστη. Πρακτικά και πραγματικά ελάχιστοι ενδιαφέρονται ή και καθόλου, για τα σοβαρά ερωτήματα στα οποία απαντά η χριστιανική πίστη. Η άποψη που ξανά επικρατεί και εξουσιάζει ευρέως, κυοφορηθείσα ήδη από καιρό λέγει· «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Δηλαδή λειτουργεί σαν ναρκωτικό των φτωχών και αδυνάτων που το παίρνουν, για να λησμονήσουν τα προβλήματά τους ή για να μεταθέσουν τη λύση τους στο άγνωστο μέλλον.
Κι όμως σύγχρονοι θεωρητικοί του μαρξισμού, την ίδια ώρα που εντείνονται τα πρότερα, εκείνοι αναθεωρούν τις απόψεις τους σχετικά με την σημασία της θρησκείας στην κοινωνική εύρυθμη λειτουργία και ανάπτυξη.
Ακούμε τον επιφανή Κινέζο ακαδημαϊκό Ζάο Φουζάν να το εκφράζει με τον τρόπο του. «Η θρησκεία αποτελεί μέρος του πνευματικού πολιτισμού κάθε έθνους και γι’ αυτό θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με πνεύμα επιστημονικό. Η φιλολογία, η τέχνη, η αρχιτεκτονική, η φιλοσοφία, η ηθική, τα ήθη και τα έθιμα κάθε λαού, δέχονται μεγάλη επίδραση από τη θρησκεία. Γι’ αυτό χαρακτηρίζοντάς την σαν όπιο του λαού, κάνουμε μέγα επιστημονικό λάθος».
Κάτι παρόμοιο όμως εξέφρασε και ο Φιντέλ Κάστρο στη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στον αδελφό Μπέτο, έναν Δομινικανό από τη Βραζιλία. «Η θρησκεία δεν είναι το όπιο του λαού και είναι δυνατόν να είναι κανείς ταυτόχρονα κομμουνιστής και Χριστιανός».
Παρ’ όλα τα πρότερα, ας παρακολουθήσουμε την πορεία του συγχρόνου ανθρώπου, όπως αυτή χαράσσεται μέχρι σήμερα.
Ο άνθρωπος κοιτάζει υπεροπτικά προς το μέλλον. Το σύνθημα που ρίχνει, κατονομάζει την πρόοδο, χωρίς όμως να γνωρίζει την ακριβή ερμηνεία της. Προβάλλει πεισματικά ένα ΟΧΙ στην παράδοση και πολύ περαιτέρω ένα ΟΧΙ στην πίστη. Δεν ζουν οι πρωταγωνιστές των ηρωικών «ΟΧΙ» να αντικρύσουν την κατάπτωσή τους. Το παρελθόν, το θυμάται στα πλαίσια ενός ξεπερασμένου ρομαντισμού, αν και η προτίμησή του και αρέσκεια να έχει τριγύρω του αντικείμενα σπάνια και παλιά, επιβεβαιώνουν την αξία του παρελθόντος. Προσδοκά με ανυπομονησία την βασιλεία των ανθρώπων. Ήδη άρχισαν και ετοιμάζονται οι ανάλογες σύγχρονες πόλεις όπου θα χρισθούν και οι εν λόγω «βασιλείς». Μάλιστα επιδεικνύουν και ένα θερμό ενδιαφέρον για την Αθήνα προκειμένου να την μεταμορφώσουν σε ανάλογη πόλη. Από «τέρας σε ωραία». Χαρά σε αυτούς που θα έχουν το προνόμιο να κατοικήσουν εκεί. Ο άνθρωπος λοιπόν για να συνεχίσουμε, δεν προσδοκά την βασιλεία του Θεού και ούτε ατενίζει με λαχτάρα την παρουσία του Υιού του ανθρώπου. Την όλη δε εξέλιξή του, δεν την εκλαμβάνει ως θεϊκό δώρο, αλλά μόνο σαν προϊόν ανθρώπινης ευφυΐας και ανάλογης εργασίας. Έχοντας παραμερίσει προκλητικά τον Θεό από τη ζωή του, όλη του την σωτηρία την αντλεί από τον εαυτό του, αν και ο κορωνοϊός έχει μία αντίρρηση και ανάλογη ένσταση επ’ αυτού.
Τελικά ο άνθρωπος για να μην τον αδικούμε, επετέλεσε τόσα ανδραγαθήματα, όμως τελικά στάθηκε ανίκανος να εμποδίσει εκατομμύρια άνθρωποι να πεθαίνουν από την πείνα κάθε χρόνο· ανίκανος να χαρίσει μία ευπρεπή ύπαρξη στους συνανθρώπους του· ανίκανος να θέσει τέρμα στους πολέμους· ανίκανος να αναχαιτίσει το αυξανόμενο κύμα εγκληματικότητος και παντοδαπής βίας. Κι όμως αυτός ο άνθρωπος στο παρελθόν πάτησε στη σελήνη, εξουδετερώνοντας την βαρύτητα της ύλης και γέμισε από αίσθημα ενθουσιασμού και υπερηφάνειας, αλλά η χαρά αυτή, όπως όλες οι χαρές του κόσμου, κράτησε λίγο, γιατί δεν είχε κάποια συνέχεια. Γιατί ο δρόμος της σελήνης απεδείχθη πιο εύκολος να βρεθεί, από τον δρόμο που οδηγεί στον ίδιο τον άνθρωπο. Ο δρόμος που άνοιξε ο άνθρωπος είναι τελικά αντιανθρώπινος παρά την προσπάθειά του και τους αγώνες του να προσφέρει κάτι καλύτερο, ωραιότερο, ανθρωπινότερο…
Τα ατομικά όπλα, τα χημικά, τα βιολογικά, οι περίεργοι ιοί που άρχισαν να κάνουν επισκέψεις, οι οποίες θα εξελιχθούν σε τακτικές εθιμοτυπικές, όπως καθομολογούν οι δημιουργοί τους και οι ευφυείς εμπνευστές τους, φορτώνουν με αφόρητη αγωνία τα βάθη όλων των συνειδήσεων. Θα τολμήσω να πω ακόμη και των πωρωμένων. Μιλούν όλοι, ειδικά οι κυβερνήτες, για πρόοδο με σχεδιασμό και δεν αναλογίζεται κανείς ότι ο ίδιος ο άνθρωπος πλέον είναι «σχεδιασμένος», ρομποτοποιημένος και αριστοτεχνικά αριθμημένος. Έτσι ο εν λόγω σχεδιασμός υπονοεί εξάρτηση και κατά συνέπεια αδυναμία του «προοδευμένου» ανθρώπου. Η πρόοδος, μας προοδεύει έχοντας τον αέρα, το νερό, τη γη, τα στοιχεία από τα οποία ζούμε, φθαρμένα από την δηλητηριασμένη ανάσα της τεχνικής μας. Οι ενέργειες που καταναλίσκουμε, βρίσκονται στα όρια εξάντλησης των αποθεμάτων τους, ενώ παράλληλα αποτελούν ακόμη δυνάμεις που δύνανται να μας καταστρέψουν ολοτελώς. Τελικά μήπως η πρόοδός μας, αποτελεί την εκσκαφή του τάφου της ανθρωπότητος;
Αλλά ένας κόσμος χωρίς Θεό, είναι κόσμος άκοσμος και αποτυχημένος. «Δυστυχώς φτωχευμένος». Τότε «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. 2,7). Αλλά και τώρα δεν υπάρχει τόπος στην καρδιά μας να τον φιλοξενήσουμε. Κι όμως τον έχουμε τόση ανάγκη! Ας ικανοποιήσουμε αυτή την ανάγκη, παίρνοντας την λύση και απάντηση από μία παραβολή του Κυρίου μέσω της οποίας αντιπαραβάλλεται η διττή έννοια της πτώχευσης. Της υλικής και της πνευματικής. Ας συνταξιδέψουμε με τον αποδημούντα εις χώραν μακράν νεαρόν. Ο νεώτερος υιός λοιπόν, ο νεωτεριστής, ο αποστάτης, ο ενάντιος στο πατρικό θέλημα, ζητεί (χωρίς να προσφέρει τίποτα), «το επιβάλλον μέρος της ουσίας», καθότι αυτεξούσιος εκ Θεού και αποδημεί εις χώραν μακράν. Στην «κόλαση», όπου ο κολασμένος νέος διασκορπίζοντας τον πλούτο του μέσα σε ασωτίες, κάποια στιγμή ξεμένει έρημος, εγκαταλελειμμένος και πάμπτωχος. Υλικά και πνευματικά. Αφού είναι μακράν του Θεού, άρα είναι ξέμακρος και από το πνεύμα του. Τιμωρία του η βοσκή χοίρων. Στην λάσπη αυτοί, στον βόρβορο της αμαρτίας και ο ίδιος. Κάτω κοιτάζουν εκείνοι λαίμαργα προς εξεύρεση τροφής, κάτω «συγκύπτων» και ταπεινωμένος ο ίδιος, καθότι περιφρόνησε τα υψηλά. «Από τα ψηλά στα χαμηλά και από τα πολλά στα λίγα» αντιλέγει η λαϊκή μούσα. Αφού δεν εκτίμησε τον πλούτο του ουρανού, την κτίση ολόκληρη· αφού δεν σεβάστηκε τους νόμους και τους προφήτες· αφού δεν θέλησε να περπατά δίπλα στον Θεό… τα έχασε όλα και πτώχευσε. Και τώρα «ὡς βοῦς ἤσθιε» όπως ο Ναβουχοδονόσορ. Όμως ξάφνου, μία σπίθα ανάβει μέσα του φωτίζοντας ένα κρυμμένο θησαυρό στα ενδότερά του. Έναν πλούτο ανυπολογίστου αξίας, μέσω του οποίου μπορεί να διαπραγματευθεί την ελευθερία του και να ξαναγίνει ζάπλουτος. Ο εν λόγω πλούτος είναι η μετάνοιά του και η απόλυτη μεταστροφή του. Μία μετάνοια που έρχεται επιθετικά και συναντά την ευσπλαχνία του Θεού, αναγκάζοντάς τον να ανοίξει διάπλατα την πατρική αγκαλιά του και να δεχθεί τον πρώην άσωτο γιό του.
Φτάνει λοιπόν και από μέρους μας η αλαζονική αποδήμηση μακράν του Θεού. Φραγμό στην κακή διαχείριση και έξοδο από την κραιπάλη. Καιρός να ρίξουμε το υγιές σύνθημα, μιας ηρωικής εξόδου από το χοιροστάσιο της κοινωνίας που «ανέγειραν» οι εκμεταλλευτές μεγιστάνες της απάνθρωπης και άθεης τεχνοκρατίας.
Μία προϋπόθεση ζητά ο Θεός από εμάς, για να μας ανασύρει από την πνευματική πτωχεία μας. Εργασία…
«Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται· καγώ ἐργάζομαι» (Ιω. 5,17). Ο πατέρας μου, λέγει ο Χριστός, Εξακολουθεί να εργάζεται ως τώρα, γι’ αυτό και εγώ ο υιός του, εργάζομαι.
Μη μας πανικοβάλλει η πτώχευση η υλική που προωθούν οι ειρηνοποιοί σωτήρες μας. Τα υποχθόνια εγχειρήματά τους, αποτελούν μία ανιαρή επανάληψη της νοσηρής διχασμένης προσωπικότητός τους. Εμείς ας εργασθούμε πνευματικά και θα νικήσουμε την υλική πτώχευση. Το αιώνιο πνεύμα, πρέπει από πλευράς μας να διατηρήσουμε «πλούσιο». Ωστόσο «Μπορεί όλοι οι μεγάλοι να έχουν τα σχέδια τους… χωρίς όμως να το θέλουν, προωθούν το σχέδιο του Θεού» (άγιος Παΐσιος).
Αρίσταρχος