Ἐξέλθετε καί ἔλθετε εἰς τό φῶς!

«Ποιός γνωρίζει ἐάν δέν εἶναι

ζωή ἐκεῖνο πού καλεῖται θάνατος

καί θάνατος ἐκεῖνο πού λέγεται ζωή;»

(Εὐριπίδης)

 

Άδης! Το βασίλειο του σκότους και των δεσμών. Σε αυτό όδευαν όλοι οι νεκροί ανεξαιρέτως, πριν εμφανισθεί ο Χριστός. Σύμφωνα με την μυθολογία δε, ο κέρβερος, ένα άγριο σκυλί με μορφή φοβερή και τερατώδη, είχε αναλάβει το έργο του άγρυπνου φρουρού. Του αυστηρού και αγρίου φύλακα. Ήταν μειλίχιος προς τους εισερχομένους και τρομακτικός για όσους επιχειρούσαν την έξοδο. Στους μεν εισερχομένους κουνούσε την ουρά του και τα αυτιά του σε ένδειξη φιλικότητας, αλλά όσους επιχειρούσαν να δραπετεύσουν από εκεί, τους καταβρόχθιζε. Αυτά λοιπόν σύμφωνα με την μυθολογία, που πολλές φορές μέσα της υποκρύπτεται η ουσία της πραγματικότητος. Μέσω των αφηγημάτων της δε, εντυπωσιάζεται ο ασυγκίνητος άνθρωπος και καθυποτάσσεται στο πεπρωμένο.

Άδης λοιπόν κατ’ επέκταση, είναι η προσωποποίηση του σκότους, είναι η νύχτα που διαδέχεται την δύση του ηλίου. Σε αυτόν τον άδη έριξε ο Θεός τους αποστάτες αγγέλους, όπου φυλάγονται δέσμιοι στο σκοτάδι, περιμένοντας την τελική κρίση. (Β΄Πετ. 2,4). Τους έριξε μάλιστα στα τάρταρα, που πάλι σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη, αποτελούν τόπο τιμωρίας πιο κάτω και από τον άδη. Για αυτόν τον άδη μιλάει και ο Ιώβ μέσα στις οδύνες του. Παρακαλεί δε τον Θεό να του δώσει λίγη ανάπαυση, πριν μεταβεί εκεί από όπου δεν θα επιστρέψει. Πριν μεταβεί σε τόπο σκοτεινό, ζοφερό, σε τόπο όπου βασιλεύει το παντοτινό σκοτάδι, όπου δεν υπάρχει καθόλου φως, ούτε είναι δυνατόν να δη κάποιος την ζωή θνητών ανθρώπων. «Εἰς γῆν σκότους αἰωνίου» (Ιώβ 10,20).

Σε αυτόν τον άδη «προσέτρεξε» να κατεβεί για να συναντήσει τον γιο του Ιωσήφ, ο Ιακώβ, μετά την μυστηριώδη εξαφάνισή του. «Εἰς ἅδου καταβήσομαι» (Γεν. 37,35). Σκοπεύει λοιπόν να τον συναντήσει εκεί, όπου βρίσκεται ζων. Σε αυτόν τον άδη πρόκειται να ανταμώσουν όλοι οι μεγιστάνες και οι δυνάστες της γης. (Ιεζ. 32,31). Σε αυτόν τον άδη, όταν κατεβεί ο άνθρωπος δεν πρόκειται να επανέλθει στη γη, ούτε να επιστρέψει πλέον στον οίκο του. (Ιωβ. 7,9).

Σε αυτόν τον άδη κατέβηκε και ο ίδιος ο Χριστός, όμως μόνον για τρεις μέρες και τρεις νύχτες. (Ματ. 12,40), μετά όμως «ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει» (Ρωμ. 6,9).

Η κάθοδος του Χριστού στον άδη σήμανε την ήττα του θανάτου και την διακήρυξη της αιωνίου ζωής, μέσω της ανάστασής του. Γι’ αυτό ο άδης επικράνθη, όταν συνάντησε τον Χριστό. Επικράνθη, γιατί κατηργήθη. Επικράνθη, γιατί θανατώθηκε. Επικράνθη, γιατί έχασε την εξουσία του και έγινε λάφυρο του κατακτητού Χριστού. Του λυτρωτού και φωτοδότου. Αυτού που έχει την εξουσία να χορηγεί την ζωή και να αποφασίζει τον θάνατο.

Πού είναι, λοιπόν, θάνατε το δηλητηριώδες κεντρί σου; Πού είναι άδη η νίκη σου; Ανέστη Χριστός και συ κατανικήθηκες. Ανέστη Χριστός και οι δαίμονες, που νόμισαν ότι θριάμβευσαν με την αποστασία των πρωτοπλάστων, κατατσακίστηκαν. Ανέστη Χριστός και οι άγγελοι χαίρουν για την σωτηρία των ανθρώπων. Ανέστη Χριστός και η ζωή κυριαρχεί. Ανέστη Χριστός και νεκρός δεν θα παραμείνει πλέον κανείς στο μνήμα, αφού όλοι θα αναστηθούν. Διότι ο Χριστός, εγερθείς εκ νεκρών, έγινε η αρχή της αναστάσεως εκείνων, που έχουν κοιμηθεί τον ύπνο του θανάτου.

Ανάσταση! Ένα κράμα χαράς και αγαλλίασης, αλλά και απερίγραπτης συγκίνησης.

«Μας εχάρισε ο Κύριος και τούτο το Πάσχα», έλεγε με τρέμουσα από συγκίνηση φωνή ευλαβής οικογενειάρχης, καθώς καθόταν με την οικογένεια του στο τραπέζι κατά την ημέρα της Αναστάσεως και ένα δάκρυ χαράς και ευγνωμοσύνης κυλούσε στο ρυτιδωμένο πρόσωπό του.

Έτσι αισθάνονταν αυτές τις άγιες μέρες οι πρόγονοί μας, τα ιερά αυτά λείψανα της πατρώας ευσεβείας. Αυτά που τους ξεχώριζαν από την άγρια αγέλη, ήταν η μεγάλη πίστη που μετακινούσε όρη, η αγνή και άδολη ζωή, η αγάπη προς τον αναστηθέντα Χριστό.

«Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθητές, ἰδόντες τόν Κύριον» (Ιω. 20,20). Αυτοί χάρηκαν τότε, εμείς όμως δεν χαιρόμαστε σήμερα. Σήμερα αυτά που διακρίνουν το ανθρώπινο κοπάδι είναι η απιστία, η ακολασία, το μίσος, ο θάνατος. Γιατί «ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῆς, καί νεκρός εἶ». (Αποκ. 3,2).

Ο τεχνικός πολιτισμός, η ιδιοκτησία των συγχρόνων μεγιστάνων του χρήματος, που όμως και αυτοί κάποια στιγμή θα καταλήξουν στον άδη, εκτόπισε την ανάσταση από την ζωή των ανθρώπων, γιατί έτσι τον συνέφερε. Αφαίρεσε στην συνέχεια την απλότητα της ζωής, πλήθυνε τις ανάγκες, υποδούλωσε τους ανθρώπους στην πολυτέλεια, στην χλιδή και τις ανέσεις, έφθειρε την αγνότητα, ενίσχυσε την αλαζονεία, σκλήρυνε την καρδιά, επέφερε ένα αίσθημα κόρου, μία ανεπανάληπτη νευρικότητα, μία ανία… και τώρα εξουσιάζει ο ίδιος. Ο άδης, με σύγχρονη μορφή. Ο πολιτισμός μας, ένας ακόμη δούρειος ίππος, λεηλάτησε την πνευματικότητά μας και στη συνέχεια μείωσε την έκδηλη χαρά μας. Εξανδραπόδησε την ευτυχία μας. Χωρίς ευτυχία όμως, ποια η αξία όλων των μέσων και των αγαθών της ζωής; Η πλησμονή συνίσταται μόνο στην πνευματική ραθυμία, στο ψυχρό και υλώδες αίσθημα. Τώρα «ο Μίδας» ας απολαύσει τον περιπόθητο χρυσό του.

 

Κι όμως πάλι φέτος πλησιάζει το ΠΑΣΧΑ! Ένα Πάσχα που δρομολογεί μία ξέχωρη διάβαση. Από κάτω προς τα πάνω. Αυτήν που οδηγεί στην ουράνια γη της επαγγελίας. Άρα μιλάμε για μία μυστηριακή άνοδο. Για μία αφύπνιση, μία έγερση του καθεύδοντος ανθρώπου, για μία ανέγερση και ανοικοδόμηση του πεπτωκότος ανθρωπίνου ναού. Ανάσταση! Ένας μοναδικός θρίαμβος. Πώς όμως θα γιορτάσουμε; Πώς όμως σήμερα να αντικρίσουμε και να αισθανθούμε μέσα στα ενδότερά μας αυτήν την υπέροχη και μοναδική νίκη, όταν απαιτείται κάθαρση των αισθήσεων; Των εξωτερικών αισθήσεων, που αφύλακτες προσάπτονται στα απρεπή θεάματα, ακούσματα και άλλες εξωτερικές αμαρτίες, αλλά και των εσωτερικών αισθήσεων, οι ψυχικές, που γειτνιάζουν με απρεπείς, πονηρούς και βλάσφημους λογισμούς και τελική άφεση στις αμαρτωλές επιθυμίες. Όμως μόνο «οι καθαροί τη καρδία θα ίδουν τον Θεό» (Ματ. 5,8). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος απαιτεί πρώτα κάθαρση του εαυτού μας και μετά ερχόμαστε σε κοινωνία με το καθαρό. «Καθαρτέον ἑαυτόν πρῶτον, εἶτα τῶ καθαρῶ προσομιλητέον».

Ανάσταση! Αλλά και θάνατος! Υποκείμεθα στον θάνατο και εμείς και τα ημέτερα, λέει ο Οράτιος. Για να αναστηθούμε πρέπει πρώτα να πεθάνουμε. Πρέπει να σταυρωθούμε. Η Μ. Παρασκευή δεν είναι μέρα μόνο του Κυρίου. Είναι και δική μας. Την δικαιούμαστε, αφού πρώτα την βιώσουμε βαθιά μέσα στην ψυχή μας. «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι… ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ…» (Λουκ. 9,23). Η σημερινή κοινωνία χρειάζεται στρατευμένους σταυροφόρους, για να αναχαιτίσουν τα μισθοφορικά στρατεύματα των καταπατητών και υβριστών του σταυρού. Όμως η εποχή μας χαρακτηρίζεται από το κίνημα του αντισταυρικού όχλου. Οι άνθρωποι μισούν τον σταυρό, την σταυρωμένη ζωή, οπότε κατά συνέπειαν μισούν και τον Χριστό που τα καθιέρωσε. Αν ο Χριστός υποσχόταν μόνο υγεία, ευεξία, πλούτη, ανέσεις, διασκεδάσεις, απολαύσεις και δόξα πάνω στην γη, όλοι θα μιλούσαν για το όνομά του. Αλλά επειδή ο Χριστός μεταθέτει την ευδαιμονία έξω από τον κόσμο των αισθήσεων, στην πέραν του τάφου ζωή και την καθιστά αντικείμενο πίστεως και ελπίδος, γίνεται και πάλι μισητός. Γι’ αυτό ο πρότερος αντισταυρικός όχλος ωρύεται «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν…». Ο ράθυμος άνθρωπος αντιπαθεί τον αγώνα, τον ιδρώτα, την προσπάθεια, γιατί «ἀγών πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται». Γιατί στον αγώνα δεν συγχωρούνται δικαιολογίες και προφάσεις. Ούτε ζεύγη βοών αγοράζονται, ούτε αγροί, ούτε γάμοι τελούνται. Ο αγών περικλείει πόνο, μόχθο, πτωχεία, στέρηση, ταλαιπωρία, ασθένεια, παραγκωνισμό, ονειδισμό, διωγμό, περιπέτεια, θάνατο. Αυτά όμως ο «ραγιάς» δεν τα επιθυμεί, οπότε προτιμάει τους ψευδοπροφήτες. Αυτούς που «προφητεύουσι ἄδικα καί ὁ λαός μου ἠγάπησεν οὕτως» (Ιερ. 5,31).

Ανάσταση! Αλλά και θάνατος! Μόνο το δεύτερο στις ειδωλολατρικές μέρες που βιούμε, προβληματίζει και γονατίζει τον «πεθαμένο» άνθρωπο. Το αντικρίσαμε εν μέσω κορωνοϊκής απειλής. Παντού στερεότυπα τα λόγια. «Την υγειά μας, τίποτε άλλο. Να μην πεθάνουμε». Τρόμος και φόβος στην γη Χαναάν. Ξάφνου θυμηθήκαμε αυτούς που βρίζουμε αισχρά. Τον Χριστό και την Παναγία. Όσο όμως κρατάει η απειλή, ο πόλεμος. Μόλις επιτευχθεί συνθηκολόγηση, έστω και με τους πιο ταπεινωτικούς όρους, τελειώνουν τα πάντα και ξανά από την αρχή. «Μία είναι η ουσία δεν υπάρχει αθανασία…». Το άσμα ακούγεται παντού, σκεπάζοντας την φωνή του πλουσίου «πάτερ Αβραάμ πέμψον Λάζαρον…».

Όσο όμως και αν οι γοητείες της ζωής μας ζαλίζουν συχνά το πνεύμα, έρχονται κάποιες ώρες, που η πραγματικότητα του θανάτου προβάλλει καταθλιπτική, γυμνή και υποβλητική, για να μας κόψει τη λαλιά και να μαυρίσει μέσα μας την ομορφιά του κόσμου. Θάνατος! Το μόνο που αναχαιτίζει την αλαζονεία του ανθρώπου. «Ποῦ σου, βαβελικέ, ἀναιδῆ καί αἰσχρέ ἄνθρωπε τό νῖκος;». Το μόνο που μπορείς να αναφωνήσεις είναι «Νενίκηκας με Ναζωραῖε». Κάτι είναι και αυτό… Κι όμως, η ανάσταση του Κυρίου, ειδικά για τις μέρες που διερχόμαστε, αποτελεί ένα πολύτιμο μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδος. Κουρασμένος ο σημερινός άνθρωπος από τις μάταιες θεωρητικές αναζητήσεις, πληγωμένος και από πάμπολλα απογοητευμένος, μπορεί από την ανάσταση του Χριστού, την μοναδική διαυγή πηγή χαράς, να αντλήσει αισιοδοξία και ελπίδα για τον εαυτό του και την κοινωνία όπου ζει.

Μπορεί να κατανοήσει, ότι έπειτα από κάθε Γολγοθά δύναται να αναμένει με αισιοδοξία την ανάσταση! Ας ατενίσει με εμπιστοσύνη προς τον σταυρωθέντα Κύριο, που σε τρεις μέρες αναστήθηκε. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Οι άνθρωποι στην άκρως υλιστική εποχή μας, αρνήθηκαν την πίστη τους ή την έχουν περιορίσει σε μία άγονη τυπικότητα, οπότε η καρδιά παραμένει ανέγγιχτη και ανεπηρέαστη μπρος στον θρίαμβο της αναστάσεως. Ανάσταση στα χρόνια μας, σημαίνει αρνιά στη σούβλα, τουφεκίδια, … πανηγύρια. Ό,τι μας βολεύει, το φυλάττουμε ως κόρη οφθαλμού.

Κι’ όμως ανάσταση είναι το έναυσμα της πνευματικής αναγέννησης του υποδούλου λαού. Μέσω αυτής ξεπερνιέται ο φόβος του θανάτου, απαλλάσσεται ο άνθρωπος από την ασφυξία του μηδενισμού και προσεγγίζει σε άλλες έννοιες δημιουργικές.

Η βαθιά κρίση, που συγκλονίζει τον σημερινό κόσμο, οφείλεται καθαρά στην απελπισία που φέρνει στις ψυχές, όχι απλά ο φόβος, αλλά η βεβαιότητα του θανάτου. Ο άνθρωπος, απαρνούμενος τον Θεό, έχασε τα μεταφυσικά του ερείσματα, οπότε ανοχύρωτος πλέον, απαρνήθηκε και την αθανασία που του χάρισε ο αναστημένος Κύριος. Έτσι πλέον κρατούμενος του θανάτου, απελπισμένος και ρημαγμένος ηθικά από τον φόβο, σέρνεται δουλικά στα σκλαβοπάζαρα της μεθυσμένης εξουσίας. Ενδιαφέρεται μόνο για την ύλη, λόγω απιστίας, και έτσι η ζωή του χαμήλωσε και έγινε ευτελής, κουμαντάροντάς την επιδέξια οι ψευδοπροφήτες. «Σκανάροντάς» την, στις εισόδους των παντοειδών καταστημάτων. Ένας δρόμος εναπομένει που οδηγεί στην λύτρωση· «ΑΝΑΣΤΑΣ, πορεύσομαι προς τον πατέρα μου…».

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή