Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΟΘΩΝΑ

 

  Όταν ήλθε ως βασιλεύς στην Ελλάδα ο δεκαεπταετής ακόμη Όθων, συνοδευόμενος από τρεις Βαυαρούς αντιβασιλείς, που θα κυβερνούσαν ως την ενηλικίωσή του, πολλοί Έλληνες χαιρέτισαν με ενθουσιασμό την άφιξη του. Μεταξύ αυτών και ο αγωνιστής της Ελληνικής Επαναστάσεως Ιωάννης Μακρυγιάννης. Γρήγορα όμως διαψεύστηκαν οι ελπίδες του γνήσιου αυτού Έλληνα από την τακτική που ακολούθησε η Αντιβασιλεία απέναντι στους αγωνιστές. Ο στρατός, κύριο κέντρο της βαυαροκρατίας, μεταβλήθηκε σε τακτικός. Στα τέλη του 1834 είχαν ενταχθεί σ’ αυτόν 5.000 περίπου Βαυαροί και ελάχιστοι Έλληνες, ενώ απορρίφθηκαν με την πρόφαση ότι ήταν υπεράριθμοι οι 10.000 Έλληνες, που μέχρι τότε αποτελούσαν τα στρατιωτικά σώματα πού κατήγαγαν εκπληκτικούς θριάμβους κατά των Τούρκων και των Αιγυπτίων.

  Οι αγωνιστές αυτοί, στερούμενοι τακτικού επαγγέλματος, κατάντησαν ζητιάνοι ή και λίστες. Ο Μακρυγιάννης, εκλεγμένος τότε δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων, απευθύνει στον βασιλέα μια επιστολή, που φανερώνει την ανιδιοτέλεια και το ψυχικό του μεγαλείο. Δεν διστάζει όχι μόνο να ασκήσει αυστηρή κριτική στην Αντιβασιλεία, αλλά και να παρακαλέσει να κοπεί ο μισθός του όλος και να δοθεί σε δυστυχείς συναγωνιστές του. Λόγος με καταφανείς τις προεκτάσεις στο παρόν...

 

Επιστολή προς Βασιλέα (1834)
(Εκ της εφημερίδος «Εθνική», αρ.22/ 23.12.1834)

  Βασιλεύ!

  Ως ένας και εγώ αγωνιστής εις τα περασμένα δεινά της πατρίδος μου, εγνώρισα εις πολλά μέρη ανδρείους στρατιωτικούς και τίμιους πολίτες, οπού εθυσίαζον και την κατάστασίν τους και την ιδίαν ζωήν τους με μεγάλην ευχαρίστησιν δια να ιδούν μιαν ημέρα την πατρίδα τους ελευθέραν. Πολλοί από αυτούς εσκοτώθηκαν εις τον πόλεμο· άλλοι έμειναν αιχμάλωτοι και άλλοι επληγώθηκαν, και τώρα μετά την ελευθέρωσιν της πατρίδος τούς βλέπω να περιπατούν εις τούς δρόμους γυμνοί και ξυπόλυτοι· βλέπω χήρας και ορφανά να ζητούν έλεος δια να παρηγορήσουν την πείναν τους, και με τα δάκρυα εις τα μάτια να περιφέρονται και να προξενούν εντροπήν εις την αχάριστον πατρίδα, δια την οποίαν έχασαν τους άνδρας των, έχασαν τους γονείς των. Εκείνοι, οπού τούς γνωρίζουν και ημπορούν να πληροφορήσουν την Κυβέρνησιν, κρύπτουν την αλήθειαν και φροντίζουν μόνον να δώσουν τας ανταμοιβάς εις τους δούλους και κόλακας των, εις ανθρώπους αναξίους, εις τους οποίους η πατρίς δεν γνωρίζει κανένα χρέος. Εις μεν τούς καλούς και δυστυχείς αγωνιστάς λέγουν ότι η πατρίς είναι πτωχή, εις δε τούς κόλακας των την αποδεικνύουν πλουσίαν. Εάν είναι πτωχή, καθώς και είναι βέβαια, έπρεπε να είναι πτωχή εις όλους, και όχι μόνον διά εκείνους, οπού εδοκίμασαν τόσους αγώνας, και ήλθαν εις ελεεινήν κατάστασίν διά την ελευθερίαν της. Η τοιαύτη αδικία κάμνει σήμερον πολλούς Έλληνας να αγανακτούν εναντίον της πατρίδος, και να βλέπουν ο ένας τον άλλον ως εχθρόν χειρότερον από τον Τούρκον. Εγώ όμως, Υψηλή Αντιβασιλεία, δεν είμαι άδικος, αλλά ως ευ-αίσθητος εις την δυστυχίαν τόσων αγωνιστών, παρακινούμαι να φανερώσω την αδικίαν προς την κυβέρνησιν μου, την οποίαν μετά Θεόν σέβομαι και τιμώ και αγαπώ, καθώς χρεωστεί να κάμνει κάθε άνθρωπος αφοσιωμένος εις την πατρίδα του. Αν η πατρίς μας είναι πτωχή, διατί ημείς μερικοί Έλληνες να παίρνομεν από χίλιες δραχμές και κάτω τον μήνα, οι δε συνάδελφοι μας να ψωμοζητούν και να περιπατούν γυμνοί και ξυπόλυτοι; Διά την τιμήν και υπόληψιν και της πατρίδος και του Βασιλέως μου κρίνω δίκαιον να κόψομεν ένα μέρος από τον μισθόν μας, διά να δοθεί και εις αυτούς τους δυστυχείς. Εγώ, όταν επληγώθην εις τούς Μύλους του Ναυπλίου, έλαβα δώρον από την πατρίδα μου, το οποίον είναι περίπου εκατόν πενήντα δραχμάς τον μήνα· τώρα λαμβάνω πολύ περισσότερον μηνιαίον μισθόν, δηλαδή σχεδόν τριακόσιας εβδομήκοντα δραχμάς. Όθεν εγώ πρώτος παρακαλώ την Αντιβασιλείαν να διάταξη να κοπή αυτός ο μισθός μου όλος, έως ότου η Κυβέρνησις να λάβει καιρόν να ευθετήσει τα πράγματα και να τα θεραπεύσει κατά το καλύτερον, και να με δοθούν πάλιν κατά μήνα αι εκατόν πενήντα δραχμαί εκείναι, καθώς εξ αρχής μ’ έκρινεν άξιον η πατρίς μου· ο δε μισθός μου ας δοθεί εις άλλους δυστυχείς συναγωνιστάς μου, των οποίων η γύμνωσις και απελπισία, μα την πατρίδα μου και μα τον Βασιλέα μου, δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ ησύχως όλην την νύχτα. Αν δεν είχα τόσην φαμιλίαν, αν δεν ήμουν ασθενής τον περισσότερον καιρόν, και αν δεν είχα ικανά χρέη, δεν ήθελα να δώσω και αυτό το ολίγον βάρος εις την πατρίδα μου. Δεν είναι αμφιβολία, ότι όλοι οι Έλληνες έχουν καλά αισθήματα και μεγάλην αγάπην εις τον Βασιλέα μας·' επιθυμώ όμως να μη υπάρχει κανένας, οπού να νομίζει, ότι έχει δίκαια παράπονα εις την αθωότητα του και εις την καλοσύνην του· επιθυμώ να είναι όλοι ευχαριστημένοι από την πατρίδα, και να μη είναι εις άλλους πτωχή η πατρίς και εις άλλους πλουσία· αλλά να ανταμείψει όλους εκείνους, οπού έπαθαν δια την ελευθερίαν της. Παρακαλώ με το ανήκον σέβας την Αντιβασιλείαν, αφού διατάξει από το παρόν την παύση του μισθού μου, να διάταξη να με δίδεται το παλαιόν της πατρίδος σιτηρέσιον.

 

Εν Αθήναις τη 15 Δεκεμβρίου 1834
Ιωάννης Μακρυγιάννης   

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ» ΜΑΡΤΙΟΣ 2010

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή