« Τέτοια σίδερα και τέτοιες καδένες,
ούτε ο Μωάμεθ ο πορθητής
δεν είχε βάλει στο νου
του να περάσει στα χέρια της
ορθοδοξίας» (Κοσμάς Φλαμιάτος)
Πολιορκία και Ελευθερία! Δύο έννοιες σκληρά αντιμαχόμενες. Η κάθε μία με τον τρόπο της προσπαθεί να καταρρίψει την άλλη προκειμένου να επικρατήσει και να εδραιωθεί.
Η πρώτη έχει σχέση με πίεση, καταπίεση, αποκλεισμό ατόμου, ομάδος ή και γενικοτέρου συνόλου ανθρώπων, ολόκληρης κοινωνίας και αποσκοπεί στην εξουθένωση της ψυχοσωματικής ολότητος, την τελική κατάληψη, δεινή υποδούλωση και τελική κυριαρχία προς εφαρμογή σχεδίων του κατακτητού. Μέσα πολιορκίας άπειρα· τακτικά και άτακτα· φυσικά και αφύσικα· κατά κύριο λόγο «ανορθόδοξα» με την στρατιωτική σημασία του όρου. Μέσα που προσπαθούν να πλήξουν το σώμα, την ύλη, αλλά προπάντων το πνεύμα, την ψυχή· όπου την βρούνε καθότι έχει καταστεί δυσεύρετη στη σύγχρονη κοινωνία των ρομποτοποιημένων μονάδων. Γνωρίζουν οι πολιορκητές, ότι αυτός είναι ο πυρήνας συγκροτήσεως ενός πνευματικού ανθρώπου και ενός ιδεολογικού οχυρού, γι’ αυτό προσπαθούν να το καταλάβουν παντί τρόπῳ, τσακίζοντας το ηθικό και εξαλείφοντας την αντίσταση.
«ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΣ!» Αυτός ο θούριος του πατρο-Κοσμά αντηχεί εφιαλτικά στην ρυπαρή σκέψη και τα ενδότερα της ερεβώδους συνειδήσεως των πολιορκητών και μανιασμένοι παλεύουν να σκοτώσουν την ιδέα. Το πνεύμα! Το πνεύμα όμως είναι στοιχείο αοράτου πολέμου, στον οποίο οι εν λόγω επίβουλοι είναι ανεκπαίδευτοι και πλήρως ακατάρτιστοι «διά τό εἶναι αὐτούς σάρκα». Τους απατά η εικόνα ενός καταπονημένου πνεύματος και επιπόλαιοι καθώς είναι αποθρασύνονται απειλούντες την υπόσταση των πολιορκουμένων. Όμως δεν γνωρίζουν ότι αυτή η καταπόνηση, αποτελεί ένα ξαπόσταμα για την συνέχιση της πορείας προς την δόξα του Χριστού. Αυτό το ξαπόσταμα περικλείει έναν έλεγχο συνειδήσεως και αυτογνωσίας και προπάντων έναν πνευματικό ανεφοδιασμό. Το πνεύμα θα επανεκκινήσει αργά ή γρήγορα καθότι χωρίς αυτό ο άνθρωπος παραλύει και πνέει τα λοίσθια. Το θέμα όμως είναι ότι για να διασώσει το πνεύμα, πρέπει απαραιτήτως να δώσει αίμα. Με άλλα λόγια να γίνει ήρωας, μάρτυρας. Να καταστεί ιερός αιμοδότης, που με το αίμα του θα ποτίσει και φουντώσει την λευτεριά του Χριστού. Την πραγματική λευτεριά!
Έτσι φυσικῷ τῷ τρόπῳ προσεγγίζουμε την δεύτερη έννοια των αντιπάλων δυνάμεων που θίξαμε στην αρχή. Την ελευθερία· που συμβαδίζει με το πνεύμα του Ευαγγελίου απ’ όπου και εμπνέεται και δεν έχει καμία σχέση με την κάπηλη, την κοσμική που προσιδιάζει απόλυτα την ασυδοσία –αν και τιτλοφορείται ύπουλα ελευθερία– και εξυπηρετεί τις ορέξεις των πολιορκημένων από τα πάθη τους και τις εν γένει μιαρότητές τους.
Τους ηθικά αλωμένους.
Αυτούς αντικρίζουμε στις μέρες μας να κορακίζουν μέσω ξένων περιοδικών και εφημερίδων πανηγυρίζοντες σχετικά με την διαμορφούμενη κατάσταση του «ιού». «Νικήσαμε! (Ποιοι;) Ο κόσμος ενέδωσε, παρεδόθη, δεν αντιδρά, υπέκυψε, υπεδουλώθη… Είμαστε νικητές. Το πείραμα πέτυχε… Προχωράμε.» Μέσα στην φτηνή και ξέφρενη λογοδιάρροιά τους οι ηθικά ανερμάτιστοι, διαπράττουν ένα λάθος στρατηγικής σημασίας· αποκαλύπτονται με τον ευτελή ερασιτεχνισμό τους, αλλά και τα άνομα σχέδιά τους, διαγράφοντας τον αμέριστο «πόνο» τους για τους κορωνοϊόπληκτους μονοκονδυλιά. Ξεσκεπάζονται μόνοι τους… οι πειραματιστές… με τα πειράματά τους… και τα πειραματόζωα, τα μελλοντικά ρομπότ. Αυτό λέει πολλά για την εφ’ εξής πορεία της κοινωνίας. Της ανθρωπότητος. Λογαριάζουν όμως μέσα σε ξένο σπίτι, χωρίς τον νοικοκύρη, τον Θεό. Γιατί ο Θεός τιμωρεί την έπαρση, την αλαζονεία και προπάντων τα υποχθόνια σχέδια. Ευκολότατα δε, γκρεμίζει πύργους της Βαβέλ, ακόμη πιο εύκολα δίδυμους πύργους. Γιατί «Κύριος διασκεδάζει βουλάς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δέ λογισμούς λαῶν καί ἀθετεῖ βουλάς ἀρχόντων» (Ψαλ. 32,10). Προπάντων «Ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτούς καί ὁ Κύριος ἐκμυκτηριεῖ αὐτούς» (Ψαλ. 2,4)
Θέλουν δεν θέλουν η θεία βουλή θα βασιλεύσει…
Έτσι λοιπόν κάνοντας μία ιστορική αναδρομή αναζητήσεως της ελευθερίας, την συναντούμε μέσα στην προσωποποίηση και άδολη έκφραση της λευκοντυμένης γυναίκας, γνήσιο αντίγραφο καθαρότητος και εντιμότητος, να υποδεικνύει τον δρόμο της πραγματικής ανεξαρτησίας, που ερμηνεύεται με το θεϊκό φως και το στόμα της αληθείας.
Δεν είναι ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα το ανέσπερο φως, αλλά ο Θεός που τα έπλασε. Αυτά κάποτε θα σβήσουν, αλλά ο Λόγος του Θεού δεν θα σβήσει ποτέ. Γιατί ο Λόγος είναι ο ίδιος… ο Χριστός. Ο δε λόγος του Χριστού όσο και αν είναι λόγος αγάπης, καίει σαν το πυρωμένο σίδερο. Καίει τις πληγές για να τις αποστειρώσει. Καίει το πλεόνασμα της αμαρτίας για να διασωθεί –ανασαίνοντας πνευματικά – το περίσσευμα της χάριτος.
Αυτό το πλεόνασμα όμως της αμαρτίας φωλιάζει κατά κύριο λόγο στο κεφάλι. Εκεί εκ Θεού είναι η έδρα του νοός. Στο κεφάλι του κάθε ανθρώπου και κατά κύριο λόγο στο κεφάλι της κοινωνίας. Στους άρχοντες, τους πολιτικούς και θρησκευτικούς. Τους πολιορκητές. Τους φτηνούς αλαζόνες και τους επιρρεπείς στο «τί θέλετέ μοι δοῦναι, καί ἐγώ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν». (Ματ. 26,15).
Έτσι στην ιστορική αναδρομή που επιχειρήσαμε προηγουμένως, αντικρίζουμε τα αληθή της ιστορίας μας. Γιατί το ιστορικό πρέπει να χαρακτηρίζεται από την ωμή αλήθεια. Τότε μόνο είναι και εθνικόν. Τα άλλα όλα είναι πλαστογραφία.
Το αληθές λοιπόν υπαγορεύει·
«Ό,τι δεν είχαν κάμει τότε οι Τούρκοι, το κάνανε οι δικοί μας. Έλληνες βαπτισμένοι στη θρησκεία του Χριστού. Λησμόνησαν πως τα μοναστήρια στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς φυλάξανε και την πίστη και την παιδεία. Την πατρίδα!!! Έτσι το μέγα κεφάλι, η Αθήνα, πήρε απόφαση να κλείσει πολλά μοναστήρια, γιατί τα ‘βρισκε περιττά και βλαπτικά. Έτσι ο Εωσφόρος με όργανά του, τους «χριστιανούς» άρχισε το έργο του.
Άρχισαν να αρπάζουν από την Άγια Τράπεζα και από την Πρόθεση και να πετούν στη μέση της εκκλησίας τα δισκοπότηρα, τ’ Αντιμήνσιο, τ’ αρτοφόρια, τα ιερά σκεύη, τα θυμιατά, τα Ευαγγέλια και να φτιάχνουν ένα σωρό μαζί με τ’ άμφια και τα ιερά επιτραπέζια. Ύστερα άρχισαν να ξηλώνουν τις εικόνες του τέμπλου και να ξεκρεμούν όλα τα εικονίσματα που ήταν κρεμασμένα στον τοίχο και να τα πετούν σαν σκουπίδια πάνω στο σωρό. Ξεκρεμάσανε τα καντήλια, μαζέψανε τα καντηλέρια κ’ όλα τ’ ασημένια τάματα… αφού ερημώσανε και χαλάσανε το μοναστήρι, πέσανε σαν Αγαρηνοί στις καλόγριες, τις μαστίγωσαν, τις σούρανε από τα μαλλιά, τις πέταξαν όξω, κάρφωσαν τις πόρτες και τα παράθυρα και φύγανε. Τα ίδια και περισσότερα έγιναν κι αλλού… Γιατί η ζωή του έθνους ξεμάκρυνε από την ορθοδοξία…» (Λόγοι Κοσμά Φλαμιάτου για μονή της Σίφνου).
Και συνεχίζει· «η καινούργια επιδρομή είναι χειρότερη από του Ιμπραήμ. Κείνος σκότωνε κορμιά κι αφάνιζε το βιός μας, αλλά αυτοί σκοτώνουν τις ψυχές μας. Είναι οι γραμματισμένοι του έθνους, σκλαβωμένοι στους μασόνους της φραγκιάς έχουν ολότελα στραβωθεί… Οι άντρες που μας κυβερνούν, χάσανε το φως τους και δεν ξέρουν να ξεχωρίσουν ποια η διαφορά ανάμεσα σκοτάδι και φως… Τούτος ο οχτρός είναι χειρότερος απ’ τον Τούρκο. Εκείνος ποτέ δεν μας το ‘κρυψε πως μας λογάριαζε σκλάβους, ενώ τούτος μας ξεγελά πως είμαστε τάχα λεύτεροι, ενώ έχει σκλαβώσει και τις ψυχές μας…»
Έτσι ο Θεός, όταν σηκώσει το βλέμμα του από έναν τόπο, εκεί στήνει το βασίλειό του ο Σατανάς. Φώναζαν πριν χρόνια αγωνιστές ιερωμένοι· «Τα τάλιρα, που μας δίνουνε οι αναθεματισμένοι της Ευρώπης, είναι μία καινούργια φούρκα στο λαιμό μας». Και δυστυχώς πήραν απ’ αυτά τα τάλιρα όλοι. Το Άγιον Όρος, οι εκκλησίες μέχρι τον τελευταίο πολίτη και τώρα μας διαφεντεύουν…
Ίδια τα λόγια του Γέρου του Μοριά· «Καλά, τα αυτιά και μάτια, σας τα φλομώσανε ταξίματα και κούφια λόγια, μα η ψυχή σας δεν αφουγκράζεται τούτον τον τόπον που βογγάει; Τούτη τη γη που αναστενάζει; Σας σέρνουν από τη μύτη ξοπίσω, οι παράδες. Τι θα χάσουμε μωρέ; Την πείνα μας; Την ξυπολυσιά μας; Θαρρείς και έλειψε ποτέ απ’ αυτόν τον τόπο το λάδι, το ψωμί και το κρασί, απ’ τον Θεό τον ίδιο, ευλογημένο; Ξυπνάτε! Ξυπνάτε, γιατί αλλιώς χαράμι πάνε οι κόποι μας…»
Αφού λοιπόν σύμφωνα με το πνεύμα των προλαλησάντων δεν μάθαμε εμείς οι γονείς στα παιδιά μας γράμματα θεοτικά, αφού δεν τ’ αρματώσαμε με τ’ άρματα του Χριστού, ας τα χαρούμε φορτωμένα με τα σύνεργα του Διαβόλου. Με τα άθεα γράμματα που είναι η ρίζα κάθε συμφοράς. Μυριάδες άνθρωποι –λόγω θεϊκής απεξάρτησης– τα πόθησαν και ακούμπησαν πάνω τους να κοιμηθούν ξέγνοιαστοι και απελευθερωμένοι. Όμως τους ξύπνησαν τα ουρλιάσματα του πολέμου και του αφανισμού. Το δε τέλος… στάθηκε φοβερό. Αυτά τα άθεα γράμματα παραμέρισαν τους αγίους και τους αγωνιστές από την παιδεία μας, από την συνείδησή μας και βάλανε στο κεφάλι του έθνους ξένους και άπιστους γραμματισμένους και νοθεύουνε την ζωή μας. Αυτά τα ίδια γράμματα υφαίνουν εδώ και χρόνια το σάβανο του γένους μας.
Αυτά τα άθεα γράμματα στόλιζαν και τον απ. Παύλο πριν πάρει τον δρόμο για την Δαμασκό. Αλλά εκεί έγινε το θαύμα στην ζωή του. Τυφλώθηκε! Έχασε με μιας το παλιό φως της κοσμικής σοφίας και έλαβε το φως που του χάρισε ο Θεός με το χέρι του Ανανία. Το νέο φως το ολότελα διαφορετικό από το πρώην.
Έτσι και στις μέρες μας, πιστοί στο ένδοξο παρελθόν οι ηγέτες μας έχουν ξετσιπωθεί κι έχουν καλέσει τον ίδιο τον αρχισατανά μ’ όλα τα δαιμονικά να βοηθήσει τους ανόμους σκοπούς τους. Το δε βασίλειο της κολάσεως έχει υπογράψει συμμαχία μαζί τους για να αφανίσουν την σπορά του Χριστού.
Όμως ο σπόρος που έσπειρε εκείνος, έχει καταχωνιαστεί σε τέτοιο βάθος, που όσο και να σκαλίσουν οι τύραννοι και οι άπιστοι δεν θα καταφέρουν να τον αφανίσουν. Πλούσια θα ανθίσει η βλάστηση και νικητής θα ’ναι πάντα ο Χριστός. Δεν θα περάσουν χρόνια και οι τύραννοι θα πληρώσουν σε τούτον κιόλας τον κόσμο τα κρίματά τους.
Οι φοβέρες των τραμπούκων δεν μετράνε. Τα έργα τους φανερώνουν τρόμο και οι ίδιοι τρέμουνε σαν τους κυνηγημένους λαγούς. Κατάντησαν να φοβούνται και τον ίσκιο τους. Είναι η συνέπεια της ανομίας τους.
Αν τολμούν ας «κατέβουν» να περπατήσουν άσημοι δίπλα στον κόσμο, όπως περπάτησε ο Χριστός ολομόναχος.
Θα γνωρίσουν την αξία τους, αν έχουν. Εδώ ακριβώς στοιχίζεται η παλικαριά και η λεβεντιά και όχι στο θεωρείο της εξουσίας…
Αρίσταρχος