Ήτο η εποχή, πού εζούσαν ακόμη, αραιοί, σπάνιοι, φεύγοντες ο ένας μετά τον άλλον, οι βετεράνοι του Αγώνος. Τα προγράμματα της Εθνικής Εορτής τους επεφύλασσαν την τιμητικήν θέσιν εις τας δοξολογίας και τας τελετάς. Εις τα ταπεινά των σπιτάκια έφθανεν μεγαλοπρεπής, κατά τας παραμονάς του νέου έτους, ο μεγάλος φάκελος του Βασιλικού Αυλαρχείου, διά να τούς προσκαλέση εις τούς ανακτορικούς χορούς τής δευτέρας Βασιλείας. Η λευκή των φουστανέλα και τα άσπιλα χιόνια τής κόμης των - χιόνια ηρωικής βουνοκορφής- εξακολουθούσαν να είναι το υποβλητικώτερον διακοσμητικόν στοιχεϊον όλων των μεγάλων εορτών. Ήσαν οι Αγωνισταί! Μία λέξις ο τίτλος των, που έλεγε πολλά. Και ήτον ο μόνος τίτλος ευγενείας, τον οποίον είχαμεν εις την Ελλάδα. Ένας τίτλος, ο οποίος κατηργήθη αυτοδικαίως μαζί με το «τελευταίον λείψανον του Ιερού Αγώνος», που κατέβη εις τον τάφον. Ποίον ήτο το τελευταίον αυτό λείψανον, κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς. Διότι, μέχρι των τελευταίων ακόμη ετών, εις κάποιαν γωνίαν τής Ελληνικής γης, έσβηνεν, από καιρού εις καιρόν, άγνωστος, λησμονημένος, ο αιωνόβιος, πού είχεν ιδεί τον Καραϊσκάκην, τον Κολοκοτρώνην, τον Μπότσαρην, τον Κανάρην, όπως ο βετεράνος της μεγάλης στρατιάς του Ναπολέοντος, που είχεν ιδεί τον Αυτοκράτορα: L’ homme qui a vu l’ Emperour!
Ένας από τους βετεράνους αυτούς, που έρχεται, κάθε τέτοιαν ημέραν από τα βάθη της μνήμης μου να μου κάμη την επίσκεψίν του -την συμπαθητικήν επίσκεψιν, που είναι η επίσκεψις των φαντασμάτων- δεν μου έλειψε και αυτό το πρωί. Με το μαύρο του σκουφάκι, επάνω εις τα πλούσια, άσπρα του μαλλιά, που επλαισίωναν ένα πρόσωπον ασκητού, με το μακρύ του μαύρο κομπολόγι στο χέρι και με τη σβησμένη πίπα κρεμασμένην από τα χείλη του, ανέβηκεν ο μπάρμπα-Κόλας, όπως πάντα, τα σκαλοπάτια της παλαιάς μας αυλής, όπου είχε το κελί του, και μου έφερε, μαζί με το καλημέρισμά του, το δώρον του των επισήμων ημερών, ένα μυριστικό της μικρής του αλτάνας, ένα κλωναράκι αρμπαρόριζα.
- Βοήθεια μας ή Ευαγγελίστρια! Να χαίρεσθε!...
Και, σφίγγοντας μου το χέρι, με τα ξυλιασμένα εκείνα και ψυχρά δάχτυλα, που εί-χαν κρατήσει κάποτε τον δαυλό του πυρπολητού, έφυγε σκυφτός και ταπεινός, όπως ήλθε, κατέβηκε τα πέτρινα σκαλοπάτια της αυλής μας και εχώθη πάλι στο κελί του, όπου τον επερίμεναν οι Άγιοί του, εις το χαμηλόν εικονοστάσιον, και οι πετονιές του. Μέσα εις το κελί αυτό μου είχεν ομιλήσει η Ιστορία, κατά τα παιδικά μου χρόνια, όχι με την έμφασιν που ομιλεί μέσα στα βιβλία, αλλά με τον σιγαλόν και διακριτικόν λόγον, που αναβλύζει από τα βάθη μιας παλαιάς πηγής και χύνεται από τα τρεμουλιαστά χείλη, που αναδεύονται ακόμη θλιβερά από την ανάμνησιν, πριν κλεισθούν διά παντός. Και μέσα εις το κελί αυτό, όπου ο πυρπολητής του Αγώνος είχε λησμονήσει την Αρμάδαν καί τόν δαυλό ν του, κ' έπερνοΰσε τάς τελευταίας ασκητικάς του ημέρας, στρίβοντας, με την τέχνην του παλαιού γεμιτζή, τις αλογότριχες, που του έφερναν οι ψαράδες για τις πετονιές τους, θυμιατίζοντας τις εικόνες του και φυλλομετρώντας μίαν κιτρινισμένην, παμπάλαιαν Ιεράν Σύνοψιν, η Ιστορία μου είχεν ομιλήσει, ως παραμύθι. Με τον ωραιότερον δηλαδή τρόπον που ομιλεί η Ιστορία.
Από το παραμύθι όμως αυτό, ό μπάρμπα Κόλας εφρόντιζε ν’ άπουσιάζη πάντα ό ίδιος.
-Τί ήμουνα εγώ, παιδί μου; Ένας μούτσος, ένα παλιόπραμα...
Και όμως ήτον ο ίδιος, την στιγμήν αυτήν, το ζωντανόν παραμύθι, το όποιον διηγείτο, όταν του άφηναν ολίγον καιρόν οι κότες του, το πότισμα της αλτάνας του, οι πετονιές του και η Σύνοψίς του, και όταν το βασίλεμα του Ήλιου ήτο πολύ με-λαγχολικόν και κάποια βραδινή πνοή από τα δένδρα των κήπων εφούσκωνεν ευ-νοϊκά τα πανιά τής ταξιδεύτρας ψυχής προς το ταξίδι των περασμένων. Και ό μπάρμπας Κόλας εταξείδευεν, όταν είχε πρίμον τον καιρόν το φανταστικόν του ταξίδι προς τα ωραία πέλαγα, προς τα ωραία λιμάνια προς τής ωραίες δόξες. Κ’ εταξειδεύαμεν μαζί. Καπετάνιος αυτός, ένας μούτσος, ένα τιποτένιο πράμα εγώ.
Έξαφνα ένα πρωί έκλεισε τα μάτια. Ήτον μία 25 Μαρτίου. Κανένας δεν έμαθε τον θάνατον του, καμιά εφημερίς δεν ετύπωσε το όνομα του, κανένας επίσημος δεν ήλθε να του κατάθεση στέφανον, καμιά μουσική δεν ηκολούθησε την κηδείαν του. Τον εφέραμεν τρεις άνθρωποι εις τον τάφον του. Όλοι οι άλλοι είχαν τρέξει ν’ ακούσουν τόν λόγον του ρήτορος της ημέρας. Και, καθώς επερνούσε το ταπεινόν φέρετρον ανάμεσα από τα πλήθη των πανηγυριστών, κανένας δεν εγύρισε να ιδεί τί έκλεινε μέσα του το φέρετρον εκείνο. Μερικοί, σταματημένοι εις τα πεζοδρόμια, εσταυροκοπήθησαν μηχανικώς, και έσπευσαν και αυτοί να προφθάσουν την Τελετήν.
Αλλά ο Θεός δεν ηθέλησε να κατεβεί χωρίς τιμάς εις τον τάφον του ο μπάρμπα Κόλας. Την στιγμήν που τον κατεβάζαμεν εις το χώμα, το πυροβολείον εχαιρέτιζε την δύσιν της μεγάλης ημέρας. Ή ηχώ των κανονιών εφθανεν από μακριά, αργή και επιβλητική. Ένα πικρό χαμόγελο σαν να εταράχθη τότε επάνω εις το πρόσωπον του νεκρού. Τα κανόνια δεν έπεφταν γι’ αυτόν!
-Τί ήμουνα εγώ; Ένας μούτσος! Ένα παληόπραμα!...
Παύλος Νιρβάνας
Από Εφημ. «Εστία», Αριθ. φ. 9539 / 25 Μαρτίου 1921. Διατηρούμε την ορθογραφία (τη φρασεολογία) του κειμένου.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ» ΜΑΡΤΙΟΣ 2010
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ