ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ-ΡΩΣΙΑ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ


   Με την ευκαιρία της 556ης επετείου της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους, η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών διοργάνωσε διήμερο συμπόσιο στις 29 και 30 Μαΐου, στην αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας για την επιρροή του Βυζαντινού Πολιτισμού στη Ρωσία.

   Συμμετείχαν αξιόλογοι σύνεδροι Έλληνες και Ρώσοι, οι οποίοι ανέπτυξαν τις εξής ενότητες·

α΄ «Η παγκόσμια επιρροή του Βυζαντίου στην ευρωπαϊκή σκέψη»,

β΄ «Επίδραση του Βυζαντίου στον αρχαίο ρωσικό πολιτισμό»

γ΄ ενότητα αναφερόταν στους αιώνες μετά την άλωση,

ενώ στη τελευταία συζητήθηκαν προοπτικές ανάπτυξης των ελληνοσλαβικών-ρωσικών σχάσεων στην σύγχρονη εποχή. Όλες οι εισηγήσεις ήταν ενδιαφέρουσες, όταν θα κυκλοφορήσουν τα πρακτικά του συνεδρίου θα γίνει πλήρης ανάλυση. Ο Πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Καθηγητής κ. Ν. Ουζούνογλου διηύθυνε με τρόπο άριστο το πρόγραμμα του Συνεδρίου, προλογίζοντας με εμπεριστατωμένη, σύντομη, αλλά χυμώδη ομιλία το συμπόσιο.

   Χωρίς να μπορεί εδώ να γίνει ανάλυση του συμποσίου, θα προεκτείνουμε προηγούμενη επιφυλλίδα μας για το ιεραποστολικό έργο των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, εντοπίζοντας την έρευνα αποκλειστικά στις σχέσεις του Ορθόδοξου Βυζαντινού Ελληνισμού και της Ρωσίας.


   Είναι γνωστό ότι ο Βυζαντινός Ελληνισμός από την εμφάνισή του στην «Πόρτα» Ανατολής και Δύσης, στο Βόσπορο, επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο, όπου μια υπερεθνική ιδέα συνέδεσε τους χριστιανικούς λαούς ή όσους επιζητούσαν να γίνουν χριστιανοί και στους οποίους ο βυζαντινός Αυτοκράτωρ και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως παρείχαν παγκόσμια ηγεσία, έστω κι αν ο καθένας από τους λαούς αυτούς ήταν πολιτικά και οικονομικά ανεξάρτητος1. Τα Κανονικά Κείμενα, που εδραιώνουν το κύρος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως είναι σαφέστατα· «Τον με τοι της Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής…δια το είναι αυτών Νέαν Ρώμην»2 . Σαφώς τα προνόμια της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως βασίζονται στην αρχή της παραλληλίας ανάμεσα στην πολιτική και εκκλησιαστική οργάνωση της Χριστιανικής Οικουμένης και το κύρος του Πατριάρχη προερχόταν από το ότι ήταν ο Επίσκοπος της αυτοκρατορικής Πρωτεύουσας, «κοινός πατήρ και διδάσκαλος πάσης της Οικουμένης»3. Στην «Επαναγωγή» γνωστή νομική επιταγή της μακεδονικής περιόδου, ο μέγας Φώτιος επικυρώνει τον πόλο του Πατριάρχη ως «Εικών ζώσα του Χριστού»4. «Ο Κωνσταντινουπόλεως θρόνος βασιλεία επικοσμηθείς ταις συνοδικαίς ψήφοις πρώτος ανερήθη». Από τότε, που ήλθε η Πρεσβεία των Ρως στην Βασιλεύουσα, ο βυζαντινός αυτοκράτωρ έθεσε μαζί με την Εκκλησία τις ενέργειές του σ’ ένα κατάλογο υψηλών προτεραιοτήτων της εξωτερικής θρησκευτικής πολιτικής. Έχοντας οι βυζαντινοί συγκρατήσει αποτελεσματικά Άραβες και άλλους επιβουλείς και έχοντας υπερνικήσει την μεγάλη εσωτερική κρίση της Εικονομαχίας, κάτω από την άξια και ένδοξη Μακεδονική Δυναστεία (867-1056) ξεκίνησε μια σταθερή και θεαματική εξάπλωση στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης και εκείνες των Ρώς.

   Αφού η ηγεμονία του Κιέβου ασπάστηκε τον χριστιανισμό ως θρησκεία του Κράτους, η επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού πάνω στη Ρωσία έγινε καθοριστικός παράγων του Ρωσικού πολιτισμού. «Αυτός καθ’ εαυτόν ο βαθμός και ο χαρακτήρας της επίδρασης πρέπει να κατανοηθεί κάτω από το φως των εξής κύριων συστατικών που η σύνθεσή τους καθόριζε τη ζωή της βυζαντινής κοινωνίας, στην ελληνική φιλολογική κληρονομιά και στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη, χωρίς αυτά τα ουσιαστικά στοιχεία ο βυζαντινός τρόπος ζωής στους Ρώσους θα ήταν αδιανόητος», γράφει ο εκ των κορυφαίων βυζαντινολόγων G. Ostrogorsky4. Οι επαφές που τόσο ζωντανά περιγράφει ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος στο De administrando Imperioαπόκτησαν μια εντελώς νέα σημασία όταν η Ρωσία δέχτηκε από το Βυζάντιο τη θρησκευτική της πίστη, την εκκλησιαστική ιεραρχία, τη φιλολογία σε μετάφραση, την τέχνη, την πνευματική της ιδεολογία, την προβολή του «Αγίου» ως αξία και σκοπό της ζωής, την αξιόλογη συγγραφική και κοινωνική δράση των Πατέρων της Εκκλησίας, τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες.

   Ιεροεξεταστές, συγχωροχάρτια και παποκαισαρικές τρομοκρατίες δεν θα βρούμε στο Βυζάντιο. Όποιες κι αν είναι οι σκιές στην ιστορία του, το Βυζάντιο έχει βγάλει χώρες από την βαρβαρότητα και έχει διδάξει την εκλέπτυνση των ηθών. «Για χίλια τόσα χρόνια» υποστηρίζει ο αντικειμενικός και ακριβοδίκαιος Ρώσος βυζαντινολόγος καθηγητής πατήρ Ιωάννης Meyendorf, «η Κωνσταντινούπολη ήταν το κέντρο ενός κόσμου πνευματικού φωτός». Το Βυζάντιο ασκούσε πάνω σε όλους τους Σλάβους μια μαγεία, που κανένα χριστιανικό κέντρο της Δύσης δεν μπορούσε να συναγωνιστεί.

    Η Πριγκίπισσα Όλγα του Κιέβου, μητέρα του Σβιατοσλάβου ασπάστηκε αμέσως τον Χριστιανισμό. Σε μια επίσκεψή της στην Κωνσταντινούπολη έγινε δεκτή με τιμές από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ (957)5. Ο εγγονός της Βλαδίμηρος, γιος του Σβιατοσλάβου, ακολούθησε το παράδειγμά της. Όχι μόνο βαφτίστηκε ο ίδιος προσωπικά, αλλά έκανε τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της Ρωσίας. Ο Βλαδίμηρος έγινε και γαμπρός του Βασιλείου του Β΄ παίρνοντας σύζυγό του την Άννα αδελφή του βυζαντινού αυτοκράτορα.

    Παρά τις άστοχες, ανιστόρητες και κακόβουλες θέσεις μερικών «ιστορικών», η προσέλευση των Ρώσων και λοιπών Σλάβων στον Χριστιανισμό και τα δόγματα της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής των ίδιων.

   Στο ρωσικό «Πρωινό Χρονικό», που γράφτηκε στο Κίεβο τον 11ο αιώνα -κύρια πηγή ιστορικής μνείας για την ύπαρξη της Ρωσίας ως έθνος- γενεές Ρώσων διάβαζαν την έκθεση των απεσταλμένων του Βλαδίμηρου στην Κωνσταντινούπολη. Αφού παρακολούθησαν την Ορθόδοξη βυζαντινή Θεία Λειτουργία στον Ι. Ναό της του Θεού Σοφίας, μετέφεραν στον Βλαδίμηρο οι Πρέσβεις τις εντυπώσεις τους· «Μας οδήγησαν σε κτίρια όπου λάτρευαν το Θεό τους -εννοούν την Μεγάλη Εκκλησία της Αγ. Σοφίας- και δεν γνωρίζουμε αν ήμασταν στον Ουρανό ή στην γη. Επειδή στην γη δεν υπάρχει τέτοια λαμπρότητα και τέτοια ομορφιά και είμαστε σε αμηχανία πώς να την περιγράψουμε. Γνωρίζουμε μόνο ότι εκεί ο Θεός κατοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους»5. Έτσι ο φιλομαθής φιλόθεος και φιλάγιος ιερός Φώτιος πέτυχε, με την ιεραποστολή της Μοραβίας και το έργο των μαθητών -φίλων του Κυρίλλου και Μεθοδίου- οι Ρώσοι να μη αντιμετωπίσουν γλωσσικό φραγμό και να ασπασθούν αμέσως τον Ορθόδοξο Βυζαντινό χριστιανισμό, που διευρύνθηκε γρήγορα όχι μόνο στους Σλάβους της Βαλκανικής, αλλά και σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη μέχρι τον Αρκτικό Ωκεανό, διατηρώντας την οικουμενική σημασία του.

   Δεχόμενοι οι Ρώσοι την Βυζαντινή Ορθοδοξία έμαθαν καλά από τους Έλληνες-Ρωμιούς-Βυζαντινούς ότι τα δόγματα είναι δυνατόν να εκφρασθούν με λειτουργικό κάλλος, με μουσική, με ψηφιδωτά και αγιογραφίες. Τις πλευρές αυτές των Βυζαντινών οι Ρώσοι του Κιέβου τις αγάπησαν και τις ανέπτυξαν. Ο Καθεδρικός Ναός που έκτισε ο Ιαροσλάβος στο Κίεβο, το λαμπρό αυτό μνημείο βυζαντινής τέχνης, αφιερώθηκε στην «Αγία Σοφία» και διακοσμήθηκε από τους καλύτερους Έλληνες δασκάλους του είδους, που ήταν δυνατόν να βρεθούν (1037-1046). Η «Μονή των Σπηλαίων» στο Κίεβο, υιοθέτησε το τυπικό της Μονής του Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Ρώσοι έγιναν καλοί μαθητές στις όψεις εκείνες της Χριστιανικής Πίστης, που απαιτούν διαισθητική εμπειρία της αλήθειας και της ομορφιάς. Και εφόσον στον χριστιανισμό της Ανατολής η εικονογράφηση και η τιμή των Αγίων Εικόνων προϋποθέτει πολύ σωστά την θεολογία της ενανθρωπίσεως του Σωτήρος, η επιτυχής αυτή εισαγωγή βυζαντινής Τέχνης είχε παραπάνω από αισθητική σημασία.

   Ο θρίαμβος του «Παλαμισμού» στο Βυζάντιο δημιούργησε έργα λαμπρά στην ορθόδοξη ρωσική ψυχή. Ο Θεοφάνης ο Έλληνας υπήρξε στενός φίλος του Επιφανίου του Σοφού, του συγγραφέα του Βίου του αγίου Σεργίου. Ο Επιφάνιος επαινεί τον Θεοφάνη για το πνευματικό, μεταφυσικό ύφος του. «Όχι μόνο δεν υπάρχει ασυμβίβαστο στις θέσεις του Γ. Παλαμά», γράφει ο Ρώσος ιστορικός της βυζαντινής τέχνης Μ. Alpatov, «την τέχνη του Θεοφάνη του Έλληνα και του Andrej Rubljov, αλλά σαφώς καλλιτέχνες, θεολόγοι, αγιογράφοι και μοναχοί Έλληνες και Ρώσοι βαπτίζονταν και ανήκαν στο ίδιο καλλιτεχνικό και πνευματικό περιβάλλον»6. Αλλά και στο κοινωνικό πεδίο, οι Ρώσοι πολιτικοί ηγέτες, μετά τον εκχριστιανισμό τους, έμειναν αφοσιωμένοι στο Βυζάντιο και επιζητούσαν να γίνουν γαμπροί του Βυζαντίου. Ο νεώτερος γιος του Ιαροσλάβου ήθελε επίμονα να γίνει «βυζαντινός», γι’ αυτό και παντρεύτηκε την κόρη του Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου (1046). Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο Βλαδίμηρος, που θα παίξει σπουδαίο πνευματικό ρόλο στο Κίεβο και θα γίνει το σύμβολο της βυζαντινής αυτοκρατορικής κληρονομιάς στη Ρωσία.

   Μια πρόσφατη δήλωση του πατρός Τύχωνος, λαμπρού θεολόγου στην Ιερά Μονή Σρίτενσκυ στη Μόσχα αξίζει να αναφερθεί ως κατακλείδα αυτής της περιληπτικής ιστορικής αναδρομής, γιατί δείχνει κατάδηλα αυτό το δεσμό Βυζαντίου και Ρωσίας. «Ο ρωσικός ορθόδοξος λαός, παρά τους φοβερούς διωγμούς, που υπέστη από τους άθεους δεν απώλεσε την πίστη του, δεν πρόδωσε την Ορθοδοξία, που έλαβε από το Βυζάντιο πριν χίλια χρόνια». Αυτό αποδείχνεται στη ζωή και το έργο του κορυφαίου σύγχρονου αγίου και λαμπρού επιστήμονος καθηγητού της χειρουργικής, αρχιεπισκόπου Λουκά Συμφερουπόλεως, του οποίου η μνήμη εορτάζει κατ’ αυτάς κάθε ορθόδοξη ψυχή.

 


Υποσημειώσεις

1. G. Ostrogorsky. Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Αθήναι 1978-81, τόμ. Β΄, σελ. 162 και εξής και Αγγαλ. Λαΐου, Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, Αθήνα 2008, τόμ Α΄68,71 Β΄115,252.

2. Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος 381 μ.Χ. Κανών 3 (Ράλλης-Ποτλής 1.1, σ. 173)

3. Maxime de Sardes, Le patriarchate oecumenique dans l’ eglise orthodoxe, Par;is1975, σελ. 97-153 και Φωτίου Επιστολαί p.g. 102, 736-737.

4. Ostrogovski, Ιστορία τομ. Β΄186’187.

5. D.S.Liakliasher, Povest Vremenny-kh Moskow, 1950 σελ 75.

6. M. Alpatov, Iskustro Feofana Greka,Viz, Vrem, 33,1972 σελ. 190 και εξής και V.N.Lazarev, Feofan Grec I ego shcola, Moskow1961,σελ. 27 και εξής.

 

Κων.Ε. Δεληγιάννης, Δρ. Φιλ. Καθηγητής Βυζαντινής Τέχνης και Αρχαιολογίας.

«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» 3 ΙΟΥΛΙΟΥ 2009

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή