του Εμμανουήλ Γκατζέ, του Θεμιστοκλέους
Εισαγωγή. Γνώρισα τον κύριο Εμμανουήλ Γκατζέ και τη σύζυγό του Διαλεχτή, σε μία επίσκεψή μου στο σπίτι τους, στο Περδίκκα στις 15-12-2008. Όταν έμαθα την ηλικία του κ. Μανώλη -94 ετών-, αμέσως τον ρώτησα αν πολέμησε το 1940 και τι σχετικό είχε να μου διηγηθεί από τις τότε εμπειρίες του. Ο παππούς ακμαιότατος, παρά τα χρόνια του και τις ταλαιπωρίες που είχε περάσει, άρχισε με ζωντάνια και φοβερή μνήμη να διηγείται με παραστατικότητα τα πάντα και με λεπτομέρειες. Είχε γεννηθεί 1η Αυγούστου του 1915 και το 1936, σε ηλικία 21 ετών υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό. Το 1939 το επιστράτευσαν ξανά λόγω των τεταμένων σχέσεων με την Ιταλία και παρέμεινε δύο μήνες στην Καστοριά, μέχρι που υπεγράφη το ελληνοϊταλικό σύμφωνο φιλίας και αποστρατεύθηκε. Τέλη Αυγούστου του 1940, με την νέα ένταση των ελληνοϊταλικών σχέσεων, ξαναεπιστρατεύτηκε και έκτοτε μετείχε των επιχειρήσεων μέχρι τέλους του πολέμου, με ένα διάλειμμα λόγω αναρρωτικής αδείας.
Ο κ. Μανώλης το 1960 –ενώ ήταν 45 ετών- έγραψε τα του πολέμου, όπως τα γνώρισε ο ίδιος, σ’ ένα τετράδιο το οποίο μου το εμπιστεύθηκε. Πήρα το τετράδιο αυτό, διόρθωσα τα ορθογραφικά λάθη, έθεσα τη σωστή στίξη, το χώρισα σε παραγράφους και έβαλα τίτλους στις χωριστές ενότητες. Τέλος εμπλούτισα το χειρόγραφο με μικρές λεπτομέρειες, που προφορικά τις πρόσθεσε σε μένα ο κ. Μανώλης Γκατζές. Παραδίδω το κείμενο στη δημοσιότητα, για να πληροφορηθούμε εμείς οι μεταγενέστεροι τι φοβερές συνθήκες και καταστάσεις αντιμετωπίσανε οι παππούδες μας, πόσο υπεύθυνα και με πόση αυτοθυσία πολέμησαν για την πατρίδα μας, αλλά και για το λάθος τους να παρασυρθούν στη δίνη του εμφυλίου πολέμου. Ας εμπνεόμαστε από τον ηρωισμό και την αυτοθυσία τους κι ας προσπαθήσουμε να μη επαναλάβουμε τις αδελφοκτόνες εμφύλιες διενέξεις και σφαγές.
Αρχιμ. Μελέτιος Απ. Βαδραχάνης
Επιστράτευση τέλη Αυγούστου 1940
Ξημέρωμα 22ας Αυγούστου 1940, επιστρατεύθηκα στη δύναμη του 28ου Συντάγματος Πεζικού εις Ξινό Νερό, όπου και ντύθηκα ως σκοπευτής οπλοπολυβόλου. Από κει με πεζοπορία -μέσω Βιτσίου- φθάσαμε Κρανιώνα και με βάρος περίπου 35 οκάδες και όλο κατσάβραχα. Και εκεί θυμάμαι ένα περιστατικό· καθίσαμε για να ξεκουραστούμε και μας έκαναν συσσίτιο φακές με ρύζι, δηλαδή φακόρυζα. Έτυχε να κάνει επιθεώρηση ο στρατηγός Μεταξάς. Παρουσιάσθηκε ο μάγειρας με το φακόρυζο και δοκιμάζοντας ο στρατηγός είπε· “είναι πολύ ωραίο και μη χειρότερα· μόνο να βρίσκεται”. Αυτό το είπε σαν προφήτης· σαν να το ήξευρε τι πείνα θα ακολουθούσε μέσα στην Αλβανία.
Από την Κρανιώνα φύγαμε και φθάσαμε στο Βατοχώρι. Εκεί μείναμε ως διμοιρία τάγματος μέχρι την 28η Οκτωβρίου έξω στα αντίσκηνα. Χαράματα της 28ης Οκτωβρίου πέσανε οι πρώτες ομοβροντίες του Ιταλικού πυροβολικού. Η μέρα πέρασε με άγχος και αγωνία. Η μέρα βράδιασε και μόλις το σούρουπο πήραμε διαταγή να πάμε στα φυλάκιά μας. Γιατί στα φυλάκια ήταν κληρωτοί και επειδή βάζονταν με το πυροβολικό τα εγκατέλειψαν και πήγαμε εμείς ως ενίσχυση.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες ήσαν οι πιο εφιαλτικές της ζωής μου· ως που ξημέρωσε η μέρα Πέμπτη 31η Οκτωβρίου. Τα χαράματα, ο πέμπτος λόχος και η διμοιρία μας που ανήκε σ’ αυτόν, κάναμε την πρώτη επίθεση εναντίον των Ιταλών. Η ορμή μας ήταν ακάθεκτος και σε διάστημα ολίγων ωρών τρέψαμε εις φυγή άτακτη τους Ιταλούς. Καταλάβαμε το ιταλικό τελωνείο, που ήταν γεμάτο από διάφορα εμπορεύματα -ιδίως ραπτομηχανές και μοτοσικλέτες- και πολλά άλλα είδη. Εκείνη την πρώτη ημέρα πιάσαμε μια διμοιρία, τους πρώτους αιχμαλώτους. Μετά από αυτή τη μάχη ο στρατός μας απέκτησε θάρρος και ορμή φθάνοντας στα πρόθυρα της Βίγκλιστας, μιας ωραίας κωμόπολης που τη εγκατέλειψαν οι Ιταλοί. Τα λάφυρα ήταν άφθονα.
Στις 11 Νοεμβρίου κάναμε άλλη επίθεση στο ύψωμα Ιβάν, το οποίο μας απασχόλησε γύρω στις 10 ημέρες και στις 21 Νοεμβρίου πέφτει το Ιβάν, ο Μοράβας και εισέρχεται ο ελληνικός στρατός θριαμβευτικά στη πόλη της Κορυτσάς. Τι έγινε τότε δεν περιγράφεται· θα μου μείνουν αξέχαστες εκείνες οι ένδοξες και ιστορικές στιγμές. Στην Κορυτσά μείναμε αρκετές μέρες δια ξεκούραση και στις 6 Δεκεμβρίου πήραμε διαταγή για να πάμε για την κατάληψη του Αργυρόκαστρου. Αλλά δεν προλάβαμε να πάμε, γιατί είχε καταληφθεί και το Αργυρόκαστρο και έτσι αλλάξαμε πορεία και βαδίσαμε στο κεντρικό μέτωπο.
Αρχίζουν οι κακουχίες
Και από κει και πέρα αρχίζουν οι κακουχίες· όλα κατσάβραχα, δρόμοι δεν υπήρχαν, μόνο μονοπάτια. Εκεί είχαμε να αντιμετωπίσουμε το κρύο, τις παγωνιές, την πείνα, τις ψείρες. Χιόνια ένα μέτρο περίπου και για σκέπασμα είχαμε μόνο μία κουβέρτα και εκείνη βρεγμένη και παγωμένη. Και με πολλές ταλαιπωρίες φθάσαμε στο Φράσαρι, ένα χωριό, το πιο παγωμένο χωριό της Αλβανίας. Ένας λοχαγός του εφοδιασμού μας έλεγε ότι όποιος δεν πέρασε από το Φράσαρι δεν πολέμησε. Καταραμένο μέρος. Τόσο κρύο και τόση παγωνιά επικρατούσε εκεί.
Ύψωμα 1220
Μείναμε περίπου 4-5 ημέρες. Γίνονταν η μάχη του υψώματος 1220 από το 52ο Σύνταγμα. Κατάλαβαν το ύψωμα, αλλά δεν μπόρεσαν να το κρατήσουν και οπισθοχώρησαν άτακτα μέχρι που διαλύθηκαν. Αμέσως παίρνουμε διαταγή για να ενισχύσουμε το μέτωπο που κινδύνευε. 24 Δεκεμβρίου φθάνουμε στους πρόποδες του υψώματος 1220 και θυμάμαι ξημερώνοντας Χριστούγεννα δεν είχαμε τίποτες να φάμε. Μόνο μας είχαν μείνει 3 οκάδες ρύζι. Το βάλαν οι μάγειροι σε δύο καζάνια για να βράσει χωρίς λάδι και χωρίς αλάτι και φάγαμε από εκείνο το ρύζι 270 άνδρες, τρεις μέρες πεζοπορία νηστικοί. Και την Τρίτη ημέρα έδωσε ο λόχος μια πίτα κασέρι, περίπου 3 οκάδες, και την κάναν διανομή σε 270 άνδρες. Θα μου μείνει αξέχαστο ότι την ημέρα των Χριστουγέννων μας συγκέντρωσε ο λοχαγός και μας έβγαλε ένα λόγο, κλαίγοντας, και μας είπε πως και η τελευταία καλύβα τη σημερινή ημέρα κάτι έχει να φάει, ενώ εμείς δεν είχαμε να φάμε τίποτε. Αλλά, επειδή έχει ανάγκη η πατρίδα, εμάς έταξε δια να κάνουμε το καθήκον μας. Απέναντι στην πατρίδα εκεί, έφαγε ο στρατός κρέας από ψόφια μουλάρια και άλογα. Που λέει η πείνα μάτια βγάζει.
Ξημέρωσε 30η Δεκεμβρίου. Αρχίζει η μεγάλη επίθεση του υψώματος 1220. Η ώρα είναι 5η πρωινή. Το ύψωμα σφυροκοπείται με 36 κανόνια ορειβατικού πυροβολικού. Αφού βάλαν ακατάπαυστα, διαταχθήκαμε να κάνουμε την εξόρμηση. Το ύψωμα έπρεπε να καταληφθεί σε 15 λεπτά, αλλά εμείς ανεβήκαμε στην κορυφή σε 13 λεπτά· πράγμα το οποίο πάθαμε ζημιά από το δικό μας πυροβολικό. Γιατί, ώσπου να ρίξουν τις φωτοβολίδες ότι κατελήφθη το ύψωμα νωρίτερα κατά 2 λεπτά, χάσαμε 3-4 παιδιά από τα πυρά των δικών μας.
Φθάνοντας στην κορυφή του υψώματος, εκείνο που αντικρίσαμε δεν περιγράφεται. Τα χαρακώματα των Ιταλών ήταν γεμάτα από σκοτωμένους και τραυματίες. Και εμείς βέβαια είχαμε αρκετές απώλειες, αλλά οι Ιταλοί είχαν δεκαπλάσιες απώλειες χάρη στην ευστοχία του πυροβολικού. Πιάσαμε αρκετούς αιχμαλώτους, άφθονο πολεμικό υλικό, και 12 κανόνια όλα εις παράταξη μάχης. Τα εγκατέλειψαν και φύγανε.
Ψυχολογία αιχμαλώτων
Μετά την λήξη της μάχης, ο λοχαγός μας ανέθεσε σ’ εμένα και έναν ακόμη συνάδελφό μου να μεταφέρουμε 100 αιχμαλώτους εις την έδρα της μεραρχίας, η οποία απείχε από την πρώτη γραμμή γύρω στις 8 ώρες. Φύγαμε με τους αιχμαλώτους από την γραμμή του μετώπου γύρω στις 4 απογευματινή και φθάσαμε στην έδρα της μεραρχίας γύρω στις 12 νυκτερινή. Στον δρόμο συναντήσαμε ένα κινηματογραφικό στρατιωτικό συνεργείο και μας σταμάτησαν και μας πήραν ταινία. Οι Ιταλοί ήταν χαρούμενοι, γιατί γλύτωσαν τον πόλεμο. Το συμπέρασμα αυτό το βγάζω από το ότι 2 άτομα να συνοδεύουν 100 αιχμαλώτους, μέσα σε πολλά κατσάβραχα και ιδίως τις νυκτερινές ώρες, και αυτοί να μη κάνουν καμμία απόπειρα ν’ αποδράσουν ή να επιτεθούν και να μας αφοπλίσουν (δεν δικαιολογείται). Μόλις φθάσαμε στην έδρα της μεραρχίας, στο χωριό Ανδρίτσανη, αμέσως τους κάναν καταγραφή και τους βάλαν στο σχολείο και τους δώσαν και τροφή, από ¼ ψωμί και ένα κομμάτι κασέρι στον καθένα. Πήγαμε και ζητήσαμε και εμείς, αλλά εμάς δεν μας έδωσαν και μας είπαν να πάμε στον λόχο να φάμε. Φαντασθείτε ξεκινήσαμε νηστικοί, αφού δεν είχε ο λόχος τίποτε. Αναγκασθήκαμε και πήγαμε στον στρατηγό και αυτός διέταξε και μας έδωσαν και μας λίγο ψωμί και φύγαμε.
1η Ιανουαρίου 1941
Γυρίζοντας για τον λόχο μας ακριβώς ξημέρωνε το νέον έτος. Μόλις πήγαμε και ευχηθήκαμε ο ένας τον άλλον τα χρόνια πολλά, μας άρχισαν οι Ιταλοί με τους όλμους. Και το μέρος ήταν πολύ στριμωχτό δια ένα τάγμα στρατού και όπου έπεφτε ο όλμος σκοτωνόταν και δυο-τρεις στρατιώτες. Θυμάμαι ένα περιστατικό· λίγο πιο κάτω από μας ήταν τρεις λοχίες και ένας δεκανέας και είχαν λίγο φωτιά και ζεσταίνονταν και πέφτει ο όλμος απάνω στην φωτιά και τους σκοτώνει όλους μπροστά στα μάτια μας¼ . Εκείνη την ημέρα, αξέχαστη πρώτη ημέρα του νέου έτους, είχαμε τις περισσότερες απώλειες. Μόνο ο λόχος μας εκείνη την ημέρα είχε γύρω στους 50 νεκρούς και τραυματίες.
Στις 6 Ιανουαρίου κάναμε την επίθεση και τους κατατσακίσαμε και από κει και πέρα ο δρόμος άνοιξε προς την Κλεισούρα και το παλαπάνι χάνι τα οποία και καταλάβαμε στις 25 Ιανουαρίου. Αλλά εμείς ήμασταν ερείπια από την πείνα, από την ψείρα και από την βαρυχειμωνιά. Από την πολύ παγωνιά είχαμε πάθει κρυοπαγήματα.
Κρυοπαγήματα και επιστροφή στα μετόπισθεν
Εκείνες τις ημέρες ήλθε μια διαταγή, όσοι πάσχουν από κρυοπαγήματα να περάσουν από γιατρούς. Εγώ από τα κρυοπαγήματα ήμουν χάλια. Τα πόδια μου πρήσθηκαν και άνοιξαν πληγές από τα δάχτυλα. Πήγαμε στους γιατρούς. Ήμασταν πάνω από εκατό που έπασχαν. Από αυτούς, γύρω στα 25-30 άτομα που ήταν πολύ σοβαρά, μας στείλανε στο ορεινό χειρουργείο. Αφού μας κάναν αντιτετανικό ορό, μας επίδεσαν τις πληγές και μας φέρανε με τα ζώα στην Κλεισούρα. Εκεί το μέρος βάλλονταν από το πυροβολικό και από την αεροπορία. Περάσαμε την Πρεμετή και φθάσαμε στον Αώο ποταμό· τον περάσαμε με τα πόδια από μια ξύλινη γέφυρα, γιατί η γέφυρα που περνούσαν τα αυτοκίνητα ήταν χαλασμένη. Μόλις περάσαμε την γέφυρα, μας ανέβασαν στα αυτοκίνητα και μας πήγαν στα Γιάννενα. Μας πήγαν στην Ακαδημία. Την είχαν σαν νοσοκομείο. Φθάσαμε χαράματα. Μας δώσανε το πρωινό μας και ύστερα μας εξέτασαν οι γιατροί. Όσοι ήσαν βαριά τραυματίες, το μεσημέρι, μόλις φάγαμε, μας ανέβασαν στα αυτοκίνητα με προορισμό την Αθήνα. Τα αστικά των Αθηνών και των άλλων πόλεων τα κάναν νοσοκομειακά.
Φεύγοντας από τα Γιάννενα φθάσαμε στην Άρτα. Δεν θα ξεχάσω την υποδοχή που μας κάνανε. Μας περάσανε αγκαλιά της Άρτας το γεφύρι. Γιατί το ιστορικό γεφύρι της Άρτας είναι μόνο για πεζούς και για ζώα. Από κει βαδίσαμε δια το Αγρίνιο, όπου φθάσαμε αργά και διανυκτερεύσαμε στα καπνομάγαζα του Παπαστράτου. Εγώ, εν τω μεταξύ, από την μεγάλη ταλαιπωρία και επειδή άργησα να κάνω αλλαγή τις πληγές από τα κρυοπαγήματα, αυτά ερεθίστηκαν. Είχε πρησθεί το αριστερό μου πόδι και έγινε ακούνητο από το πρήξιμο. Ήλθε με εξέτασε ένας ταγματάρχης γιατρός και με είπε ότι δεν θα μπορέσω να ακολουθήσω την αποστολή δια την Αθήνα. Αλλά εγώ δεν δέχτηκα και είπα ότι έστω και με το φορείο πρέπει να φύγω για την Αθήνα. Τέλος την άλλη μέρα το απόγευμα φύγαμε δια το Μεσολόγγι. Φθάσαμε κατά τις 8 η ώρα το βράδυ με το τρένο. Μας έβγαλε στο λιμάνι και από κει κουτσαίνοντας επιβιβαστήκαμε σε πολυτελέστατο νοσοκομειακό πλοίο, που ονομαζόταν «Μακεδονία».
Και από εκεί βάλαμε πλώρη δια τον Πειραιά, όπου φθάσαμε στο λιμάνι του Πειραιά κατά την 11η πρωινή. Την υποδοχή που μας κάναν εκεί θα μου μείνει αξέχαστη, με τη στρατιωτική μουσική που έπαιζε το «περνάει ο στρατός». Και εμείς ήμασταν όλοι κουτσοί και πληγωμένοι. Μάτι δεν έμεινε αδάκρυτο. Από τα φορεία μας πήραν αγκαλιά και μας φιλούσαν και μας δώσαν πολλά δώρα. Είχαμε μαζί στο πλοίο καμιά 300 Ιταλούς αιχμαλώτους· αυτοί ήσαν μέσα στην χαρά που γλυτώσαν από τον πόλεμο. Μας βάλαν μέσα στα νοσοκομειακά αυτοκίνητα με προορισμό δια τα νοσοκομεία των Αθηνών. Εμένα με πήγαν στο 5ο Γενικό στο Ψυχικό. Μην ξεχνάτε ότι όλα τα ιδρύματα, σχολεία, γυμνάσια, τα κάναν νοσοκομεία.
Νοσηλεία
Και, μόλις φθάσαμε στο νοσοκομείο, μας κάναν μπάνιο και μας ξύρισαν. Φανταστείτε είχα να ξυριστώ 3 μήνες περίπου και 3 μήνες να βγάλω τ’ άρβυλα. Τα γένια μου και η κουκούλα μου είχαν γίνει ένα. Όταν έβγαλα τ’ άρβυλα, μαζί μ’ αυτά βγήκε και το δέρμα των ποδιών μου! Εκεί στο νοσοκομείο αφήσαμε όλες τις ακαθαρσίες και τις ψείρες· μας απολυμάναν και έπεσα στον ύπνο και κοιμήθηκα περίπου ένα 24ωρο. Εν τω μεταξύ μας κάναν και αλλαγές δια τις πληγές· εμένα ιδίως τα κρυοπαγήματα ερεθίστηκαν, ιδίως το αριστερό μου πόδι είχε πρηστεί πάρα πολύ. Αμέσως μόλις το είδαν οι γιατροί κάναν συμβούλιο τι έπρεπε να κάνουν, για να γλυτώσω το κόψιμο του ποδιού. Θυμάμαι κάποιος αρχίατρος υποστράτηγος είχε προτείνει να μου κάνουν κάτι ενέσεις στην σπονδυλική στήλη. Και μετά από 3 ημέρες, έρχεται ο ίδιος ο αρχίατρος και μου χτυπάει στην πλάτη και μου λέει· «είχες τυχερό παιδί μου και γλύτωσες το πόδι». Αυτές οι ενέσεις είχαν έρθει από την Αγγλία και γλύτωσαν πολλά παιδιά. Μόλις μου χτυπούσαν την ένεση στην σπονδυλική, στήλη το πρήξιμο του ποδιού υποχωρούσε.
Στις ημέρες που ήμουν στο 5ο Γενικό Νοσοκομείο συνέβη ένα γεγονός απρόοπτο. Στις 25-26 Ιανουαρίου ήλθε και μας επισκέφθηκε ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς και μας ευχήθηκε το περαστικά και μας μοίρασαν δώρα. Ύστερα από δυο ημέρες μάθαμε ότι ο Μεταξάς πέθανε. Αναστατώθηκε όλη η Αθήνα από τον ξαφνικό θάνατο, γιατί ήταν πολύ αγαπητός από όλο το στρατό. Κάθισα σε κείνο το νοσοκομείο γύρω στις 18 ημέρες. Μετά με μεταθέσανε στο 3ο Γενικό, που ήταν στη σχολή Ευελπιδων και εκεί έκανα άλλες τόσες μέρες.
Αναρρωτική άδεια και επιστροφή στο Περδίκκα
Μετά από αυτές τις μέρες, ζήτησα αναρρωτική άδεια αλλά δεν μου έδωσαν, γιατί δεν είχαν κλείσει οι πληγές· εγώ όμως επέμενα, λόγω του ότι είχαμε μάθει ότι ήλθε γερμανικός στρατός μέσα στην Βουλγαρία και τα πράγματα είχαν γίνει δύσκολα στα βόρεια σύνορα. Τέλος, με μεγάλη δυσκολία, μου έδωσαν άδεια 30 ημέρες. Θυμάμαι την ώρα που πήγα να πάρω την άδεια, ο γιατρός που μου έδωσε το χαρτί είπε· «πάρτο παιδί μου αλλά θα με θυμηθείς, γιατί οι πληγές σου είναι ακόμα ανοιχτές». Παίρνοντας την άδεια, με πήγαν για τον σιδηροδρομικό σταθμό και πήρα το τρένο για την Θεσ/νίκη· Εκεί έφθασα αργά και πήγα στον θείο Αθανάσιο Καλμπουρτζίδη, όπου και έμεινα μια βραδιά και με φιλοξένησε χαρούμενος, γιατί ανταμωθήκαμε μέσα στην φωτιά του πολέμου. Και την άλλη μέρα πήρα το τρένο και έφθασα στο Αμύνταιο και από κει με αυτοκίνητο έφθασα στο χωριό. Η χαρά μου δεν περιγράφεται που ανταμώθηκα με τους δικούς μου.
Κάθισα στο χωριό περίπου ένα μήνα. Στο χωριό είχαν έλθει και κάτι Εγγλέζοι και κάναν κάτι οχυρά. Εκεί πιάσαμε φιλία και με τους Εγγλέζους και μας εκτιμούσαν πολύ σαν τραυματίες του πολέμου που ήμασταν και κάναμε αρκετά γλέντια μαζί. Αλλά εγώ συνέχεια θυμόμουν τον γιατρό που μου έδωσε την αναρρωτική άδεια και μου έλεγε να καθίσω ακόμη στο νοσοκομείο, γιατί οι πληγές μου δεν είχαν κλείσει και υπέφερα πολύ· κάθε δυο ημέρες πήγαινα στο Αμύνταιο και έκανα αλλαγή.
Λήξη αδείας και επιστροφή στο στρατό
Τέλος έληξε η άδεια και πήγα στην Καστοριά. Κατευθείαν μπήκα στο νοσοκομείο όπου και κάθισα αρκετές μέρες. Και μετά με πέρασαν επιτροπή και με πήγαν στην δεύτερη εφεδρεία. Εκεί καθίσαμε έως ότου κηρύχθηκε ο γερμανικός πόλεμος στις 6 Απριλίου.
Και στις 10 Απριλίου που έπεσε η Θεσ/νίκη άρχισε η οπισθοχώρηση. Εκεί στο Άργος Ορεστικό ήταν ένα κέντρο υπόνιον (στάβλος), σαν αναρρωτήριο για τα άλογα του ιππικού. Μας δώσανε από 5 άλογα και ένα καβάλα και αρχίσαμε την οπισθοχώρηση. Φθάσαμε στο Τσοτύλι όπου και διανυκτερεύσαμε. Την άλλη ημέρα περάσαμε τα Γρεβενά και φθάσαμε στην Καλαμπάκα όπου και διανυκτερεύσαμε.
Αερομαχίες
Την άλλη ημέρα πήραμε τον δρόμο για τα Τρίκαλα. Ενδιάμεσα του δρόμου πήραμε διαταγή να σταματήσουμε, γιατί τα Τρίκαλα βομβαρδίζονταν. Βάλαμε τα άλογα σε κάτι χαράδρες και περιμέναμε. Και εκεί που περιμέναμε, νάσου ένα σμήνος γερμανικών αεροπλάνων -από καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά- με κατεύθυνση προς τα Τρίκαλα, γιατί εκεί υπήρχε ένα Εγγλέζικο αεροδρόμιο με 5-6 αεροπλάνα καταδιωκτικά, τα οποία μόλις πρόλαβαν και σηκώθηκαν, αλλά δεν πρόλαβαν να φύγουν και πιάστηκαν σε αερομαχία. Θα μου μείνει αξέχαστη εκείνη η φοβερή αερομαχία. Άλλο να το γράφουν κι άλλο να το βλέπεις με τα μάτια σου. Κόλαση πυρός. Από τα Εγγλέζικα μόνο 2 γλύτωσαν και φύγαν. Τα 4 πέσαν και κάηκαν. Αλλά κάναν και μεγάλη ζημιά στα γερμανικά αεροπλάνα. Τουλάχιστον 4-5 βομβαρδιστικά και άλλα τόσα καταδιωκτικά καταστραφήκαν. Τελειώνοντας η αερομαχία πήραμε διαταγή να ξεκινήσουμε για Τρίκαλα και Καρδίτσα. Φθάνοντας στα Τρίκαλα να άλλο σμήνος από Γερμανικά αεροπλάνα. Δεν προλάβαμε να βγούμε από την πόλη και άρχισαν να μας βομβαρδίζουν. Και μας κάναν μεγάλη ζημιά. Σκοτώθηκαν αρκετοί στρατιώτες καθώς και πολίτες. Και σκοτώθηκαν πολλά άλογα. Η πόλη είχε γίνει ερείπιο.
Μετά από τον βομβαρδισμό φύγαμε δια την Καρδίτσα. Φεύγοντας από την Καρδίτσα περάσαμε από τους Σοφάδες και πιάσαμε τα υψώματα του Δομοκού, όπου φθάσαμε κατά τις 12 νυκτερινή και διανυκτερεύσαμε βάζοντας τα ζώα σε ένα στάβλο. Από τα 5 άλογα, που είχε ο κάθε στρατιώτης, μας έμενε από 1 άλογο. Τα υπόλοιπα άλλα σκοτώθηκαν και άλλα αφήσαμε αδέσποτα. Το πρωί μόλις ξημέρωσε πήγαμε να πάρουμε τα άλογα αλλά δεν βρήκαμε κανένα, μας τα είχαν κλέψει. Εγώ επειδή είχα τις πληγές μου ανοιχτές δεν μπορούσα να βαδίσω. Και θυμάμαι ήρθε ο λοχαγός μου και, αφού είδε τα χάλια που είχα, κατέβηκε αυτός από το άλογο και ανέβασε εμένα και μου είπε κάνε κουράγιο ώσπου να φθάσουμε στην Λαμία και να μπεις στο νοσοκομείο. Φθάσαμε στην Λαμία. Για καλή μου τύχη δεν μπήκα στο νοσοκομείο, γιατί την ώρα εκείνη ακριβώς περνούσε μια εγγλέζικη φάλαγγα που πήγαινε προς την Αταλάντη. Σταμάτησαν για λίγο και ο λοχαγός μου κάτι είπε στον Άγγλο αξιωματικό και μας είπε να ανεβούμε στο αυτοκίνητο -εγώ και ένας ακόμη συνάδελφος- με προορισμό την Αταλάντη, γιατί από κει θα περνούσε ο εφοδιασμός της μονάδας μας και θα φεύγαμε μαζί δια τον προορισμό μας. Κατεβήκαμε στην Αταλάντη όπου μας πήρε ένας κύριος και μας φιλοξένησε. Θυμάμαι ήταν Μεγάλη Τετάρτη. Είπα πιο πάνω ότι για καλή μου τύχη δεν μπήκα στο νοσοκομείο, γιατί ακριβώς εκείνη τη βραδιά οι Γερμανοί βομβάρδισαν τη Λαμία και μαζί και το νοσοκομείο, που το ισοπέδωσαν. Οι νεκροί και οι τραυματίες ήταν χιλιάδες, γιατί την άλλη μέρα ήλθαν από την Λαμία και μας διηγήθηκαν για τον άγριο βομβαρδισμό με τα πολλά θύματα. Καθίσαμε στην Αταλάντη μέχρι ξημέρωμα της Κυριακής του Πάσχα, οπότε πέρασε η διοίκηση της μονάδας μας και φύγαμε με προορισμό τη Γραβιά. Προτού πάμε στην Γραβιά ο ήλιος μας βρήκε στο Κηφισοχώρι· εκεί ήταν κόμβος δρόμος προς την Λειβαδιά, δρόμος προς την Γραβιά και η σιδηροδρομική γραμμή. Νάσου και τα Γερμανικά στούκας που έρχονταν κατά κύματα. Και εκεί, ενώ είχαμε ανακατευτεί με τους Εγγλέζους, άρχισε ο βομβαρδισμός ακατάπαυστα δέκα περίπου ώρες χωρίς διακοπή. Τα θύματα εκείνη την ημέρα ήταν πάρα πολλά. Εμείς μερικοί στρατιώτες προλάβαμε και πήγαμε σε μια μικρή χαράδρα, με λίγο νερό και πολύ βούρκο. Εκεί ξαπλωθήκαμε και κυλιόμασταν σαν τα γουρούνια· δεν σκεπτόμασταν τίποτε άλλο, περιμένοντας τον θάνατο από καμιά βόμβα συστημένη ή από σφαίρες του πολυβόλου τους. Τέλος προς το ηλιοβασίλεμα αραίωσαν και από κει συγκεντρωθήκαμε όσοι μείναμε. Γιατί από τους 50 που ήμασταν μείναμε 20 και μερικοί τραυματίες, που τους μεταφέραμε στην Γραβιά. Φθάσαμε στη Γραβιά γύρω στην 12ην νυκτερινή. Εκεί αφήσαμε τους τραυματίες στο νοσοκομείο και πήγαμε να ζητήσουμε κατάλυμα. Αλλά ο φρούραρχος της Γραβιάς μας είπε να φύγουμε το ταχύτερο από την Γραβιά, γιατί είχαν ειδοποίηση ότι οι Γερμανοί την επόμενη θα βομβάρδιζαν την Γραβιά. Κατάκοποι και νηστικοί όπως ήμασταν φύγαμε και την άλλη μέρα ο ήλιος μας βρήκε ανεβαίνοντας τον Παρνασσό και προχωρώντας προς τους Δελφούς και την Άμφισσα. Νάσου πάλι τα στούκας τα Γερμανικά. Εμείς κρυφθήκαμε σε ότι πρόχειρο υπήρχε, αλλά αντί να μας βομβαρδίσουν μας ρίξανε προκηρύξεις που έλεγαν ότι να αποφεύγουμε τους δημόσιους δρόμους και ιδίως τους κόμβους και ότι ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς δεν πέθανε φυσιολογικά, αλλά τον δηλητηρίασαν· και δια τον Κορυζή τον πρωθυπουργό ότι δεν αυτοκτόνησε αλλά τον σκότωσαν. Πολλά που δεν ξέραμε τα μάθαμε από τις γερμανικές προκηρύξεις. Και τραβήξαμε τον δρόμο δια την Άμφισσα. Πήγαμε στη πόλη ξεκουραστήκαμε και από κει πήγαμε στου Δελφούς και διανυκτερεύσαμε στο μαντείο των Δελφών.
Με το ξημέρωμα της ημέρας πήγαμε σε μια ορεινή κωμόπολη την Δεσφίνα. Και, μόλις μας είδαν να ανηφορίζουμε, νόμισαν ότι ήταν Γερμανοί και βγήκαν να τους υποδεχτούν με ιερείς και εξαπτέρυγα· και μόλις μας πλησίασαν και είδαν ότι ήταν ελληνικός στρατός άρχισαν να μας αγκαλιάζουν και να κλαίνε από τη χαρά τους. Εκεί στην πλατεία καθίσαμε και μας φιλέψανε και μας δώσαν και κόκκινα αυγά, γιατί ήταν Τρίτη ημέρα του Πάσχα.
Αφού ξεκουραστήκαμε πήραμε το δρόμο για τη Ιτέα και από κει περάσαμε και βγήκαμε στην Πάτρα. Αλλά η Πάτρα ήταν βομβαρδισμένη. Όλα ερείπια. Ευτυχώς το τρένο δούλευε και ανεβήκαμε και βγήκαμε στην Κόρινθο. Εκεί του Ισθμού την γέφυρα την είχαν ανατινάξει. Εκεί συναντήσαμε πολλούς αξιωματικούς Έλληνες και Εγγλέζους. Ολόκληρο επιτελείο από γιατρούς. Και εκεί μας εξέτασαν. Και όσοι δεν ήταν τραυματίες τους πέρναν και τους βάζαν στα πλοία για την Κρήτη. Εμένα και μερικούς άλλους, που ήμασταν τραυματίες, μας άλλαξαν τις πληγές και μας πέρασαν από την απέναντι άκρη του Ισθμού και μας άφησαν, λέγοντας μας πώς να πάμε στην Αθήνα και να μπούμε σε νοσοκομείο. Και από κει και πέρα ο Θεός βοηθός. Τέλος με χίλιες ταλαιπωρίες φθάσαμε στην Αθήνα και μπήκα στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού.
Εκεί όλα τα νοσοκομεία ήταν γεμάτα από τραυματίες. Θυμάμαι μπήκα στο νοσοκομείο Κυριακή του Θωμά και οι Γερμανοί είχαν φθάσει έξω από την Αθήνα στο αεροδρόμιο Τατοΐου και στείλαν απεσταλμένους και είπαν να παραδοθεί η πόλη. Στην Αθήνα όμως δεν υπήρχε ούτε στρατός ούτε κυβέρνηση. Η κυβέρνηση με τον βασιλιά είχαν φύγει δια την Κρήτη. Και μόλις μπήκαν στην πόλη ανέβηκαν στην Ακρόπολη και κατέβασαν την ελληνική σημαία και ύψωσαν την γερμανική. Και τότε μάθαμε πως ο σκοπός που φύλαγε την Ελληνική σημαία, κατεβάζοντας την σημαία μας, έπεσε από την Ακρόπολη και σκοτώθηκε.
Η διαγωγή των Γερμανών
Τέλος ύστερα από 5-6 ημέρες, αφού εγκαταστάθηκαν και ανέλαβαν όλες τις διοικήσεις, ήλθαν και μας επισκέφθηκαν Γερμανοί γιατροί και μας επαίνεσαν με τα πιο κολακευτικά λόγια· ιδίως τους τραυματίες τους πρόσεχαν πολύ. Μας έβγαλαν ένα λόγο και ισχυρίσθηκαν· «εμείς ήλθαμε εδώ στην Ελλάδα σαν φίλοι και όχι σαν κατακτητές». Και, αφού πήραν τις συστάσεις μας από πού κατάγεται ο καθένας μας, δώσανε από ένα σημείωμα με γερμανική σφραγίδα και μας υποσχέθηκαν ότι θα μας μεταφέρουν με δικά τους μεταφορικά μέσα. Και όπως και έγινε.
Ύστερα από 3 ημέρες με ειδοποίησαν να ετοιμασθώ. Και με γερμανική φάλαγγα μας πήραν από την Αθήνα και πήγαμε στην Θήβα όπου και διανυκτερεύσαμε. Την άλλη ημέρα με πήρε άλλη φάλαγγα και πήγαμε στην Λειβαδιά όπου και διανυκτερεύσαμε. Την επόμενη με άλλη φάλαγγα φθάσαμε στην Λαμία, όπου και μείναμε εκεί. Και την άλλη ημέρα, με την ίδια φάλαγγα φθάσαμε στην Λάρισα και διανυκτερεύσαμε. Εγώ φθάνοντας στην Λάρισα σκέφθηκα τον θείο μου τον Θεοχάρη Κίτσο, αδελφό της μητέρας μου, σε μια κωμόπολη ονόματι Αμπελώνα. Εκεί πήγα και τον βρήκα και με φιλοξένησαν περίπου μια εβδομάδα. Και μετά πήγα στον Τίρναβο με τον θείο μου, γιατί από κει περνούσαν οι γερμανικές φάλαγγες. Και μόλις έδειξα το χαρτί, που μου είχαν δώσει οι Γερμανοί, αμέσως με ανέβασαν στο αυτοκίνητο με προορισμό την Κοζάνη. Φθάσαμε ηλιοβασίλεμα στην Κοζάνη. Οι Γερμανοί με έδωσαν ψωμί και κονσέρβα και κατάλυμα δια να κοιμηθώ.
Συνάδελφοι στρατιώτες
Αλλά εκείνη την ώρα περνούσαν κάτι στρατιώτες από κει, που έτυχε να είναι γνωστοί μου από το Αλβανικό μέτωπο, και μόλις με είδαν άρχισαν να με αγκαλιάζουν και να κλαίνε. Αυτούς τους είχαν κάνει εξορία στα μετόπισθεν, γιατί εκεί στο μέτωπο που ήμασταν άρχισαν και αυτομολούσαν. Γι’ αυτό τους πήραν και τους έστειλαν στα μετόπισθεν. Με πήραν και πήγαμε και κοιμηθήκαμε στα Κοίλα. Εγώ επειδή δεν μπορούσα να περπατήσω με πήγαν σηκωτό. Τέλος, αφού ξεκουραστήκαμε, με σήκωσαν περίπου τα μεσάνυχτα. Τους είπα ότι δεν μπορώ να βαδίσω, αλλά αυτοί επέμεναν. Τέλος -δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά- τους ακολούθησα. Με βοήθησαν πολύ και ο ήλιος μας βρήκε έξω από την Ποντοκώμη ακριβώς, μπαίνοντας στο δάσος με προορισμό την Μαυροπηγή. Συναντήσαμε κάτι χωρικούς Σλαβομακεδόνες με τσεκούρια στο χέρι. Μας χαιρέτησαν σλάβικα και -επειδή και η παρέα, δηλαδή οι συνάδελφοί μου, ήταν και αυτοί Σλαβομακεδόνες- άρχισαν να κουβεντιάζουν σλάβικα. Τι είπαν αναμεταξύ τους δεν κατάλαβα τίποτα· μόνο όταν τους ρώτησα μου είπαν ότι είναι παλιοτόμαρα. Μπαίνοντας στην Μαυροπηγή εκεί είχαμε έναν συγχωριανό μας παντρεμένο χρόνια πολλά και μόλις με είδε άρχισε να με αγκαλιάζει και να κλαίει. Με τραβάει παραπέρα και μου λέει· «είχες τυχερό που είχες παρέα από τους δικούς τους, αλλιώς θα σε καθαρίζανε». Τότες είχε πέσει ένα μίσος ανάμεσα στο σλάβικο στοιχείο εναντίον του ελληνικού, που το πλήρωσαν πολλοί αθώοι στρατιώτες με το αίμα τους.
Τέλος, φεύγοντας από την Μαυροπηγή, κατεβήκαμε στο Προάστιο και από κει στην Πτολεμαΐδα, όπου και αποχωρίστηκα από τους συναδέλφους μου κουτσαίνοντας. Επί τέλους έφθασα στο χωριό μου τον Περδίκκα. Φθάνοντας στο χωριό όλοι με είχαν ξεγραμμένο, γιατί ο μόνος που έφθασε τελευταίος στο χωριό ήμουν εγώ. Γιατί ήρθα στο χωριό στις 17 Ιουνίου.
Κατοχή
Και από δω αρχίζουν οι μαύρες μέρες της κατοχής. Μαύρες μέρες που δε ξεχνιούνται. Αφού πέρασαν περίπου 2 χρόνια, αποφάσισα να δημιουργήσω οικογένεια και στις 20 Μαΐου του 1943 παντρεύτηκα και δημιούργησα οικογένεια. Ο γάμος έγινε στο σπίτι εντελώς ιδιωτικά, με τον ιερέα Τριαντάφυλλο Ιωάννου και με στέφανα από κληματσίδες, στολισμένα με λωρίδες από χαρτί. Μάλιστα δεν μπόρεσε να διαβάσει όλη την ακολουθία, διότι μας διακόψαν οι Γερμανοί, αφού πέρασε η ώρα και έπρεπε να γίνει συσκότιση. Η γυναίκα μου η Διαλεχτή όλο ρωτά τους ιερείς, αν είναι μεγάλο σφάλμα που δεν διαβάστηκαν όλα τα γράμματα. Και μετά ένα περίπου χρόνο αποκτήσαμε το πρώτο μας παιδί. Σκεφθείτε τι δυσκολίες τραβήξαμε, γιατί δεν υπήρχε τίποτες. Οι κατακτητές δεν άφησαν τίποτες, όλα τα αγαθά τα είχαν αρπάξει. Και εκείνα τα λίγα που είχαν μείνει τα είχαν κρύψει και πουλιόνταν στην μαύρη αγορά. Και για να εύρεις λίγη ζάχαρη, έπρεπε να γνωρίζεις ανθρώπους που είχαν, για να σου δώσουν λίγο. Και τιμή δεν ρωτούσες. Αρκεί να εύρισκες.
Από την κατοχή και τον συμμοριτοπόλεμο αποκτήσαμε 4 παιδιά τα οποία δόξα τω Θεό όλα είναι εν τη ζωή. Τρία κορίτσια και ένα αγόρι, τα οποία όλα παντρεύτηκαν και κάναν δικιά τους οικογένεια. Η γυναίκα μου, επειδή δεν μπορέσαμε να βγούμε μια φωτογραφία νυφιάτικη, με τις συνθήκες που παντρευτήκαμε, αφού κάναμε τα τέσσερα παιδιά μας και βγήκαμε μια φωτογραφία σε ένα τραπέζι, έκοψε από τη φωτογραφία το κεφάλι μου και το δικό της και τα έδωσε εκ των υστέρων στο φωτογράφο, ο οποίος, αφού πήρε μια φωτογραφία με άλλο ζευγάρι ντυμένο με ωραία ρούχα, έκοψε τα κεφάλια τους και έβαλε τα δικά μας. Έτσι αξιωθήκαμε, μ’ αυτό το τέχνασμα της γυναίκας μου, να έχουμε φωτογραφία νυφιάτικη και μάλιστα, με ωραίο νυφικό εκείνη κι εγώ με κουστούμι, που δεν το είδα ούτε στο όνειρό μου την εποχή εκείνη.
Δύσκολη και φοβερή ήταν η κατοχή. Ξεύρεις τι θα πει να μην είσαι ελεύθερος. Το καλύτερο αγαθό στον άνθρωπο είναι η ελευθερία. Αλλά ευτυχώς ο Θεός μας έδωσε υγεία και υπομονή και πέρασαν αυτά τα 4 χρόνια κατοχής και επί τέλους ήλθε η πολυπόθητη ελευθερία. Οι Γερμανοί φύγαν και ήλθε η κυβέρνηση εθνικής ενότητας, που ήταν στην Μέση Ανατολή, με πρωθυπουργό τον αείμνηστο Γεώργιο Παπανδρέου. Αλλά οι πόλεις και η ύπαιθρος τα εξουσίαζαν οι Ελασίτες. Και μετά από πολλές διαβουλεύσεις κάναν το σύμφωνο της Βάρκιζας που υπογράφτηκε και βάσει του συμφώνου έπρεπε οι Ελασίτες να παραδώσουν τον οπλισμό τους και να απολυθούν. Πράγμα που έγινε. Αλλά το ΕΛΑΣ τον καινούργιο οπλισμό τον είχε κρύψει και δεν τον παρέδωσε. Και μόλις η κυβέρνηση κάλεσε την κλάση του 31 αυτοί δεν υπάκουσαν στην κυβερνητική πρόσκληση και βγήκαν πάλι στο βουνό.
Εμφύλιος πόλεμος
Και αρχίζει ο αιματοβαμμένος εμφύλιος πόλεμος και τώρα η ζωή του κάθε Έλληνα έγινε πολύ δύσκολη. Και στις 10 Δεκεμβρίου μας επιστρατεύουν ξανά την κλάση μας στην εθνοφρουρά, οπότε αρχίζει ο συμμοριτοπόλεμος με πολλούς νεκρούς και τραυματίες και από τις δυο πλευρές. Και βάσταξε αυτός ο εμφύλιος μέχρι τέλους του 1949. Σκεφθείτε την αγωνία και το αίμα που χύθηκε και οι καταστροφές ήταν αφάνταστες.
Ανατίναξαν γέφυρες, κάψαν σχολεία και δημόσια κτήρια, και δεν άφησαν τίποτε όρθιο, ώσπου ήλθε το 1949. Ανέλαβε αρχιστράτηγος ο Παπάγος. Και οι Αμερικανοί του δώσαν όλα τα μέσα και άρχισαν οι μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις -που κράτησαν περίπου 3 μήνες- στον Γράμμο και στο Βίτσι και τους γκρεμοτσάκισε ο στρατός. Αλλά σκοτώθηκαν πολλοί, ιδίως αντάρτες, που τους τσάκισε η αεροπορία. Φεύγοντας, όσοι πρόλαβαν φύγαν μέσα στη Αλβανία και στη Σερβία· αυτοί γλύτωσαν. Και επί τέλους ήλθε η πολυπόθητος ειρήνη στην χώρα μας και όλος ο κόσμος ησύχασε και επιδόθηκε στα ειρηνικά έργα χωρίς φόβο και αγωνία. Αλλά οι καταστροφές ήταν μεγάλες και ανυπολόγιστες. Και έπρεπε να αρχίσουν οι ανακατασκευές γεφυρών, σχολείων, εκκλησιών και πολλών άλλων δημοσίων κτιρίων που είχαν ισοπεδωθεί από τους κατακτητές και από τον εμφύλιο πόλεμο, που στοίχισε στην Ελλάδα γύρω στα 800.000 άτομα σε νεκρούς, τραυματίες, αγνοουμένους, που οι περισσότεροι υπέκυψαν από την πείνα του 1941.
ΤΕΛΟΣ
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ