Η ανεκτίμητη προσφορά του Λόρδου Βύρωνα προς την Ελλάδα
και η καθιέρωση της επετείου του θανάτου του (19-4-1824) από πέρυσι ως
«Ημέρα Φιλελληνισμού και Διεθνούς Αλληλεγγύης».
«Αν είμαι ποιητής, το χρωστάω στο αέρα της Ελλάδας»
(Μπάιρον)
Οι παιάνες της Ελληνικής επανάστασης του 1821 αφύπνισαν εκατομμύρια ανθρώπων σ’ όλη την οικουμένη και κέρδισαν τις ψυχές τους υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα. Τιμητική προφυλακή όλων των ελεύθερων ανθρώπων ήταν οι «Φιλέλληνες». Πολλοί απ’ αυτούς, ευγενείς ιππότες της θυσίας, ήλθαν στα καταφρονημένα χώματα της υπόδουλης Ελλάδας, για να αγωνιστούν στο πλευρό των Ελλήνων και ν’ αφήσουν και τη στερνή πνοή τους. Στην κορυφή αυτής της φάλαγγας των γενναίων πήρε εξέχουσα θέση ο λόρδος Βύρων.
Ο Βύρων Μπάιρον-(Τζωρτζ Γκρόντον) γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1788 και ήταν απόγονος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας της Αγγλίας. Από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με την ποίηση. Επισκέφθηκε την Ελλάδα πριν εκραγεί η επανάσταση και ενώ στέναζε κάτω από το πέλμα του Τούρκου δυνάστη. Η ευγενική φιλελεύθερη ψυχή του πληγώθηκε και πικράθηκε για τα βαριά δεσμά της χώρας του πνεύματος και του φωτός. Έζησε στα θρυλικά Γιάννινα και στο μεγαλοπρεπή Παρνασσό. Ονειροπόλησε στα ιερά των Δελφών, όπου στη φυσική ομορφιά προστίθεται η γοητεία από την υπερβολική δύναμη της ιστορίας. Στη σκλαβωμένη πόλη των Αθηνών θαύμασε τα έργα της τέχνης της κλασικής αρχαιότητας. Στάθηκε στο Σούνιο και σκάλισε το όνομά του στους κίονες του ναού του Ποσειδώνα. Αγάπησε την Ελλάδα περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο. Και έγραψε·
«Ωραία Ελλάδα!
Αθάνατη κι ας μην υπάρχεις πια,
κατάχαμα πεσμένη, αλλά μεγάλη.
Ποιος θα συνάξει κάτω από την σημαία σου
τα διασκορπισμένα παιδιά σου;…».
Όταν αργότερα πληροφορήθηκε τον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας χάρηκε αφάνταστα και ενθουσιάστηκε υπέρμετρα. Στο ποίημά του «Νησιά της Ελλάδας» η ποιητική του έμπνευση δεν αποκρυστάλλωσε ποτέ καλύτερα, σε μορφή και περιεχόμενο, τα αισθήματά του για τη σκλαβωμένη πατρίδα μας. Καταγράφουμε την τελευταία στροφή σε αριστουργηματική μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη·
«Στου Σουνιού θα καθίσω το μαρμάρινο βράχο,
Σύντροφό μου το κύμα του Αιγαίου θα κάνω,
Από μένα ν’ ακούγει, κ’ εγώ εκείνο μονάχο,
Κ’ εκεί πάνω σαν κύκνος με τραγούδι ας πεθάνω,
Δεν σηκώνει η ψυχή μου σκλαβιά γη! Χτύπα κάτω
της σκλαβιάς το ποτήρι, κι ας πάει νάναι γεμάτο!».
Καυτηρίασε την βάνδαλη πράξη του λόρδου Ελγίνου κατά την επίδειξη, σε πρόχειρη αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου, των γλυπτών που απέσπασε από την Ακρόπολη της Αθήνας με τους στίχους·
«Ατάραχος ο επισκέπτης, καθώς ατενίζει,
με βουβή αγανάκτηση κι οδύνη, τα μάρμαρα,
θαυμάζει τη λεία, περιφρονώντας τον κλέπτη».
Ήλθε σε επαφή με το κομιτάτο των φιλελλήνων του Λονδίνου για να αναζητηθούν τρόποι και μέσα βοήθειας προς τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Έκαμε εράνους, αγόρασε όπλα και υγειονομικό υλικό και τα προώθησε στην Ελλάδα. Τέλος αποφάσισε να έλθει και ο ίδιος στην Ελλάδα, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως πολεμιστής στον απελευθερωτικό αγώνα και να προσκομίσει στην Ελληνική Κυβέρνηση τις χρηματικές προσφορές του φιλελληνικού συλλόγου.
Από την Κεφαλλονιά (Δεκέμβριος 1823) έγραψε προς όλους τους ονομαστότερους αρχηγούς της επανάστασης και τους συνέστησε ομόνοια και αδελφική συνεργασία για το καλό του αγώνα.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1823 έφθασε στο Μεσολόγγι. Οι Μεσολογγίτες τον υποδέχθηκαν με απερίγραπτο ενθουσιασμό και του επεφύλαξαν θερμότατη υποδοχή. «Σε περιμέναμε όπως οι χελιδόνες αναμένουν τας μητέρας των» αναφωνούσαν. Αμέσως οργάνωσε με δικά του έξοδα στρατιωτικό σώμα. Συνέχισε την αλληλογραφία για εξασφάλιση βοήθειας και στήριξης της επανάστασης. Εργάστηκε ολόψυχα και επίμονα για την ευόδωση του ιερού αγώνα.
Στενοχωριόταν όμως αφάνταστα από τις έριδες και τις προσωπικές διαμάχες κυβερνήσεων και οπλαρχηγών. Σε έκκλησή του στο Εκτελεστικό και στο Νομοθετικό σώμα έγραψε· «Ηγωνίσθητε ήδη ενδόξως, φέρθητε εντίμως προς τους στρατιώτας σας και προς τους ξένους και τότε δεν θα λέγεται πλέον το ρηθέν από δισχιλίων ήδη ετών ότι ο Φιλοποίμην υπήρξε ο τελευταίος των Ελλήνων». Στις δε 2 Δεκεμβρίου 1824 έστειλε στον Μαυροκορδάτο επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο·»Η Ελλάς ευρίσκεται μεταξύ τριών ενδεχομένων, ήτοι· ή ν’ αποκτήσει την ελευθερία της ή να καταστεί υποτελής τινών των Ευρωπαίων ηγεμόνων, ή να καταντήσει έτι νέα Οθωμανική επαρχία. Πρόκειται να επιλέξει αυτή η ιδία μεταξύ των τριών τούτων. Αλλ’ όμως ο εμφύλιος πόλεμος νομίζω ότι είναι η οδός η άγουσα επί τας δυο τελευταίας περιπτώσεις…Εάν όμως επιθυμεί να μείνει η Ελλάς , η δια παντός ελευθέρα και ανεξάρτητος, οφείλει ν’ αποφασίσει σήμερον, αλλώς ούποτε πλέον καιρός».
Στις 22 Ιανουαρίου 1824, ημέρα συμπλήρωσης της 36ης/sup> επετείου των γενεθλίων του, έγραψε το ύστατο ποίημά του. Παραθέτουμε τους τελευταίους στίχους του σε μετάφραση Σπυρίδωνα Τρικούπη, που καταδεικνύουν την αμετάκλητη απόφασή του να δώσει ακόμη και τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας·
«Πάθη που ξανανιώνουν καταπάτα τα, ψυχή,
άχρηστα για με του κάλλους είν’ το γέλιο κι’ η οργή.
Αν τη νιότη σου λυπάσαι, γιατί θέλεις πλειό να ζεις;
Της τιμής εδώ είν’ τάφος τρέξε αυτού να σκοτωθείς.
Δεν σου μένει παρά να εύρεις ό,τι εγύρευες παντού,
και να εύρεις δεν μπορούσες, μνήμ’ ανδρός πολεμικού.
Βρίσκοντας το, κύττα γύρω, πιάστ’ τη θέση που ποθείς,
για τη δόξα πολεμώντας, πέσ’ εκεί ν’ αναπαυθείς».
Οι συνεχείς όμως κόποι, οι κακουχίες, οι δυσμενείς συνθήκες ζωής και το νοσηρό κλίμα του Μεσολογγίου επιδείνωσαν την κλονισμένη ήδη υγεία του και στις 6-19 Απριλίου 1824 η μεγάλη φιλελληνική καρδιά έπαυσε να κτυπά. Τα τελευταία του λόγια, σύμφωνα με την μαρτυρία του γιατρού του, ήταν για την Ελλάδα· «Έδωσα σ’ αυτή τον καιρό μου…τα μέσα μου…την υγεία μου…Τώρα της δίνω τη ζωή μου! Τι μπορούσα περισσότερο να κάνω; Εύχομαι να ευτυχήσει».
Ο θάνατος του Βύρωνα θεωρήθηκε εθνική συμφορά και βύθισε σε πένθος ολόκληρη την Ελλάδα. Το πρωί της άλλης ημέρας, μόλις πρόβαλε ο ήλιος ρίχτηκαν από τις τάπιες του Μεσολογγίου 37 κανονιές, όσα και τα χρόνια του, η σωρός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και ο ενταφιασμός έγινε με μεγάλες τιμές και οδυρμούς.
«Απέθνησκεν εις ξένην γην, αλλ’ οπουδήποτε και αν ήθελεν εκφέρει την τελευταίαν πνοήν, δεν θα ήτο περισσότερον αγαπητός, ουδέ θα εθρηνείτο ειλικρινέστερον» γράφει ο Πιέρο Γκάμπα.
Ο δε εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε λίγες ημέρες μετά τον πρόωρο χαμό του, λυρικό ποίημα αφιερωμένο «Εις το θάνατο του λόρδου Μπάιρον» και το αρχίζει με τους στίχους·
«Λευθεριά, για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί
τώρα σίμωσε και κλάψε
εις του Μπάιρον το κορμί».
Η ελεύθερη πατρίδα παντοιοτρόπως εξεδήλωσε την ευγνωμοσύνη της προς τον μεγάλο φιλέλληνα. Έστησε τον ανδριάντα του στον κήπο των Ηρώων του Μεσολογγίου και καλλιτεχνικό σύμπλεγμα στον κήπο του Ζάππειου, που παριστάνει την Ελλάδα να στεφανώνει με δάφνινο στεφάνι την κεφαλή του επιφανούς και αλησμόνητου φιλέλληνα. Με δωρεά του ΕΛΛΗΝΟ-ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΒΡΕΤΑΝΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ μετάλλινη προτομή του σε μαρμάρινη στήλη έχει στηθεί και στην πλατεία του Δημάρχου Λαμπρούλη της πόλης μας.
Η ανεκτίμητη συμβολή του στο σκληρό και άνισο απελευθερωτικό αγώνα του 1821 καταγράφεται στις λαμπρότερες σελίδες της νεότερης ιστορίας μας και τα εγκωμιαστικά για την χώρα μας ποιήματά του κοσμούν τις ποιητικές μας ανθολογίες. Στο διάβα των χρόνων πολλάκις διοργανώθηκαν από Βυρωνιστές σε διάφορες περιοχές της χώρας και ιδιαίτερα στο Μεσολόγγι, τα Γιάννινα και στην Κεφαλλονιά πολυήμερες εκδηλώσεις για να τιμηθεί η μνήμη και η προσφορά του μεγάλου φιλέλληνα.
Σε εκτέλεση του Π.Δ. 130/2008 καθιερώνεται η 19 Απριλίου ως «Ημέρα Φιλελληνισμού και Διεθνούς Αλληλεγγύης διότι ο φιλέλληνας Λόρδος Βύρων υπήρξε υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ένας από τους πρώτους που ύψωσαν τη φωνή τους κατά της κλοπής των γλυπτών του Παρθενώνα από τον Έλγιν».
Στα πλαίσια των ποικίλων σχετικών φετινών εκδηλώσεων προς τιμήν του φιλέλληνα Λόρδου Βύρωνα ας αποτελέσει και το πτωχικό δικό μας σημείωμα είδος θυμιάματος στη μνήμη του και τη θυσία του προς την πατρίδα μας και ας κατευθύνει η προσφορά του τη σκέψη και τα βήματά μας στην οδό του εθνικού χρέους και της εθνικής τιμής.
(Α. Κ.)
«ΑΓΩΝΑΣ» ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2010
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ