ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 1941

Ημερολογιακές σημειώσεις του ζωγράφου Περικλή Βυζαντίου



    Ο Περικλής Βυζάντιος (Αθήνα 1893-1972), γόνος παλιάς φαναριώτικης οικογένειας, ο παππούς του Χρίστος Βυζάντιος ήταν αγωνιστής του ’21 και ο πατέρας του αξιωματικός του ελληνικού στρατού, υπήρξε μεταϊμπρεσιονιστής ζωγράφος των Αθηνών. Το 1971 άρχισε να συγγράφει την αυτοβιογραφία του, την οποία δεν πρόλαβε να τελειώσει, διότι ασθένησε και απεβίωσε το 1972. Εν τούτοις η ημιτελής αυτοβιογραφία του εκδόθηκε το 1995 από το μορφωτικό ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, με τίτλο «Περικλής Βυζάντιος. Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις». Αθήνα 1995. Από το βιβλίο αυτό παραθέτουμε μερικά μικρά τμήματα, που ζωγραφίζουν με ενάργεια και παραστατικότητα την κατάσταση που επικρατούσε στη σκλαβωμένη Αθήνα του 1941.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΪΟΣ 1941


    Α΄. «Ένα πράγμα είναι θαυμαστό στην Αθήνα (γιατί δεν ξέρω αλλού τι έγινε) ο κόσμος έδειξε μια στάση αξιοθαύμαστη· με πολύ αξιοπρέπεια, δεν θέλησε να έρθει σε καμμία επαφή με τους κατακτητές. Και οι πιο φανατικοί γερμανόφιλοι έδειξαν μια ψυχρή και αξιοπρεπή στάση. Νομίζω πως αν οι Γερμανοί θέλουν να κάνουν πολιτική εδώ, διάλεξαν το χειρότερο τρόπο. Και πρώτα- πρώτα δεν έπρεπε να φέρουν εδώ Ιταλούς, αφού μάλιστα οι ίδιοι τους κοροϊδεύουν.

    Προχθές δύο Ιταλοί με κράνη και φτερά κατέβαιναν στα Χαυτεία. Από πίσω όλη η μαγκαρία των Αθηνών τους παρακολουθούσε φωνάζοντας:

    -Κορόιδο Μουσολίνι…Αέρα…Αέρα!

    Το πιο περίεργο όμως είναι ότι ένα σωρό Γερμανοί στρατιώτες παρακολουθούσαν κι αυτοί με τους μάγκες τους δύο δυστυχισμένους και ήταν σκασμένοι στα γέλια. Τότε γιατί τους έφεραν;».


    Β΄. «Είναι περίεργο πράγμα αυτό που συμβαίνει σήμερα. Ο κόσμος είναι στενοχωρημένος, αλλά κατά βάθος δε θα ήθελε να ήτανε στη θέση των κρατών, που παραδόθηκαν χωρίς να πολεμήσουν. Όλοι οι έπαινοι του κόσμου, ακόμη και των εχθρών μας, έδωσαν τους Έλληνες κουράγιο, και μια πεποίθηση πως έκαναν εκείνο που έπρεπε να κάνουν, και ας υποφέρουν».


    Γ΄. «Ένας Γερμανός στρατιώτης, προχθές στο ‘Αγροτικό’, στην οδό πανεπιστημίου, αγόραζε σύκα. Μερικά παιδιά τον περιεργάζονταν με περιέργεια. Τότε αυτός νόμισε πως θα θέλανε σύκα και άνοιξε τις χούφτες του και τους τα πρόσφερε. Κανένα δεν δέχτηκε να πάρει, μόνον ένας μικρός πέντε-έξι χρονών άπλωσε το χέρι του και πήρε μερικά· μόλις απομακρύνθηκαν, τ’ άλλα παιδία του ρίχτηκαν με τέτοιο τρόπο, που άρχισε να κλαίει και πήγε στο Γερμανό στρατιώτη, που ψώνιζε ακόμη, και του τα έδωσε πίσω. Στην αρχή ο άνθρωπος δεν κατάλαβε περί τίνος πρόκειται, μα όταν ο μικρός του έβαλε τα σύκα στο χέρι και έφυγε, έγινε έξω φρενών, πέταξε κι αυτός τα δικά του, φόρεσε βαθιά το πηλήκιό του κι έφυγε νευριασμένος».


    Δ΄. «Χτες το πρωί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη, στην Πλατεία Συντάγματος, ένας αξιωματικός Ιταλός με μοτοσυκλέτα είχε σταματήσει και ζητούσε ευγενέστατα κάποια διεύθυνση. Ένα σωρό κόσμος μαζεύτηκε γύρω του και τον κοιτούσε ειρωνικά, ακόμη και μερικοί στρατιώτες Γερμανοί. Η θέση του ήταν αξιολύπητη, και τέλος βρέθηκε ένας κύριος, Έλληνας, να του δώσει πληροφορίες. Ο κακομοίρης τον ευχαρίστησε με τα θερμότερα λόγια και ξεκίνησε μέσα στα γέλια όλου του κόσμου. Δεν πιστεύω ότι αυτό που κάνουμε είναι σωστό, αλλά δικαιολογώ και τον κόσμο που δεν εννοεί να παραδεχτεί καν τον Ιταλό, που τον κυνηγούσε μέχρι προχθές, να του παρουσιάζεται για κατακτητής».


    Ε΄. «Ένα άλλο πράγμα που δεν μπορεί να παραδεχτεί (ο ελληνικός λαός) είναι τα γερμανικά μάρκα. Κανείς δεν τα θέλει. Σ’ ένα κουρείο έγινε μια νόστιμη σκηνή. Ένας Γερμανός αξιωματικός κουρεύτηκε, ξυρίστηκε και λούστηκε. Όταν τελείωσε ρώτησε τι χρωστά. Ο κουρέας του σημείωσε σ’ ένα χαρτί σαράντα δραχμές. Τότε αυτός έβγαλε και του έδωσε ένα μάρκο για να του επιστρέψει τις δέκα δραχμές· ο κουρέας μειδιώντας του έδειξε ότι δεν θέλει χρήματα. Ο Γερμανός τα έχασε με την τόση ευγένεια και χαιρέτησε ευχαριστώντας. Όταν έφυγε ρώτησαν τον κουρέα γιατί αυτή η γενναιοδωρία στον Γερμανό. –Τι λέτε καλέ, τους απάντησε, να μου φάει και το δεκάρικο…Ποτέ!».

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1941


    ΣΤ΄. «Προ τριών ημερών οι Γερμανοί περάσανε από κεντρικούς δρόμους Κρητικές γυναίκες που τις πιάσανε αιχμάλωτες. Δυστυχώς δεν είδα ο ίδιος αυτό το θέαμα, φαίνεται πως περνούσαν αρματωμένες όπως πιάστηκαν, και μ’ ένα περήφανο ύφος που έκανε σ’ όλους κατάπληξη. Έμαθα σήμερα ότι στην ανάκριση η πρώτη που ρωτήθηκε απάντησε: ‘Εμείς δε μιλάμε παρά μόνον όταν είναι μπροστά ο άνδρας μας. Σε κανένα άλλο άντρα, εξόν στον παπά’. Ύστερα καμμιά δεν απάντησε στις ερωτήσεις.

    Δεν πιστεύω το Εικοσιένα να έδειξε καλυτέρους ήρωες και ηρωίδες. Αυτό είναι η μόνη παρηγοριά στη δυστυχία μας, αλλά είναι μια σπουδαία παρηγοριά, γιατί οι λαοί δεν τρέφονται μονάχα με ψωμί.

    …Το απόγευμα ήμουνα στην πλατεία της Δεξαμενής. Ήταν εκεί μαζεμένα όλα τα παιδάκια του Κολωνακίου. Όλα ήταν μια χαρά, ενώ οι γονείς τους έχουνε χάσει πολλές οκάδες ο καθένας. Αυτό δείχνει ότι πιο πολύ από το στομάχι υποφέρει η ψυχή του ανθρώπου σ’ αυτές τις περιστάσεις».


    Ζ΄. «Μου έλεγε ένας φίλος το εξής νόστιμο επεισόδιο: Είναι γνωστό πως τα λουστράκια πειράζουν τους Ιταλούς φωνάζοντας ‘Αέρα, αέρα!’, την πολεμική κραυγή του μετώπου που τρόμαζε τους Ιταλούς. Προχθές περνούσανε δύο Ιταλοί ναύτες, κι ένας μικρός τους φώναξε: ‘Αέρα, αέρα!...». Αυτοί γυρίσανε θυμωμένοι και του ’παν: ‘Perche ahera? La Guerra e finite…’. Το βρίσκω χαρακτηριστικό και συμπαθητικό».


    Η΄. «Σήμερα μου διηγήθηκαν ένα νόστιμο με τις συγκρούσεις που έχουν διαρκώς οι Ιταλοί με τους Γερμανούς. Εδώ, στην οδό Πατησίων, ένα αυτοκίνητο γερμανικό συγκρούστηκε με ένα ιταλικό από αδεξιότητα του Ιταλού. Ο σοφέρ του πρώτου, Αυστριακός, κατέβηκε θυμωμένος και πλησίασε τον Ιταλό σοφέρ και του λέει βρίζοντάς τον δυνατά: ‘Αέρα! Αέρα’. Ο Ιταλός έμεινε εμβρόντητος και δεν απάντησε».

 

Για την επιμέλεια·

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή