ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ

Τα τελευταία χρόνια πολύς λόγος γίνεται για τον εθελοντισμό. Έχουν αντιληφθεί όλοι ότι, για να προοδεύσει η κοινωνία και να ικανοποιήσει τις πολλαπλές ανάγκες της, δεν αρκεί η πληρωμένη εργασία, αλλά χρειάζεται η εθελοντική προσφορά και μάλιστα η μη επιδοτούμενη. Ανάμεσα στους διαφόρους φορείς που προσπαθούν να αναπτύξουν τον εθελοντισμό την πρώτη θέση κατέχει η Εκκλησία, αξιοποιώντας στο μέγιστο βαθμό την εθελοντική προσφορά. Καλό όμως είναι να γνωρίζουμε και τις θεο­λογικές παραμέτρους του θέματος. Η γιορτή των Χριστουγέννων, που θα γιορ­τάσουμε για άλλη μια φορά, μας δίνει πολύ υλικό για το θέμα μας. Ας το εξετάσου­με.

Ο απόστολος Παύλος γράφοντας την προς Φιλιππισίους επιστολή του ανάμεσα στις σπουδαίες και πολύτιμες συμβουλές που παραθέτει λέγει και τα εξής·

«Μη σκέφτεσθε μόνο τα δικά σας προβλήματα και συμφέροντα, αλλά να σκέφτε­σθε και τα προβλήματα και τα συμφέροντα των άλλων.

Το φρόνημά σας να είναι όμοιο με το φρόνημα του Χριστού, ο οποίος ενώ ήταν Θεός, ομοούσιος και ομότιμος με τον Θεό πατέρα και το άγιο Πνεύμα, δεν ησύχαζε με τη δόξα του και την μακαριότητά του,

αλλά από μόνος του, χωρίς να του το επιβάλλει κανείς, αφού δεν υπήρχε ανώτε­ρός του, και χωρίς να έχει κανένα συμφέρον

κένωσε –φαινομενικά και προς καιρόν– τον εαυτό του από την θεία του φύση και πήρε την φύση του ανθρώπου» (πρβλ. Φιλιπ. 2,4-8).

Και το έκανε αυτό, για να έλθει σε επαφή με τον άνθρωπο και να επικοινωνή­σει μαζί του,

αλλά και να μπολιάσει την άρρωστη και εξασθενημένη από την αμαρτία αν­θρώπινη φύση με τη δική του, την υγιή και αναμάρτητο.

«Το απρόσληπτο γαρ αθεράπευτον» λένε οι πατέρες. Και έτσι να καταστεί δυ­νατή και πάλι η σωτηρία του ανθρώπου.

Και ενώ έγινε άνθρωπος, δεν παρουσιάστηκε σαν ηγεμόνας, σαν βασιλιάς, σαν με­γάλος, επιβλητικός και ένδοξος ηγέτης, αλλά σαν δούλος. Η απογραφή που έγινε τότε από τον Καίσαρα της Ρώμης και ανάγκασε τον Ιωσήφ και την Μαρία να επισκε­φθούν τον τόπο καταγωγής τους, δεν ήταν για στατιστικούς λόγους, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά γινόταν για να μάθει ο Καίσαρας πόσους δούλους έχει και να επιβάλ­λει την κεφαλική φορολογία στον καθένα από αυτούς. Οι υπήκοοι τότε του βασιλιά θεωρούνταν δούλοι του, αλλά τόσους που είχε δεν μπορούσε να τους έχει υπό την άμεση επίβλεψή του και γι' αυτό έπαιρνε σαν Κύριός τους την οικονομική απολαβή, που καθόριζε ο ίδιος και έπρεπε να του την προσφέρουν οπωσδήποτε.

Εκτός από αυτό όμως οι συνθήκες που γεννήθηκε και έζησε ήταν αφάνταστα τα­πεινωτικές.

Ο Ηλίας Μηνιάτης, ένας μεγάλος εκκλησιαστικός ρήτορας του 17ου-18ου αιώνος λέγει σε ένα λόγο του ότι, πριν κάνει ο Θεός τον Αδάμ, έδωσε το φως στον κόσμο, στόλισε τον ουρανό με τα άστρα, την γη με τα διάφορα φυτά, λουλούδια και δένδρα, έκανε την θάλασσα, τις λίμνες, τα ποτάμια, τα διάφορα ζώα, τα πουλιά, τα ψάρια, και εν τέλει έκανε και ένα πολύ όμορφο μέρος στην γη, τον παράδεισο, όπου εγκατέστη­σε τον Αδάμ και τον έκανε άρχοντα και βασιλέα της κτίσεως.

Ο ίδιος όμως όταν γεννήθηκε δεν τον περίμενε κανένας, δεν άνοιξε κανένα σπίτι να τον δεχθεί και εν τέλει βρήκε καταφύγιο σε ένα σπήλαιο, που χρησιμοποιούσαν σαν στάβλο κάποιοι ποιμένες. Εκεί στην φάτνη, αντί για κούνια και κρεβατάκι, έθεσε η Παναγία τον βασιλιά του κόσμου. Μόνο οι ποιμένες και οι μάγοι το έμαθαν και πή­γαν να τον προϋπαντήσουν.

Και αφού γεννήθηκε τον καταδιώκει ο Ηρώδης, γίνεται πρόσφυγας στην Αίγυπτο, ταλαιπωρείται και κινδυνεύει αφάνταστα και όταν γύρισε επιτέλους, εγκαθίσταται στην Ναζαρέτ και μέχρι τα τριάντα του χρόνια ήταν ο υποτακτικός του Ιωσήφ και της Μαρίας. «Και ην υποτασσόμενος αυτοίς» μας ιστορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς (2,51). Και μετά αρχίζει την δημόσια του δράση. Όταν όμως κήρυττε, οι γραμματείς, οι φαρισαίοι, η ιερατική τάξη της εποχής, τον συκοφαντούσαν συνεχώς. Ότι είναι φάγος και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών, ότι κάνει τις θεραπείες με την βοήθεια του Σατανά, ότι καταργεί τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, ότι είναι εχθρός του Μωυσή, ότι βλασφημεί τον Θεό, ότι είναι πλάνος. Και στο τέλος μετά από τρία χρόνια κήρυγμα, διάφορες θεραπείες, ποικίλα θαύματα, αναστάσεις νεκρών, εμείς οι άνθρω­ποι τον ανεβάσαμε στον σταυρό όπου πέθανε σαν άνθρωπος, με φρικτούς πόνους αλλά και με ατιμωτικό θάνατο.

Όλα αυτά ο Χριστός ήξερε ότι θα συμβούν και εν τούτοις θέλησε μόνος του, εθελοντικά θα λέγαμε, να ενανθρωπήσει. Και συμβουλεύει ο Παύλος και εμείς να έχουμε το ίδιο φρόνημα, την ίδια διάθεση, τον ίδιο πόθο,να αφιερωθούμε από μόνοι μας και ασχέτως δυσκολιών αλλά και τυχόν αχαριστίας εκ μέρους των αν­θρώπων που ευεργετούμε, στο να εξυπηρετούμε τον κάθε άνθρωπο χωριστά αλλά και την κοι­νωνία στο σύνολό της.

Και γιατί να ενεργούμε έτσι;

Ο Χριστός δεν είχε καμμία ανάγκη κανένα συμφέρον.

Εμείς όμως έχουμε συμφέρον και ωφέλεια να ενεργούμε έτσι.

Διότι «Καθώς ένα σώμα αποτελείται από πολλά μέλη, έτσι και εμείς όλοι αποτε­λούμε ένα σώμα, τό Χριστό» (Ρωμ. 12, 4 -5). Είμαστε όλοι μέλη του σώματος του Χριστού, του σώματος της Εκκλησίας. Και ξέρουμε πολύ καλά από την πείρα μας ότι πολλές φορές συμβαίνει κάποιο μέλος να πληγωθεί, να πάσχει, να πονά, να υπο­φέρει. Και τι γίνεται τότε, όταν πάσχει ένα μέλος; 

Στό ερώτημα αυτό απαντά πολύ απλά ο απόστολος Παύλος: «είτε πάσχει εν μέλος συμπάσχουν όλα τα μέλη είτε δοξάζεται ένα μέλος χαίρουν μαζί του όλα τα μέλη» (Α΄ Κορ. 12,26). Όταν πάσχει ένα μέλος, συμπάσχει όλο το σώμα. Όταν πονάει τό χέρι ή το πόδι ἤ το στομάχι όλο το σώμα βρίσκεται σε στεναχώρια, όλο το σώμα βρί­σκεται σε δυσάρεστη κατάσταση. Και τότε, βέβαια, δεν μπορούμε να μείνουμε αδιάφοροι μπροστά στον πόνο ενός μέλους μας. Εάν μπει ένα αγκάθι στο πόδι μας, δεν λέγει το κεφάλι τι με νοιάζει εμένα, αλλά σκύβει όσο πιο πολύ γίνεται, τα μάτια ερευνούν που είναι το αγκάθι και τα χέρια προσπαθούν να το βγάλουν, χωρίς να στα­ματήσουν, αν δεν το πετύχουν.

Το φαινόμενο της απεργίας, που συμβαίνει όταν κάποια τάξη εργαζομένων να αδι­κείται, αποδεικνύει ότι το πρόβλημα μιας τάξεως είναι πρόβλημα ολόκληρης της κοι­νωνίας και, αν δεν το λύσει, θα υποφέρει η ίδια. Απεργούν οι συγκοινωνίες, δεν μπο­ρούμε να κινηθούμε. Απεργούν τα μεταφορικά μέσα, δεν μπορούμε να μετακινήσου­με τα προϊόντα που παράγουμε και δημιουργείται φαύλος κύκλος στην οικονομική ζωή της χώρας. Απεργούν οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρισμό, τότε μένει ανάπηρη ολόκληρη η κοινωνία.

Γι' αυτό ο Χριστός λέγει να αγαπούμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας. Γιατί, αν δεν τον αγαπήσουμε, καταστρέφουμε τον εαυτό μας. Και ο Παύλος μας παραγ­γέλλει να χαίρουμε μαζί με αυτούς που χαίρονται και να κλαίμε με αυτούς που κλαί­νε (Ρωμ. 12,15). Το πρώτο είναι δυσκολώτερο από το δεύτερο, λέγει ο άγιος Χρυ­σόστομος. Το να λυπηθούμε με τον πόνο του άλλου είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Αλλά το να χαρούμε με τη χαρά του, δεν μας αφήνει ο εγωισμός και η φιλαυτία μας να το κάνουμε πάντοτε. Η πλήρη όμως ταύτιση του προσώπου μας στη χαρά και την λύπη των συνανθρώπων μας είναι που κάνει την κοινωνία να θάλλει, να προοδεύει.

Ακόμη και τον εχθρό μας τονίζει η αγία Γραφή πρέπει να τον αγαπάμε, διότι έτσι υπάρχει ελπίδα να τον αλλάξουμε και από εχθρός να γίνει φίλος και να παύσει έτσι η σύγκρουση και η αναταραχή μέσα στο σώμα της κοινωνίας και της Εκκλησίας. Και ο εχθρός μας είναι μέλος του σώματος της κοινωνίας και του σώματος της Εκκλησίας. Το να αποκόψουμε ένα μέλος από το σώμα μας, που μας παρενοχλεί, νομίζοντας ότι έτσι το λυτρώνουμε, είναι το μεγάλο λάθος μας. Προσπαθώντας να γλιτώσουμε την ενόχληση, καθιστούμε ολόκληρο το σώμα μας ανάπηρο. Ακόμη κι αν το μέλος σαπί­σει εντελώς και εκ των πραγμάτων αναγκαστούμε να το αποκόψουμε και πάλι μένου­με με ανάπηρο σώμα, με ότι συνεπάγεται αυτό.

Γι' αυτό ο άγιος Χρυσόστομος λέγει ότι η αγάπη δεν είναι προαιρετική αλλά υποχρεωτική. Διότι, αν λείψει η αγάπη, έρχεται η καταστροφή, τόσο σε κοινωνικό–εκκλησιαστικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.

Γι' αυτό και την αγάπη ο Χριστός θέτει ως κύριο κριτήριο της κρίσεως στην δευ­τέρα παρουσία του. «Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με πήρατε στο σπίτι σας, γυμνός και με ντύσατε, ασθένησα και με επισκεφθήκατε, ήμουν στην φυλακή και ήλθατε να με δείτε» (Ματθ. 25,35-36). Και τον πεινασμένο, τον διψασμένο, τον άρρωστο το κατανοούμε όλοι μας πως πρέπει να τον βοηθήσουμε. Αλλά τον ξένο, τον αλλοδαπό, τον πρόσφυγα, που μας δημιουργεί τόσα προβλήματα και μας παίρνει την εργασία και υπονομεύει την εθνική και φυλε­τική μας ιδιοπροσωπία, πως να τον αγαπήσουμε; Ή τον φυλακισμένο που σκότωσε, βίασε, έκλεψε, υπήρξε λαθρέμπορος, εκβιαστής, προαγωγός στο κακό και τόσα άλλα, πως να τον συντρέξουμε; Και όμως ο Χριστός το απαιτεί και ταυτίζει το πρόσωπό του με το πρόσωπο του φυλακισμένου, του αλλοδαπού, του κάθε είδους ενοχλητικού. Είδες τον συνάνθρωπό σου είδες τον Θεό σου» λέγει ένα πατερικό απόφθεγμα. «Ει­κών ειμί της αρρήτου δόξης σου, ει και στίγματα φέρω πταισμάτων» ψάλλουμε στην νεκρώσιμη ακολουθία και τα μνημόσυνα.

Κι ας προσέξουμε ότι η αγάπη στον χριστιανισμό, όπως και η πίστη, δεν είναι απλώς συναίσθημα και θεωρία αλλά είναι και πράξη και μάλιστα πράξη. «Εάν κάποιος αδελφός ή αδελφή είναι γυμνοί και στερούνται της τροφής της ημέρας, πει δε κάποιος από σας σε αυτούς· 'πηγαίνετε στο καλό, ζεσταθείτε και χορτάσετε' και δεν τους δώσετε τα αναγκαία για το σώμα, τι το όφελος» (Ιακ. 3,15-16); Γι᾽ αυτό ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει «η πράξη είναι το υπόβαθρο, που στέκεται η θεω­ρία». Αν δεν υπάρχει η πράξη, δεν στέκεται και η θεωρία.

Η αγάπη επίσης είναι η πιο μεγάλη εντολή και το πιο μεγάλο επίτευγμα, που μπο­ρεί να πετύχει ο άνθρωπος. Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος· «Η πιο τέλεια και μεγάλη εντολή του Χριστού, η πιο ψηλή κορυφή που μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος, η πιο σωστή μέθοδος για επιτύχουμε το «καθ’ ομοίωση» είναι το να ενδιαφερόμαστε όχι για το συμφέρον το δικό μας αλλά για το συμφέρον των άλλων».

Και συνεχίζει ο ι. πατήρ λέγοντας· «Τίποτε δεν είναι τόσο σπουδαίο και σημαντικό ούτε σε αναδεικνύει άξιο μιμητή του Χριστού, όσο το να φροντίζεις για τον πλησίον σου και να ενδιαφέρεσαι πρώτα για κείνον και μετά για σένα. Κι αν ακόμη νηστεύεις ή κοιμάσαι κάτω για άσκηση, ή τρως στάχτη, ή θρηνείς συνεχώς για τις αμαρτίες σου, για τον πλησίον όμως δεν φροντίσεις, τίποτα μεγάλο δεν έκανες και είσαι πολύ μακριά της κατά Χριστόν τελειώσεως».

Και ο ιερός πατήρ δεν αρκείται να τονίσει θεωρητικά μόνο αυτή την αλήθεια, αλλά προχωρεί, και παρουσιάζοντας την ζωή των βιβλικών προσώπων, δείχνει μέσα από την πράξη της ζωής το πόσο σωστή είναι η διδαχή του.

Ο Λώτ, σκεπτόμενος αποκλειστικά και μόνο το δικό του συμφέρον, εγκαταλείπει τον θείο και προστάτη Αβραάμ, μετοικεί στα Σόδομα και στο τέλος καταστρέφεται. Το ίδιο και ο Ιωνάς, ο οποίος κόντεψε να πνιγεί, επειδή αδιαφόρησε για τη σωτηρία της Νινευή.

Αντιθέτως ο Μωυσής απορρίπτει τη βασιλική αυλή της Αιγύπτου, τα πλούτη, τις τιμές και τη δόξα, χάριν των βασανισμένων συμπατριωτών του, και ο Θεός τον ανα­δεικνύει προφήτη και αρχηγό και νομοθέτη των Ισραηλιτών και τον δοξάζει αιώνια. Ο δε Παύλος υπομένει τα πάντα, γίνεται «τοις πάσι τα πάντα», δεν παίρνει δεκάρα τσακιστή από κανένα, υποδουλώνεται σ’ όλους, συμμορφώνεται πολλές φορές με τα καπρίτσια και τις ιδιορρυθμίες των ανθρώπων, εφ’ όσον βέβαια δεν είναι αμαρτωλές, φθάνει στο σημείο να ζητάει να γίνει «ανάθεμα» (Ρωμ. 9,3), αρκεί να σωθούν οι συγ­γενείς του κατά σάρκα, οι αδελφοί του Ιουδαίοι. Και ο Θεός τον καθιστά ουρανο­βάμονα, πρώτο μετά τον Ένα, τον αναδεικνύει στόμα Του και πρώτο των απο­στόλων.

Και ο πατήρ Παΐσιος λέγει για το θέμα μας. «Παλιά οι άνθρωποι μπόλιαζαν άγρια δένδρα στο μονοπάτι, για να τρώνε οι ερχόμενες γενιές και να συγχωρούν τα πεθα­μένα τους. Σήμερα όλοι κοιτάζουν να βολευτούν προσωπικά και τελικά δεν βολεύε­ται κανείς. Επειδή δεν υπάρχει το ενδιαφέρον για τον άλλον, σκοτώνουμε τον εαυτό μας. Ο εγωισμός είναι ο φοβερώτερος εχθρός μας».

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή