ΟΧΙ: Η απάντηση σε ιταμά τελεσίγραφα

«Όποιος δεν αγαπάει την πατρίδα του,

δεν μπορεί ν’ αγαπάει τίποτε»

Σαμουήλ Τζόνσον

Μικρή εδαφικά η χώρα μας αλλά τεράστια ιδεολογικά, πάντοτε αποτελούσε το βασικό κινητήριο γρανάζι στη μηχανή της ιστορίας της ανθρωπότητος, για να την οδηγεί σε νέους ορίζοντες.

Καθότι δε ιστορία είναι το συνώνυμο της αληθείας και της τιμιότητος, ας επιτρέψουμε μερικούς εντίμους κριτές, αλλά και πρωταγωνιστές της να εκφρασθούν.

Για την ΑΡΝΗΣΗ του παρελθόντος αιώνος, ας μιλήσουν λακωνικά κάποιοι από τους πρωταγωνιστές της συγκεκριμένης ιστορικής σελίδος.

Στρατάρχης Σμάτς 1941.

«Η μάχη της Πίνδου ήλλαξε τον ρουν της ιστορίας. Μία μάχη υπέρ της ανθρωπότητος».

Ο ίδιος ο Χίτλερ εντυπωσιασμένος από την κατανίκηση των ιταλικών στρατευμάτων και την απόρριψη της προτάσεώς του για συνθηκολόγηση, λίγο πριν εισβάλλει στην χώρα, αισθάνθηκε το ηθικό χρέος ν’ αναγνωρίσει ότι: «Χάριν της ιστορικής αληθείας οφείλω να ομολογήσω, ότι εξ’ όλων των αντιπάλων του άξονα, μόνον ο Έλλην στρατιώτης επολέμησε με παράτολμο θάρρος και υψίστη περιφρόνηση προς τον θάνατο».

Έναν χρόνο μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1942 και ενώ η επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Σοβιετικής Ενώσεως βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ο ραδιοσταθμός της Μόσχας διεκήρυσσε: «Έλληνες, επολεμήσατε άοπλοι εναντίον πανόπλων και ενικήσατε, μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν είναι δυνατόν να γίνη άλλως, διότι είσθε Έλληνες. Εκερδίσαμεν χρόνον δια να αμυνθώμεν. Ως Ρώσσοι και ως άνθρωποι σας ευγνωμονούμεν».

 

28η Οκτωβρίου 1940.

Μία σημαδιακή ημέρα κατά την οποία το άστρο της Ελλάδος έλαμψε τόσο, που φώτισε όλη την οικουμένη και επεσκίασε απόλυτα τη νοσηρή ταπεινότητα. Η Ελλάς, ως ψυχικός γίγας, στάθηκε ορθία σαλπίζοντας μία μοναδική–ιστορική άρνηση. Ένα ξεχωριστό ΟΧΙ από ένα ηρωικό έθνος μέσα σ’ ένα κλίμα φόβου, απελπισίας και πανόπλου βίας που σκέπαζε την υφήλιο. Μία σπουδαιοτάτη συμβολή στην διατήρηση των παγκοσμίων αξιών.

Οι μαχητές έκαναν το καθήκον τους «πιστοί τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι».

Έπεται όμως ο απολογισμός ο δικός μας και η δέουσα περίσκεψη.

Αρκούν οι πανηγυρικοί λόγοι, οι δοξολογίες, οι παρελάσεις και οι καταθέσεις στεφάνων;

 

Δυστυχώς ανώνυμοι ήρωές μας, σας ενθυμούμαστε μόνον την συγκεκριμένη μέρα της εθνικής γιορτής, για να ικανοποιήσουμε εγωιστικά την εθνική μας υπερηφάνεια, με τους δικούς σας όμως αγώνες και θυσίες. Όπως τα φθινοπωρινά φύλλα πέφτουν κατάξερα και κιτρινισμένα σκεπάζοντας την γη, έτσι και εσάς σας σκεπάζει η λήθη της αχαριστίας και της αγνωμοσύνης των «εκλεκτών» απογόνων σας.

Και όμως η επιθυμία σας ήταν μία και μικρή. Να μη σας ξεχάσουμε στην ζωή που μας χαρίσατε, εσείς οι ίδιοι και με το δικό σας αίμα.

Εμείς όμως υποταγμένοι στον νόμο της λήθης και της μοίρας των νεκρών, σας έχουμε σκληρά λησμονήσει ή μάλλον διαγράψει. Στις μέρες μας δεν σας περιφρονούμε απλά, αλλά σας καθυβρίζουμε και ειρωνευόμαστε.

Μας συμφέρει όμως και μας βολεύει απόλυτα που ζούμε εξ’ αιτίας της δόξης σας και φωτιζόμαστε από το φως σας. Το ερώτημα όμως είναι. Ως πότε θα «διαπρέπουμε» ως ετερόδοξα και ετερόφωτα όντα; Κάποια στιγμή πλησιάζει το τέλος. Κάποια στιγμή πλησιάζει η μοναξιά του ασώτου, με την γύμνια ψυχική και σωματική εμφανεστάτη.

Όμως και εσείς έχετε ανάλογες σκέψεις που τις συνενώνετε μ’ εκείνες του Κολοκοτρώνη…

«Αν ήξερα ότι αγωνιστήκαμε και σκοτωθήκαμε γι’ αυτήν την Ελλάδα που αντικρίζω τώρα, δεν θα το έκανα ποτέ…» ψέλλισε πικραμένος ο γέρος.

Είναι κανόνας της ζωής, ότι ο επίγονος των ποικίλων αγώνων, πάντοτε είναι η αχαριστία και αγνωμοσύνη.

Όπως όμως εμείς οι απόγονοι, «ανταμείψαμε» τους προγόνους μας, κάπως έτσι και το μεγαλείο της Ελλάδος και η σπουδαία συμβολή της στη διατήρηση των παγκοσμίων αξιών, αμείβεται και παρασημοφορείται με την εγκατάλειψη και την περιφρόνηση από τους πολλαπλούς «φίλους και συμμάχους».

Η Ελλάς που προεβλήθη ως ένα ισχυρό εμπόδιο στον εξωφρενικό δρόμο της ανθρωπότητος τότε και ως ολοκαύτωμα υπέρ της νίκης των εθνών, τώρα στις μέρες μας είναι παραπεταμένη απ’ όλους ως η χειρότερη παλλακίδα των λαών. Τη γλέντησαν, την απομύζησαν και την εκμεταλλεύτηκαν άπαντες και τώρα λαβωμένη, αδύναμη, κουρελιασμένη, ξυπόλητη, στιγματισμένη, πάμπτωχη, περιπαίζεται, περιφρονείται και απειλείται υπό πάντων.

Αυτή η συμπεριφορά όμως αποτελεί την εκδίκηση από κάποιους, που πήγαν πίσω τα σχέδιά τους εξ’ αιτίας της για πολλά χρόνια· εξ’ αιτίας του αξεπεράστου ΟΧΙ.

Κάποιος αγωνιστής του τότε ανώνυμος έκανε μία μεγάλη δήλωση, που πέρασε όμως στα ψιλά γράμματα. «Δεν μας συγχώρησαν ποτέ για το ΟΧΙ που είπαμε».

 

Τώρα απομένει ο τραγικός επίλογος της μικρής μας αναφοράς σ’ εκείνο το μεγάλο γεγονός.

Όταν έλιωσαν τα χιόνια, βρέθηκαν Έλληνες και Ιταλοί στρατιώτες με τον οπλισμό τους, πεθαμένοι αγκαλιά. Το αγκάλιασμα αυτό ήταν η έμπρακτη αποδοκιμασία του πολέμου. Μία σκηνή από τις πολλές, που αποτελεί παρακλητική κραυγή, να μη ξαναγίνει πόλεμος.

Να μην ανέλθει ποτέ κάποιος σχιζοφρενής στην εξουσία, που θα προκαλέσει νέο αιματοκύλισμα των λαών. Κάποιος που προκειμένου να ικανοποιήσει τα κτηνώδη ένστικτά του, θα οδηγήσει την άλκιμη νεολαία στην λαιμητόμο των κατακτητικών του σχεδίων. Αυτό αποτελεί ένα ΟΧΙ διαφορετικό, στα σχέδια και τα «οράματα» των παρανοϊκών και πολεμοχαρών ηγετών.

ΟΧΙ λοιπόν στον πόλεμο· σ’ αυτήν την τρέλλα· την ανοησία· την κατάρα που υποκινείται από τους «προασπιστές» της ειρήνης.

Όλων αυτών που κόπτονται για ειρήνη και κρυφά την υπονομεύουν με την προετοιμασία μελλοντικού ολέθρου.

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή