Ο νεώτερος υιός στην παραβολή του ασώτου ζητεί από τον πατέρα του το μέρος της περιουσίας που του αναλογεί και σηκώνεται και φεύγει μακριά του.Θέλει την ανεξαρτησία του και την πλήρη χειραφέτηση από τον πατέρα του, χωρίς όμως να την θεμελιώνει στους δικούς του κόπους και την δική του προσπάθεια, αλλά στην περιουσία που δημιούργησε ο πατέρας του. Θέλει ανέξοδη και χωρίς θυσίες ελευθερία. Και ζητεί από τον πατέρα του τους κόπους του, χωρίς όμως αυτός να δίδει κάτι ως αντίδωρο απέναντι στην προσφορά του πατέρα του.
Θα έπρεπε να σκεφθεί ότι ο πατέρας του τον δημιούργησε, τον μεγάλωσε, τον ανάθρεψε, τον σπούδασε, φρόντισε για την υγεία μου και όλα τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στην νεανική ζωή μου. Χρόνια τώρα συνεχώς του προσέφερε και συνεχώς κουραζόταν για εκείνον. Θα έπρεπε λοιπόν και κι αυτός ως αντιστάθμισμα στην τεράστια προσφορά του να του προσφέρει κάτι, τώρα που μεγάλωσε. Να τον γηροκομήσει, να τον στηρίξει τώρα που οι δυνάμεις του αρχίζουν και τον εγκαταλείπουν, να τον ενισχύει ηθικά και ψυχικά. Να δημιουργήσει οικογένεια, αν ήθελε, και να του δώσει την χαρά να αποκτήσει εγγονάκια και να παίζει και να χαίρεται μαζί τους και άλλα πολλά. Δυστυχώς τίποτα από αυτά δεν σκέφθηκε, απλώς ζήτησε και το μέρος της περιουσίας που του αναλογούσε, αν φυσικά πέθαινε ο πατέρας του και τον κληρονομούσε.
Η στάση του νεωτέρου υιού δυστυχώς είναι και η στάση των περισσοτέρων ανθρώπων σε ολόκληρη την ζωή τους. Θέλουμε συνεχώς να μας δίνουν και να μας προσφέρουν οι άλλοι, χωρίς όμως να νιώθουμε την ανάγκη και την ηθική υποχρέωση να δίνουμε κάτι και εμείς. Πάντοτε και παντού βλέπουμε τον κόσμο με κέντρο το εγώ μας και υπό το δικό μας πρίσμα.
Οι πρωτόπλαστοι στον παράδεισο γνώρισαν όλη την αγάπη και την προσφορά του Θεού πατέρα. Έπρεπε συνεχώς να τον ευγνωμονούν και να τον ευχαριστούν. Να προσέχουν πως μπορούν και αυτοί κάτι να του προσφέρουν. Ο Θεός τους ζήτησε να μη φάνε από το δένδρο της γνώσεως. Όχι για να ωφεληθεί αυτός, αλλά για να γυμναστούν αυτοί και να φθάσουν μέσα από την υπακοή στην θέωση. Και εκείνοι αντί να προσφέρουν την υπακοή τους τον αγνόησαν και με κακοήθεια υπάκουσαν στην εισήγηση ενός όντος άγνωστου, που δεν τους είχε προσφέρει τίποτα.
Ο Κάιν το πρώτο παιδί των πρωτοπλάστων αισθάνεται ότι κάτι πρέπει να δώσει στον Θεό. Αλλά ουσιαστικά θέλει να δώσει κάτι για τον τύπο, κάτι για να φανεί ότι έδωσε, χωρίς όμως αυτό να είναι κάτι ουσιαστικό και πολύτιμο. Και προσφέρει θυσία στον Θεό τυχαίους φυτικούς καρπούς, μιας και ήταν γεωργός. Ενώ ο αδελφός του ο Άβελ, η πρώτη αγνή και άγια ψυχή που φάνηκε μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, προσφέρει τα πρωτότοκα και πιο παχιά από τα πρόβατά του. Θέλει να δώσει στον Θεό ό,τι καλύτερο έχει και ας το στερηθεί ο ίδιος. Ο Θεός προσέχει και ευχαριστείται με την θυσία του Άβελ και αδιαφορεί διά την θυσία του Κάιν. Στενοχωρείται ο Κάιν όταν το διαπιστώνει αυτό και τότε ο Θεός τον συμβουλεύει να προσφέρει σωστά και με αγνή διάθεση την θυσία του και ο Θεός θα την δεχθεί. Ο Κάιν δεν θέλει να δώσει όμως και νομίζει ότι, αν λείψει ο Άβελ, ο Θεός θα αρκεστεί σε ότι του προσφέρει, αφού δεν θα υπάρχει η σύγκριση. Και αντί να δώσει στον Θεό στερεί την ζωή από τον αδελφό του και γίνεται δολοφόνος και μάλιστα αδελφοκτόνος. Να προσέξουμε ο πρώτος άνθρωπος που έγινε φονιάς ήταν αυτός που δεν ήθελε να παίρνει μόνο και όχι να δίδει. Απλώς, για να κοροϊδεύει τον Θεό αλλά και την συνείδηση του, έδωσε κάτι τυχαίο και τιποτένιο.
Η τάση μόνο να παίρνουμε και όχι να δίνουμε και μάλιστα να παίρνουμε περισσότερο από το κανονικό και νόμιμο δημιούργησε τον δεύτερο φονιά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι ένας απόγονος του Κάιν, ο Λάμεχ, ο οποίος πέντε γενιές αργότερα ενώ ο Θεός έδωσε μία γυναίκα στον Αδάμ, θέλοντας έτσι να δείξει ότι ευλογεί την μονογαμία, εκείνος παίρνει δύο γυναίκες την Αδά και την Σελλά και γίνεται έτσι ο εισηγητής της πολυγαμίας και ο δημιουργός του χαρεμιού. Αυτός λοιπόν, που δεν αρκέστηκε στην κανονική ικανοποίηση του γενετησίου ενστίκτου, αλλά θέλησε την υπερβολική και παράνομη, ακολουθεί τον προπάτορά του Κάιν και φονεύει κι αυτός κάποιον άνδρα, για λόγους που δεν μας αναφέρει η Γραφή.
Προσέχοντας λοιπόν την Γραφή ανακαλύπτουμε ότι χρέος μας είναι να δίνουμε, αλλά και όφελός μας. Διότι τότε ο Θεός μας ευλογεί και μας αγιοποιεί. Μάλιστα, αν το δούμε το θέμα ουσιαστικά και ρεαλιστικά, μας συμφέρει μάλλον να δίνουμε παρά να λαμβάνουμε. «Μακάριον εστί μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πραξ. 20,35). Να δίδουμε δε όχι μόνο υλικά ή πνευματικά αγαθά, αλλά και συγγνώμη και συγκατάβαση και ανεκτικότητα και μακροθυμία σ' αυτούς που σφάλλουν ή αμαρτάνουν. Η απώλεια του εγωισμού μας και του προσωπικού μας συμφέροντος μας δίδει κέρδος μεγάλο, πνευματικό και υλικό. Η κοινωνία τότε μόνον προοδεύει και ευημερεί, όταν οι άνθρωποι αισθάνονται αλλήλων μέλη και ενδιαφέρεται ο ένας για τον άλλον, πρώτα και περισσότερο από τον εαυτό του. Αυτό είναι ο παράδεισος, αυτό είναι η βασιλεία του Θεού επί της γης.
Και για να κατανοήσουμε καλύτερα τα όσα λέμε θα παραθέσουμε ένα ανέκδοτο, όπως το διαβάσαμε. «Πέθανε κάποιος άνθρωπος που ήταν ενάρετος και καλός και που γι' αυτό θα έπρεπε να μεταβεί στον παράδεισο. Όταν έφθασε στον άλλο κόσμο, τον παρέλαβε εκεί κάποιος και τον οδήγησε σ' ένα εκπληκτικό χώρο. Ήταν μια πολύ ωραία και πολύ μεγάλη αίθουσα με έξοχη διακόσμηση, με θαυμάσιες κουρτίνες στα παράθυρα, με υπέροχα έπιπλα, με ένα τεράστιο τραπέζι σκεπασμένο με εξαίσια λινά τραπεζομάντηλα και φορτωμένο με σπάνια κρύσταλλα, ασημικά και πορσελάνες γεμάτες από υπέροχα φαγητά. Γύρω από το τραπέζι καθόταν κάποιοι άνθρωποι που είχαν όμως πολύ μακριά χέρια, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να βάλουν στο στόμα τους αυτά τα υπέροχα φαγητά και έτσι να βιώνουν ένα αβάστακτο μαρτύριο. Αυτή ήταν η κόλαση. Ο άνθρωπος, που οδηγήθηκε εκεί, διαμαρτυρήθηκε. «Με συγχωρείτε κύριε», είπε σ' αυτόν που τον είχε οδηγήσει εκεί, «εγώ πρέπει να πάω στον παράδεισο». Ο οδηγός του κατάλαβε το λάθος του, ζήτησε συγγνώμη γι' αυτό και πήρε τον άνθρωπο, για να τον οδηγήσει στον παράδεισο. Άνοιξε μια άλλη πόρτα και βρέθηκαν σε μια αίθουσα εντελώς όμοια με την προηγουμένη. Όλα ήταν τα ίδια. Τα ίδια κρύσταλλα, τα ίδια ασημικά, οι ίδιες πορσελάνες, τα ίδια υπέροχα φαγητά και οι άνθρωποι, που καθόταν γύρω από το τραπέζι, είχαν τα ίδια μακριά χέρια, όμως εκείνοι τάιζαν ο ένας τον άλλον και έτσι ήταν ευτυχισμένοι».
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ