«Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, Επιλησθείη η δεξιά μου. Κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ».
( Ψαλμ. ρλστ΄, 5-6).
Ο άνθρωπος επλάσθη κοινωνικόν ζώον. Η μόνωσίς του είνε αντιπαθητική, η δε φύσις του στάδιον αναπτύξεως ευρίσκει την συναναστροφήν μετά των ομοίων. Ο οίκος είνε ο πρώτος κύκλος όπου κινείται η την κοινωνίαν και συμβίωσιν διψώσα ψυχή. Αλλ’ ο κύκλος αυτός είνε στενός και η αναπτυσσομένη ζωή ζητεί έδαφος ευρύτερον, όπου θα συναντηθή με περισσοτέρας αντιθέσεις και ο αρρενωπός νόμος της πειθαρχίας θ’ αντικαταστήση την οικιακήν συγκατάβασιν. Ούτω γεννάται και προάγεται η πατρίς, αρχίζουσα από τον νομάδα και πλάνητα πατριαρχικόν οίκον ως από πρωτόσπερμα, ευρυνομένη μετ’ ολίγον εις πατριάν, εφαπλουμένη ακολούθως εις φυλήν και καταλήγουσα επί τέλους εις το έθνος, το περιπτυσσόμενον εις τους κόλπους του παν το ομογενές και το ομόφυλον.
Πολλή κατά ταύτα είνε η συγγένεια της πατρίδος προς τον οίκον, καθώς φανερώνει και το όνομά της, το έχον κοινήν την ρίζαν με τον πατέρα και κοινόν το γένος με την μητέρα. Έχει όμως ευρυτάτην την έκτασιν και είνε τούτο μία από τας μεγαλειτέρας της διαφοράς. Ενώ έν στενόν γήπεδον με τέσσαρας τοίχους και κάποιαν σχετικήν επίπλωσιν είνε τα συνιστώσα την πατρικήν οικίαν, αλλά πεδιάδες, όρη, λίμναι, θάλασσαι, δάση, πόλεις, χωρία, πτηνά, τετράποδα, φλοισβίβουσαι πηγαί, ιδιαιτέρα φυτεία, ιδιαιτέρα ατμόσφαιρα, ιδιαιτέρα ερείπια παρελθούσης δόξης και θήκαι προγόνων είνε ο μέγας και ευρύστερνος της πατρίδος οίκος. Τι λέγω; Η πατρίς είνε κάτι πλέον. Πατρίς είνε και η εθνική μας γλώσσα, πατρίς και τα εθνικά μας έθιμα, πατρίς και η εθνική μας διανοητικότης, πατρίς και αι εθνικαί μας παραδόσεις, πατρίς και τα εθνικά μας παίγνια, πατρίς και η εθνική μας μουσική, πατρίς και η εθνική μας στολή, πατρίς και οι εθνικοί μας χοροί. Και όπου κυματίζει η εθνική μας σημαία, ο σεπτός αυτός της πατρίδος κεφαλόδεσμος, αν επί του γενεθλίου εδάφους, αν επί της μεμακρυσμένης ξένης, αν εις την ξηράν, αν εις την θάλασσαν, αν επί επισήμου κτιρίου, αν επί ναυτικού ιστού, αν την όψιν ζώντων γλυκαίνουσα, αν περί το σώμα νεκρού ολοφυρομένη, και εκεί, ναι, και εκεί είνε πατρίς.
Αφοσίωσις, υπακοή εις τους νόμους και συνεργασία υπέρ του κοινού αγαθού είνε τα καθήκοντα του αληθούς πατριώτου.Μόνον αι εκτρωματικαί υπάρξεις, αι εις τα δάκτυλα αριθμούμεναι και τον κοσμοπολίτην απαγγελλόμεναι, αρνούνται να πληρώσουν τον φόρον της εις την πατρίδα αφοσιώσεως. Αλλ’ οι εύρωστοι και φυσιολογικώς έχοντες λαοί αγαπούν την γενέτειράν των, έστω κραταιά, έστω σωρός καλυβών και αν είνε, και προσκολλώνται προς αυτήν με πάθος ως το από του εδάφους προκύπτον δενδρύλλιον. Δεν είνε της αυτής εντάσεως και η προς τους γονείς ορμέμφυτος αγάπη; δεν αισθάνεται πας τις ριζωμένην την ψυχήν του εις την μητέρα του, όσον και υπήρξε πτωχή, ρακενδύτις, αμαθής;…Εάν δε κατά τας ανεξερευνήτους βουλάς της θ. Πρόνοιας συνέπεσεν ώστε λαός τις να χάση την πατρίδα του και ν’ απαχθή αιχμάλωτος εις μακρυνήν και τυραννικήν χώραν, όπου μάτην πλέον οι οφθαλμοί του αναζητούν των φλογερών του πόθων την αγίαν Σιών, χλευαζόμενος από τους αλλοτρίους, καταπιεζόμενος υπό τον ζυγόν των αλλοφύλων, αι, τότε το μειδίαμα και το άσμα φεύγουν δια παντός από τα χείλη του. Αναρτά τα περιπαθή του όργανα εις τας πενθίμους ιτέας και με την ψυχήν τεταμένην όλην προς την γην των ονείρων του αναβοά παρά τα ρείθρα των ποταμών Βαβυλώνος· «Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου. Κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ!...».
Ως ο οίκος έτσι και η πατρίς δεν είναι ακέφαλος, αλλά κεφαλήν έχει την εξουσίαν, προς της οποίας τας διακελεύσεις ο Χριστιανός πατριώτης οφείλει να συμμορφούται, υπακούων εις τους νόμους της, τους το θέλημα της πατρίδος εκφράζοντας. Οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος είχον την ατυχίαν να ζήσουν εις τους πλέον δυσχειμέρους καιρούς, όταν τας τύχας του Ρωμαιοκρατουμένου κόσμου διηύθυνον αι αιματόβρεκτοι χείρες ενός ευτελούς τέρατος· και όμως τούτο δεν τους ημπόδιζεν από το να συνιστούν εις τους Χριστιανούς των υποταγήν εις τας κοσμικάς αρχάς, ως διατεταγμένας και διωρισμένας υπό Θεού και ως εκπληρούσας διακονίαν Θεού. «Απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς· τω τον φόρον τον φόρον· τω το τέλος το τέλος· τω τον φόβον τον φόβον· τω την τιμήν την τιμήν» (Ρωμ. ιγ΄, 1-7. Α΄ Πέτρ. β΄, 13-17). Είνε γνωστόν ότι ο Σωκράτης και το κώνειον ακόμη έπιε, μόνον και μόνον δια να προσφέρη παράδειγμα υπακοής εις τους νόμους της πατρίδος.
Αλλ’ αν αφ’ ενός οι πολίται χρεωστούν υπακοήν εις τη εξουσίαν και η εξουσία όμως δεν πρέπει να φέρεται προς αυτούς αυθαιρέτως και τυραννικώς ως αν ήτο διάκονος διαβόλου και όχι Θεού. Η πατρική αυθεντία χαλαρούται μικρόν κατά μικρόν εις τον οίκον, εφ’ όσον τα τέκνα ηλικιούνται· και έρχεται ημέρα κατά την οποίαν προσκαλούνται και αυτά ως συνεργάται και σύμβουλοι. Ούτω και παρά τοις λαοίς, εφ’ όσον μεν είναι ακόμη ανανάπτυκτοι, το δεσποτικόν είνε δι’ αυτούς το καλλίτερον πολίτευμα· εκπολιτιζόμενοι δε και προαγόμενοι επί μάλλον, τυγχάνουν της αρμοζούσης σχετικής χειραφετήσεως και προσκαλούνται και αυτοί να συγκυβερνήσουν δια λαϊκών αντιπροσώπων, τους οποίους με την ψήφον των εκλέγουν και αποστέλλουν εις το κοινοβούλιον.
Η προσπάθεια υπέρ του κοινού καλού είνε έτερον χρέος των αγνών πατριωτών. Προγονική φιλολογία, προγονική γλώσσα, προγονικά μνημεία, προγονικά έθιμα, προγονική εύκλεια, προγονική πίστις είνε τόσοι και τόσοι θησαυροί κληροδοτηθέντες εις το παρόν από του παρελθόντος με αλαλήτους στεναγμούς και θυσίας και μαρτύρια. Το χρέος των απογόνων είνε να τους διατηρήσουν και να τους προσαυξήσουν, ει δυνατόν. Αλλά δια να κατορθωθή τούτο, χρειάζεται η στενή συνεργασία πασών ανεξαιρέτως των εθνικών μονάδων. Κανείς δεν ημπορεί να είπη προς τον άλλον· «θα βαδίσω μόνος μου και ανάγκην σου δεν έχω». Είνε αυτοκτονία εθνική η προτίμησις μιας και μόνης κοινωνικής τάξεως επί σφαγιασμώ των λοιπών. Οι εργατικοί βραχίονες μόνοι δεν σώζουν την πατρίδα. Οι πλουτικράται μόνοι δεν σώζουν την πατρίδα. Οι καλλιτέχναι μόνοι δεν σώζουν την πατρίδα. Οι διανοούμενοι μόνοι δεν σώζουν την πατρίδα. Με εν όργανον συναυλία δεν γίνεται. Χρεία και εργατών και πλουτοκρατών και καλλιτεχνών και διανοουμένων και ει τινός άλλου, ίνα πλήρες και υγιές σώμα υγιώς πορευθή.
Τα ανωτέρω εγράφησαν το 1927 υπό
Κων/νου Καλλινίκου (+) 1940,
Πρωτοπρεσβυτέρου.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ