ΤΡΕΙΣ ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


Πρώτη ιστορία.

  Στην αρχαιότητα, στις Συρακούσες-μια ελληνική πόλη της Σικελίας, που ιδρύθηκε από Κορινθίους αποίκους τον 7ον αιώνα π.χ.- διοικούσε ένας τύραννος, δηλαδή ένας δικτάτορας της εποχής, οποίος είχε απεριόριστη ισχύ. Κι αυτόν τον άρχοντα τον έπιασε κάποτε η ιδέα ότι μπορεί να γράφει ποιήματα. Ήθελε όμως και την επιδοκιμασία των τότε μορφωμένων και λογίων ανδρών. Γι’ αυτό φώναξε ένα σοφό και του είπε' -Για πες μου, πως σου φαίνονται τα ποιήματά μου; Εκείνος τότε απάντησε' -Άκουσε να σου πω. Είσαι άρχοντας και ασχολείσαι με τη διοίκηση, δεν έχεις όμως λογοτεχνικό τάλαντο και συνεπώς δεν μπορείς να γράφεις ποιήματα. Περιορίσου λοιπόν στα διοικητικά σου καθήκοντα και ασε αυτούς που έχουν ταλέντο να ασχολούνται με την ποίηση. Νευρίασε ο τύραννος των Συρακουσών και διέταξε πάνω στο θυμό του να στείλουν το σοφό στη φυλακή. Τον πήραν λοιπόν και τον φυλάκισαν. Αφού έμεινε αρκετές μέρες και κυριολεκτικά μαρτύρησε από τις άθλιες συνθήκες κρατήσεως, ο τύραννος διέταξε να τον φέρουν ξανά μπροστά του και τότε τον ρώτησε. –Λοιπόν τι έχεις να πεις για τα ποιήματά μου; Ο σοφός φλεγματικά απήντησε' -Στείλε με πάλι στις φυλακές. Με τη λακωνική και αξιοπρεπή και θαρραλέα αυτή απάντηση ο σοφός ήταν σαν να του έλεγε' έχεις τη δύναμη, έχεις την εξουσία, κάνεις ο,τι θέλεις και νομίζεις εκβιάζοντας με ότι θα σε κολακέψω; Νομίζεις ότι θα υποκύψω και θα πω ψέματα για να γλυτώσω τη φυλακή; Λοιπόν σου απαντώ ρητά και ξάστερα στείλε με ξανά στις φυλακές.

  Ας θαυμάσουμε το παράδειγμα του αρχαίου σοφού που δεν γνώριζε τίποτα για ανάσταση, δεν γνώριζε για αιώνια ζωή, δεν γνώριζε αυτά που είπε ο Χριστός μας για την αμοιβή που έχουμε όταν μας διώκουν αδίκως, και απήντησε ευθαρσώς αλλά και ήρεμα, χωρίς να βρίσει η να οργισθεί στείλε με ξανά στη φυλακή. Είναι στιγμές που οι αρχαίοι πρόγονοί μας βάζουν γυαλιά στους σημερινούς Χριστιανούς.


Δεύτερη ιστορία.

  Όταν ζούσε ο Μέγας Βασίλειος, η τότε κρατική εξουσία τον πίεσε να πάρει θέσεις θεολογικές σύμφωνες με τους Αρειανούς. Ο Μέγας Βασίλειος φυσικά αρνήθηκε. Τότε διημείφθη ο εξής διάλογος μεταξύ του αυτοκρατορικού έπαρχου και του Βασιλείου'

  -Πρόσεξε θα δημεύσω την περιουσία σου αν δεν υπακούσεις στον αυτοκράτορα.

  -Δεν έχω περιουσία' μόνο ράσα και βιβλία είναι τα μόνα υπάρχοντά μου. Άμα θες πάρτα.

  -Θα σε στείλω εξορία.

  -«Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής». Στείλε με όπου θες.

  -Θα σε εκτελέσω.

  -Αμάν και πότε. «Εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος».

  -Κανείς επίσκοπος δεν μου μίλησε έτσι.

  -Τα λες αυτά γιατί ποτέ σου δεν συνάντησες αληθινό επίσκοπο.

  Δήμευση, εξορία, θάνατος δεν στάθηκαν ικανά να κάμψουν το Μέγα Βασίλειο. Ο έπαρχος πήρε το ποιό οδυνηρό μάθημα της ζωής του. Το μάθημα ότι η εξουσία είναι ανίσχυρη μπροστά σε αληθινούς άνδρες.


Τρίτη ιστορία.

  Το 1940 όταν ο πρέσβυς των Ιταλών Γκράτσι πήγε στο Μεταξά και του είπε' -Θέλουμε να μας αφήσετε, να κατεβούν τα στρατεύματά μας μέχρι την Αθήνα να κατοχυρώσουμε τις θέσεις μας έναντι της Αγγλίας. Ο Μεταξάς απήντησε' -Δηλαδή έχουμε πόλεμο;

  -Μα τι είναι αυτά που λέτε εξοχώτατε; Εγώ ήρθα να σας πω ότι ενδιαφέρομαι για την Ελλάδα.

  -Έχουμε πόλεμο, είπε ξανά ο Μεταξάς, του έδειξε την πόρτα και του έκανε νεύμα ότι η συζήτηση τελείωσε.

  Σηκώθηκε να φύγει ο πρεσβευτής των Ιταλών, καθώς όμως έφθανε στην έξοδο, τον φώναξε ο Μεταξάς και του είπε' -Κύριε Γκράτσι έχετε τη δύναμη με το μέρος σας.

  Σ’ αυτή την απάντηση του Μεταξά φαίνεται η εξυπνάδα και η λεπτή ειρωνεία του Έλληνα, ο οποίος όταν βρεθεί στο στοιχείο του, τον καρφώνει τον άλλο με το βαμβάκι και τον ξευτελίζει κυριολεκτικά αλλά με ευγένεια και φινέτσα συγχρόνως. Ήταν σαν να του έλεγε ο Μεταξάς' έχετε πλήθος αεροπλάνα και πλοία, έχετε στρατό περισσότερο και ασυγκρίτως καλύτερα εξοπλισμένο από το δικό μας, είσθε σύμμαχος των Γερμανών, συνεπώς μιλάτε εκ του ασφαλούς και κάνετε τον παλληκαρά ανέξοδα. Αν ήσασταν άνδρες ας κατεβαίνατε στα επίπεδά της Ελλάδας και ας ερχόσασταν να αναμετρηθούμε. Και γράφει ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του' «ένοιωσα ντροπιασμένος και αποσβολωμένος μετά την απάντηση αυτή».


  Αυτές είναι τρεις ιστορίες, που αναφέρονται σε κάποιους προγόνους μας, που σε διαφορετικές εποχές, πιέσθηκαν να πουν πράγματα που δεν ήταν σωστά –είτε αισθητικά, είτε θρησκευτικά, είτε εθνικά- από κάποιους που είχαν την κτηνώδη και άδικη δύναμη και νόμιζαν ότι έτσι θα υπερισχύσουν. Είπαν την αλήθεια όμορφα, ωραία, ανυποχώρητα, με κάποια ειρωνεία βέβαια, για να ξευτελίσουν το θράσος και την κυνικότητα των ισχυρών της γης, γιατί πεποίθηση και πιστεύω τους ήταν οι στίχοι του ποιητή'


«Χαρές και πλούτη να χαθούν
και τα βασίλεια, και όλα'
τίποτα δεν είναι, αν στητή
μένει η ψυχή κι ολόρθια»!


  Ας δείξουμε και εμείς ότι είμαστε γνήσιοι απόγονοί τους μιμούμενοι το παράδειγμά τους σε ανάλογες περιπτώσεις.

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

Κορυφή