Ένα συνηθισμένο φαινόμενο, που αντιμετωπίζουν συχνά οι ιερείς και οι ιεροκήρυκες, είναι η μείωση του πιστών που προσέρχονται στη λειτουργία και στα κηρύγματα που γίνονται. Η κατάσταση πολλές φορές είναι απελπιστική και συγχρόνως τραγική. Το φαινόμενο αυτό δυστυχώς παρουσιαζόταν πάντοτε στη ζωή της Εκκλησίας, ακόμη και όταν ιερείς και ιεροκήρυκες ήταν οι πιο σπουδαίοι και ξακουστοί.
Θα παρουσιάσουμε εδώ κάποιες σκέψεις του αγίου Χρυσοστόμου, από ανάλογη περίπτωση στην Εκκλησία της Αντιόχειας, όταν ακόμη ήταν απλός κληρικός.
Κάθε μέρα η σύναξη μας λιγοστεύει περισσότερο. Γεμάτη η πόλη, άδεια η Εκκλησία. Γεμάτη η αγορά, τα θέατρα, ο περίπατος, έρημο το σπίτι του Θεού. Ή για να μιλήσουμε αληθινά και κυριολεκτικά έρημη η πόλη και γεμάτη η Εκκλησία. Διότι άνθρωποι είναι όχι οι αδιάφοροι για πνευματικά θέματα, όχι αυτοί που προσέχουν τα κοσμικά, όχι όσοι έχουν σώμα και φωνή ανθρώπου, αλλά όσοι ενδιαφέρονται για το Θεό· όσοι προσπαθούν να γνωρίσουν το Θεό· να γνωρίσουν το θέλημά του· όσοι ακούν κήρυγμα προφητών και αποστόλων.
Ο Ησαΐας λέγει· «Ήλθον και ουκ ην άνθρωπος· εκάλεσα, και ουκ ην ο υπακουσόμενος». (Ησ. 50,2). Και τα λέγει αυτά ο Ησαΐας ενώ είναι στο κέντρο των Ιεροσολύμων. Ενώ βρίσκεται στα πολυπληθή Ιεροσόλυμα. Και τα λέγει αυτά για να δείξει ότι αυτός που δεν ακούει κήρυγμα αποστόλων και προφητών δεν είναι άνθρωπος. Γι’ αυτό και σε άλλο σημείο της προφητείας του στρέφει το κήρυγμα προς τα στοιχεία της φύσεως. «Άκουε ουρανέ, και ενωτίζου γη» (Ησ. 1,2). Είναι σαν να τους λέει· όταν οι άνθρωποι δεν έχουν λογικό και πνευματικό ενδιαφέρον, τότε μιλώ στα στοιχεία της φύσεως μπας και συνέλθουν. Μπας και ντραπούν για την αλογία τους.
Το ίδιο κάνει και ο προφήτης Ιερεμίας όταν λέγει· «Προς τίνα λαλήσω και διαμαρτυριούμαι;» (Ιερ. 6,10). Το λέγει αυτό μέσα στα Ιεροσόλυμα, ενώ υπάρχει πλήθος σωμάτων και πλήθος ανθρώπων. Αλλά τα σώματα αυτά δεν έχουν δυστυχώς πνευματικά αυτιά ν’ ακούσουν. «Απερίτμητα τα ώτα αυτών, και ου δύνανται ακούειν».
Εάν αυτός που απεχθάνεται την ανθρώπινη τροφή και τρώγει μαζί με τα ζώα αγκάθια και χόρτα, βιολογικά, δεν μπορούμε να τον ονομάσουμε άνθρωπο, τότε αυτός που μισεί την αληθινή τροφή, τον λόγο του Θεού, και τρέφεται με τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας πως μπορεί να ονομαστεί άνθρωπος; Ακόμη και αυτός που τρέφεται με άρτο δεν μπορεί να λέγεται άνθρωπος αν δεν τρέφεται και με το λόγο του Θεού. Διότι «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ εν παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. 4,4). Συνεπώς είναι διπλή η τροφή της ζωής μας· η μία είναι κατώτερη και η άλλη ανώτερη. Η μία είναι υλική και η άλλη πνευματική. Την δεύτερη πρέπει να την επιζητούμε περισσότερο από την άλλη. Ακόμη και ο Θεός, όταν θέλει να απειλήσει τον άνθρωπο, του λέγει ότι θα του δώσει «ου λιμόν άρτων ουδέ δίψαν ύδατος, αλλά λιμόν του ακούσαι τον λόγον Κυρίου» (Αμώς. 8,11). Μιλάμε συνεχώς για υλικές γενοκτονίες και αδιαφορούμε για τη συνεχή πνευματική γενοκτονία που υφίσταται ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Εάν τώρα αυτοί που δεν ακούν το λόγο του Θεού -σύμφωνα με τους προφήτες- δεν είναι άνθρωποι, αυτοί που δεν έρχονται καθόλου στην εκκλησία, που δεν καταδέχονται ούτε καν να περάσουν, που απαξιούν εντελώς να συμμετάσχουν στη σύναξη της θείας λειτουργίας, πως θα τους πούμε ανθρώπους;
Εδώ όμως υπάρχει και η πνευματική ευθύνη, όχι μόνο των ιερέων και των ιεροκηρύκων, αλλά και του λαού του Θεού, που συχνάζει στις αυλές του Κυρίου. Εάν δεν έρθουν εδώ στην εκκλησία, κραυγάζει ο ιερός Χρυσόστομος, εσείς πρέπει να τους πάτε τροφή να φάνε. Εσείς πραέπει να τους μεταδώσετε τι ακούσατε. Εσείς πρέπει να τους προτρέψετε να έλθουν στις συνάξεις της Εκκλησίας, ώστε να λάβουν και τον άρτο της διδασκαλίας και το άρτο της θείας κοινωνίας. Συνεπώς η απουσία των αδελφών πρέπει να μας γεμίζει ευθύνες και ανησυχίες και να μας ωθεί σε διάφορες ενέργειες να τους ξαναφέρουμε κοντά στις εκκλησιαστικές συνάξεις.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ