Η αρχή της ριζικής αλλοίωσης της Ελλάδος

18η Ιανουαρίου του 1833:

Στον κόλπο του Ναυπλίου καταπλέει ο στόλος που μετέφερε τον νεαρό ΄Οθωνα στο βασίλειό του. Η είδηση του ερχομού του πρώτου Βασιλιά της νεώτερης Ελλάδας κινητοποίησε χιλιάδες κατοίκους της Πελοποννήσου και της Στερεάς, που γεμάτοι χαρά έσπευδαν να προϋπαντήσουν τον Όθωνα.

Ο ιστορικός Τρύφων Ευαγγελίδης στο έργο του “Ιστορία του Όθωνος” περιγράφει τη στιγμή ως εξής: “... από παντός υψώματος ή λόφου χιλιάδες ελληνικού λαού μετά δακρύων εν τοις οφθαλμοίς και ιερών παλμών εν τη καρδία ανέμενον τον πολυπόθητον αυτών ηγεμόνα”. Και ήταν απόλυτα κατανοητή αυτή η εκδήλωση της χαράς των απλών ανθρώπων μετά από το μακρό χρόνο της πλήρους αναρχίας που είχε επικρατήσει στην Ελλάδα ύστερα από τη δολοφονία του Καποδίστρια, το Σεπτέμβριο του 1831. Στον νέο τους Βασιλιά έβλεπαν την πολυπόθητη σταθερότητα που χρειαζόταν ο τόπος γιά να εκκινήσει τον ελεύθερο πολιτικό του βίο.

Βέβαια, οι Μεγάλες Δυνάμεις και όχι ο ίδιος ο λαός είχαν επιλέξει τον Βασιλιά. Παρά ταύτα ο λαός θεωρούσε ότι ο ξένος μονάρχης θα μπορούσε να αρθεί υπεράνω των ερίδων των φατριών που ταλάνιζαν τους 'Ελληνες και πως θα εργαζόταν γιά την πρόοδο του τόπου. Με άλλα λόγια, οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στην Ελλάδα με την αναρχία που επικράτησε περίπου 15 μήνες ήταν ιδανικές γιά την ανάληψη της βασιλείας εκ μέρους του Βαυαρού πρίγκιπα.

 

Πώς όμως επιλέχθηκε ο Όθων ως βασιλιάς της Ελλάδος;

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια οι συγκρούσεις των διαφόρων φατριών γίνονταν όλο και πιό έντονες. Οι πιστοί στο νεκρό Κυβερνήτη συγκεντρώθηκαν γύρω από τον αδελφό του Αυγουστίνο, ο οποίος ως προς τις ικανότητες υστερούσε πολύ έναντι εκείνου. Υπήρξαν οι Ρουμελιώτες ή Συνταγματικοί με ηγέτη τον Ιωάννη Κωλέττη, οι οποίοι πήραν απόσταση από τον Αυγουστίνο και απετέλεσαν την αντιπολίτευση, επειδή δεν τους ικανοποιούσε πιά. Οι Ρώσοι υποστήριζαν τον Αυγουστίνο, ενώ οι Βρετανοί και οι Γάλλοι τον Κωλέττη.

Τελικά αποφασίστηκε μιά συνάντηση στο Άργος το Δεκέμβριο του 1831. Όταν διαπιστώθηκε στην εθνοσυνέλευση αυτή ότι το κόμμα του Καποδίστρια είχε περισσότερους αντιπροσώπους αποχώρησαν οι Ρουμελιώτες. Οι πιστοί στον Καποδίστρια εξέλεξαν τον Αυγουστίνο ως Κυβερνήτη. Ακολούθησαν οδομαχίες στους δρόμους του Άργους με αποτέλεσμα να εκδιωχθούν οι οπαδοί του Κωλέττη.

 

Η επικράτηση της αναρχίας στην Ελλάδα

Στους πρώτους μήνες του 1832 άρχισε να επικρατεί στην ελεύθερη Ελλάδα η αναρχία. Ο αδελφός του νεκρού Κυβερνήτη έλεγχε βασικά μόνο το Ναύπλιο και την άμεσα τριγύρω περιοχή. Η υπόλοιπη χώρα ελεγχόταν από τοπικές κυβερνήσεις, όπου οπλαρχηγοί επέβαλαν τη θέλησή τους ή βρίσκονταν στο έλεος των ληστών. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Βρετανού περιηγητή William Greg: “Κάθε κωμόπολη και χωριό στην ηπειρωτική χώρα – δεν είμαι καθόλου υπερβολικός – ήταν ερειπωμένο”. Αφού οι στρατιώτες δεν πληρώνονταν, προέβαιναν σε λεηλασίες. Γιά την Αθήνα αναφέρει, ότι ήταν “ένας σωρός από ευτελή και ασήμαντα ερείπια” με περίπου 300 κατοίκους. Στην Κόρινθο, όπως επισημαίνει, “... πουθενά δεν υπήρχε κάποιο σημάδι ανθρώπινης ύπαρξης. Εδώ και εκεί κανένα βρεγμένο, μοναχικό σκυλί θα περιφερόταν στους ερημωμένους δρόμους... Όλα τα σπίτια ήταν φραγμένα και τα ξύλινα παράθυρά τους κατάκλειστα... Νομίζαμε ότι φθάσαμε σε κάποια νεκρόπολη”.

 

Με δεδομένη αυτή την κατάσταση στην Ελλάδα, οι μεγάλες δυνάμεις ξεκίνησαν πάλι τις ζυμώσεις γιά τον υποψήφιο που θα μπορούσαν να εγκαταστήσουν ως Βασιλέα. Η πρώτη τους προσπάθεια, όσο ζούσε ακόμα ο Καποδίστριας, είχε καταλήξει σε αποτυχία. Ο υποψήφιός τους, ο Λεοπόλδος του Saxe-Coburg είχε παραιτηθεί. Η έρευνα στρεφόταν σε πρίγκιπες των γερμανικών κρατιδίων. Άριστη επιλογή θεωρήθηκε ένας από τους υιούς του βασιλιά της Βαυαρίας, του θερμού φιλέλληνα Λουδοβίκου. Στις 13 Φεβρουαρίου του 1832 έφθασε η επίσημη δήλωση των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων στο Μόναχο γιά την προτίμηση προς τον δεύτερο υιό του Λουδοβίκου, τον Όθωνα. Ο Λουδοβίκος δέχθηκε με τον όρο, ότι θα πρέπει να τον συνοδεύουν συμβασιλείς, επειδή ο Όθων εκείνη την εποχή ήταν μόλις 16 ετών. Επίσης έπρεπε να συνοδεύεται από σώμα στρατού τρεισήμισι χιλιάδων ανδρών.

Ως Αντιβασιλείς επιλέχθηκαν δύο προτεστάντες με φιλελεύθερο πνεύμα, ο Έυδεκ και ο Μάουρερ, και ένας ρωμαιοκαθολικός, ο Άρμανσμπεργκ.

Ο Έυδεκ, και αυτός θερμός φιλέλληνας, είχε υπηρετήσει παλαιότερα στην Ελλάδα ως παρατηρητής της επανάστασης.

Ο Μάουρερ, ένας κυβερνητικός αξιωματούχος του Μονάχου, ήταν εξαιρετικός νομικός με σπουδές στο Παρίσι και στη Χαϊδελβέργη. Είχε γίνει καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και έπειτα του Gottingen, ώσπου να εκλεγεί Αντιβασιλιάς.

Ο τρίτος των Αντιβασιλέων ήταν ο φιλελεύθερος κόμης Ιωσήφ φόν Άρμανσμπεργκ, ο οποίος περισσότερο απ' όλους κέρδισε γρήγορα την εμπιστοσύνη του Όθωνα. Είχε υπηρετήσει τρεις φορές στην αυλή του Μονάχου ως υπουργός οικονομικών και εξωτερικών.

 

Ο ίδιος ο Όθων είχε ανατραφεί από έναν καθολικό ιερέα, τον Oettl. Υπήρξε ένας κάπως αδιάφορος μαθητής, με κεντρικό στοιχείο του χαρακτήρα του οι έντονες εκρήξεις θυμού και κατάθλιψης που διαρκούσαν συχνά μέχρι και τρεις μέρες. Η μόρφωσή του δεν ξεπερνούσε τη μόρφωση ενός πρίγκιπα που προοριζόταν γιά μιά κατώτερη θέση στον κρατικό μηχανισμό. Στις 7 Μαϊου υπογράφτηκε στο Μόναχο από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις και τον Λουδοβίκο το τελικό σύμφωνο γιά την τοποθέτηση του Όθωνα ως Βασιλέα στο ανεξάρτητο κράτος της Ελλάδος. Αποτελούσε μιά επιλογή ουδέτερη και γιά τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις. Η Ρωσία στη συνέχεια έθεσε το ζήτημα της μεταστροφής του Όθωνα στην Ορθόδοξη πίστη, χωρίς όμως επιτυχία. Ο Βαυαρός διαπραγματευτής όμως, ακολουθώντας τις συμβουλές του Λουδοβίκου, δεν ανέλαβε ούτε γιά το μέλλον καμία δέσμευση στο θέμα αυτό.

 

Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα η θέση του Αυγουστίνου Καποδίστρια είχε γίνει ιδιαίτερα δύσκολη, επειδή νικήθηκε από το στρατό των Ρουμελιωτών. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να υποδείξει μιά επιτροπή γιά τη διακυβέρνηση της χώρας. Στη συνέχεια μιά συνέλευση στο Ναύπλιο επικύρωσε διά βοής την εκλογή του Όθωνα και απέστειλε επιτροπή με αρχηγό τον ναύαρχο Μιαούλη στο Μόναχο, γιά να δώσει όρκο υποταγής στον νέο Βασιλιά.

Τελικά η αναχώρηση του Όθωνα και της συνοδείας του γιά την Ελλάδα έγινε στις 6 Δεκεμβρίου.

Πρώτος σταθμός του ταξιδιού η Ρώμη, όπου έγινε επίσκεψη στον Πάπα Γρηγόριο τον 6ο, ο οποίος ζήτησε από τον Όθωνα και τους Αντιβασιλείς την ιδιαίτερη προστασία των Ρωμαιοκαθολικών της Ελλάδας. Μέσω Νεάπολης αναχώρησαν στη συνέχεια γιά την Ελλάδα.

 

Αγγλία και Γαλλία: Ουσιαστικοί υπαίτιοι της αναρχίας

Τί είχαν να περιμένουν οι Έλληνες από την ξένη πολιτική αρχή που εγκαταστάθηκε στον τόπο τους με τη συναίνεσή τους, χωρίς να προηγηθεί – το τονίζουμε ιδιαίτερα – καμμία κατάκτηση. Είχαν απελευθερωθεί από τους Τούρκους μέσω ενός εξαιρετικά αιματηρού πολέμου με απερίγραπτες θυσίες και αποτέλεσμα την ερήμωση της χώρας. Και τώρα, μετά τη δολοφονία του Ιωάννου Καποδίστρια και 15μηνη κατάσταση αναρχίας λόγω της σύγκρουσης των διαφόρων φατριών, δέχθηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό μιά ξένη πολιτική αρχή.

Πρέπει βέβαια εδώ να σημειώσουμε, ότι η αναρχία αυτή είχε επιδιωχθεί από την Αγγλία και την Γαλλία. Είχε καλλιεργηθεί με ποικίλους τρόπους με τη στάση των δύο αυτών Δυνάμεων απέναντι στην επίσημη ελληνική κυβέρνηση. Η ανταρσία που είχε ξεσπάσει στην Ύδρα, στη Σύρο και αλλού, με υποκινητές εφοπλιστές και προύχοντες της εποχής, είχε ως αρχική αιτία καθαρά πολιτικούς λόγους, στόχευε στην εξουδετέρωση του Κυβερνήτη. Με την απαίτηση τεράστιων και δυσανάλογων αποζημιώσεων γιά ζημιές που είχαν υποστεί τα πλοία τους κατά την Επανάσταση, με την απόρριψη κάθε συμβιβαστικής λύσης και κάθε διαλόγου, με τη δυσφήμιση και διαβολή του έργου και του προσώπου του Κυβερνήτη, μιά μικρή μειοψηφία είχε καταφέρει να ξεσηκώσει τα νησιά αυτά, αλλά και τους Μανιάτες, που αρνούνταν τη φορολόγηση, εναντίον του Ιωάννη Καποδίστρια. Είχαν κρυφά την υποστήριξη της Αγγλίας και της Γαλλίας, παρ' ότι αυτές οι χώρες μαζί με τη Ρωσία ως προστάτιδες δυνάμεις όφειλαν να στηρίζουν τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας.

Οι αντιπρόσωποι της Αγγλίας και της Γαλλίας έδιναν γραπτές διαβεβαώσεις συμπαράστασης στον Καποδίστρια, παρασκηνιακά όμως ενθάρρυναν τους εξεγερμένους αντικαποδιστριακούς με αποτέλεσμα αυτοί να μη δείχνουν καμία διάθεση συνδιαλλαγής που με κάθε δυνατό τρόπο επεδίωκε ο Κυβερνήτης. Προοδευτικά, όπως ήταν φυσικό με τα δεδομένα αυτά, αυτό το – δήθεν δημοκρατικό, επειδή ζητούσε τη σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης – αντικαποδιστριακό κίνημα πήρε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Χαρακτηριστικά έγραψε ο Ρώσος αντιπρέσβυς, ο αντιπρόσωπός της Ρωσίας στην Ελλάδα, στον Νέσελροδε, τον αντικαγγελάριο της Ρωσίας: “Οι αντιπρέσβεις της Αγγλίας και της Γαλλίας κατακρίνουν μεν εις το φανερόν την αντιπολίτευσιν, αλλ' εις το κρυπτόν δεν παύουν να την υποστηρίζουν και υποδαυλίζουν κατ' αυτόν τον τρόπον την φωτιάν, εκ της οποίας κινδυνεύει να προέλθει γενική και καταστρεπτική πυρκαϊά”.

Και όντως δεν καθυστέρησε να ξεσπάσει αυτή η πυρκαγιά: Τα ξημερώματα της 14ης Ιουλίου του 1831 οι Υδραίοι με αρχηγό τον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη κατέλαβαν αιφνιδιαστικά τον στόλο στον Ναύσταθμο του Πόρου.

Αυτή η ακαταλόγιστη ενέργεια των Υδραίων ήταν, όπως φαίνεται, προσυμφωνημένη με τους Άγγλους και τους Γάλλους, επειδή τα πολεμικά πλοία τόσο της Αγγλίας όσο και της Γαλλίας απουσίασαν όλως συμπτωματικά από το Ναύπλιο. Έτσι ο Καποδίστριας μπορούσε να στηριχτεί μόνο στη βοήθεια της Ρωσίας. Τελικά την εξασφάλισε. Η πειρατική αυτή ενέργεια των Υδραίων κατέληξε την 1η Αυγούστου, όταν η θέση τους με τη νίκη των κυβερνητικών στρατευμάτων στον Πόρο έγινε όλο και πιό δύσκολη, στη πυρπόληση από το Μιαούλη των δύο λαμπρότερων και πολυτιμότερων πλοίων του εθνικού στόλου, της κορβέττας “Ύδρα” και της φρεγάτας “Ελλάς”.

Ο αρχηγός του εθνικού στόλου, ο Κανάρης, ανήγγειλε το πρωί της ίδιας μέρας το γεγονός στον Καποδίστρια με τα εξής λόγια: “Ο Μιαούλης παρέδωκεν εις τας φλόγας την “Ελλάδα” και την κορβέτταν “Ύδρα”. Είθε παραδοθεί το όνομα του αυτουργού τοιαύτης πράξης βαρβαροτάτης εις αιώνιον ανάθεμα...”.

 

Μετά από αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα, τα οποία ο Καποδίστριας στιγμάτισε με τα εξής λόγια: “Πάν ρήμα προς χαρακτηρισμόν αυτών, κατώτερον ήθελε μείνει και της περί αυτά φρικώδους αληθείας, και του άλγους ημών, όπερ και το Έθνος όλον βέβαια συναλγεί...”, αναμενόταν να ηρεμήσουν τα πράγματα. Ο Κυβερνήτης είχε ήδη αναγγείλει σύγκληση γενικής συνέλευσης, δηλ. αυτό που βασικά είχαν ζητήσει οι αντικαποδιστριακοί. Αλλά οι Υδραίοι δεν κάμφθηκαν, αντίθετα καμάρωσαν την πύρπόληση αυτή “ως ολοκαύτωμα της προσωπικής και εθνικής ελευθερίας” και καλούσαν όλες τις επαρχίες και όλα τα νησιά σε εθνοσυνέλευση στην Ύδρα.

Στον Καποδίστρια δεν έμεινε άλλη λύση από τον αποκλεισμό της Ύδρας. Και πάλι η Αγγλία και η Γαλλία δεν στήριξαν με τα πλοία τους τον αποκλεισμό, παρ' ότι είχαν την υποχρέωση αυτή. Ο αποκλεισμός έτσι έμεινε χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ακόμα και έγγραφο του Κυβερνήτη, το οποίο απευθύνθηκε στις 22 Αυγούστου προς τους πληρεξουσίους του συνεδρίου του Λονδίνου γιά το ελληνικό ζήτημα, και στο οποίο εξέφρασε την αγωνία του γιά την κατάσταση στην Ελλάδα και ζητούσε βοήθεια γιά την αποκατάσταση της τάξης, παρέμεινε χωρίς ανταπόκριση. Έτσι με την υποδαύλιση της Αγγλίας και της Γαλλίας οι επαναστατικές κινήσεις των αντικαποδιστριακών επεκτάθηκαν όλο και περισσότερο, μέχρι να καταλήξουν στη δολοφονία του Κυβερνήτη και πλήρη αναρχία στη συνέχεια.

 

Η συνθήκη του Λονδίνου του 1832

Όλα αυτά κάνουν φανερό, ότι αυτές οι εξελίξεις μέχρι και τον εξαφανισμό του Καποδίστρια και την πλήρη επικράτηση της αναρχίας, συνιστούσαν την πιστή εφαρμογή σχεδίου αυτών των δύο Μεγάλων Δυνάμεων γιά την Ελλάδα, ώστε στη συνέχεια να δεχθεί η χώρα χωρίς όρους την απ' ευθείας εγκατάσταση ξένης πολιτικής εξουσίας στον τόπο της. Δηλ. θα δεχόταν επί τέλους την κυριαρχία της λεγόμενης χριστιανικής Ευρώπής, της φωτισμένης Ευρώπης.

Έτσι, με τη συνθήκη του Λονδίνου της 7ης Μαϊου του 1832, επέβαλαν η Αγγλία και η Γαλλία και μαζί τους η Ρωσία, που διατηρούσε ενστάσεις γιά την επιλογή του Όθωνα επειδή δεν ήταν ορθόδοξος, στον ελληνικό λαό τον ανήλικο Βασιλιά. Οι ΄΄Ελληνες, μέσα στο καθεστώς αναρχίας που επικρατούσε, τυπικά είχαν συναινεσει σ' αυτή την επιλογή. Στη συνάντηση του Λονδίνου, στην οποία δεν είχε κληθεί κανένας Έλληνας, έγιναν δεκτοί, εκτός από έναν, όλοι οι όροι που είχε θέσει ο Λουδοβίκος, ο Βασιλιάς της Βαυαρίας προκειμένου να δεχθεί την πρόταση γιά τον υιό του Όθωνα να γίνει Βασιλιάς της Ελλάδος. Ο όρος που δεν είχε εκπληρωθεί, ήταν η επέκταση των γεωγραφικών ορίων. Τα σύνορα παρέμειναν στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού (άρθρο 4), όπως είχαν χαραχθεί μετά από συμφωνία με την Πύλη.

 

Η συνθήκη του Λονδίνου της 7ης Μαϊου 1832 επέβαλε μιά κληρονομική βασιλεία (άρθρα 1-3, 8), κάτι που δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα, μιά βασιλεία που βασιζόταν στις πεποιθήσεις της φραγκικής φεουδαρχίας, στην αποδοχή μιάς ανώτερης τάξης, των γαλαζοαίματων.

Πάντοτε στην Ορθόδοξη Αυτοκρατορία μας ο κάθε βαπτισμένος Ορθόδοξος Χριστιανός μπορούσε θεωρητικά κάποια στιγμή της ζωής του να ανακηρυχθεί Βασιλιάς. Η συνθηκη επέβαλε ένα μοναρχικό καθεστώς, μέσα από το οποίο οι Βαυαροί υιοθέτησαν μιά πολιτική απόλυτα εναρμονισμένη με τα δεδομένα της Ευρώπης και με τις επιταγές των Μεγάλων Δυνάμεων, κάτι ανήκουστο γιά τους Έλληνες της εποχής, οι οποίοι από τον Ιανουάριο του 1822 μέσω της Πρώτης Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, είχαν ψηφίσει σε εθνική εμβέλεια το πρώτο τους σύνταγμα, ενώ, μάλιστα, διαρκούσε ακόμα ο εθνικοαπελευθερωτικός τους αγώνας. Επίσης ο Όθων ως εγγύηση και επιβεβαίωση της κυριαρχίας του στο νέο του βασίλειο δεν είχε μόνο την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά έφερε το δικό του μέσο επιβολής, τον δικό του στρατό 3500 ανδρών, ο οποίος θα αποτελούσε τον πυρήνα του στρατού που θα ανέπτυσσε.

 

Η υποδοχή του Όθωνα στο Ναύπλιο

και ο Λόγος – Διάγγελμα “προς τους Έλληνας”

Όταν ο Όθων με τη συνοδεία του έφθασε στις 18 Ιανουαρίου στο λιμάνι του Ναυπλίου στο βρετανικό πλοίο Μαδαγασκάρη, όπως είδαμε στην αρχή του άρθρου, δεν κατέβηκε αμέσως από το πλοίο. Έπρεπε να προετοιμαστεί η επίσημη υποδοχή του, η οποία έγινε μιά εβδομάδα αργότερα, στις 25 Ιανουαρίου. Οι διαπιστευμένοι των Μεγάλων Δυνάμεων ανέβηκαν στο πλοίο και παρακάθησαν σε πρόγευμα με τον νεαρό Βασιλιά και τους Αντιβασιλείς. Κατόπιν ο Όθων στην προκυμαία συνάντησε την προσωρινή κυβέρνηση, με την οποία υπήρξε μιά σύντομη ανταλλαγή χαιρετισμών. Ακολούθησε έπειτα δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ναό, όπου μετά από την αφοσίωση που του εκδηλώθηκε από τον Μητροπολίτη Κορίνθου Κύριλλο και τον κλήρο, ο Όθων από την πλευρά του εγγυήθηκε πλήρη προστασία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μετά τη δέηση υπέρ του μονάρχη όλοι έδωσαν όρκο υποταγής στον νέο ηγεμόνα. Η δήλωση του νεαρού Βασιλιά γιά την προστασία που θα παρείχε στην Εκκλησία της Ελλάδος ήταν άκρως παραπλανητική και περιπαικτική: Το καταστατικό του 1833 οδήγησε σε πλήρη υποταγή της Εκκλησίας στο Κράτος, με τον Ρωμαιοκαθολικό Βασιλιά ως κεφαλή της Εκκλησίας κατά το διοικητικό μέρος και μιά Σύνοδο υποταγμένη στην απόλυτη βασιλική εξουσία μέσω του θεσμού του βασιλικού επιτρόπου, χωρίς την υπογραφή του οποίου κάθε συνοδική απόφαση ήταν άκυρη. Με δύο λόγια ανατρέπεται στο σύνολό της η θεια τάξη των εξουσιών της Αυτοκρατορίας μας, της πνευματικής εξουσίας του Κλήρου και της κοσμικής εξουσίας της Βασιλείας. Η Εκκλησία από περιέχον γίνεται περιεχόμενο του Κράτους. Εγκαινιάζεται η απόλυτη πολιτειοκρατία.

 

Στη συνέχεια ακολούθησε ο λόγος – διάγγελμα “προς τους Έλληνες” που έφερε, εν ονόματι του Βασιλέα, την υπογραφή των Αντιβασιλέων Άρμανσμπεργκ, Μάουρερ και Έυδεκ. Εξ αρχής αποδίδεται η δέουσα βαρύτητα στον ρόλο των “ενδόξων και μεγαλοψύχων μεσιτών”, των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, χάρις στις οποίες έγινε η επιλογή του Όθωνα γιά τον ελληνικό θρόνο. Έπειτα, προφανώς με περίσσεια ειρωνεία γιά τον ερευνητή των ιστορικών γεγονότων, εξαίρεται η “ελευθέρα εκλογή των Ελλήνων” ως δεύτερος παράγοντας της ανάδειξης του βαυαρού πρίγκιπα. Παρακάτω ο λόγος θίγει πολλά σημεία, άξια σχολιασμού, αλλά τα παραλείπουμε εξαιτίας του περιορισμένου χώρου του άρθρου. Θέλουμε όμως να υπογραμμίσουμε ακόμα μία ιδιαίτερα χαρακτηριστική επισήμανση του διαγγέλματος. Χωρίς περιστροφές εξαπολύονται οι πρώτες απειλές προς όλους εκείνους που θα τολμήσουν να εναντιωθούν στο νέο καθεστώς της Μοναρχίας: Ο Βασιλιάς απεύχεται να περιέλθει στην “θλιβεράν ανάγκην του να κάμει να καταδιωχθώσει με όλην την αυστηρότητα των νόμων οι ταράττοντες την κοινήν ησυχίαν και οι αποστάται”. Ως τώρα όλοι εκείνοι που υπηρέτησαν τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων, τα χρήσιμα όργανά τους στην εξολόθρευση του μαρτυρικού Κυβερνήτη Ιωάννου Καποδίστρια και στην εγκατάσταση της ξένης αρχής στην Ελλάδα, ήταν αγωνιστές και επαναστάτες υπέρ της ελευθερίας του λαού. Όσοι όμως τολμησουν στο εξής να αντιδράσουν στην πλήρη πνευματική και πολιτιστική αλλοίωση της πατρίδας τους από την πολιτική των Βαυαρών δεν θα είναι επαναστάτες υπέρ του λαού αλλά “αποστάται” δηλ. στη σημερινή μας γλώσσα, τρομοκράτες. Η ιστορία, όπως βλέπουμε, επαναλαμβάνεται!

Λέων Μπράγκ

Δρ.Θεολογίας

(Περιοδικό “ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ”, Τεύχος 210)

 

Κορυφή