ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΑΙΧΜΑΛΩΤΩΝ

Εισαγωγή

  Ο μακαριστός Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος (Χαραλάμπους) (1907-1970), ο από Λήμνου, όταν ήταν πρεσβύτερος, υπηρετούσε, στην Ιερά Μητρόπολη Μηθύμνης (Λέσβος), ως ιεροκήρυξ, ηγούμενος μονής Λειμώνος και αρχιερατικό επίτροπος (1940). Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς, τον Αύγουστο του 1942, διότι έκρυβε και περιέθαλπε Βρετανούς στρατιώτες. Επειδή αρνήθηκε ν’ αποκαλύψει τους συνεργάτες του, υπέστη φρικτά βασανιστήρια και καταδικάσθηκε σε δεκαετή φυλάκιση.

 Φυλακίσθηκε στη Μυτιλήνη, μετά στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη και μετά σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην Γερμανία. Απελευθερώθηκε από τους Αμερικανούς στις 4 Μαΐου του 1945 και κατέστη αρχηγός όλων των Ελλήνων που απελευθερώθηκαν, με εντολή του Έλληνα αντιπροσώπου στη Γερμανία, και φρόντισε να συγκεντρωθούν στο Μόναχο και να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

 Κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του κρατούσε σε μικρά φύλλα χαρτιού ημερολόγιο, το οποίο δημοσιεύθηκε αργότερα σε βιβλίο με το τίτλο: «Μάρτυρες» (εκδ. «Δαμασκός», Αθήνα, 1978). Από το βιβλίο αυτό αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα αναφερόμενα στις περιόδους του Πάσχα των ετών 1943 και 1944, το πρώτο στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στην Θεσσαλονίκη και το δεύτερο στην Γερμανία. Ο ίδιος ιεράρχης έγραψε και βιβλίο με τον τίτλο: «Πιστοί άχρι θανάτου» (Αθήνα 1959), που είναι μαρτυρολόγιο των ιερέων που μαρτύρησαν κατά την κατοχή και τον συμμοριτοπόλεμο και το οποίο απέσπασε βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.

Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Απ. Βαδραχάνης

 

 10 Απριλίου 1943.Οι τρομερές αφαιμάξεις των εκτελέσεων είναι αδύνατο να μας λιγοστέψουν. Απεναντίας, όλο και πληθαίνουμε. Τώρα πια μας τους φέρνουν με το τρένο. Διακόσιους, τριακόσιους μαζί! Με τους καινούργιους είναι και ένας παπάς. Κατόρθωσα να το πλησιάσω. Τα μαλλιά και τα γένια του είναι κουτσουρεμένα. Σωρός οι ψείρες περπατούν. Φαίνονται από μακριά πάνω στο μαύρο ράσο του καθώς περπατούν.

 - Πώς εδώ; του λέγω χαμογελώντας.

 - Μη τα ρωτάς, πάτερ! Είμαι εφημέριος στο Γόνο της Λάρισας. Ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό και με πήραν από το σπίτι μου. Μ’ έδειραν άσχημα και μου κόψαν, καθώς βλέπεις, και τα γένια. Και όλα αυτά γιατί είχαν βγει απ’ το χωριό μου κάποιοι στο βουνό. Έπειτα μ’ έριξαν, μ’ άλλους χριστιανούς στη φυλακή. Μας κράτησαν κάμποσες μέρες. Πεινάσαμε, ψειριάσαμε, γινήκαμε, όπως μας βλέπεις, χάλια. Και σήμερα μας κουβάλησαν εδώ με το τρένο.

 Νέοι άθλοι των «γενναίων στρατιωτών του Ράιχ». Παραστρατημένα παιδιά. Σαν τα μάθει αυτά ο Φύρερ σας, θα σπεύσει να παρασημοφορήσει με το «Φύλλο Δρυός» κι’ αυτή την ασέβειά σας.

 Τους έκλεισαν μέσα σ’ ένα ελεεινό κελί. Χαμηλό, θεοσκότεινο, -ο μοναδικός φεγγίτης ήταν φραγμένος με χαρτόνια- έρμαιο του βοριά και της βροχής. Έπεφταν στο υγρό τσιμέντο. Κανένα ρούχο για στρωσίδι, τίποτε για σκέπασμα. Διακόσιες τόσες ψυχές στριμώχνονται εκεί μέσα, στο παγωτήρι. Διακόσια τόσα πρόβατα. Πεινούσαν, βασανίζονταν, απειλούνταν με το φρικτό φόβητρο της εκτελέσεως. Και ο τσοπάνης τους ορθός, ο καλός παπά- Σωτήρης του Γόνου, μιμητής του καλού ποιμένος.

 

 12 Απριλίου.Και πάλι «λαμαρίνες», αλυσίδες, κλούβες. Τραβούν καμμιά δεκαπενταριά, σαν τον χασάπη που τραβάει αλογάριαστα απ’ τα μαντρισμένα πρόβατα, που είναι για μαχαίρι. Τους δένουνε, τους ρίχνουν στις κλούβες. Δρόμο για το σφαγείο. Έως πότε, Κύριε, έως πότε;

 

 14 Απριλίου.Άλλαξαν και είδος. Ως τώρα οι περισσότεροι απ’ αυτούς, που κουβαλούσαν ήταν ξωμάχοι. Ζευγάδες απ’ το χωράφι, που όργωναν αμέριμνα. Τσοπάνηδες απ’ το βουνό, όπου φύλαγαν ήσυχα τα κοπάδια τους. Άνθρωποι ηλιοκαμένοι, κακοπαθιασμένοι. Το σημερινό όμως φορτίο ήταν άλλο. Αγόρια και κορίτσια, παιδιά γεμάτα νιάτα και δροσιά, Είναι φοιτητές και φοιτήτριες. Κάτι πήγε απ’ αυτούς, πολύ ζωηρός, να πει, κι’ αμέσως χαστούκια και πειθαρχείο.

 

 16 Απριλίου.Ήρθε και πέρασε κιόλας η Μεγάλη Εβδομάδα. Ευτυχώς, που δε χάσαμε τις κατανυκτικές ακολουθίες. Όλες τις μέρες είχαμε εκκλησία και κήρυγμα. Όλοι, βασανισμένοι, ταλαιπωρημένοι, πονεμένοι, παρακολουθήσαμε με βαθειά ανταπόκριση το μαρτύριο του Μεγάλου Πονεμένου, πρώτη φορά ασφαλώς έτσι στη ζωή μας.

 Αρκετοί προσήλθαν και στην εξομολόγηση. Ο εγωισμός, που κρατούσε πολλούς μακριά απ’ το παρήγορο και φιλάνθρωπο τούτο μυστήριο, σφυροκοπήθηκε, πάνω στ’ αμόνι του στρατοπέδου, με το βαριό του πόνου τσακίστηκε.

 

 25 Απριλίου.Χριστός Ανέστη! Τα πάντα πανηγυρίζουν. Τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια.

 Μια σκέψη με βασανίζει και δεν μ’ αφήνει να γιορτάσω χαρμόσυνα με τα πάντα, αυτή την εορτών εορτήν και πανήγυριν πανηγύρεων. Μήπως δεν κάναμε ότι έπρεπε για να κυλίσουμε την πέτρα της αμαρτίας. Γιατί ο Χριστός πρέπει οπωσδήποτε ν’ αναστηθεί. Πρέπει οπωσδήποτε η ανθρωπότητα να βρει τη χαμένη χαρά και ειρήνη. Κι Αυτός είναι που δίνει τη χαρά και την ειρήνη.

 

 6 Μαΐου.Μεσημέρι. Κάποιος φωνάζει απ’ το παράθυρο.

 - Δεν βγαίνεις, πάτερ; Έφεραν κι’ άλλους παπάδες.

 Βγαίνω γρήγορα. Δυο κληρικοί έρχονται προς το μέρος μου. Είναι κατασκονισμένοι. Με πλησιάζουν. Νιώθω ξαφνική συγκίνηση. Ο ένας συμμαθητής μου, ο πατήρ Ι….Χρόνια είχαμε ν’ ανταμώσουμε, και να τώρα πως ήρθαν τα πράγματα, να συναντηθούμε εδώ μέσα! Με τραβά, με τρόπο παράμερα.

 - Δουλεύω καλά, μου λέει, για τη λευτεριά της σκλαβωμένης Πατρίδας. Θα σου πω ύστερα λεπτομέρειες. Δεν ξέρω όμως πως μας πρόδωσαν, και χτες τα μεσάνυχτα ήρθαν οι Γερμανοί και με σήκωσαν με τις κλωτσιές απ’ το κρεβάτι. Ούτε τα ρούχα μου δεν επέτρεψαν να φορέσω. Τα έφερε ύστερα η μάνα μου στο κρατητήριο. Και σήμερα με τον παπά τον άλλο και τους υπόλοιπους, που είναι οι περισσότεροι υπάλληλοι και έμποροι της Κοζάνης, μας κουβάλησαν εδώ.

 Τον κατατοπίζω κι’ εγώ, και του συνιστώ προσοχή στην ανάκριση.

 

 22 Μαρτίου 1944.Δάκρυα και συγκινήσεις. Έμαθαν οι δικοί μου φίλοι πως θα μας πάρουν από κοντά τους. Θα μας τραβήξουν μακριά, πολύ μακριά απ’ την αγαπημένη μας πατρίδα. Θα μας πάνε στην Γερμανία, εκεί που πέφτουν απ’ τον ουρανό τόνοι ολόκληροι οι βόμβες της δικαίας τιμωρίας. Και φοβούνται για τη ζωή μας. Λησμονούν ότι «οίδεν Κύριος ευσεβείς εκ πειρασμού ρύεσθαι». Πως γνωρίζει και μπορεί ο καλός Θεός, οπουδήποτε κι’ αν ευρίσκονται τα παιδιά Του, να τα φυλάξει και να τα σώσει.

 Δεν το έδειξε τόσες φορές; Ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων. Οι τρεις παίδες στην κάμινο του Ναβουχοδονόσορα. Ο προφήτης Ηλίας στα χέρια της λέαινας Ιεζάβελ. Και τόσοι άλλοι πιστοί που βρέθηκαν σε παρόμοιους κινδύνους. Κι’ όμως δεν έπαθε κανείς απ’ αυτούς τίποτε.

 Ήρθε σήμερα κι’ ο Στάθης μας, για να μου αναγγείλει όλος χαρά, πως ο Μητροπολίτης καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες, για να εξαιρεθώ απ’ αυτήν την δοκιμασία. Μένουμε κάμποσο και κουβεντιάζουμε γι’ αυτή την πιθανότητα. Όσο την καλοσκέφτομαι, τόσο και κάτι με κεντάει μέσα μου…Πώς ν’ αφήσω όλο τούτον τον κόσμο μόνο του, όλους αυτούς τους ανθρώπους που με συνδέουν μαζί τους τόσοι και τόσοι δεσμοί; Δεν είναι χρέος μου να μείνω ως το τέλος κοντά τους, κοντά σ’ αυτούς που τώρα είναι και δικά μου παιδιά; Να τους εγκαταλείψω σε τούτες τις φοβερές ώρες; Και τι θα πουν μόλις ιδούν πως εγώ ξεφεύγω από τον κοινό δρόμο του μαρτυρίου; Αν σταθεί κανείς μπροστά μου και με ρωτήσει: «Ε πάτερ, που τα φόρτωσες όλ’ αυτά που μας έλεγες κάθε Κυριακή, για αγάπη και γι’ αυτοθυσία», εγώ τι θα αποκριθώ;

 - Άκουσε Στάθη! Να πεις του Δεσπότη πως τον ευγνωμονώ για το ενδιαφέρον του. Μα τον παρακαλώ θερμά να σταματήσει κάθε ενέργεια. Η θέση μου είναι μαζί μ’ αυτούς εδώ, που ο Κύριος με έταξε κοντά τους…

 Ο Στάθης μένει σύμφωνος.

 

 23 Μαρτίου.Όλο το Στρατόπεδο είναι σκυθρωπό. Το τρομερό νέο της μεταφοράς μας στην Γερμανία έχει τσακίσει κυριολεκτικά τις βασανισμένες ψυχές. Χρειάζεται κάποια ενίσχυση, για να αντιμετωπισθεί χριστιανόπρεπα κι’ αυτή η νέα περιπέτεια. Για τούτο, στη σημερινή λειτουργία λέω δυο λόγια. Τους μιλώ για το τρικυμισμένο πέλαγος όπου θα μας ρίξουν. Για το σωσίβιο της πίστεως, το μοναδικό τούτο εφόδιο αυτών που πελαγοδρομούν, που πρέπει να μη λείπει από κανένα μας. Και τους συνιστώ να συμφιλιωθούμε όλοι μας,- με μια αληθινή μετάνοια και κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων- με τον Αρχηγό της πίστεως, τον Χριστό, για να έχουμε την αδιάλειπτη προστασία Του.

 

 31 Μαρτίου.Οι άλλοι θάλαμοι είναι ακόμα κλειστοί. Μόλις βγαίνω, πέφτω σχεδόν επάνω σε Γκεσταπίτες. Πρωινοί ανεπιθύμητοι επισκέπτες. Μαζί τους ο υποδιοικητής της G.F.P. Το αιμοβόρο θηρίο, που έχει το γενικό πρόσταγμα στις εκτελέσεις. Κάνω πως ξέχασα κάτι, και γυρίζω πίσω.. Κάποια δυνατή φωνή δονεί τον αέρα: «Να παραταχθούν δυο-δυο στην αυλή, όσοι κρατούνται απ’ την G.F.P.». Ένας ελληνομαθής φωνάζει τα ονόματα. Και όσοι ακούν το δικό τους μπαίνουν μουδιασμένοι στη γραμμή. Κάποιο παιδάκι, απ’ αυτούς, που είναι να φύγουν περνώντας απ’ το κελάκι μας, ανοίγει την πόρτα και μου ζητά λίγο σχοινί, για να δέσει τα ρούχα του. Την ίδια στιγμή πλακώνει αυτό το τέρας ο υποδιοικητής. Με βρίζει και σηκώνει την γροθιά του. Θα την έτρωγα κατάμουτρα, αν δεν τραβιόμουνα λίγο πιο πίσω. Ύστερα κλείνει με πάταγο την πόρτα, κλειδώνει, και ρίχνει το κλειδί στην τσέπη του και φεύγει. Μας άνοιξαν αργότερα.

 

 10 Απριλίου.Στη Βιέννη. Στο σταθμό μας περιμένουν οι Γκεσταπίτες. Να, λοιπόν, που ενδιαφέρονται και για την υποδοχή μας. Μπροστά στο βαγόνι του ο καθένας, γονατιστός. Ο όρθιος είναι ύποπτος, κινδυνεύει. Μας βάζουν σε κάτι αεροστεγείς κλούβες και δρόμο. Σε λίγο είμαστε μέσα σε μια πελώρια περιμανδρωμένη φυλακή της Βιέννης. Στην αυλή γίνεται η συγκέντρωση όλων, και ύστερα, ανάλογα με τις ποινές μας, η τοποθέτηση στα κελιά. Το δικό μας κελί είναι μεγάλο. Είμαστε, όμως, μέσα πάνω από 36. Έχει παράθυρα, μα είναι ψηλά, ώστε να μη μπορεί να ιδεί κανείς έξω. Σε μια γωνιά είναι στοιβαγμένα αρκετά χορταριασμένα στρώματα και μερικές κουβέρτες.

 

 11 Απριλίου.Κλιβανισμός και κούρεμα. Κλιβανιστής ένας κοιλαράς γέρος, που όταν έρχεται η σειρά μου με κοιτάζει αμήχανα κάπως. Σαν να σκέφτεται, αν πρέπει να κουρέψει κι’ εμένα όπως και τους άλλους. Απ’ το δισταγμό του τον βγάζει ο ερχομός ενός, που σηκώνει κάμποσα χρυσά αστέρια στον ώμο. Ανοίγει τούτος με γρηγοράδα τα κιτάπια, βρίσκει πως είμαι μεγάλος εγκληματίας και, μ’ όλη τη σοβαρότητα του αξιώματός του, διατάζει να μου κόψουν μαλλιά και γένια.

 Κόψτε μου τα μαλλιά και τα γένια. Βγάλτε μου αν σας αρέσει και τα ράσα. Τι με τούτο; Μερικοί απ’ τους δικούς μας στενοχωριούνται περισσότερο από μένα. Το θεωρούν ύβρη για την θρησκεία μας. Δεν καταλαβαίνουν πως αυτό είναι τιμή μάλλον παρά ύβρη για την Εκκλησία μας. Και τιμή μεγάλη μάλιστα. Να παίρνει κι’ αυτή πάντα μέρος στο σήκωμα του σταυρού της Πατρίδος. Και να μη λείπει ποτέ από το πλευρό των δοκιμαζομένων παιδιών της.

 

 12 Απριλίου.Νέα μεταφορά. Το ταξίδι μας δεν τελείωσε ακόμα. Ένας ψηλόλιγνος Γερμανός, σωστό νευρόσπαστο, με δυο τρεις βοηθούς, μας κάνει έρευνα. Μας βγάζουν όλα τα ρούχα και τα ψάχνουν με προσοχή. Ερευνούν ακόμα και το σώμα μας. Μια έρευνα εξευτελιστική.
 Μπροστά σ’ αυτό το πρωτοφανές θέαμα η ψυχή μου αναστατώνεται. Μας παίρνουν όλα τα πράγματα. Μας δίνουν μόνο τα ρούχα που φορούμε, και μας σπρώχνουν μέσα στα κελιά. Αρχίζω να τρέμω. Αν μου πάρουν το μικρό Ευαγγέλιο; Έρχεται η σειρά μου. Προχωρώ κρατώντας το στο χέρι μου.

 - Είμαι ιερέας. Σας παρακαλώ αφήστε το μου αυτό. Είναι η Καινή Διαθήκη.

 -Πέρασε! μου κάνουν.

 Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ για το δώρο Σου! Με ρίχνουν σε ένα κελί με πέντε Γερμανούς. Αυτό μου κοστίζει πολύ. Πως θα κάνω μ’ αυτούς τους ανθρώπους; Να μην έχω έναν από τους δικούς μου να πω δυο λόγια. Αυτό είναι πάρα πολύ.

 Το φαγητό που μας έφεραν το μεσημέρι-μια καραβάνα λάχανο ξινοβρασμένο- ούτε τ’ άγγιξα. Το χάρηκαν οι Γερμανοί. Όρθιος με την ψυχή βαριά, παρακαλώ, παρακαλώ. Μας βρίσκει απόγευμα. Σε λίγο βρίσκομαι στο 119 με άλλους επτά. Αλλά’ αυτή τη φορά ήταν όλοι δικοί μας.

 

 16 Απριλίου.Πάσχα. Χωρίς όμως τίποτε το Πασχαλινό. Ούτε εκκλησιασμό, ούτε Μετάληψη, ούτε το κόκκινο αυγό της πατρίδας, ούτε τίποτε απ’ όλα τ’ άλλα. Άθλιο το ελάχιστο συσσίτιο μας -λάχανο νερόβραστο- και το ψωμί πολύ λίγο. Κακά σημάδια.

 

 19 Απριλίου.Και περίπατος. Το ένα ύστερα από τ’ άλλο ανοίγουν όλα τα κελιά. Κι’ οι κρατούμενοι, ήσυχα κι’ αθόρυβα, παρατάσσονται στο διάδρομο. Απαγορεύεται ακόμη κι’ ελάχιστη ομιλία. Ο φύλακας, με ύφος και τόνο στρατηγού, φωνάζει ένα παράγγελμα και ξεκινούμε. Περνούμε μπροστά απ’ τα κελιά. Κατεβαίνουμε τρεις σκάλες. Και βρισκόμαστε μέσα σε μια μαύρη αυλή. Ένα ορθογώνιο, περιτριγυρισμένο με αρκετά ψηλούς τοίχους. Δεν βλέπουμε τίποτε άλλο εκτός απ’ τη φυλακή κι’ ένα κομμάτι ουρανό. Μου φαίνεται πως ακόμα κι’ αυτός υπάκουε τυφλά στο πρόσταγμα των κυριάρχων: Άρμπαϊτ!

 Γιατί από την ημέρα που ήρθαμε τον παρακολουθούμε, όσο μας αφήνουν βέβαια τα μικρά παραθυράκια του κελιού, και πάντα τον βλέπουμε με την μουντζουρωμένη μπλούζα της δουλειάς. Ή φυσά ή βρέχει. Χιονίζει ακόμα, σα να έχει ξεχάσει πως είμαστε στην καρδιά του Απριλίου. Περπατούμε ο ένας πίσω από τον άλλο. Απόσταση δυο μέτρα. Κουβέντα και συζητήσεις απαγορεύονται αυστηρά. Ο παραβάτης τιμωρείται. Zella! Πειθαρχείο!

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΡΙΚΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΑΓΩΝ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ (1959-1970)

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή