Μέσα από τα ερείπια...

Διέρρηξε πέτραν ἐν ἐρήμω

καί ἐπότισεν αὐτούς ὡς ἐν ἀβύσσω πολλῆ”

ψαλ. 77,15

 

Αν επιχειρήσουμε μία ανάβαση στο όρος Καϊμακτσαλάν ή Βόρας (2.524μ.), που η κορυφή του βρίσκεται στο πρώην Γιουγκοσλαβικό έδαφος, θα πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας, ότι κάθε μέτρο, κάθε εκατοστό για την ακρίβεια, του εδάφους αυτής της κορυφής είναι ποτισμένο με αίμα. Με αίμα που έρευσε άφθονο κατά το φθινόπωρο του 1916, όταν χιλιάδες Γιουγκοσλάβοι στρατιώτες έπεσαν εκεί πολεμώντας τους Βουλγάρους, που ήταν σύμμαχοι των Γερμανών. Ακόμη και σήμερα λοιπόν, ανερχόμενος ο “διψών” ορειβάτης στο εν λόγω όρος, υπάρχει περίπτωση, αν και πέρασαν χρόνια, να σκοντάψει σε κάποιο κάλυκα ή άθραυστο βλήμα ή έτερο δείγμα από εκείνες τις εξοντωτικές επιχειρήσεις.

Κάποια στιγμή όμως στο παρελθόν, άνθρωποι απ΄ αυτούς που τιμούν την ιστορία σεβόμενοι την αξία της, και επιζητούν την διδασκαλία από πλευράς της, χρησιμοποιώντας απομεινάρια του εν λόγω πολεμικού υλικού, ήγειραν μία πρωτότυπη εκκλησία εκεί ψηλά. Η θέα αυτού του εντυπωσιακού ναΐσκου, από την μία φέρει στην μνεία του θεατού το καταστροφικό παρελθόν ανώφελων πολέμων, αλλά από την άλλη κομίζει και ένα ενθαρρυντικό μήνυμα. Το μήνυμα ότι ακόμη και μέσα από τα ερείπια, μπορεί να ξεπηδήσει μία ελπίδα. Αυτή της νέας δημιουργίας, της ανθρώπινης ανάστασης, αφήνοντας στο παρελθόν την νέκρωση, σαν ορόσημο διαχωριστικό της αμαρτωλής ζωής με την νέα, την αναγεννημένη.

 

Θα αναφερθούμε σε ακόμη ένα γεγονός,

επιχειρώντας μία αναδρομή στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν.

 

Στο Λονδίνο, έξω από την βουλή των κοινοτήτων, αντικρίζει ο περιπατητής μία πανέμορφη αψίδα. “Την αψίδα των σπασμένων λίθων”. Η εν λόγω δομήθηκε κατ' εντολή του Τσώρτσιλ, με πέτρες από την παλιά βουλή των κοινοτήτων, που κατεστράφη ολοσχερώς λόγω βομβαρδισμών του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Ζηλωτές τεχνίτες μετέπειτα, δούλεψαν και έστησαν μία όμορφη αψίδα με υλικά τα ίδια τα συντρίμμια, από τα ερείπια της πρώην οικοδομής. Μία αψίδα λοιπόν εν προκειμένω, σκιαγραφεί εντυπωσιακά, αλλά και συμβολικά, το βάναυσο παρελθόν, ανοίγοντας όμως παράλληλα τον δρόμο προς την ελπίδα και διδάσκοντας την πολύπλευρη μεταστροφή. Την μετάνοια!

 

Κάτι ανάλογο εξιστορεί και ο ψαλμωδός

από την πορεία των Ισραηλιτών μέσα στην έρημο Σιν.

 

Διψασμένος και αποκαμωμένος ο λαός μέσα στην κατάξερη και αφιλόξενη έρημο, ζητά πιεστικά και απειλητικά από τον αρχηγό Μωυσή, νερό για να ξεδιψάσει. Τότε ο τελευταίος κατ' εντολή του Θεού, κτυπάει με την ράβδο του τον βράχο στο όρος Χωρήβ και άμεσα ξεπηδάει άφθονο νερό ως μεγάλη θάλασσα, ποτάμια ολόκληρα, μέσω των οποίων ευφραίνονται οι διψασμένοι, σωματικά, αλλά και ψυχικά. Με το σημείο του αυτό ο Θεός μετατρέπει την αγωνία του θανάτου σε ελπίδα ζωής και ψυχική ανακούφιση. Κτυπώντας προπάντων με ξέχωρο τρόπο την θύρα της ανθρώπινης ψυχής, διδάσκει επισήμως, ότι όσο και αν πλανάται ο άνθρωπος μέσα στις ψυχικές ερημίες, λόγω αμαρτωλού ξενιτεμού, πάντοτε υπάρχει η ελπίδα της συνάντησης με μία πνευματική όαση, όπου θα κατορθώσει να κορέσει την δίψα του. Αρκεί να υπάρχει η αγαθή προαίρεση και η αποκόλληση από τις “σειρήνες”, που οδηγούν μόνο σε φαινόμενα ψυχικής οφθαλμαπάτης.

 

Η ανάσταση λοιπόν του Χριστού είναι η μία και μοναδική όαση, μέσω της οποίας μπορεί να ξεδιψάσει ο πλανώμενος άνθρωπος, μέσα στην έρημο της πλανεύτρας αμαρτίας.

Όπως ο Χριστός τότε εμφανίσθηκε αναστημένος σε πάμπολλους, έτσι εμφανίζεται και σε εμάς μέχρι σήμερα, σκαλίζοντας τα ερείπια της γκρεμισμένης ύπαρξής μας.

Με ένα κήρυγμα για όσους εκκλησιάζονται, ένα έντυπο για όσους μελετούν, μία επιδρομή του πόνου ξεσχίζοντας τα σωθικά μας, ένα κλάμα για ανεκπλήρωτες επιθυμίες, μία ψυχική κατάπτωση λόγω προδομένων αισθημάτων, μέσω αυτών, επιτελείται η ανασκαφή προς εύρεση του πολύτιμου εαυτού μας.

Μέσα από τα συντρίμμια μας, τις στάχτες και τα ερείπια των υπάρξεών μας, ο μέγας αρχιτέκτων Θεός, έχει την δυνατότητα να ανεγείρει, όχι ναΐσκους, αλλά μεγαλοπρεπέστατους ναούς σε “τρεις” μόνο μέρες και να υψώσει εντυπωσιακές αψίδες μέσω των οποίων θα διέλθουν οι αναστημένοι νικητές προς την άνω Ιερουσαλήμ.

Ο Χριστός είναι ζωντανός και μας καλεί και εμάς κοντά του. “Ὅτι ἐγώ ζῶ καί ὑμεῖς ζήσεσθε” (Ιω. 14,19).

 

Τον είδε ο Σαύλος την ώρα που γκρεμίστηκε από το άλογο της ζηλωτικής του καταδίωξης. Όμως έπρεπε να πέσει κάτω για να τον αντικρίσει. Όταν ο Στέφανος τον γνώριζε μπροστά σε όλους, αυτός κρατούσε τα βρώμικα ιμάτια των λιθοβολούντων “νίπτοντας τάς χεῖρας του”, Ήλθε όμως η στιγμή να λιθοβοληθεί και η πέτρινη καρδιά του, συντριβόμενη ολοτελώς. Από αυτά τα κομμάτια όμως, αναδομήθηκε ο γίγαντας Παύλος, που έχοντας σαν ορόσημο της ζωής του το φως της Δαμασκού, ξεχύθηκε να εμπνεύσει τις ανθρώπινες ψυχές, τις βουτηγμένες στα ερείπια της αμαρτίας. Έκτρωμα αποκαλούσε τον εαυτό του. Αλλά ο Χριστός τέτοιους αλίευε για την ιερή αποστολή του. Φαρισαίους, τελώνες, πόρνες, λεπρούς, παράλυτους, τυφλούς, δαιμονισμένους, “ασθενείς” ανθρώπους, για να καταισχύνει την υποτιθέμενη ισχύ.

Από τοιούτους απαρτίζεται και η σύγχρονη κοινωνία. Ειδικά η παράταξη των δαιμονισμένων, κατέχει τα πρωτεία διαφεντεύοντας απειλητικά ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αλυσοδεμένοι οι πλείστοι των ανθρώπων με τα δεσμά της αθεΐας και του μηδενισμού, έχουν σχίσει τα ιμάτιά τους, σώματος και ψυχής, κυκλοφορούντες ολόγυμνοι ανάμεσα στα μνήματα της νεκρής ψυχικά κοινωνίας.

Και σήμερα ακούγεται ποικιλοτρόπως η φωνή των δαιμονισμένων υπάρξεων απέναντι στον Θεό. “τί ἡμῖν καί σοί, Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ;” (Ματ. 8,29). Προπάντων ηχηρότατο είναι το πρόσταγμα των “ποιμένων” του προτέρου κοπαδιού, προς τον Χριστό, “ὅπως μεταβῆ ἀπό τῶν ὁρίων” (Ματ. 8,34) της σύγχρονης κοινωνίας, γιατί τους χαλάει την “πιάτσα” (Πραξ. 16,16).

Ας ελπίσουμε, η συμπόνοια του Θεού απέναντι στην τάλαινα ανθρωπότητα, να εμπνεύσει συγχρόνους Σαύλους να ανεγείρουν μικρούς πνευματικούς ναΐσκους, για να ξαναρχίσει η ιερή κατήχηση στα θεία νομοθετήματα, οπότε μετά μπορούν επίσης να κτισθούν και αψίδες πνευματικές, για να υποδεχθούν τους νικητές. Αυτό όμως για να συμβεί, πρέπει να ψηφίσουμε ως αιώνιο μονάρχη τον Χριστό.

Οι άλλες οι εκλογές, αν είχαν κατορθώσει να λύσουν τα προβλήματα της κοινωνίας, θα είχαν καταργηθεί. Αυτό τουλάχιστον έχει αναγραφεί σε κάποιους τοίχους από θυμόσοφους κονδυλοφόρους.

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή