Μέσα από τα έργα της τέχνης φανερώνεται η αλήθεια και η ομορφιά της ζωής, αλλά και οι ασχήμιες της αποδίδονται με ομορφιά. Στην επαφή μας με έργα της τέχνης βαθαίνει η εμπειρία μας για τη ζωή και θεμελιώνεται η αυτογνωσία μας και ο δεσμός μας με τους άλλους γενικά και ειδικά με τον λαό στον οποίο ανήκουμε.
Σ' ένα λογοτεχνικό έργο η γλώσσα του ποιητή, ώριμος καρπός του κόπου του, δίνει περιεχόμενο και μορφή έτσι, ώστε να συγκινεί την ψυχή μας σε όλο της το πλάτος (τη νόηση, το συναίσθημα κι την βούληση), γιατί διασώζει αυτά που έχουν αξία. Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί την αλήθεια και παίρνει θέση απέναντι στην ζωή. Οι λαϊκοί ποιητές, ο Όμηρος, ο Αριστοφάνης, και οι θρησκευτικοί ύμνοι εκφράζουν την αλήθεια για τη ζωή, χωρίς να αποτελούν πανεπιστημιακές, κοινωνιολογικές και πολιτικές μελέτες.
Η κρίση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους, στις σχέσεις της με την Ευρώπη περιγράφεται και ερμηνεύεται μοναδικά από τους Έλληνες λογοτέχνες.
Έτσι, για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα, ο Ανδρέας Κάλβος (1792-1869), σύγχρονος του συμπατριώτη του Σολωμού, ο οποίος ζούσε στην Ευρώπη αλλά συνεχής καημός του και μέριμνά του υπήρξε η πατρίδα του και η ελευθερία της, στην ποιητική του συλλογή «Λύρα», στην 8η ωδή «Εις Αγαρηνούς», δηλώνει σε πολλές στροφές την αγανάκτησή του για τη στάση των Ευρωπαίων στα αδύνατα έθνη και μάλιστα στην Ελλάδα.
Η φωνή του είναι φωνή της δικαιοσύνης, που στέλνει τις ψυχές των ανόμων στον Άδη ως αίματος σταγόνες, ενώ των δικαίων τα πνεύματα ανεβαίνουν ψηλά· είναι ποτάμι φωτός και δόξας στο στερέωμα. Βέβαια ο ήλιος κυβερνά και φωτίζει τα έργα των θνητών. Κανείς δεν έμοιασε τον Θεό και τον ήλιο. Και όμως οι ισχυροί της γης, οι τύραννοι, απαιτούν βωμούς, θυμίαμα και ύμνους, σαν να είναι οι ύψιστοι της ανθρωπότητας. Κρίνουν και αποφασίζουν ως θεοί, αλλά στην πραγματικότητα είναι άδικοι, ενάντιοι του νόμου και της αρετής. Κρατούν αχόρταστο δρέπανο και θερίζουν όσα συγκέντρωσαν οι λαοί με τον ιδρώτα τους, για να ζήσουν τα παιδιά τους.
Ερωτά τους ισχυρούς πως γίνεται να αποχαιρετούν τρυφερά τις συζύγους και τους γονείς τους, όταν τα τύμπανα του πολέμου τους προσκαλούν, για να κατασφάξουν έθνη αθώα.
Στρέφεται και στους ανθρώπους, για να δηλώσει την αγανάκτησή του, που οι τύραννοι θερίζουν τον ιδρώτα τους, ζητούν και το αίμα τους που χύνεται ποτάμι. Γνωρίζει καλά ότι τα έθνη δεν έχουν το δικαίωμα ούτε να αναστενάξουν για τις σφαγές. Αλλοίμονό τους αν θελήσουν να αγωνιστούν για την αλήθεια, ν' ακολουθήσουν θείες εντολές· τους περιμένουν μαρτύρια μαρτύρια και φυλακές και θάνατος.
Μπροστά στους τυράννους ο ποιητής δεν γονατίζει, θα είναι ατιμία για τα γόνατά του. Δεν τους φοβάται. Την εποχή που γράφει ο Κάλβος η Ευρώπη είναι απολυταρχική σκληρή και όμως ο ποιητής τολμά να λέγει την αλήθεια. Τους ειρωνεύεται· είναι σαν τον ήλιο λαμπροί, αλλά οι ακτίνες από το στέμμα τους φωτίζουν τις δυστυχίες μας. Ας απολαύσουμε την ωδή στο πρωτότυπο ποιητικό σχήμα της.
-ΩΔΗ ΟΓΔΟΗ-
Εις Αγαρηνούς
Ένας Θεός και μόνος
αστράπτει από τον ύψιστον
θρόνον· και των χειρών του
επισκοπεί τα αιώνια
άπειρα έργα.
Κρέμονται υπό τους πόδας σου
πάντα τα έθνη, ως κρέμεται
βροχή έτι εναέριος
εν ω κοιμώνται οι άνεμοι
της οικουμένης.
Αλλ' η φωνή του ακούεται,
φωνή δικαιοσύνης,
και αι ψυχαί των ανόμων
ως αίματος σταγόνες
πέφτουν εις τον άδην.
Των οσίων τα πνεύματα
ως αργυρέα ομίχλη
τα υψηλά αναβαίνει
και εις ποταμούς διαλύεται
φωτός και δόξης.
Μόνον βλέπω τον ήλιον
μένοντα εις τον αέρα·
τους τριγύρω χορεύοντας
ουρανούς κυβερνάει
με δίκαιον νόμον.
Φαίνεται εις τον ορίζοντα
ωσάν χαράς ιδέα,
και φωτίζει την γην
και των θνητών τα έργα
των πολυπόνων.
Όμως ιδού τα σκήπτρα
άφησεν, εβασίλευσεν·
ότι ανάγκην το ανθρώπινον
στήθος έχει αναπαύσεως,
ανάγκην ύπνου.
Ποίος ποτέ του Θεού,
ποίος του ηλίου ωμοίασεν;
Διατί βωμούς, θυμίαμα,
διατί ζητούν οι μύριοι
τύραννοι κ' ύμνους;
Ύψιστοι αυτοί! -Λαμπρότεροι
αυτοί των άλλων -μόνοι-.
Λαμπροί κ' ύψιστοι οι δίκαιοι,
και μόνοι των ανθρώπων
οι ευεργέται.
Κριταί ως θεοί! Και πότε
την αρετήν αθλίως,
πότε δεν εκατάτρεξαν;
Πότε ευσπλαγχνίαν εγνώρισαν,
δικαιοσύνην;
Με υπερηφάνους πόδας,
καταφρονητικούς,
δεν πατούν το χρυσούν
συντριφθέν τώρα ζύγωθρον
του ορθού νόμου;
Το αχόρταστον δρέπανον
αυτοί βαστούν· θερίζουν
πάντ' όσα ο ιδρώτας μας
ωρίμασεν αστάχυα
διά τους υιούς μας.
Τρέξε επάνω εις τα κύματα
της φοβεράς θαλάσσης,
κινδύνευσε, αναστέναξε,
πίε το πικρόν ποτήριον
της ξενητείας.
Διά την τροφήν που εσύναξας
με κόπους ανεκφράστους,
εις τα παραθαλάσσια
ιδού χάσκει το λαίμαργον
στόμα τυράννων.
Τι τα ευώδη αγκαλιάζετε
προσκέφαλα του γάμου;
Τι φιλείτε το μέτωπον
ιερόν των γονέων σας
με τόσον πόθον;
Η σάλπιγγα, τα τύμπανα
σας προσκαλούν· αδίκους,
ασύνετους πολέμους
φέρετε, κατασφάξατε
τα έθνη τα αθώα.
Όχι μόνον τον ιδρώτα,
αλλά και το αίμα οι τύραννοι
ζητούσιν από σας·
κι αφού ποτάμια εχύσατε,
μήπως τους φθάνει;
Την πνοήν σας αχόρταστοι
επιθυμούν· αλλοίμονον
αν ποτέ επί τα σφάγια
των τυράννων αναστε–
νάξη η ψυχή σας.
Αλλοίμονον, αλλοίμονον,
όταν ο Θεός πέμψη
ακτίναν αληθείας
και μετ' αυτήν το στήθος σας
ζωοποιήσει.
Εάν τις το νουθέτημα
θείον ακολουθήση,
στόμα μάχαιρας, βάσανα,
κλαύματα φυλακής
τότε ας προσμένη.
Και τοιούτοι, εμπρός σας
εγώ να γονατίσω!
Η γη ας σχισθή, εις το βάραθρον
η βροντή τ' ουρανού
ας με τινάξη.
Προτού σας ατιμήσω
ω γόνατά μου. -Ατάρακτον
έχω το βλέμμα, οπόταν
το καταβάσω εις πρόσωπον
ενός τυράννου.
Εσείς ωσάν ο ήλιος
λαμπροί! -Ναι, φλόγας βέβαια
βλέπω διαδημάτων
αλλά τας δυστυχίας μας
μόνον φωτίζουν.
Ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857) στον «Ύμνο στην ελευθερία» αποκαλύπτει τις δολοπλοκίες των ισχυρών τις εποχής του. Οι Έλληνες αγωνίζονταν για την ελευθερία τους, και εκείνοι βοηθούσαν τους αλλόθρησκους και ας ήταν κράτη χριστιανικά.
Η υποκρισία της πολιτικής και η ιδιοτέλεια των ισχυρών επιτρέπει στους βαρβάρους να κτυπούν τον σταυρό, όπου χύθηκε το αίμα του Χριστού και είναι το σημείο που θεωρητικά προσκυνούν Ευρωπαίοι.
Ο ευρωπαίκός πολιτισμός έχει βασικά χαρακτηριστικά τον χριστιανισμό και την ανάπτυξη ιδανικών από την ελληνική σκέψη, τη φιλοσοφία και την δημοκρατία. Δυστυχώς όμως καμμιά αξία δεν είναι σεβαστή από τους Ευρωπαίους· το συμφέρον και μόνο αυτό ρυθμίζει την ζωή τους.
Ω ακουσμένοι στην ανδρεία!
Καταστήστε ένα σταυρό,
και φωνάξτε με μία·
βασιλείς, κυττάξτε εδώ.
Το σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κυττάτε
στον αγώνα τον σκληρό.
Ακατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά, και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν,
και την πίστη αναγελούν.
Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός· να εκδικηθώ.
Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα πέρασαν αιώνες,
και δεν έπαυσε στιγμή.
Δεν ακούτε εις κάθε μέρος
σαν του Άβελ καταβοά·
δεν είναι φύσημα του αέρος,
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε
να αποκτήσωμε εμείς
λευθερίαν ή θα την λύστε
εξ αιτίας πολιτικής;
Τούτο ανίσως μελετάτε,
ιδού εμπρός σας τον σταυρό
βασιλείς! Ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κ' εδώ.
Ο Γεώργιος Σουρής (1853-1919) το 1910 δημοσιεύει με το δικό του σατιρικό τρόπο την διαπιστωμένη αλήθεια για την συμπεριφορά των Ευρωπαίων απέναντι στους μικρούς και αδυνάτους. Το κείμενο είναι σαφές, γλαφυρό δυνατό και δεν χρειάζονται σχόλια.
Στην Ευρώπη βρισίδι
του ξυλένιου κασίδη
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Εσύ κυρά λεγάμενη
κυρά πολιτισμένη
κι αιματοποτισμένη.
Εσύ κυρά πολιτική,
πολύτροπη μαριόλα,
κυράτσα διπλωματική
και πρώτη κουτσομπόλα.
Εσύ κυρά χριστιανή,
που σκύβεις στο κοράνι,
κι αίμα ζητείς χριστιανών
τους θρόνους σου να ράνει,
που δεν σε θλίβουν στεναγμοί
και δεν αλλάζεις μια στιγμή
τον τακτικό χαβά σου.
Μα για συμφέροντα μιλάς
και για συμφέροντα σφαλάς
τ' αυτιά και τα στραβά σου.
Συ, σκέπη των χριστιανών,
όπου σε σκλάβων αφανών
τις αιματοχυσίες
παθαίνεις αφασίες,
και κάνεις την ανήξερη,
την μισοκακομοίρα,
και ξένιαστη ξαπλώνεσαι
σε κόκκινη πορφύρα.
Εσύ με τις κορώνες σου, και τις δημοκρατίες σου,
που με σταυρό σε πτώματα
σαν όρνιο τριγυρνάς,
εσύ με τα συμφέροντα
και τις διπλωματίες σου, που μια φορά να τις ακούς
και δέκα να ξερνάς.
Εσύ με τόσους βασιλείς
και τόσους βασιλίσκους,
εσύ με τόσους καίσαρας
και πρώτους ιμπεράτορας
όπου δεν δίνουν δυο λεφτά
για των φτωχών τους δίσκους
αλλά καυχώνται για παλιούς
θεοσεβείς προπάτορας,
εσύ που με τα στόματα
θεοσεβών καισάρων
ωσάν θεόπνευστος λαλείς,
και θάνατον επαπειλείς
σε στρατιάς βαρβάρων.
Εσύ κυρά καθολική,
διαμαρτυρομένη,
τρελλή, μπουμπουνισμένη,
που σήμερα δεν σκιάζεσαι
την δύναμιν του πάπα,
μα του πατείς την κάπα.
Εσύ που πάπα σου θαρρείς
μονάχα τον σουλτάνο,
κι ευχές σαν πριν δεν καρτερείς
από το Βατικάνο.
Εσύ μιας νέας πίστεως
φανατισμένη θρήσκα,
που μόνο για τον μαμμωνά
ορθώνεσαι στα πισινά
κι ανάβεις σαν την ίσκα.
Φράγκα με τα ρεπαντιά,
χαμηλοβλεπούσα νύφη,
πούπαθες πονοδοντιά
με τον Τούρκο τον ερίφη.
Συ, που χρέη σε δεσμεύουν
με λαούς υποτελείς,
κι όσα δεν σου χρησιμεύουν
όλα τα μοσχοπολείς.
Συ, κυρά, που καταλάμπεις
μέσα στα διαμαντικά σου,
που ζητείς κρεάτων λίτρες,
κι επιτήδειες μεσίστρες
προμηθεύουν σ' ένα κι άλλον
τα παλιοσιδερικά σου.
Συ, κυρά, που σε γεμίζει κάθε τόσο το κεμέρι
πότε τούτος, πότ' εκείνος,
συ, που τρως σαν Ουγολίνος
το κεφάλι του Ρουτζέρη.
Συ που σήμερα βαστάς
και τον παπ' από τα γένια,
και τας φρένας τας πιστάς
στρέφεις στου χρυσού την έννοια.
Συ κυρά περιγελάστρα
κι απηνής εικονοκλάστρα,
που λατρεύεις χρόνο χρόνο
το χρυσό μοσχάρι μόνο.
Συ που γδέρνεις σαν Μαρσύα
τον καημένο τον εργάτη,
συ, που θέλεις προστασία
κι όμως κάνεις τον προστάτη.
Συ, κοκώνα κουσκουσούρα,
ξόανο προσκυνητό,
πούχεις χάλι δυνατό
και μεγάλη ξεπεσούρα.
Συ, που βγαίνεις κάθε τόσο
με καινούργια τουαλέτα,
και γεννάς αναρχικούς
και φονείς βασιλικούς,
μπόμπες, δίκοπα στιλέτα.
Συ που κόσμους ξεμυαλίζεις
και σε μάρμαρα σκαλίζεις
κάτασπρη την λευτεριά.
Όμως την γελούν σφαγείς
και την ρίχνουν κατά γης
σκλάβων σίδερα βαρειά.
Συ κυρά της επιστήμης,
όπου δεν πιστεύεις διόλου
μήτε σε Θεό κανένα,
μήτε κι ύπαρξιν Διαβόλου,
και το χέρι σου σου αβρό
δείχνει κόκκινο φεγγάρι,
και σκεπάζεις με σταυρό
ένα κι άλλον μακελλάρη.
Συ, κυρά, που λάκκους σκάβεις
κι αλυτρώτων πόθους θάβεις,
συ, που μήτε κοκκινίζεις
σ' αίματα λαών και θρήνους,
και μονάχα κιτρινίζεις
σαν ακούσεις τους Κιτρίνους.
Εσύ, κυρά, που στον καιρό
της ύλης τον κτηνώδη
μόνο για δάνεια μιλείς,
και πέφτεις κάτω και φιλείς
του καθενός χαμάλπαση
το ντελικάτο πόδι.
Εσύ, κυρά, που γίνεσαι
σκουπίδι και κουρέλι
και διόλου δεν σε μέλει,
που κι ο Κερίμ ανέχεσαι
να σε κλωτσά σαν φρόκαλο
φθάνει να γλείψεις μοναχά
κανένα παλιοκόκκαλο.
Σ' εκείνους τους παλιούς καιρούς
δεν ήσουν όπως τώρα,
τουλάχιστον εφαίνεσο
μεγάλη σταυροφόρα,
κι εφαίνεσο πως πολεμείς
κατά των αλλοφύλων
φρουρός και φύλαξ της τιμής
των ιερών ασύλων.
Και σήμερα μεγαλαυχείς
στον άπιστο αιώνα
ελέω μόνον του Θεού
πως έχεις την κορώνα,
μα δεν νομίζεις ως σεπτούς
κοντά στους νόμους τους γραπτούς
κι εκείνους τους αγράφους.
Και σήμερα γονυκλινής
σε θείους τόπους προσκυνείς
των Σαλαδίνων τάφους.
Τώρα σπασμένη η λύρα σου
τα μεγαλεία κλαίει
των παλαιών λαβάρων.
Κι η κραταιά πορφύρα σου
απλώνεται σε κλέη
και τρόπαια βαρβάρων.
Εξέχασες την ανθρωπιά,
μήτε θυμάσαι τώρα πια
θριάμβους Ναυαρίνων.
Τώρα καμμιά λαών φωνή
τους θαυμαστάς δεν συγκινεί
των πάλαι Σαλαδίνων.
Εσύ, που βάρος βροντερών αρμάτων σε βαρύνει
κι εν τούτοις κατακόβεσαι, κυρά για την ειρήνη,
και σε συνέδρια γι' αυτήν συνέρχεσαι μεγάλα
με πένα και με πάλα.
Συ, που κρατείς ελιάς κλαδί σαν Νώε περιστέρι
και δίκοπο μαχαίρι,
που τους δεσπότας τους ωμούς
δοξάζεις και λαμπρύνεις,
και θυσιάζεις σε βωμούς
αιματηράς ειρήνης.
Εσύ, που καταφλέγεσαι σαν άσβεστο καμίνι,
κι έξω των συνεδρίων σου φιλάμπελος ειρήνη
κοιτάζει πως τ' αμπέλια της αίμα κατασπιλώνει,
και με τα δύο τα χέρια της σε καταφασκελώνει.
Συ στας ημέρας τας πεζάς
διφορουμένης νότας
τόσων λαών απομυζάς
αιμοβαφείς ιδρώτας,
και λες πως για συμφέροντα τους λιώνεις στο ποδάρι
και τους φορτώνεις βάρη.
Εσύ που τους χαυλιόδοντας στους αδυνάτους τρίζεις,
εσύ, νιφίτσα, μόμολα, φώκια και κουκουβάγια,
όπου με τουρκογύφτισες ταγάρι τριγυρίζεις
και Λουκουλλείων τραπεζιών μαζεύεις αποφάγια.
Ελευθερία σήμερα κι ισότης κι αδελφότης
κι άλλα μεγάλα σύμβολα της εποχής της πρώτης,
όταν εσύ τα κελαηδείς
γίνονται λέξεις αηδείς,
και λόγια σιχασιάς
και μούντζας και βρισιάς.
Τα γνήσια έργα τέχνης που εκφράζουν τον πόνο του πάσχοντος ανθρώπου έχουν πάντα αξία και για τους νέους που έρχονται αντιμέτωποι με τις δυσκολίες και για όσους έχουν ήδη αντιμετωπίσει ποικίλες καταστάσεις· είναι αποκρυσταλλωμένη εμπειρία. Ας μη την ξεχνάμε...
ΓΕΩΡΓΊΑ ΜΠΑΚΑ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ