ΣΚΟΝΤΑΨΕ ΚΑΙ ΑΓΚΑΛΙΑΣΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ

    Ανεβαίνουμε προς τους Αγίους Σαράντα. Δίπλα μας σε αντίθετη πορεία τα κελαριστά νερά από το «Γαλάζιο μάτι». Εκεί μια αξεπέραστη ομορφιά, που σε πλημμυρίζει δοξολογία.

   Το βλέπεις μια, δυο, τρεις φορές. Δεν απατάσαι. Ένα νερένιο, ολοκάθαρο μάτι. Η κόρη, ο βολβός, το ακτινωτό περίβλημα. Ονειρεμένες αποχρώσεις.

  Το «Γαλάζιο μάτι» τής φύσης, καθώς αναβλύζει ασταμάτητα το νερό στην επίπεδη επιφάνεια και δημιουργεί κύκλους που ενώνονται σε ακατάπαυτη ροή προς το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο.

  Όμως δεν έχουμε περισσότερη ώρα για θαυμασμό. Μας περιμένουν οι αδελφοί μας, αριστερά ψηλά στήν άλλη πλευρά των συνόρων, στο Βαγκαλιάτι. Κακός ο δρόμος. Το τζιπ πηδάει στης λακκούβες. Δεν μετράμε τω τράνταγμα. Μετράμε ενδόμυχα το θαύμα. Μας περιμένουν τ’ αδέλφια μας στην ξένη χώρα, στη δική μας γη.

    

  Φτάνουμε στο μεγάλο πλατάνι. Δίπλα μας η παλαιά εκκλησία. Γύρω μας κόσμος.

  Οι επίτροποι του χωριού, γυναίκες, παιδιά, γέροντες με μπαστούνια. Καλωσορίζουν, δακρύζουν. Μπαίνουμε όλοι στο ναό. Ο πατήρ Νικόδημος βάζει «Ευλογητός...». Παραμονή του Προφήτου Ηλιού. Εκεί στην κορφή, σε κατανυκτική ατμόσφαιρα όλοι μαζί ψάλλουμε τον Εσπερινό.

  Έπειτα στον αυλόγυρο, λίγα λόγια καρδιάς, λίγα λόγια επικοινωνίας, λίγα λόγια για την ‘Ορθόδοξη πίστη μας, Πού τους στήριξε στα δύσκολα χρόνια. Παιχνίδια με τα παιδιά. Τραγούδια για την Εκκλησία, την Πατρίδα, την ξενιτιά...

  Ο δημογέροντας επαναλάμβανε με λόγια, χέρια, έκφραση, δάκρυα... «Αντέξαμε, δεν προδώσαμε την πατρίδα μας, την πίστη, τη γλώσσα μας». Διέκοπταν οι άλλοι γεροντότεροι δικαιολογώντας τη συγκίνησή τους·

  -Το χωριό μας γιορτάζει.

  Νέα παιδιά από την Ελλάδα δεν μάς ξέχασαν. Έφτασαν εδώ ψηλά σε μας, Πού είμαστε χρόνια ξεχασμένοι...

  Διέκοψε διακριτικά ο π. Νικόδημος. Μορφωμένος αυτός, αρχαιολόγος και συγγραφέας.

  Μας είχε πει ο ακάματος Μητροπολίτης Αργυρόκαστρου Κος Δημήτριος ότι ο ιερέας θα έχει οργανώσει το πρόγραμμά σας στο χωριό.

   -Ακολουθείστε με, σας παρακαλώ, προέτρεψε εκείνος. Εδώ έχουμε κάποια πατροπαράδοτα έθιμα, πού δεν γίνεται να τα παραβλέπουν οι επισκέπτες...

  Ανεβήκαμε στ’ αυτοκίνητο. Σε λίγα λεπτά μάς καλωσόριζαν στην είσοδο του σπιτιού τους η Κα και ο Κος Πρόεδρος - Έπαρχος του χωριού.

  Πίσω μας οι κορυφογραμμές των συνόρων. Μπροστά μας ο ανοιχτός ορίζοντας με τον κάμπο και τα ελληνικά χωριά, που δεν ανήκουν στην ‘Ελλάδα. «Πλατιά κι απόμακρη τ’ ονείρου μας η γη»...

   Δεν μπορούν να φύγουν οι ξένοι χωρίς να κεραστούν στην οικογένεια του πρώτου άνδρα του τόπου. Γέμισαν τα τραπέζια με ό,τι καλλιεργούσαν οι ίδιοι. Έτσι θα ’πιαναν οι ευχές για να ξανανταμώσουμε, για να ενωθούμε πάλι στους τόπους μας, για να μη ξεχάσουμε τη γλώσσα, τα έθιμα και την πίστη μας.

  Κι ο παπάς είπε σαν κατακλείδα το λόγο του·

  -Όλα αυτά τα κρατήσαμε με θυσίες κι όταν το καθεστώς στη χώρα ήταν σκληρά αθεϊστικό. Πιο πολύ βασανίστηκαν οι ιερείς. Τους αποσχημάτισαν. Έστειλαν πολλούς στα μπουντρούμια και τις φυλακές. Ο πάππος μου, ευλαβέστατος κληρικός, φύλαγε κρυφά σε σεντούκι την ιερατική στολή του και μού το είχε εμπιστευθεί, όταν μεγάλωσα. Μου είχε εκμυστηρευτεί τον πόθο και την ευχή του: Να γίνω στη θέση του παπάς. Όταν πέθανε του έντυσα κρυφά τα ράσα του, του έβαλα στα χέρια ένα μικρό Ευαγγέλιο και χωρίς ανοίξουμε το φέρετρο, τον θάψαμε με τα έθιμα του τόπου. Όχι με χριστιανική κηδεία.

  …Τώρα που πήραμε ανάσα κι είδαμε άλλες μέρες, προσπαθώ να εκπληρώσω το χρέος και την ευχή του. Θυμάμαι πάντα κι ό,τι μου είχε πει για τον άλλο φίλο του ιερέα. Εκείνον τον είχαν βάλει σε καταναγκαστικά έργα. Έσκαβαν κι έφτιαχναν το μεγάλο δρόμο. Πολλοί εργάτες τον χλεύαζαν·

  -Έλα, παπά, πάνε οι εκκλησίες και τα άγια. Σκάψε τώρα. Έσβησαν τα παραμύθια της θρησκείας.

  Για να τον εξευτελίσουν μπροστά στους νεότερους εργαζομένους χάραξαν στο δρόμο ένα σταυρό και διέταξε ο προϊστάμενος της εργασίας:

  -Εμπρός, προχώρησε, παπά, πάτησε τώρα το σταυρό. Πάνε αυτά πού ξέρατε...

   Συγκλονίστηκε ο ιερέας. Τί να κάνει;

  Μια σπρωξιά από πίσω. - Προχώρα!

   Ζήτησε δύναμη από τον ουρανό. Ξεκίνησε. Βοή και θρίαμβος από τους παρευρισκόμενους. Εκείνος, σαν έφτασε μπροστά, έδειξε πως μπλέχτηκαν τα πόδια του κι έπεσε επάνω στο σταυρό.

  Τί κι αν χλεύαζαν χειροκροτώντας;

  Ο ευλαβής ιερέας ανοίγοντας τα χέρια του αγκάλιασε και φίλησε το σταυρό!

  Ενώ αποχωριζόμαστε, είπε ο πατήρ Νικόδημος:

  Έτσι οι πατεράδες μας κράτησαν την Ορθόδοξη πίστη. Δεν τους ξεχνούμε.., Μη μας ξεχνάτε.

    

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ» ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2009

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή