Κατὰ τὸν ἐπίσημο ἑορτασμὸ τῆς 28 Ὀκτωβρίου (2009) στὰ Τοσίτσεια Σχολεῖα Ἑκάλης, ἡ καθηγήτρια κ. Ν. Ἀνέστη - Κορναράκη ἐτόνισε τὰ ἑξῆς:
Ἐπέτειος λοιπὸν καὶ φέτος τῆς ἡρωικῆς ἀντίστασης τοῦ λαοῦ μας στὸν φασιστικὸ ἄξονα τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Ἰταλίας, ὅταν ἐκεῖνο τὸ πρωϊνό τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ '40 πληροφορήθηκε τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου. Ἔτσι συγκεντρωθήκαμε καὶ μεῖς σήμερα, ἀπὸ χρέος ἱερό, νὰ τιμήσουμε αὐτὸ τὸ μεγάλο ΟΧΙ τοῦ ἔθνους στὴν ἰσοπέδωση ἀξιῶν καὶ προσώπων. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ μεγάλο ΝΑΙ τοῦ ἔθνους στὴν πρόκληση τῆς Ἱστορίας. Γιὰ νὰ τιμηθοῦν, ὅμως, τὰ μεγάλα ΟΧΙ, ὅπως καὶ τὰ μεγάλα ΝΑΙ, πάνω ἀπὸ τὴ συγκίνηση καὶ τὴν ἀνατριχίλα, γιὰ τὰ κατορθώματα τοῦ γένους μας καὶ τὸ προσκλητήριο τῶν νεκρῶν, ἀπαιτεῖται συμμετοχὴ στὴ μνήμη καὶ τὸ βίωμα.
Ἂν λοιπὸν συγκεντρωθήκαμε σήμερα, γιὰ νὰ τιμήσουμε μέσα ἀπὸ τὴν ψυχή μας ἐκείνους ποὺ μὲ τὶς πράξεις τους τίμησαν κάθε μεταγενέστερη γενιά, καὶ μαζί της ἐμᾶς, πρέπει, δίχως ἀμφιβολία, νὰ ἐπιστρέφουμε στὸ «ἡρωικὸ καὶ πένθιμο» χθές, γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὶς ἀξίες, ποὺ ἔδιναν δύναμη στοὺς ἕλληνες αὐτούς. Ποιὲς ἀρετὲς τοὺς διέκριναν καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ τὶς κάνουμε δικές μας, ποιὲς ἀδυναμίες τοὺς ταλάνιζαν, γιὰ νὰ τὶς παραμερίσουμε καὶ ἐμεῖς, ποιὰ ὑπῆρξαν οὐσιαστικά τὰ πραγματικὰ ὅπλα μὲ τὰ ὁποῖα πολέμησαν καὶ νίκησαν οἱ Ἕλληνες, ὥστε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἔπος καὶ ἀγώνα ψυχῆς;
Πράγματι! Κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι ἡ πολιτικὴ κατάσταση στὸν τόπο ἦταν ἰδανικὴ πρὶν τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου. Ἤδη ἀπὸ τὸ 1936 στὴν ἐξουσία βρισκόταν ὁ δικτάτορας ᾽Ι. Μεταξάς. Ὁ λαὸς ἀντιμετώπισε ἀρχικὰ μὲ εἰρωνεία τὴ νέα κατάσταση. Ὅταν, ὅμως, ἀργότερα ἄρχισαν οἱ πολιτικὲς διώξεις καὶ οἱ ἐξορίες, ἦταν φανερὸ ὅτι θὰ ξεσποῦσε πολιτική, ἀλλὰ καὶ κοινωνικὴ ἀναταραχή. Μικρὴ χώρα ἡ Ἑλλάδα, πολλὰ προβλήματα. Ἤδη, ἡ εἴσοδος 1,5 ἑκατομμυρίου προσφύγων μετὰ τὸ 1922 εἶχε τροποποιήσει τὴν κοινωνικὴ σύνθεση καὶ κοντὰ στὶς παλιὲς καὶ ἀνερχόμενες ἀστικὲς -ἢ κατὰ μίμηση ἀστικὲς- τάξεις, εἶχε κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία του ὁ βαρύνων ρόλος τῆς ἐργατικῆς τάξης. Ἂν καὶ παραδοσιακὴ ἀγροτικὴ κοινωνία ἡ Ἑλλάδα, περνοῦσε πλέον ἀπὸ τὴν προβιομηχανικὴ στὴ βιομηχανικὴ κοινωνία.
Ὡστόσο παρατηρεῖ ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς τὸ Νοέμβριο τοῦ 1940: «Ὁ ἐχθρὸς δὲν μᾶς ἤξερε. Δὲν ἤξερε τὸ Εἰκοσιένα, τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἠθικὴ ζωή μας, δὲν ἤξερε τὸ Σολωμό, τὸν Κάλβο, τὸν Κοραή, τὸν Ψυχάρη, τοὺς πυρπολητές, τοὺς εὐζώνους... Θὰ κάνουμε τὸν πόλεμο ὡς τὸ τέλος, ὡς τὶς ἔσχατες συνέπειές του. Τὸ πήραμε ἀπόφαση ὅλοι μαζί, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μὲ μιὰ σκέψη, μ' ἕνα ἔνστικτο, οἱ βουνίσιοι, οἱ καμπίσιοι κι οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων κι οἱ θαλασσινοί, οἱ παλαιοὶ κι οἱ νέοι, οἱ συντηρητικοὶ κι οἱ ριζοσπαστικοί, οἱ ποιητὲς καὶ οἱ ἐργάτες. Δὲ θὰ ζητήσουμε ἀνακωχὴ γιὰ νὰ σώσουμε τὰ σπίτια, καὶ τὰ ἐργοστάσια, οὔτε κἄν γιὰ νὰ σώσουμε τὸ κεφάλι μας ποὺ κινδυνεύει. Δὲ θὰ νοσταλγήσουμε τὶς μικρὲς ἀπολαύσεις τῆς ἀτομικῆς εὐτυχίας, θὰ ποῦμε: ὁτιδήποτε ἐξὸν ἀπὸ τὴ δουλεία καὶ τὴν ἀτιμία».
«Τὸ πήραμε ἀπόφαση ὅλοι μαζί»! Πῶς ἡ κοινωνικὴ ἀναταραχὴ τοῦ '36 - '40 ἔγινε «ὅλοι μαζί»; Πῶς ὁ «συντηρητικὸς» ἔγινε ἀδελφὸς μὲ τὸν «ριζοσπάστη» καὶ ὁ «ἐργάτης» μὲ τὸν «ποιητή»; Δὲν ἰσοπεδώθηκε βεβαίως καμιὰ ἰδεολογικὴ ἢ μορφωτικὴ διαφορά, γιατί οἱ λόγοι ἦταν βαθύτεροι: «Δὲ θὰ νοσταλγήσουμε τὶς μικρὲς ἀπολαύσεις τῆς ἀτομικῆς εὐτυχίας». Τῆς ἀτομικῆς εὐτυχίας ,ποὺ μεταβάλλει τὸ πρόσωπο σὲ ἄτομο καὶ διαλύει τὴν κοινωνία ἀγάπης σὲ μονάδες ἐξουσίας! Τὰ κοινοτικὰ στερεότυπα τοῦ τόπου δὲν εἶχαν προλάβει ἀκόμα νὰ ἀπονευρωθοῦν ἀπὸ τὰ νέα ἀστικὰ μοντέλα πόλεων καὶ κάθε ἕλληνας ἦταν πρόθυμος νὰ θυσιάσει τὸ λίγο ἢ πολύ τῆς ἀτομικῆς εὐτυχίας του γιὰ τὸ σύνολο. Ὅπως παρατηρεῖ ἄλλωστε ὁ ἀκαδημαϊκὸς Περικλῆς Θεοχάρης, «Τὸ τί ἐπακολούθησε (τῆς πρόσκλησης γιὰ ἐπιστράτευση) δὲν περιγράφεται. Ἐνθουσιασμὸς σὰν πρόσκληση γιὰ ξεφάντωμα. Ἡ ἱστορία δὲν ἦταν πιὰ ἕνα μάθημα, γινόταν μιὰ πράξη ζωῆς. ...Ὁ ἀπόηχος τῆς ἀγουροξυπνημένης πόλης ἔδειχνε καθαρὰ πὼς ἡ συμμετοχὴ στὸν ἐνθουσιασμό, ἦταν παλλαϊκή. ...Εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ ἐκτελέσουμε τὸ ἱερὸ χρέος μας, ὅπως μᾶς τὸ ὑπαγόρευαν αἰῶνες ἱστορίας».
«Ἡ ἱστορία δὲν ἦταν πιὰ ἕνα μάθημα, γινόταν μιὰ πράξη ζωῆς»: ὁ ἕλληνας στεκόταν στὸ κατώφλι τῆς Ἱστορίας μὲ εὐθύνη, ἑνότητα καὶ ὁμοψυχία. Καταλαβαίνουμε λοιπὸν ὅτι ἐκεῖνο, ποὺ ἕνωσε 9 ἑκατομμύρια διαφορετικοὺς καὶ ξένους μεταξύ τους ἀνθρώπους σὲ μιὰ γροθιὰ δὲν ἦταν ἕνα «ξαφνικὸ» ἀπ᾽ τὸ πουθενὰ ἔνστικτο αὐτοσυντήρησης ἢ ἔστω τὸ πεῖσμα, ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Ἕλληνα, ἀλλά, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Εὐάγγελος Παπανοῦτσος ἦταν «τὸ ἱστορικὸ ὑποσυνείδητο, ποὺ ἀγρυπνοῦσε τὴν ὥρα ποὺ ὁ λαὸς ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι ἀκούει πρόθυμα τὶς νέες ἐπαγγελίες καὶ ὅτι παρακολουθεῖ μὲ ἀπάθεια τὴν πυρκαγιὰ νὰ πλησιάζει ὁλοένα πρὸς τὰ σύνορά του· ὁ λαὸς βρέθηκε ψυχικὰ ἕτοιμος καὶ ἐκινητοποιήθη σὰν ἕνας ἄνθρωπος γιὰ ν' ἀποκρούσει μὲ πεῖσμα καὶ μὲ γενναιότητα τὴν εἰσβολή». Γιατί, «ὁμογνωμέον ἑλληνικὸν οὐδὲν αὐτῷ ἔθνος περιγίγνεται»: ὅταν ὁμογνωμοῦν οἱ Ἕλληνες, ὅταν δὲν διχάζονται, κανένα ἔθνος καὶ κανένας λαὸς δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς καταβάλλει καὶ νὰ τοὺς ξεπεράσει, ὅπως χιλιάδες τώρα χρόνια ἔχει ἐπισημάνει ὁ Ἡρόδοτος.
Ἔτσι, ἄνθρωποι τῆς καθημερινότητας προσέλαβαν μυθικὴ διάσταση, περιγέλασαν τὸν θάνατο· ἔμειναν «ἀκίνητοι, καρφωμένοι πάνου σ' αὐτὰ τὰ μεγάλα χιονισμένα βουνὰ τῆς Ἀλβανίας» ὅπως γράφει ὁ Στέλιος Ξεφλούδας. Αὐταπάρνηση, αὐτοθυσία, αἴσθηση δικαιοσύνης, ἑνότητα, ὁμοψυχία, ἀδελφοσύνη. Ἀρετὲς μοναδικὲς γιὰ τὴν ἐπιβίωση ἑνὸς Ἔθνους. Ἀρετές, ποὺ ἀντλοῦσαν ἕνα μεγάλο καὶ σημαντικὸ μέρος τοῦ νοήματός τους ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Πίστη, ποὺ γιγάντωσε τὶς ἀντοχὲς καὶ τὶς δυνάμεις ἀνθρώπων καθημερινῶν, γιὰ τὶς σιδερόφρακτες στρατιές, μικρῶν καὶ ἀσήμαντων.
Γράφει ὁ Γ. Δασκαλάκης στὸ ἄρθρο του «Οἱ ἀσήμαντοι στὸν ἀγώνα»: «Πρῶτα πρῶτα (μᾶς ἔδιναν δύναμη) οἱ πίστεις μας. Πιστεύαμε καὶ δὲν κρύβαμε τὴν πίστη μας. Πιστεύαμε στὸν Θεό, τὴν Παναγία, στὴν Ἑλλάδα...». Δὲν ἦταν ἀλαφροΐσκιωτοι ἢ ἀμόρφωτοι. Ὁ Γεώργιος Βλάχος γράφει χαρακτηριστικὰ «Τί θὰ γίνει; Ὅ,τι θέλει ὁ Ὕψιστος καὶ ὅ,τι ἔχει ἀποφασίσει ἡ ὑβρισμένη Παναγιὰ τῆς Τήνου. Θὰ νικήσωμεν». Οἱ ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου ἄλλωστε ἔκαναν καὶ τὸν τότε Ἄγγλο πρεσβευτὴ στὴν Ἑλλάδα Michael Palairet νὰ ἀποστείλει στὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς Ἀγγλίας μία ἐπιστολὴ συνέχεια μίας προηγούμενης στὴν ὁποία ἀναφέρει «ὅτι ἡ πίστη στὴν θαυματουργὴ ἐπέμβαση τῆς Παναγίας ἔχει γίνει τώρα πεποίθησις καὶ ὑπάρχουν ἀναρίθμητες ἱστορίες τῆς παρουσιάσεως τῆς Εὐλογημένης Παρθένου εἰς στρατιώτας εἰς τὸ μέτωπον...πράγμα, ποὺ ὄχι μόνον ἕνωσε τὴν Ἑλλάδα, τὴν ἐβοήθησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι τὰ ὅπλα της ἐβοηθοῦντο θαυματουργικῶς, μιὰ πεποίθησις ἡ ὁποία εἰς αὐτὴν τὴν χώρα τῶν ἰσχυρῶν καὶ βαθέων θρησκευτικῶν παραδόσεων ἔχει ἀνεκτίμητη ἀξία».
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἁπλοὶ φαντάροι στὸ μέτωπο στηρίζονταν ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν πίστη τους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς στρατιωτικοὺς ἱερεῖς, ποὺ ζοῦσαν μαζί τους καὶ τοὺς ἐμψύχωναν μὲ τὴν Θεία Κοινωνία καὶ τὴν προσευχή. Θυμᾶται κάποιος φαντάρος:
«Κεράσοβο Πωγωνίου...1940. Στὶς 11 περνᾶνε ἀεροπλάνα (ἰταλικὰ φυσικὰ) καὶ βομβαρδίζουν σὰν δαίμονες πάνω ἀπ' τὰ κεφάλια μας. Οἱ βόμβες λυσσᾶνε, μὰ πέφτουν πιὸ πέρα μὲς στὴ χαράδρα. Τὴ νύχτα, ἐνῶ κοιμόμαστε σὲ μιὰ μικρὴ ἐκκλησιά, ἦρθαν μέσα κάτι στρατιῶτες καὶ στριμωχτήκανε κοντά μας. Ἔβρεχε ὁ Θεός, ὁ ὕπνος ἦρθε γρήγορα κι ὅλη νύχτα νιώθαμε ζεστασιά. Τὴν αὐγὴ ποὺ ξυπνᾶμε βλέπουμε νὰ μπαίνει μέσα ἕνας νέος παπάς, μούσκεμα ἀπὸ τὴν βροχή. Ἀποροῦμε καὶ μαθαίνουμε κάτι τὸ πρωτάκουστο. Ὁ παπὰς εἶχε ἔρθει μὲ τοὺς ἄλλους στρατιῶτες καὶ βλέποντας τόσους σὲ ἕνα πολὺ στενὸ χῶρο, γιὰ νὰ μή ἐνοχλήσει κανέναν, προτίμησε νὰ μείνει ὁλονυχτὶς ἔξω ἀπό τὸ ἐκκλησάκι, χωρὶς ἀντίσκηνο. Μόλις τὸν βλέπουμε σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση, σηκωνόμαστε ὅλοι ὀρθοὶ καὶ σκύβουμε μπροστά του. Ἐκεῖνος κάνει τὸ σταυρό του, μᾶς καλημερίζει, ἀνάβει ἕνα κερὶ καὶ προσεύχεται μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἀγάπη ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸν νιώθουμε σὰν Χριστὸ καὶ τὸν βάνουμε γιὰ πάντα στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς μας. Μετὰ ποὺ βγήκαμε, τραβάει μερικοὺς στρατιῶτες γιὰ τὸ χωριὸ Περιστέρι, χωρὶς νὰ φτάσει ὅμως ποτέ. Μιὰ ἐχθρικὴ βόμβα τὸν βρίσκει στὸ δρόμο καὶ τὸν ρίχνει κάτω νεκρό. Ἦταν ὁ πιὸ ἅγιος παπὰς κι ἄνθρωπος ποὺ ἀπάντησα στὴ στράτα τῆς ζωῆς μου».
Ἀλλὰ τὰ χρόνια περνοῦν καὶ ἡ μνήμη ἀμβλύνεται. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ξεχνᾶ καὶ παραιτεῖται. Τὸν προσελκύει περισσότερο ἡ ἀτομικὴ ἀπολαυση ἀπὸ τὴ θυσία. Ἡ καθημερινή του ζωὴ συνθλίβεται σὲ μιὰ μίζερη πραγματικότητα ποὺ δημιουργεῖ ἀνάγκες καὶ γεννᾶ ἐπιθυμίες. Προτιμᾶ αὐτὴ τὴν κονσερβαρισμένη ζωή, ποὺ ὄζει θάνατο καὶ ἀπεχθάνεται τὴν ἰδέα μιᾶς ἀδέσμευτης ζωῆς, ποὺ δὲ λογαριάζει τὴν ὑποψία τοῦ θανάτου. Δὲν ἀπορρίπτει τὴν ἰδέα τῆς ἐπανάστασης, ἀλλὰ δὲν τὴ βλέπει καὶ ὡς τρόπο ζωῆς, παρὰ μόνο σὰν χρήσιμο ἐργαλεῖο: ἐὰν εἶναι καλὸς ὁ καιρὸς θὰ γίνει χωρὶς προβλήματα. Ἂν ὅμως βρέχει, τότε θὰ γίνει σὲ σκεπαστὸ μέρος!
Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς στὸ ποίημά του «Γράμμα ἀπὸ τὸ μέτωπο» ἀναρωτιέται, ἀλλὰ καὶ νοερὰ φαίνεται νὰ ρωτάει καὶ μᾶς σήμερα: «Εἶστ' ἕτοιμοι ἢ δὲν εἶστε νὰ τὴ δεχτεῖτε τέτοιαν ἄνοιξη... βγαλμένη ἀπ' τὸ καμίνι τῆς μάχης, ἀπ' τὶς μάχες πυρωμένη»; Καὶ συνεχίζει μὲ σκεπτικισμό: «Μὰ οἱ ἄλλοι; Ἀκόμα εἶναι πολλοὶ αὐτοῦ κάτου; Αὐτοί, ποὺ στὸ ζεστό τους τὸ κρεβάτι τρεμολογᾶν νὰ ὀνειρευτοῦν τὸ χιόνι, μὰ ἀπ' τὰ παχιὰ τὰ στρώματά τους ξάφνου πετιῶνται ὠσὰ βρυκόλακες, νὰ μποῦνε στὸ ψεύτικό τους τάφο, νὰ γλιτώσουν μίαν ἔρμη ζωή, ποὺ οἱ ἴδιοι ὁρίζοντές της πλατύτεροι ἀπ' τὸν τάφο αὐτὸ δὲν εἶναι; Αὐτοὶ ποὺ τρέμουνε τοῦ λαοῦ τὴ γλώσσα σὰν ἄκουσμα σειρήνας;»
«Τὸν πόλεμον αὐτὸν δὲν τὸν ἐζητήσαμεν, δὲν τὸν προεκαλέσαμεν, δὲν τὸν ἠθελήσαμεν. Μᾶς ἐπεβλήθη κατὰ τὸν χυδαιότερον καὶ τὸν σκαιότερον τρόπον» σημείωνε ὁ Γεώργιος Βλάχος στὸ ἄρθρο του «Τὸ στιλέτον» στὶς 29 Ὀκτωβρίου 1940. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει παραδώσει τὸν ἑαυτὸ του αἰχμάλωτο σὲ δεσμεύσεις πολὺ χειρότερες ἀπὸ μιὰ αἰχμαλωσία σὲ καιρὸ πολέμου!
Γράφει ὁ Σεφέρης: «Στὶς 3 καὶ μισὴ μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸ τηλέφωνο μὲ ξύπνησε «Ἔχουμε πόλεμο». Τίποτε ἄλλο, ὁ κόσμος εἶχε ἀλλάξει. Ἡ αὐγή, ποὺ λίγο ἀργότερα εἶδα νὰ χαράζει πίσω ἀπὸ τὸν Ὑμηττό, ἦταν ἄλλη αὐγή, ἄγνωστη. Περιμένει ἀκόμη ἐκεῖ ποὺ τὴν ἄφησαν. Δὲν ξέρω πόσο θὰ περιμένει, ἀλλὰ ξέρω πὼς θὰ φέρει τὸ μεγάλο μεσημέρι».
2009 καὶ προχωρᾶμε! Μᾶς περιμένει ἀκόμη αὐτὴ ἡ αὐγή; Πόσο καὶ πῶς ἄλλαξε ἀπὸ τότε ὁ κόσμος; Ἀλλάζει ὁ κόσμος δίχως Παιδεία; Πολὺ εὔστοχα προβληματίζεται ἡ καθηγήτρια Μερόπη Σπυροπούλου στὸ ἔργο της «Στὴν ἐποποιία τοῦ 1940-41 μὲ πίστη» γιὰ τὸν ρόλο τῆς ἀληθινῆς Παιδείας, αὐτῆς τῆς ψυχῆς ὡς προπαρασκευῆς γιὰ ἀγῶνες καὶ μάχες νικηφόρες στὰ ἔξω μας, ἀλλὰ καὶ στὰ μέσα μας: «Πῶς γίνεται νὰ μὴ ἔχουμε ἀκόμα συνειδητοποιήσει ὡς κοινωνία πῶς ἀληθινὴ Παιδεία σημαίνει τὸ νὰ προσπαθεῖς νὰ γίνεσαι καλύτερος ἄνθρωπος παλεύοντας μὲ τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό, παλεύοντας οὐσιαστικὰ γιὰ ἠθικὴ αὐτοβελτίωση; Πῶς καλύτερος δὲν εἶναι μόνο αὐτὸς ποὺ παράγει ἢ καὶ ἀπολαμβάνει τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ....ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ χαίρεται νὰ δημιουργεῖ καὶ νὰ προσφέρει μὲ Θεμέλιο τὴν Πίστη τὰ ἰδανικὰ καὶ τὶς διαχρονικὲς ἀξίες;».
Ἴσως μόνο τότε νὰ μποροῦμε μὲ εἰλικρίνεια νὰ σκύψουμε μέσα στὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ κοιτάξουμε τὶς δικές μας προϋποθέσεις. Νὰ διαπιστώσουμε ἐὰν μποροῦμε νὰ ἀρθρώσουμε τὰ δικά μας ΟΧΙ καὶ τὰ δικά μας ΝΑΙ, ὅταν τὸ ἀπαιτήσει ὁ κατάλληλος καιρός. Γι' αὐτὸ τελειώνοντας ἀπευθύνω σὲ σᾶς, τὰ παιδιά μας, τοὺς νέους καὶ τὶς νέες μας προσκλητήριο νὰ ὀρθώσετε ἀνάστημα σὲ κάθε λογῆς καταπατητὲς ἀξιῶν, ἐκείνους ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴν ψυχή σας, ποὺ στρεβλώνουν τὰ παιδαγωγικὰ ἰδεώδη, ποὺ ἀμφισβητοῦν τὴν Πατρίδα μας. Ὁ ἀγώνας σας δὲν θὰ εἶναι εὔκολος, ἀλλὰ θυμηθεῖτε ὅτι ὑπάρχουν οἱ στιβαροὶ ὦμοι τῶν προγόνων σας γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς ἀδυναμίες σας! Ἐκεῖνοι, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν Ρίτσο ἔδωσαν αὐτό, ποὺ ὅριζε πάντα ἡ μοίρα τῆς φυλῆς μας: ἐκεῖνοι, ποὺ «μπῆκαν στὰ σίδερα καὶ στὴ φωτιά, κουβέντιασαν μὲ τὰ λιθάρια, κεράσανε ρακὶ τὸ θάνατο ...» καὶ «σὲ κάθε βῆμα κέρδιζαν μιὰ ὀργιὰ οὐρανό γιὰ νὰ τὸν δώσουν» σὲ μᾶς καὶ σὲ σᾶς. Καιρὸς τοῦ ποιεῖν!
«ΕΝΟΡΙΑΚΑ ΝΕΑ» αγίου Γεωργίου Διονύσου Αττικής, Δεκέμβριος 2009
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ