ΕΙΣ ΤΑ ΙΔΙΑ ΗΛΘΕ

Α´. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας μιλά για τον «Ένα της Αγίας Τριάδος», που έγινε άνθρωπος και επισκέφτηκε την γη. Μας λέγει «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεό και Θεός ην ο Λόγος... Πάντα δι’ αυτού εγένετο και, και χωρίς αυτού ουδέ εν ο γέγονεν». Δηλαδή προαιωνίως, ανέκαθεν υπήρχε ο Λόγος. Ήταν πάντοτε αχώριστος με τον Πατέρα και ο Λόγος ήταν Θεός. Όλα τα δημιουργήματα έγιναν δι’ αυτού και χωρίς αυτόν τίποτα δεν έλαβε ύπαρξη.

«Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Ήρθε ο Ένας της Τριάδος, ο Λόγος, και έγινε κρέας! Τι ωμά ρεαλιστική φράση! Η εσχάτη ταπείνωση! Το να μπει ο Λόγος στη διάσταση του ανθρώπου είναι σαν να μπαίνει ο άνθρωπος στη διάσταση του ζώου, να μένει σε στάβλο, να ζει και να κινείται σε κατάσταση ζώου και στο τέλος να τον σφάζει ο χασάπης και να τον κρεμά σαν κρέας στο κρεοπωλείο! Λοιπόν ο Λόγος έγινε κρέας και εν τέλει κρεμάστηκε στον σταυρό για να γίνουμε εμείς κατά χάρη θεοί! Θα έπρεπε τα Χριστούγεννα να κλαίγαμε με αναφιλητά για την απόφαση που πήρε ο Χριστός. Να κλαίγαμε όπως κλαίμε τη Μ. Πέμπτη και τη Μ. Παρασκευή, ή και περισσότερο. Γιατί, αν γίνει κάποιος αρνάκι, είναι σίγουρο ότι θα καταλήξει κάποτε στο μαχαίρι του χασάπη και θα αναρτηθεί σαν κρέας στο τσιγκέλι. Το θέμα είναι πως γίνεσαι αρνάκι.

Αλλά ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας μιλά και για την στάση που πήρε ο άνθρωπος απέναντι σ’ αυτόν τον ουράνιο επισκέπτη. «Εν τω κόσμω ην και ο κόσμος δι’ ευτού εγένετο και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθεν και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» (Ιω. 1,10). Δηλαδή παρ’ ότι ήρθε ανάμεσά μας ο δημιουργός και πατέρας μας, ο ιδιοκτήτης της γης, το αφεντικό μας, εμείς οι άνθρωποι δεν τον δεχθήκαμε. Κανένα σπίτι στην Βηθλεέμ δεν άνοιξε για να γεννήσει η Παναγία. «Ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» θα μας πει περιληπτικά και λιτά ο ευαγγελιστής Λουκάς (2,7). Και όχι μόνο δεν τον δεχθήκαμε αλλά, όταν Εκείνος ήρθε αυτεπάγγελτος και απρόσκλητος, ταραχθήκαμε όλοι μας, άρχοντες και λαός.

 

         Β´. «Ακούσας δε Ηρώδης ο βασιλεύς εταράχθη, και πάσα Ιεροσόλυμα μετ’ αυτού» (Ματθ. 2,3).

         Δηλαδή ο πρώτος πολίτης της Ιουδαίας, που κανονικά θα έπρεπε να υποδεχτεί τον υψηλό επισκέπτη και να τον φιλοξενήσει στο παλάτι του, ταράχθηκε· γέμισε από οργή και μίσος. Αντί να συγκινηθεί, όπως συγκινήθηκαν οι μάγοι από το αστέρι ή οι ποιμένες από το φως και τη θεωρία των αγγέλων, αυτός ταράσσεται και οργίζεται.

         Το περίεργο όμως είναι ότι και ο λαός, ο οποίος αδιαφόρησε για τη γέννηση του Χριστού· ο λαός που έκλεισε τις πόρτες στην Μαρία και τον Ιωσήφ, όταν αυτοί ψάχνανε εναγώνια να βρουν κατάλυμα, για ν’ αποθέσουν το θεϊκό μωρό· ο λαός που για οτιδήποτε άλλο ενδιαφερόταν παρά για τη γέννηση του λυτρωτή, ταράχθηκε όπως και ο Ηρώδης. Κι αυτό δείχνει ότι η διαφθορά και η σαπίλα της κοινωνίας την εποχή που ήρθε ο Χριστός δεν είχε προσβάλει μόνο το κεφάλι, αλλά είχε φθάσει και στα πόδια. Και όπως λέγει ο προφήτης Ησαΐας (1,4-6), ολόκληρο το σώμα της τότε εβραϊκής κοινωνίας είχε σαπίσει· δεν ήξερες από πού ν’ αρχίσεις την θεραπεία του, που να βάλεις τους επιδέσμους και τι να πρωτοαλείψεις με θεραπευτική αλοιφή. Αυτό που λέμε «αδιάφθορη λαϊκή συνείδηση» δεν υπήρχε. Κι ο φτωχός και κατατρεγμένος και βασανισμένος λαός, κι αυτός στάθηκε εχθρικός απέναντι στο Χριστό. Γι’ αυτό δεν του έδειξε και κάποιο ιδιαίτερο σημείο ή θαύμα ο Κύριος, όπως στους μάγους και τους ποιμένες.

Κάποιοι θα πουν ότι ο λαός φοβήθηκε, γιατί ο Ηρώδης ήταν ιδιόρρυθμος και κακόψυχος εις το έπακρον και κάθε φορά που οργιζότανε την πλήρωνε και ο λαός. Πλην όμως αν περιμένανε πραγματικά τον Μεσσία και αδημονούσαν για τον ερχομό του δεν θα μπορούσε κανένα κακό ενδεχόμενο να μειώσει τη χαρά τους. Θα τον αναζητούσαν, όπως αναζητά η μάνα το παιδί της ή το παιδί τους γονείς του, ασχέτως αν κινδυνεύσουν και υποστούν τα πάνδεινα για να συναντηθούν.

 

Γ´. Η τάση αυτή να δυσφορούν οι πιστοί για ό,τι το θεϊκό, επειδή υπάρχει φόβος να τους στοιχίσει στην ησυχία τους και στην ανάπαυσή τους, υπάρχει και σήμερα.

Ενώ στο βιβλίο της Αποκαλύψεως ο Χριστός υπόσχεται να κάνουμε υπομονή σ’ ό,τι κακό θα συναντήσουμε, διότι η Εκκλησία στο σύνολό της αλλά και στο πρόσωπο του κάθε πιστού εν τέλει θα νικήσει· ενώ υπόσχεται ότι «έρχεται ταχύ» και οι δοκιμασίες θα τελειώσουν για πάντα· ενώ η Εκκλησία κραυγάζει «ναι έρχου Κύριε Ιησού» (22,20), οι σύγχρονοι χριστιανοί μόλις ακούσουν κάτι για την Β΄ Παρουσία ή για τον ερχομό του Αντιχρίστου ταράσσονται, τα χάνουν, πέφτουν σε απόγνωση και δυσθυμία. Θέλουν ν’ απωθήσουν στο υποσυνείδητο τους και να ξεχάσουν εντελώς τον ερχομό του Χριστού ή τον προσωπικό τους θάνατο και το μαρτύριο.

Ας εύχεται ο Συμεών ο Θεοδόχος «νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου... (Λκ. 2,29-30). Ας κηρύττει η Εκκλησία στην νεκρώσιμη ακολουθία «Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως». Ας κραυγάζει ο Παύλος «εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιπ. 1,21)· δηλαδή ζω για τον Χριστό για να τον υπηρετώ. Δεν έχω άλλο σκοπό και προορισμό. Δεν έχω άλλο λόγο υπάρξεως. Επίσης λέγει «Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20)· δηλαδή έχω ανεβεί στο σταυρό μαζί με τον Χριστό και συναισθηματικά και οντολογικά. Αδιαφορώ συνεπώς για ότι κακό αντιμετωπίζω ή πρόκειται ν’ αντιμετωπίσω. Μέσα μου ζει ο Χριστός· δεν έχω προσωπική θέληση και επιθυμίες, αλλά θέλω και ποθώ ό,τι θέλει και ποθεί ο Χριστός.

Ένας Ρώσος ιερεύς, ο π. Δημήτριος Ντούτκο, τη στιγμή που το σοβιετικό καθεστώς μεσουρανούσε και καταπατούσε βάναυσα τις θρησκευτικές ελευθερίες, θέλοντας να τονώσει το ηθικό των πιστών και μιλώντας στο ποίμνιο του την ημέρα της γιορτής της αγίας Παρασκευής είπε· «Ακούγοντας τα μαρτύρια της αγίας Παρασκευής πιθανόν να πείτε· ‘εμείς δεν θα αντέχαμε στα μαρτύρια αυτά’. Όχι είναι λάθος! Ο Κύριος θα μας ενδυναμώσει ν’ ανθέξουμε το μαρτύριο. Και οι διάφοροι πειρασμοί δεν θα μας φανούν φοβεροί. Όπως όταν λέγει ο Κύριος ότι, όταν θα σας οδηγήσουν επί βασιλείς και ηγεμόνες, μη σκέφτεστε τι θα απολογηθείτε, διότι εγώ θα σας δώσω σοφία, που θα τους κατατροπώσετε (Λουκ. 21,12-15), έτσι θα συμβεί και με το μαρτύριο».

Ποιος πρέπει να είναι ο φόβος των χριστιανών; Όχι το μαρτύριο· αλλά μήπως λησμονήσουμε το Θεό.

Ο Κύριος μας προειδοποιεί· «Όπως ήταν οι ημέρες του Νώε,  έτσι θα είναι και ο ερχομός του Υιού του ανθρώπου. Όπως, δηλαδή, κατά τις ημέρες εκείνες προ του κατακλυσμού, οι άνθρωποι έτρωγαν και έπιναν, νυμφευόταν και παντρευόταν έως την ημέρα που μπήκε ο Νώε στην κιβωτό και δεν υποπτευόταν τίποτα, έως ότου ήρθε ο κατακλυσμός και τους άρπαξε όλους, έτσι θα συμβεί και κατά τον ερχομό του Υιού του ανθρώπου (Ματθ. 24,37-40).

Θα φάω, θα πιω, θα νυμφευθώ, θα πεθάνω. Ο υλιστικός τρόπος ζωής. Αυτό φαίνεται και στα όνειρα των γονέων για τα παιδιά. Να φάνε, να μεγαλώσουν, να σπουδάσουν, να παντρευτούν. Πόσο στενοχωριούνται οι γονείς μερικές φορές, γιατί τα παιδιά μένουν ανύπαντρα. Δεν έχουν όμως την ίδια στενοχώρια, εάν δεν πάνε εκκλησία, εάν δεν κοινωνούν, εάν δεν εξομολογούνται.

Να ποιος πρέπει να είναι ο φόβος των χριστιανών· όχι μήπως δεν αντέξουμε το μαρτύριο, αλλά μήπως κοιμηθούμε από τις μέριμνες. Μήπως μας ναρκώσει η ύλη και το χρήμα και η ηδονή. Εάν υπάρχει η νήψη και η εγρήγορση, θα υπάρξει και η αντοχή στο μαρτύριο.

 

Δ´. Όταν ο Χριστός έμπαινε ως θριαμβευτής στα Ιεροσόλυμα, ο λαός τον υποδεχόταν κραυγάζοντας· «ευλογημένος ο ερχόμενος βασιλεύς  εν ονόματι Κυρίουειρήνη εν ουρανώ και δόξα εν υψίστοις (Λουκ. 19,38). Ήταν  τόσο ενθουσιασμένο το πλήθος και τόσο υστερικό θα λέγαμε στις επευφημίες  του, που οι Φαρισαίοι σκανδαλίσθηκαν και είπαν τον Χριστό να  καθησυχάσει  τον  κόσμο.        

         Κι  όμως,  ενώ η υποδοχή ήταν άνευ προηγουμένου και οι Φαρισαίοι ήταν  τελείως απογοητευμένοι με την δημοτικότητα του Χριστού, ο Χριστός δεν χάρηκε αλλά έκλαψε. «Και ως ήγγισεν, ιδών την πόλιν έκλαυσεν επ’ αυτή» (Λουκ. 19,41). Γιατί έκλαψε ο Χριστός; Γιατί γνώριζε το βάθος των ανθρωπίνων καρδιών. Γνώριζε τις  μύχιες και  απόκρυφες αντιλήψεις τους. Δεν τον ξεγελούσε η επιφάνεια και η βιτρίνα της επίσημης υποδοχής του. Γνώριζε ότι τον θέλουν για κοσμικό Μεσσία και βασιλέα. Να ικανοποιήσει τις γήινες και υλιστικές αντιλήψεις τους. Δεν ζητούσαν να υποταχθούν στο θέλημα του  Θεού, αλλά απλώς  ο  Θεός  να κάνει το θέλημα τους. Ο Θεός να είναι υποτακτικός και υπηρέτης τους. Και όταν θα αντιλαμβανόταν ότι ο Χριστός  δεν  ήρθε  να δημιουργήσει  μια  «εθελοθρησκεία» (Κολ. 9,23), αλλά να υποταχθεί η ανθρωπότητα στο θέλημα του Θεού, που σώζει πραγματικά τον άνθρωπο και τον κάνει ευτυχή, τότε αντί για  «ωσαννά» θα κραυγάσουν «σταύρωσον σταύρωσον αυτόν». Γι’ αυτό κλαίει ο Χριστός· «ανθ’ ων ουκ έγνως τον καιρόν της επισκοπής σου» (Λουκ. 19,44). Γιατί δεν  αντελήφθη η Ιερουσαλήμ την επίσκεψη του Θεού. 

 

Ε´. Αλλά και στο επίγειο τέλος, στο άδικο σταυρικό μαρτύριο του Χριστού οι άρχοντες και ο λαός θα πάρουν άτιμη και αχάριστη και αδικαιολόγητη στάση. Θα  προτιμήσουν ένα κακοποιό, τον Βαραββά, από τον ευεργέτη και σωτήρα τους Χριστό. Που είναι αυτοί που αρέσκονται στις δημοσκοπήσεις και θεωρούν την ετυμηγορία των πολλών ως αλάνθαστο τεκμήριο της υπεροχής τους και της αξίας τους; «Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον». Ας μην επαναλάβουμε το λάθος τους!

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή