Κάθε φορά που γιορτάζουμε την επέτειο του Μακεδονικού αγώνα, έρχεται στο νου μου ο Παύλος Μελάς, το αγνό παλικάρι που με το αίμα του συνετέλεσε στο να αφυπνισθεί η υπνώττουσα εθνική συνείδηση των ελευθέρων τότε Ελλήνων. Για να κατανοήσουμε την ακατανίκητη έλξη που ασκούσε επάνω του η σκλαβωμένη Βόρεια Ελλάδα αρκεί να ανατρέξουμε στο βιβλίο που έγραψε η σύζυγός του Ναταλία Μελά, το γένος Δραγούμη, αδελφή του Ἰωνα και κόρη του Στεφάνου Δραγούμη. Από αυτό άντλησα τα αποσπάσματα που ακολουθούν.
“Μεγαλώνει ο Παύλος σε ωραίο σπίτι απλόχωρο με άλλα έξι αδέλφια. Ο πατέρας αγαπά τα έμορφα πράγματα και έχει στολίσει το σπίτι του με έργα τέχνης, καλά έπιπλα, εικόνες διαλεχτές, όπλα παλιά σκαλισμένα, βιβλία σπάνια καλοδεμένα. Χαρά του είναι να τα βλέπη και τη χαράν αυτή μεταδίνει στους τριγυρνούς του, όπως μεταδίνει τη χάρη της καλοσύνης και της φυσικής του αρχοντιάς. Ποτέ δεν έτυχε να του ζητήση κανείς βοήθεια, δίχως να τη λάβη. Και είτε για φιλανθρωπία είτε για εθνικό σκοπό δεν ξέρει, αλήθεια, η δεξιά του τί ποιεί η αριστερά του”.
“Στο σπίτι τον Παύλο τον ονομάζουν τ’ αδέλφια του ο κύριος μην ενοχλείσθε, γιατί αυτός είναι πάντα πρόθυμος να παραχωρήση τη θέση του, το καλύτερο μερίδιο του φαγητού, αυτός δίνει ό,τι έχει και παίρνει επάνω του τις μικροαγγαρείες και τα βαρετά καθήκοντα. Τον στενοχωρεί που τον πειράζουν γι’ αυτό τα άλλα παιδιά, μα δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Έτσι του έρχεται. Αυτό δεν τον εμποδίζει να είναι στο σχολείο και με τ’ αδέλφια του σωστό πειρακτήριο. Έχει όμως άπειρη καλοσύνη προς τα μικρά παιδιά, προς κάθε αδύνατο πλάσμα, προς τα ζώα. Στο σχολείο γίνεται θηρίο, όταν τυχαίνη να τυραννεί ή να κτυπά κανένας μεγάλος μαθητής ένα μικρότερο ή αδύνατο. Ορμά τότε και τα βάζει μαζί του, χωρίς να λογαριάση τίποτε”.
“Στις 25 Μαρτίου ο πατέρας πηγαίνει τα παιδιά να δουν την τελετή. Αυτή είναι μεγάλη μέρα. Το πρωί ξυπνούν τον Παύλο τα κανόνια. Οι σημαίες στα σπίτια κυματίζουν και πλαταγούν, μαζί και η δική του η μικρή στο παράθυρο επάνω στο τρίτο πάτωμα. Χαρά Θεού!...Ποδοβολητό ιππικού. Σηκώνεται σκόνη και ζυγίζεται στον αέρα…Στο Πανεπιστήμιο απ’ έξω ο Ρήγας, ο Πατριάρχης Γρηγόριος δαφνοστεφανωμένοι…Χτυπάτε πολέμαρχοι!...Δεν ξέρεις γιατί από χαρά και από υπερηφάνεια σου έρχεται να κλάψης. Και όταν περνά η σημαία της φρουράς, η μεταξωτή με τα χρυσά κρόσσια, γελιέσαι και κάνεις, αντί να χαιρετίσης, τον σταυρό σου, όπως στην εκκλησία… Το βράδυ φωταψία σ’ όλη την πόλη. Στο σπίτι του Παύλου από πάνω ως κάτω, σε κάθε παράθυρο είναι από μια σειρά άσπρα κεριά αναμμένα πίσω από τα τζάμια”.
Μια μέρα “κατεβαίνει ο Παύλος στο υπόγειο και βρίσκεται μπροστά σε αραδιασμένα τουφέκια πολλά και σε ξύλινες κάσες. Πρώτη φορά στη ζωή του είδε τόσα πολλά όπλα μαζεμένα και νοιώθει μιάν αλλόκοτη συγκίνηση να του πιάνη την αναπνοή. Θυμάται τις ομιλίες και κάτι πολύ δυνατό, αλλά και ακαθόριστο, τον σπρώχνει να εγγίση με τα χέρια του, να χαϊδέψη τα τουφέκια…Τον πιάνει τότε ξαφνικά ο πατέρας και του λέγει να μην φανερώσει σε κανένα, γιατί τα όπλα αυτά θα σταλούν κρυφά στην Κρήτη, στους επαναστάτες. “Εγώ και συ το ξέρουμε”, του είπε ακόμη ο πατέρας. Και ο Παύλος εφύλαξε το μυστικό μέσ’ την καρδιά του”.
Το 1891 αποφοίτησε από τη σχολή Ευελπίδων. Μετά την ορκομωσία γράφει στους γονείς του: “Έδωσα τον νενομισμένον όρκον. Δεν δύνασθε να φαντασθήτε οποίαν βαθείαν εντύπωσιν μου ενεποίησεν η τελετή αύτη. Δεν ήτο επιβλητική, ούτε μας εξήγησαν προηγουμένως ποίαν βαρύτητα και σπουδαιότητα έχουν οι λόγοι, τους οποίους ενώπιον του Θεού και της Σημαίας προφέρομεν. Σας βεβαιώ ότι ωρκίσθην έχων πλήρη συναίσθησιν των υπό του όρκου επιβαλλομένων καθηκόντων σταθεράν δε απόφασιν να τα εκτελέσω…Πάντα ταύτα προ πολλού είχα ορκισθή καθ’ εαυτόν να τηρήσω, ώστε ο επίσημος όρκος ουδέν νέον καθήκον με μαθαίνει, αλλά συνέσφιξεν έτι περισσότερον τους δεσμούς, οίτινες με συνδέουν προς την Πατρίδα μου”.
Ο Παύλος έλαβε μέρος στον πόλεμο της ντροπής του 1897. Ο πατέρας του Μιχαήλ, ως πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας, έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος μετά την άσχημη τροπή των πραγμάτων. Ακολούθησε η απομόνωση του και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας επιδεινώθηκε τόσο, ώστε να αναγκαστεί ο πατέρας του Παύλου να πουλήσει το σπίτι που έμεναν! Ο Παύλος άσκησε έντονη κριτική στους επιτελείς για την ανεπάρκειά τους, με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί. Ως τον θάνατό του (1904) δεν προήχθη! Πέθανε ανθυπίλαρχος του πυροβολικού, πιστός όμως στον όρκο που έδωσε.
Κλείνουμε με δύο ακόμη αποσπάσματα από επιστολές του Παύλου προς τη Ναταλία, που φανερώνουν το υπέροχο ψυχικό του μεγαλείο. Το πρώτο είναι από την επιστολή που έγραψε μόλις εισήλθε στο έδαφος της Μακεδονίας κατά την τρίτη και τελευταία αποστολή του.
“Νάτα μου. Χτες, όταν ετελείωσα το γράμμα μου, επήγα εις την εκκλησίαν της μονής (σ.σ. της Οξύνειας Καλαμπάκας) με τους άνδρας μου…Ακούσαμεν τον εσπερινόν πρώτα και κατόπιν μας μετέλαβεν ο γέρων χωρικός ιερεύς της μονής. Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ο νους μου διαρκώς εστρέφετο προς Εκείνον, ο οποίος χάριν ημών και της θείας θρησκείας Του υπέστη το μαρτύριον. Το μέγεθος της θυσίας Του, το μέγεθος της αποστολής Του μ’ έκαμναν να αισθάνωμαι πόσον μικροί και πόσον μακράν Αυτού ευρισκόμεθα, αλλά και συγχρόνως με ενεθάρρυναν. Πάντοτε Τον ελάτρευα δια την θρησκείαν Του και Τον εθαύμαζα δια την θυσίαν Του. Ελπίζω να μας βοηθήση. Αισθάνομαι τώρα ισχυρός, γενναίος και καλύτερος, έτοιμος δε να κάνω τα πάντα”.
Και όταν λίγες ημέρες αργότερα βρέθηκε στην περιοχή των Κορεστίων αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα και υποχρεωμένος να εκδόσει καταδικαστική σε θάνατο απόφαση γράφει στη Ναταλία: “Δεν θα λησμονήσω πόσο υπέφερα σήμερον το απόγευμα. Διαρκώς ερωτούσα τον εαυτό μου, αν είχα το δικαίωμα εγώ να συλλάβω οιονδήποτε άνθρωπον, οσονδήποτε κακούργος και αν είναι, να τον τραβήξω από την οικογένειάν του και να τον φονεύσω! Και διαρκώς απαντούσα, όχι! …Εγώ ουδέν άλλο στήριγμα πλην της αγάπης μου προς την πατρίδα και το γένος έχω. Μα την αλήθειαν πολύ θα τ’ αγαπώ και τα δύο διότι, καίτοι υποφέρω, καίτοι κλαίω, θ’ αφήσω να γίνη εκείνο που απεφασίσθη”.
Ο Παύλος σκοτώθηκε λίγες ημέρες αργότερα, πριν προλάβει να οργανώσει τον αγώνα κατά των Βουλγάρων. Ό, τι όμως δεν επέτυχε ζων το επέτυχε νεκρός, γιατί, όπως γράψαμε στην εισαγωγή, συνετέλεσε στο να αφυπνισθεί η υπνώττουσα εθνική συνείδηση των ελευθέρων Ελλήνων. Σήμερα οι Νεοέλληνες υπνώττουμε τόσο κατά την εθνική όσο και κατά την ηθική συνείδηση. Στο περιβάλλον όμως δεν καλλιεργείται πλέον ηρωικό φρόνημα, καθώς ινδάλματα στον αντίποδα του ήρωα προβάλλονται καθημερινά. Ήταν άραγε μάταια η θυσία του Παύλου και τόσων άλλων παλικαριών; Ασφαλώς, όχι. Εκείνοι θυσιάστηκαν πιστοί στο χρέος τους. Η δική μας ευτέλεια δεν μειώνει στο ελάχιστο την αξία της θυσίας τους.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ