Ιστορικές θύμησες

Mετά την αποτυχημένη ορλωφική επανάσταση:

Εννιάχρονη ασύδοτη, θηριώδης, ληστρική επιδρομή και κατοχή Τουρκαλβανών στην Πελοπόννησο, (1770 – 1779)

 

Αυτά τα παλιοτόμαρα (τους Τουρκαλβανούς), εξολόθρευσε σε συνεργασία με τους… Τούρκους[!], ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πατέρας του Γέρου του Μοριά

 

Γράφει ο συνεργάτης μας

Βασίλειος Κων/ντή Σχίζας.

Μέλος της Εταιρείας

Πελοποννησιακών Σπουδών

 

Πριν απ’ όλα πρέπει να ξεχωρίσουμε αυτούς που λέμε σήμερα Αρβανίτες από τους Αλβανούς, γιατί υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους.

Στην περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν υπήρχαν Αλβανοί στην Βαλκανική Χερσόνησο. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (917 -959), έλεγε Αλβανούς μια φυλή τού Καυκάσου, της οροσειράς που είναι ανάμεσα στην Κασπία Θάλασσα και τον Εύξεινο Πόντο, δηλαδή στην Ευρασία.

Στα χρόνια της δουλείας δεν υπήρχε έθνος Αλβανών. Τους κατοίκους της Αλβανίας τους ξεχώριζαν από τη θρησκεία τους σε δύο μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες. Τους Αλβανούς χριστιανούς που ήσαν κυρίως ορθόδοξοι Ρωμιοί και αποτελούσαν το ίδιο Γένος με τους Έλληνες και τους έλεγαν Αρβανίτες και τους άλλους, τους μουσουλμάνους οι οποίοι ένοιωθαν και ήσαν ταυτισμένοι με τους Τούρκους. Αυτοί ήσαν οι περιβόητοι Τουρκαλβανοί.

Σύμφωνα με έγγραφα του 11ου αιώνα της πριγκίπισσας του Βυζαντίου Άννας της Κομνηνής (1083– 1159), Έλληνες που μιλούσαν αρβανίτικα μετακινήθηκαν από το πανάρχαιο ελληνικό Άρβανον (οροσειρά Άρβανα), δηλαδή την σημερινή Βόρεια Ήπειρο, προς τη νότια Ελλάδα, κυρίως την Ήπειρο, την Θεσσαλία, την Ύδρα, τις Σπέτσες, τα Μεσόγεια της Αττικής, πολλοί στην Πελοπόννησο κ.α.

Η αρβανίτικη γλώσσα τους είναι κράμα αρχαίων ελληνικών, τουρκικών, λατινικών και βαλκανικών στοιχείων. Τα αλβανικά και αρβανίτικα μπερδεύουν τους Έλληνες της νότιας και νησιωτικής χώρας γιατί είναι ομόηχα, διαφέρουν όμως. Γι’ αυτό πολλοί ήρωες, επαναστάτες του 1821 μιλούσαν αρβανίτικα, είχαν ελληνική συνείδηση και ήσαν βαθειά θρησκευόμενοι.

Η μετανάστευση λοιπόν των Αρβανιτών στη νότια Ελλάδα άρχισε τον 14ο αιώνα και περιοδικά συνεχίστηκε σε όλη την περίοδο ως το 1600.

Οι Αρβανίτες πρόσφεραν πάρα πολλά στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Αντίθετα οι μουσουλμάνοι Αλβανοί, γνωστοί ως Τουρκαλβανοί, κατέβηκαν με ληστρικές επιδρομές στην καθημαγμένη Ελλάδα η οποία στέναζε υπόδουλη στους άξεστους ανατολίτες βάρβαρους, αλλόθρησκους Τούρκους. Βέβαια οι σκλαβωμένοι Έλληνες ραγιάδες στα 400 χρόνια δουλείας εξεγέρθηκαν και επαναστάτησαν ανεπιτυχώς 124 φορές αντιμετωπίζοντας τα λεφούσια από τα βάθη της Ανατολίας που τους καταδυνάστευαν.

Εκείνα τα δύσκολα χρόνια ένας Έλληνας λόγιος, έμπορος από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, ο Γεώργιος Παπαζώλης ή Παπάζογλου (1725-1775) που ζούσε στην Ρωσία και είχε καταταχθεί στο ρωσικό στρατό, οργάνωσε και υποκίνησε την ελληνική εξέγερση του 1770, η οποία είναι γνωστή ως «Ορλωφικά».

Ο Παπαζώλης ήταν στενός φίλος με τον Γρηγόριο Ορλώφ (1734 -1783) από τα χρόνια που σπούδαζαν μαζί στη στρατιωτική σχολή. Ο Γρηγόριος ήταν υπασπιστής και εραστής της τσαρίνας Αικατερίνης Β΄ της Μεγάλης (1762 – 1796). Αυτό ήταν! Ο θερμός πατριώτης Παπαζώλης εκμεταλλεύτηκε τις υψηλές γνωριμίες προς όφελος της σκλαβωμένης πατρίδας.

Η Αικατερίνη ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξη και ονειρευόταν την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας… με Ρώσο ηγέτη της. Μετά από πολλές διαμεσολαβήσεις η τσαρίνα συμφώνησε με το σχέδιό των «Παπαζώλη – Γρηγορίου Ορλώφ» για την απελευθέρωση της Ελλάδας.

Ήταν καλή συγκυρία για το πατριώτη Παπαζώλη η κίνηση αυτή των Ρώσων γιατί έγινε κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768 – 1774).

Μπορεί να ήταν καλή η συγκυρία για τον Παπαζώλη ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, ώστε να εφαρμόσει τα σχέδιά του, όμως η Υψηλή Πύλη έδωσε εντολή και εισέβαλαν στην Ελλάδα ορδές εμπειροπόλεμων και ατάκτων Τουρκαλβανών με αποστολή να καταστείλουν κάθε επαναστατική εξέγερση. Αρχηγοί τους ήσαν οι μπέηδες Αχμέτ και Σουλεϊμάν.

Ειδικά στην Πελοπόννησο εισέβαλαν κατά κύματα από 18.000 έως 50.000 Τουρκαλβανοί οι οποίοι αφού καθυπόταξαν με κακουργηματικές ενέργειες τούς χριστιανούς στο τέλος λήστευαν και τους… Τούρκους!

Στις 17 Φεβρουαρίου λοιπόν ο Παπαζώλης κατέβηκε στην Πελοπόννησο και αφού δεν υπήρχε κρατική οντότητα λόγω της σκλαβιάς, επισκέφθηκε με πλούσια δώρα τα μοναστήρια και τις εκκλησίες και ενθάρρυνε τις «κεφαλές» του κλήρου και των προυχόντων πως καταφθάνει ρωσική βοήθεια στο υπόδουλο Γένος για την απελευθέρωσή του.

Πράγματι στο τέλος Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς κατέπλευσαν στο λιμάνι της Κορώνης ρωσικά πλοία μεταφέροντας 4.000 στρατιώτες με αρχηγό τον αδελφό τού Γρηγορίου, τον Θεόδωρο Ορλώφ. Οι Μαυρομιχαλαίοι και οι άλλοι εμπειροπόλεμοι Μανιάτες αντελήφθησαν την «κοροϊδία» των Ρώσων όταν έβλεπαν μόλις 4.000 στρατό και δύο κιβώτια με όπλα που προορίζονταν για εξοπλισμό όλων των ραγιάδων τού Μοριά για να ξεσηκωθούν σε επανάσταση!

Βεβαιώθηκαν όμως από την υπογεγραμμένη επιστολή της Αικατερίνης και έτσι συμμετείχαν στην επαναστατικά κίνηση. Περισσότερο τους έκαιγε ο πόθος για την ελευθεριά!

 

Οι ραγιάδες αναθάρρησαν και τραγούδησαν:

 

Ακόμα τούτη Άνοιξη,

ραγιάδες, ραγιάδες,

τούτο το καλοκαίρι

θ’ αρχίσει το σεφέρι.

Γιατί θε να ‘ρθει ο Μόσχοβος

θ’ αρχίσει το σεφέρι

το κλέφτικο μαχαίρι.

Να κόψει Τούρκους άπειρους…

 

Οι Μαυρομιχαλαίοι (πρόγονοι του Πετρόμπεη) έστειλαν την εντολή της τσαρίνας στον καπετάνιο Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, ο οποίος συμφώνησε αμέσως με την επαναστατική κίνηση (όχι θα άφηνε την ευκαιρία) και συγκέντρωσε 2.500 παλικάρια.

Οι αδελφοί Ορλώφ ήσαν παντελώς άπειροι σε στρατιωτικά θέματα αλλά και δεν εμπιστεύθηκαν τους έμπειρους Μοραΐτες οπλαρχηγούς. Έτσι διόρισαν αρχι- στράτηγο τον εμποροπλοίαρχο Αντώνη Ψαρό που καταγόταν από τη Μύκονο και υπηρετούσε στο ρωσικό στόλο.

Την ίδια στιγμή ο ενθουσιώδης Παπαζώλης διακήρυττε για το «Μέγα Θαύμα» τού επαναστατικού αγώνα, που ήταν στην αρχή του και αφού έντυσε με ρώσικες στολές τούς αγράμματους ραγιάδες που πήγαν να πολεμήσουν, τους διένειμε και τον ρωσικό στρατιωτικό κανονισμό για να τον… μελετήσουν!

Τον Απρίλιο του 1770, 12.000 Τουρκαλβανοί σουνίτες (κλάδος του Ισλάμ) πέρασαν από τον Ισθμό και βάδισαν προς την Τριπολιτσά την οποία πολιορκούσαν Ρώσοι και Έλληνες με αρχηγούς τον Μπαρκώφ και τον Ψαρό. Οι πολιορκούμενοι αναθάρρεψαν όταν έφθασαν οι ενισχύσεις των Τουρκαλβανών.

Στο μεταξύ οι Τουρκαλβανοί της Τριπολιτσάς «πήρανε χαμπάρι» τους 5.000 ραγιάδες τσοπαναραίους αγωνιστές πως ήσαν ντυμένοι με ρώσικες στολές (καραγκιοζιλίκια!) και τους 1.500 Ρώσους στρατιώτες που είχαν περικυκλώσει τη βασανισμένη πόλη, η οποία δεν είχε ακόμη τα τείχη της ολοτρόγυρα.

Στις 17 Μαρτίου 1770 οι οργανωμένοι Τουρκαλβανοί με αρχηγό τον Αλή Χατζή Οσμάν αντεπιτέθηκαν και αφού βγήκαν από την πόλη, μετά από μάχη οχτώ ωρών, φόνευσαν 600 Ρώσους και Έλληνες. Προηγουμένως είχαν βάψει τα άλογά τους κόκκινα με το αίμα των χριστιανών που είχαν σφάξει μέσα στην Τριπολιτσά στοχεύοντας να τρομοκρατήσουν και να πανικοβάλλουν τους επιτιθέμενους πολιορκητές.

Αλλά και οι επαναστάτες σκότωσαν 1.300 Τουρκαλβανούς.

Ο απειροπόλεμος θαλασσινός, «διορισμένος στεριανός αρχιστράτηγος» Αντώνης Ψαρός, άμαθος στις «φουρτούνες της στεριάς», το ‘ βαλε στα πόδια για να γλυτώσει από τους Τουρκαλβανούς του Χατζή Οσμάν.

Επιστρέφοντας οι Αλβανοί στην Τριπολιτσά κατάφεραν μια ακόμη νίκη στους ραγιάδες, στις 29 Μαρτίου 1770 στα κολοκοτρωναίικα λημέρια, στα Τρίκορφα. Τιμούμε αυτούς τους αγωνιστές, γιατί έστω και αν επιχείρησαν αδέξια, θυσιάστηκαν για την πατρίδα.

Η αποτυχημένη αυτή επαναστατική κίνηση που έγινε με απόλυτη προχειρότητα, είχε ως συνέπεια τα φρικτά αντίποινα από τους εξαγριωμένους Τουρκαλβανούς, που η θηριωδία τους ξέσπασε στους άμοιρους ραγιάδες της Τριπολιτσάς. Έσφαξαν 3.000 χριστιανούς κατοίκους με πρώτο τον επίσκοπο Άνθιμο τον οποίο ανασκολόπισαν. Επίσης βίασαν, πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα και στο τέλος πυρπόλησαν τα σπίτια των ραγιάδων.

Αφού ρήμαξαν ότι ελληνικό υπήρχε στην Τριπολιτσά οι Τουρκαλβανοί με τον Χατζή Οσμάν, στις 4 Ιουλίου 1770 βγήκαν παγανιά από την δυστυχισμένη πόλη, προς τη Μεγαλόπολη, (την έλεγαν Σινάνου τότε), για να καταπνίξουν κάθε επαναστατική αναλαμπή των ραγιάδων. Βέβαια επιδόθηκαν και σε ληστρικές εξορμήσεις, δηλαδή εφάρμοσαν αυτό που τους χαρακτήριζε!

Από διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου κατέφθασαν αλβανικοί πληθυσμοί και ενώθηκαν με τους Τουρκαλβανούς του Οσμάν για να συμμετέχουν στο πλιάτσικο.

Οι δύστυχοι ραγιάδες από τα γύρω χωριά πήγαιναν και πρόσφεραν πολλά και πλούσια δώρα στον Οσμάν. Τον καλόπιαναν οι δύσμοιροι για να μην τους κάνει κακό. Ξεχνούσαν πως είχαν να κάνουν με αγριάνθρωπους!

Οργανωμένοι οι Αλβανοί σε ληστρικά αποσπάσματα εφορμούσαν προς κάθε κατεύθυνση και αιχμαλώτιζαν, βίαζαν και δολοφονούσαν όποιον άμαχο ραγιά συναντούσαν στο διάβα τους. Όσοι προλάβαιναν «έπιαναν τα βουνά», σε σπηλιές, σε φαράγγια, μέσα σε πυκνά δάση, σε δύσβατους τόπους και απόκρημνους βράχους, σαν τ’ αγρίμια για να γλυτώσουν!

 

«… Όσοι κι αν ήταν στα χωριά,

τους έφαγαν τα φίδια,

τους τσάκισε τα γόνατα

και πλάτες και παγίδια.

Με τα τσεκούρια, τσάκιζε

και έσπαγε ποδάρια

και τα κεφάλια έκοβε,

μ’ αστραφτερά χατζάρια.

Συνάζει και μικρά παιδιά,

τα παίρνει απ’ τις μανάδες

και σαν λιανά-τρανά ασκιά

φορτώνει στις φοράδες.

Κλαίνε μανούλες για παιδιά,

γυναίκες για τους άντρες,

κλαίνε κι γεροντότεροι,

κρυμμένοι μεσ’ τις μάντρες…».

 

Τον επόμενο μήνα, στις 27 Απριλίου του 1770 κατέπλευσε στην Πελοπόννησο ρωσικός στολίσκος με τον τρίτο αδελφό των Ορλώφ, τον Αλέξιο. Βλέποντας όμως την γενική καταστροφή και ερήμωση του Μοριά έφυγε αμέσως για το Αιγαίο με σκοπό να επιτεθεί στον τουρκικό στόλο όπου τον έβρισκε.

Οι μάχες βέβαια συνεχίστηκαν στο Μοριά και σ’ αυτές σκοτώθηκαν τρία αδέλφια Κολοκοτρωναίοι. Όσοι γλύτωσαν κατέφυγαν στη Μάνη και ενώθηκαν με τη δύναμη του κλεφτοκαπετάνιου και αρχηγό των Κολοκοτρωναίων, Κωνσταντή, πατέρα του Γέρου του Μοριά.

Οι Μοραΐτες δεν σταμάτησαν τις εξεγέρσεις τους, όμως ήσαν ανοργάνωτοι και χωρίς συνεννόηση μεταξύ τους, οπότε ήταν εύκολο για τους εθελοντές Αλβανούς μισθοφόρους να τις καταπνίγουν με την αλβανική αγριότητα.

Είχαν αποστολή από τους Τούρκους, να καταστέλλουν ελεύθερα και χωρίς κανέναν έλεγχο τους ραγιάδες όπου «σήκωναν κεφάλι». Αυτό το πετύχαιναν με ληστρικές επιδρομές, με λεηλασίες, βασανιστήρια και καθημερινές σφαγές. Δέκα χρόνια, μέχρι το 1779 στίφη Αλβανών κατέσφαζαν τους ανήμπορους Έλληνες και λεηλατούσαν τον τόπο.

Σαν αρπαχτικά, φορτωμένοι με τη λεία τους από το πλιάτσικο την μετέφεραν στη πατρίδα τους. Εκεί οι πατριώτες τους έβλεπαν τα πολλά λάφυρα και συγκροτούσαν νέα ληστρικά μπουλούκια και κατέβαιναν στην Πελοπόννησο γιατί καθώς έλεγαν,

 

«κάτω στο Μοριά υπάρχει πολλή πλούτος για όλους!».

 

Η πιο απάνθρωπη, αιμοσταγής, βάρβαρη, ληστοκρατία που πέρασε από τη σκλαβωμένη χώρα ήταν η Αλβανοκρατία στη δεκαετία του 1770.

Δεν αρκούσαν τα λάφυρα που άρπαζαν οι Τουρκαλβανοί, υποχρέωναν τους ραγιάδες να υπογράφουν ομόλογα με δυσαναπλήρωτους τόκους και με ενέχυρο τα ίδια τα παιδιά τους. Έτσι οι σκλαβωμένοι Έλληνες αφού δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τα ομόλογα πουλούσαν τα παιδιά τους και αυτά γίνονταν σκλάβοι! «Είκοσι χιλιάδες ελληνόπουλα επωλήθησαν εις τους Αφρικανούς και τους Τούρκους της Ρούμελης…».

Οι κτηνώδεις Αλβανοί «αγεληδόν συρρεύσαντες και ως λύκοι αιμοβόροι έσπειραν τον όλεθρο σε όλο το Μοριά», έγραψε ο ιστορικός Κων/νος Σάθας, και σε άλλο σημείο: «Οι δυστυχούντες επωλοφύροντο, πατέρες τέκνων διαχωριζόμενοι και ανδρών τιμίων σώφρονες γυναίκες αποσπώμεναι, αδελφοί των αδελφών στερούμενοι και νεογνά τέκνα των μητρικών ωλενών αρπαζόμενα, παρθένοι δε τρυφεραί των θαλάμων εκπίπτουσαι υπό χειρών βαρβάρων ελκόμεναι».

Περιηγητές εκείνης της εποχής έγραφαν: «Συγγενείς συγγενών και φίλοι φίλων απαγόμενοι και καταδουλούμενοι. Εκκλησίαι, σχολεία, μοναστήρια κατεκρημνίσθηκαν και ηφανίσθησαν. Άπειρα πλήθη χριστιανών, ιερωμένων και λαϊκών, ανδρών και γυναικών, νέων και γερόντων, παρθένων και απειροκάκων βρεφών αιχμάλωτοι γενόμενοι εις τα πέρατα της οικουμένης διασπαρέντες αγεληδόν ως άλογα αγοράζονται».

 

«Τέκνα της αγριότητας», χαρακτήριζαν οι περιηγητές τους Αλβανούς που για να τρομοκρατούν τους ραγιάδες ώστε να τους ληστεύουν και αποσπούν ότι πολύτιμο είχαν, εφάρμοζαν ευρηματικά απάνθρωπα βασανιστήρια.

Κακούργους χαρακτήρισαν τους Αλβανούς σε έγγραφό τους στο Βενετσιάνικο Προξενείο της Θεσσαλονίκης.

Μετά την ληστρική επιδρομή των στο μοναστήρι του Μ. Σπηλαίου, οι μοναχοί έγραψαν στους κώδικες της μονής: «Οι Αρβανίτες ήλθαν όχι ως άνθρωποι αλλά ωσάν θηρία ή σαν μια φωτιά και ωσάν ποταμός και την αιματοχυσίαν οπού έκαμαν εις τους ευρεθέντας ταλαιπώρους χριστιανούς του Μορέος και τες σκλαβίες νόος ανθρώπινος αδυνατεί να τους λογαριάσει, οπού και όλον τον Μορέαν τον έγδυσαν εξ ολοκλήρουσι…

Αλλά οι Αλβανοί; Αφού εφόνευσαν όσους εδυνήθησαν, επώλησαν τους αιχμαλωτισθέντες εν Δημητσάνη και Ζατούνη εις τους πειρατάς της Βαρβαρίας, οίτινες έδραμον εις τον κόλπον της Κυπαρισσίας, ίνα μετέσχωσι των

λαφύρων..».

Ο Γιάννης Κορδάτος επίσης γράφει στην «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας»: «Οι Αλβανοί είχαν το ελεύθερο να κάνουν ότι θέλουν. Έτσι απ’ όπου περνούσαν σκορπούσαν τον θάνατο και την καταστροφή».

Στον ιερό ναό Ζωοδόχου Πηγής της Στεμνίτσας, πάνω σε μια εικόνα είναι χαραγμένα: «Χρονολογίας 1771. Οι Τουρκαλβανοί καίνε τα χωριά μας. Όλο φονικά κάνουν».

Οι Αλβανοί μισθοφόροι και εθελοντές των Τούρκων, επειδή οι Τούρκοι ομόθρησκοί τους, είχαν να τους πληρώσουν οχτώ χρόνια όπως έλεγαν, άρχισαν να μην υπολογίζουν ούτε τούς πασάδες και εκτός από τούς ραγιάδες καταλήστευαν και αυτούς τούς Τούρκους. Λεηλατούσαν όλο τον τόπο και τον κόσμο αδιακρίτως, ραγιάδες και κατακτητές. Άρπαζαν τα ζωντανά τους (κοπάδια ολόκληρα), καλλιέργειες και οποιαδήποτε κινητή περιουσία.

Είχαν αποθρασυνθεί τελείως. Οργανωμένοι σε ληστοσυμμορίες επιτίθονταν και σε τούρκικα στρατιωτικά αποσπάσματα για να τα ληστεύουν κι αυτά!

 

Εννιά χρόνια κράτησε η Αλβανοκρατία. Με έδρα την Τριπολιτσά εξορμούσαν οι Τουρκαλβανοί και ρήμαζαν ότι συναντούσαν στο πέρασμά τους. Αφάνισαν 100.000 Έλληνες, που ήταν τότε το ένα τρίτο του πληθυσμού!

Οι Τούρκοι… κτηματίες του Μοριά αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα λόγω της μεγάλης μείωσης του πληθυσμού των ραγιάδων γιατί δεν έβρισκαν εργάτες για να καλλιεργούν τα κτήματά τους ούτε και φοροοφειλέτες για να εισπράξουν τους προκαθορισμένους φόρους. Ακόμη κινδύνευε να μετατραπεί ο Μοριάς σε άγονη, νεκρή, περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Άρχισαν τότε να μεθοδεύουν τρόπους επίλυσης του προβλήματος έστω κι αν έπρεπε να χυθεί αίμα. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

Μέχρι που οι Τούρκοι αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια από τους Κλέφτες (!) για να συμπράξουν και εξοντώσουν τούς Αλβανούς.

Η Υψηλή Πύλη για να αντιμετωπίσει τον ηθικό εκτραχηλισμό των Αλβανών, τούς κήρυξε αντάρτες και αποφάσισε την εξόντωσή τους. Για το σκοπό αυτό, έστειλε το 1779 στην Πελοπόννησο τον Γαζή Χασάν πασά (1713 – 1790) γνωστότερο σαν Τσεζάερλη Μαντάλογλου. Ήταν πειρατής και εξελίχτηκε σε (καπουδάν πασάς) αρχιναύαρχος και μεγάλος βεζίρης.

 

Όταν αποχώρησαν το 1774 οι Ρώσοι από το Μοριά, οι σκληροπυρηνικοί Τούρκοι πρότειναν στο σουλτάνο για αντίποινα της αποτυχημένης εξέγερσης των «Ορλωφικών», τη γενική σφαγή των ραγιάδων τού Μοριά. Ο Χασάν Τσεζάερλη δεν ήταν σύμφωνος και υποστήριξε την άποψή του με το επιχείρημα, «αν σκοτωθούν όλοι οι Έλληνες ποιος θα πληρώνει το χαράτσι;». Ο ιστορικός Κων/νος Σάθας υποστηρίζει ότι μ’ αυτό το επιχείρημα απεφεύχθη η γενική σφαγή των Ελλήνων γι’ αυτό και χαρακτηρίζει φιλέλληνα τον Τσεζάερλη.

Στις 28 Μαΐου 1779 ο Τούρκος ναύαρχος με διορισμένο δραγουμάνο του (διερμηνέα στόλου) τον Νικόλαο Μαυρογένη και 7.000 στρατιώτες κατέπλευσε στους Μύλους του Άργους. Αμέσως έστειλε εντολή στους Αλβανούς να εκκενώσουν το Μοριά και ανενόχλητοι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.

 

Ο λαός τραγούδησε το γεγονός:

 

«Σ’ εσένα Μούρτο Χάμζα σ’ εσάς Αρβανιτιά,

γλήγωρα να σκωθήτε αυτούθ’ απ’ τον Μωριά.

Στείλε μας τους λουφέδες μη στέλης μπου-

γιουρντιά,

γιατί χαρτιά ‘χω χίλια καμένα στη φωτιά

και σένανε σε γράφω στην κάτω μεριά…».

 

Ζήτησε και την συνεργασία των ραγιάδων για να εξολοθρεύσουν τους Αλβανούς. Μάλιστα τους υποσχέθηκε και αμνηστία αφού τον προσκυνήσουν!

Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης δέχτηκε να συνεργαστεί χωρίς όμως να τον προσκυνήσει! Ο Τσεζάερλη, αν και προσβλήθηκε από την άρνηση τού υπερήφανου κλεφτοκαπετάνιου, «έκανε την ανάγκη φιλοτιμία» και του έστειλε πλούσια δώρα γι’ αυτόν και τα πρωτοπαλίκαρά του.

Έτσι ο απεσταλμένος της Υψηλής Πύλης είχε στο πλευρό του έναν απροσκύνητο κλέφτη με το μπαϊράκι του! Ήταν η απόλυτη ταπείνωση!

Οι Αλβανοί μόλις έμαθαν τον ερχομό των Τούρκων αμέσως δήλωσαν «πιστοί υπήκοοι του σουλτάνου». Ζήτησαν να τους πληρώσουν όσα νόμιμα τους όφειλαν οι Μοραΐτες για να επιστρέψουν στη χώρα τους.

 

Ο λαός τραγούδησε τη συνεργασία Τούρκων και Κλεφτών εναντίον των Αλβανών:

 

Να κάνουμε το ένα μας

και Τούρκοι και Ραγιάδες

τον τόπο να παστρέψουμε

από τους Αρβανιτάδες.

 

Οι Αλβανοί έστειλαν στους Κλέφτες του Μοριά επιστολή όταν έμαθαν τη σύμπραξή τους με τους Τούρκους:

«Κλεφτοκαπετάνα, Οι Μωραΐτες, δεν εκάματε καλά να σμίξετε με τους Τούρκους και να ‘ρθήτε να μας βαρέσετε. Ναίσκε ορέ, δεν το παντέχουμε ετούτο το πράμα και σαν εσείς είχατε αιτίγια μαζί μας, τότενες να ‘ρχούσασταν παλικαρίσια να τα βάζουμε ορέ τα πράματα στην καλή την στράτα. Μα το Θεό, δε σας λέμε ψέματα, ακούστε ταις γραφαίς και ταις ορμήνειες μας, γιατί το ταχύ οι Τούρκοι θε να βαρέσουνε και σας όλους, και θα σας σκοτώσουνε. Ελάτε σαν καλά παλικάρια που είσαστε να τα συμφωνήσουμε, μην καρτερείτε.

Τριπολιτζά στη 8 Ιουλίου 1779

Οι γενικοί αρχηγοί, Αλή Χατζή Οσμάν Μπέης και Σουλεϊμάν Μπέη».

 

Οι Έλληνες Κλέφτες τους απάντησαν:

«Αρβανίτες. Το γράμμα σας το ελάβαμε και σας γράφομεν και ημείς ότι ποτέ δεν είχαμεν σκοπό για να ανταμωθούμε με τους Τούρκους, διότι και αυτούς τους θεωρούμεν κακούς εχθρούς μας, και να ‘ρθουμε να σας χτυπήσουμε. Τα θέλατε εσείς, γιατί από τον καιρό που γίνηκε το σεφέρι, το Μάρτι το έτος 1769 και εμβήκατε στο Μωριά για να βοηθήσετε τους Τούρκους και να χτυπήσετε εμάς τους Μωραΐτες, δέκα χρόνια γένουνται από καιρό εκείνον έως σήμερα, που μας ετυρρανίσατε, μας εγδύσατε, εσκοτώσατε τους πατέρες μας, τις μητέρες μας, , τα αδέρφια μας, τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας, τους συγγενείς μας και τους πατριώτες μας. Και μας κάνατε τέτοια πολλά κακά που εμείς δεν μπορούμε πλιώ να σας χωνεύουμε και ούτε να σας συγχωρήσουμε. Για δ’ αυτό μαζωχθήκαμε ούλοι δω πέρα να σας χτυπήσουμε και με τη δύναμη του Θεού-αν μπορέσουμε- να σας διώξουμε πλιώ απ’ το Μωριά. Αν εσείς θέλετε για να πολεμήσουμε και να σκοτωθούμε, εμείς σας συγχωρούμε για όλα τα χάλια που μας εκάματε, και ελάτε μερικοί από όλους σας, και να μας φέρετε τα άρματά σας και να μας δώσετε όσα χρήματα έχετε στα κιμέρια σας που τα μαζώξατε από τους πατριώτες μας, και ύστερα να σας στείλουμε με μεγάλο σιγουρητά στην πατρίδα σας. Ελάτε και σας καρτερούμε, γιατί πάν’ κείνα που ξέρατε. Ελάτε το ταχύ, αλλοιώς θα το μετανοήσετε.

Με την συμφωνία από όλους τους Κλέφτες και τους Αρματολούς του Μωριά, υπογράφουμε εμείς οι πρώτοι αρχηγοί, Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και Αλέξης Δάρας».

 

Οι Τούρκοι του Χασάν Γαζή βάδισαν από τους Μύλους προς την Τριπολιτσά και στις 10 Ιουλίου 1779 επιτέθηκαν στους 10.000 Αλβανούς που είχαν οχυρωθεί στην πόλη.

Μετά από σκληρή μάχη πολλοί Αλβανοί σκορπήσανε «δώθε – κείθε», αλλά τους κυνήγησαν οι Τούρκοι και οι Έλληνες του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και τους αφάνισαν.

Απέξω απ’ την Τριπολιτσά, στο δρόμο προς το Ναύπλιο έστησαν μια πυραμίδα με 4.000 κεφάλια Αλβανών κτισμένα με λάσπη (ασβέστη και άμμο). Το αποτρόπαιο «κτίσμα» διατηρήθηκε μέχρι το 1806 – 1807. Για την «πυραμίδα» σημειώνει και ο ιστορικός - περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ, αλλά και ο Γέρος του Μοριά στα απομνημονεύματά του, «με τα κεφάλια των Αλβανών έφτιασαν πύργο εις Τριπολιτσά».

Πολυβασανισμένη πατρίδα, μην ξεχνάς ποτέ τους πονεμένους προγόνους! Αν πατρίδα αυτοί οι βάρβαροι νοιώσουν πως είσαι αδύναμη, είναι έτοιμοι σαν λυσσασμένοι λύκοι να σε κατασπαράξουν. Είναι φθονεροί και δεν θέλουν να δουν (δεν μπορούν) τα έργα ελληνικού πολιτισμού που ξεθάβονται από τη γη τους η οποία ήταν κάποτε ελληνική!

 

ΠΗΓΗ ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ, Ιανουάριος 2022

 

Κορυφή