Ο ΗΛΙΑΣ ΜΗΝΙΑΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Ο Κεφαλλήν Επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων Ηλίας Μη­νιάτης (1669 – 1714) είναι ζωντανή απόδειξη της θελήσεως των Ελλή­νων του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνα να απελευθερωθούν από τον τουρκικό βάρβαρο ζυγό και τα βάσανα που υπέστησαν για να διατηρή­σουν την ταυτότητά τους.

Το ευχάριστο για την ιστορία είναι πως διασώθηκαν ομιλίες του, τις περισσότερες από τις οποίες εκφώνησε ως Αρχιμανδρίτης στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Βενετίας, στον οποία υπηρέτησε, πιθανόν το 1698. Σε λόγο του πανηγυρικό εις τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου είπε, μεταξύ άλλων: «Έως πότε, πανακήρατε Κόρη, το τρισάθλιον γένος των Ελλήνων έχει να ευρίσκεται εις τα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας; Έως πότε να του πατή τον ευγενικόν λαιμόν ο Βάρβαρος Θραξ; (Σημ. Έτσι αλληγορι­κά ονομάζει τον Τούρκο)... Αχ! Παρθένε! Ενθυμήσου πως εις την Ελ­λάδα πρότερον, παρά εις άλλον τόπον, έλαμψε το ζωηφόρον φως της αληθινής πίστεως. Το ελληνικόν γένος εστάθη το πρώτον οπού άνοιξε τας αγκάλας και εδέχθη το θείον Ευαγγέλιον,... το πρώτον οπού αντε­στάθη των τυράννων, οπού με μύρια βάσανα εγύρευαν να εξερριζώσωσιν από τας καρδίας των πιστών το σεβάσμιόν σου όνομα. Τούτο έδωσε εις τον κόσμον Διδασκάλους, οι οποίοι, με το φως της διδασκαλίας των εφώτισαν τας ημαυρωμένας διανοίας των ανθρώπων... Και αν ετούται μας αι φωναί δεν σε παρακινούσι εις σπλάγχνος, ας σε παρακινήσωσι τα πι­κρά δακρυα, οπού μας πέφτουσιν από τα ομμάτια. Αλλά ανίσως και ετού­τα δεν φθάνουσιν, ας σε παρακινήσωσιν αι φωναί και αι παρακλήσεις των αγίων σου... από όλα τα μέρη της τρισαθλίου Ελλάδος. Φωνάζουν ο Ανδρέας από την Κρήτη, ο Σπυρίδων από την Κύπρον, ο Ιγνάτιος από την Αντιόχειαν, ο Διονύσιος από τας Αθήνας, ο Πολύκαρπος από την Σμύρνην, η Αικατερίνα από την Αλεξάνδρειαν, ο Ι. Χρυσόστομος από την βασιλεύουσαν πόλιν...» (Ηλία Μηνιάτη «Διδαχαί και λόγοι», Εκδ. «Φως», 17η Εκδοση, Αθήναι 1960).

Ο Επίσκοπος Ηλίας Μηνιάτης έζησε και έγραψε για την ελευθερία των Ελλήνων πριν από τον Διαφωτισμό, του οποίου οι περισσότεροι εκ­φραστές έζησαν ή/και έγραψαν μετά από αυτόν, πλην του Τζον Λοκ (1632-1704). Ενδεικτικά αναφέρονται οι Ρουσώ (1712-1778), Βολταίρος (1694-1778), Καντ (1724-1804). Ο Χομπς γράφει τον «Λεβιάθαν» το 1651. Η εποχή ήταν δύσκολη μετά τον 30ετή πόλεμο (1618-1648) και την μοναρχία – απόλυτη εξουσία που κυριαρχούσε στη Γαλλία υπό τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ (1639-1715).

Επομένως ΟΥΔΕΙΣ διαφωτισμός επηρέασε τη σκέψη του Μηνιάτη για να ζητήσει από την Παναγία ελευθερία στους Έλληνες. Η σκέψη του προερχόταν από την δική του Ελληνική Παράδοση. Όταν μελέτησε τα έργα και τις ημέρες των αρχαίων και μεσαιωνικών Ελλήνων δεν του χρειαζόταν τίποτε άλλο. Είναι λυπηρό ότι ξένοι ιστορικοί, μας παρατη­ρούν ως ανωτέρας φυλής ανθρωπολόγοι, που έχουν να κάνουν με εμάς, τους «συμπαθείς ιθαγενείς». Κάποιοι συμμετέχουν στην κρατική Επιτρο­πή για τον εορτασμό των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821. Να τους χαίρονται όσοι τους διόρισαν και όσοι τους έδωσαν πα­ράσημα για την «προσφορά τους στον Ελληνισμό».

Ένας από αυτούς εξύβρισε τους Έλληνες, ότι επί τουρκοκρατίας ήσαν «εθελόδουλοι» και τους ξύπνησαν οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι άλλοι «πο­λιτισμένοι» και όταν ρωτήθηκε πού μπορεί ένας Έλληνας να βρει τα όσα υποστηρίζει απάντησε αόριστα «διαβάζοντας...». Ο ίδιος όμως αποδει­κνύεται ότι δεν έχει διαβάσει τον Σεφέρη, πόσο μάλλον τους Μη­νιάτη, Σάθα, Δέφνερ, Ζαμπέλιο, Μακρυγιάννη, Νικόδημο τον Αγιο­ρείτη, Κοσμά τον Αιτωλό, Νεκτάριο Τέρπο...

Ο Σεφέρης στη διάλεξη που έδωσε στη Σουηδική Ακαδημία, στις 11 Δεκεμβρίου 1963, με την ευκαιρία της απονομής του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας σε αυτόν, τονίζει ότι οι Έλληνες διατήρησαν τα δημοτικά τραγούδια μαζί με τους θρύλους τους, που «μας κάνουν να δούμε πως σε όλους αυτούς τους αιώνες οι ίδιες στάσεις απέναντι στον μόχθο και στον πόνο, στη χαρά στον έρωτα και στον θάνατο επαναλαμβάνο­νταν αδιάκοπα. Όμως συνάμα έχουν εκφράσεις τόσο φρέσκες, τόσο οριστικές, τόσο ελεύθερες και ένα μέτρο τόσο ανθρώπινο, ώστε μας δείχνουν χειροπιαστά πόσο το πνεύμα του Έλληνα μένει πάντοτε “όμοιον εαυτώ”». Το ατύχημα για τον Έλληνα είναι πως το εποικοδόμη­μα της χώρας έχει δύναμη πολιτική και κοινωνική, ενώ έχει συμπλέγμα­τα κατωτερότητας έναντι των ξένων «διανοούμενων» και έπαρση έναντι των συμπολιτών του, που πηγάζει από την ιδεολογική του τύφλωση και την γνωστική του ημιμάθεια.

 

Κορυφή