Πολίτες μιας «έρημης» κοινωνίας

«…ἔρημος καί καταπεσοῦσα

ἐστί ἡ ψυχή μου» (Χρυσόστομος)

Ἀλλά καί «ἐρρυπωμένη» (Συμεών Ν. θεολόγος)

 

Η έρημος μέχρι πριν κάποια χρόνια είχε την φυσική της θέση, εκεί όπου την όρισε ο δημιουργός του κόσμου, και έπαιζε τον ρόλο της. Κάθε πράγμα πάνω στη γη δεν είναι ξεκάρφωτο, ούτε τυχαίο, ούτε αμέτοχο στην πορεία της κοινωνίας.

Αυτή όμως η έρημος τιμήθηκε και κοσμήθηκε αιώνες τώρα με την ενοίκησή της απ’ ανθρώπους με σάρκα μεν, αλλά και πνεύμα. Με ψυχοσωματική ολότητα ισορροπημένη, όπως χειροποίητη την παρέδωσε ο Θεός πάνω στη γη, από την ώρα που πήρε χώμα από την ίδια την γη και ενεφύσησε πνοή ζωής δημιουργώντας το ξέχωρο δημιούργημά του στην πλάση, τον άνθρωπο.

Αυτοί οι άνθρωποι που ζήλεψαν τα πνευματικά ύψη, γενόμενοι «ουρανοβάμονες», αξιοποίησαν την έρημο και την ανέδειξαν μέγα τόπο αγιοσύνης. Με την νηστεία, την αγρυπνία, την προσευχή, επλήσθησαν ουρανίων χαρισμάτων και σαν οικιστές της ερήμου, εγεώργησαν το άγονον, προσωρμισθέντες στον χορό των υπολοίπων βιούντων σ’ αυτήν. Έτσι την κατέστησαν πλουσιώτατο πνευματικό τόπο. Ανέβασαν θα λέγαμε με την σύγχρονη υλιστική θεώρηση «την αξία» της περιοχής. Την αναβάθμισαν, μετατρέποντάς την σε ιερό ησυχαστήριο του πνεύματος του Θεού επί γης και μέγα οχυρό κατά του Διαβόλου. Όλοι αυτοί λοιπόν οι ασκητές, οι μεγάλοι ερημίτες, οι στυλίτες, οι σαλοί, οι αθλητές του πνεύματος, δημιούργησαν ένα πνευματικό θερμοκήπιο αγιοσύνης που έθελξε με τους ιδιορρύθμους καρπούς, πολλούς θνητούς. Ακόμη και ο ίδιος ο Διάβολος ακολούθησε τον Χριστό στο ασκητήριο της ερήμου· όμως για να τον εκπειράσει, «Tαῦτα πάντα σοι δώσω, ἐάν πεσών προσκυνήσῃς μοι» (Ματ. 4,9).

Κάποια στιγμή η φυσική άγονη και άνυδρη έρημος «ζήλεψε» τις πολύβουες ανθρώπινες κοινωνίες και «μεταστάθμευσε» εκεί. Ίσως γιατί βαρέθηκε την μοναξιά την αιώνια και πόθησε την ανθρωπίνη κοινωνικότητα.

Αντί όμως να κερδίσει κάτι και να ωφεληθεί, αντικρίζοντας τον ίδιο της τον εαυτό σε πεπτωκυία κατάσταση, έριξε το πέπλο της πάνω στην κοινωνία και την πρόσθεσε στις απέραντες εκτάσεις της, οικειοποιώντας την. Γιατί η ερήμωση της υπαίθρου, που προξένησε ο ίδιος ο άνθρωπος με την απερίσκεπτη αναχώρησή του στα κέντρα, στα πολυτελή αυτά δεσμωτήρια, επέφερε μία ιδιόρρυθμη ψυχική ερήμωση μέσα στην αποξένωση των θορυβωδών μεγαλουπόλεων.

Έτσι στοιβαγμένοι, εκτοπισμένοι, πρόσφυγες, ξεριζωμένοι από την πνευματική πατρίδα της πίστεως μας, ζούμε πλέον σε μία έρημη κοινωνία, σε μία άνυδρη έρημο, ποθώντας «το νερό της σωτηρίας» και αποτελώντας ένα πλήθος νεκρών. Αποτέλεσμα της ελλείψεως πνευματικού και ηθικού αγώνος, που είναι συνέπεια της ελλείψεως πνευματικής ανατάσεως. Αυτό μας κάνει εμάς τους ανθρώπους να γινόμαστε ολονέν και λιγότερο άνθρωποι. Περιφρονώντας την συντροφιά του Θεού με εφόδιο την αυτάρκειά μας και την εωσφορική κενοδοξία, απομακρυνθήκαμε από την στέγη του πατέρα μας σε τόπους αλλοτρίους.

 

Έτσι όπως αναφέρει ο Έλιοτ σ’ ένα ποίημα του:

«Είμαστε οι κούφιοι ανθρώποι.

Είμαστε οι παραγεμισμένοι ανθρώποι.

Που σκύβουνε μαζί.

Καύκαλα μ’ άχερα, γεμάτα αλίμονο!...

Μορφή χωρίς σχήμα, σκιά χωρίς χρώμα,

παραλυμένη δύναμη, γνέψιμο χωρίς κίνηση».

 

Έτσι λοιπόν στις μέρες μας επιτρέπει ο Θεός να γίνουν τα αποκαλυπτήρια της συγχρόνου ανθρωπίνης κοινωνίας. Επειδή όμως η λέξη αποκαλυπτήρια αναπέμπει σε κάτι μεγαλειώδες και ανυπερβλήτου αξίας και κάλλους δημιούργημα, ας διορθώσουμε την έκφραση με την ανάλογη ακριβολογία και να πούμε ο Θεός επιτρέπει το ξεσκέπασμα της ήδη γυμνής υπάρξεώς μας σαν άτομα και σαν κοινωνία.

Μπορεί η αποστολή της ανομίας να γίνεται στα κρυφά, αλλά «ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τά πανθ’ὁρᾶ» και «ἀποδώσει ἐν τῷ φανερῷ».

Αυτόν τον καιρό λοιπόν με τις «έρημες» διατάξεις των κατερειπωμένων και βαβελικών κέντρων αποφάσεων λόγω κορωνοϊού, ολοκληρώνεται στην απόλυτη πράξη η παντοειδής ερήμωση. «Φάσκοντες εἶναι σοφοί, ἐμωράνθησαν» (Ρωμ. 1,22). Η απαγόρευση της συναθροίσεως πλέον των τεσσάρων ατόμων, θεωρήθηκε αντισυνταγματική και ξεσήκωσε πλήθος εισαγγελέων και δικηγόρων διαμαρτυρομένων. Εύγε σας άξιοι προασπιστές και απόλυτοι εκφραστές του νόμου. Γιατί δεν κάνατε το ίδιο πριν καιρό, όταν θέσπισαν οι άνομοι όλα τα βλάσφημα θεσπίσματα «κατά του Χριστού». «Τοῖς συλλαβοῦσι σε παρανόμοις ἀνεχόμενος, οὕτως ἐβόα, Κύριε...». Γιατί δεν κάνατε το ίδιο, όταν δεν γιορτάσαμε την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου...

Προχωρώντας οι δεινοί συζητηταί επιβάλλουν απαγόρευση ολικής κυκλοφορίας και μετακινήσεως κατά τις νυχτερινές ώρες. Μέγα σαμποτάζ στο βασίλειο του Διαβόλου. Ακυρώνεται το νυχτερινό πανηγύρι του στα διάφορα κέντρα μέχρι πρωίας. Όποιος ηθικός υπουργός στο παρελθόν προσπάθησε να περιορίσει την έκλυτη νυχτερινή ζωή, κατεποντίσθη και ξηλώθηκε του αξιώματος του, παραχρήμα. Τώρα όμως ο κορωνοϊός δεν αστειεύεται. Κι όταν πρόκειται για την υγεία του σώματος, τα πάντα επιτρέπονται. Για την υγεία της ψυχής δεν ενδιαφερόμαστε.

Όσον αφορά το υπόλοιπο της ημέρας, επιτρέπεται η κίνηση τετραπόδων προς αφόδευση, συνοδεία των αφεντικών τους και πάντοτε με ειδική αμφίεση καθότι κρατάει ακόμη «ο χορός» των μεταμφιεσμένων (costume party). Κύριο σύνθημα δε, «μένουμε σπίτι». Επίσης κρατάμε αποστάσεις μεταξύ μας, όπως ο Διάβολος από το λιβάνι. Πώς όμως απαιτούν οι κόσμο-κρατούντες από τους πολίτες να κάνουν κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που τους έμαθαν και επέβαλαν χρόνια ολόκληρα; Δηλαδή να μη μένουν σπίτι! Ξάφνου ενεθυμήθησαν την έννοια αυτή; Σπίτι για τους πολλούς αποτελεί δεσμωτήριο, σκλαβιά, φυλακή, τόπος κανονισμών και κωδίκων συμπεριφοράς. Σπίτι θυμίζει οικογένεια, ένα θεσμό ξεχασμένο και απόλυτα βιασμένο. Υπάρχει άρα οικογένεια; Μήπως επιθυμούν την αναστήλωσή της εκ των ερειπίων; Η εντολή των ισχυρών έχει στόχο φρονηματισμού και επαναφοράς της κληρονομιάς μας; Άγνωστο και μάλλον πονηρό το σχέδιο. Τους έχουμε συνηθίσει με άλλες ταυτότητες και ιδιότητες. Με άλλα προσωπεία. «Ἄρχοντες λαῶν συνήχθησαν κατά τοῦ Κυρίου… Λόγον παράνομον κατέθεντο κατά αὐτοῦ…». Κάπως ανάλογα φρονούν και για τον λαό του. «Φυλαχθῶμεν!» Ἕως ὅτου Κύριος καθέλῃ δυνάστας ἀπό θρόνων καί ὑψώσῃ ταπεινούς.

 

Για να επανέλθουμε όμως στην αρχική ρήμη του λόγου, η κατάσταση της επιβληθείσης ερημώσεως–νέκρας στην ανθρωπίνη κοινωνία είναι μία εξωτερίκευση της ψυχικής ερημώσεως, που υπάρχει στο πλήθος των ανθρώπων, εδώ και χρόνια. Τώρα απλά επισημοποιείται το ξεσκέπασμα των κατερειπωμένων ψυχικών οχυρών μας.

Τώρα απλά χορεύουμε ανόρεκτα κατ’ επιταγή του γύφτου, που βαράει το ντέφι, ώστε να χορέψει η αρκούδα με τον χαλκά στην μύτη, προκειμένου να τρυγήσει ο ίδιος χρήμα.

Από την στιγμή που εξέλειψαν οι αξίες, επεκράτησαν οι απαξίες. Ούτως ή άλλως ανάμεσα στους τυφλούς, κυβερνάει ο μονόφθαλμος και το παίζει και «κύκλωπας». Διώξαμε την πίστη στην αγιότητα, την πίστη στην αγνότητα, στην ταπείνωση και μπολιασμένοι από το δηλητήριο του κακού και της απιστίας, οδηγηθήκαμε στα προαναφερθέντα «κάτεργα», με τους συγχρόνους Ιαβέρηδες να μας κατοπτεύουν παρακολουθούν λυσσαλέα, προκειμένου να εφαρμόσουν το κατάξερο γράμμα του ανόμου νόμου. Πάντοτε οι άνομοι στους νομοταγείς.

Ευτυχώς όμως υπάρχουν και στις μέρες μας άγιοι. «Αν ο κόσμος δεν καταποντίζεται, είναι γιατί υπάρχουν –παρ’ όλη την ηθική κατάπτωση του καιρού μας– άγιοι. Υπάρχει μία κρυμμένη αγιοσύνη στον κόσμο αθέατη. Και υπάρχει η προσευχή. Σας βεβαιώ η προσευχή είναι μεγάλο πράγμα, ακόμα και όταν δεν πιστεύει κανείς. Με την προσευχή σώζεται κανείς από την απελπισία» (Thomas Stearns Eliot).

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή