ΥΠΕΡΠΟΝΤΙΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Στους πρόποδες της Ακρόπολης, εκεί που υπήρχε κάποτε η παλιά Αθήνα, έχουν ξεμείνει μερικά σπιτάκια που δεν έγιναν τουριστικά μαγαζιά ή καφετερίες, αλλά κατοικούνται ακόμη. Σ’ ένα από αυτά ζει και η Ελένη. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας είναι καθισμένη σε μια μικρή πολυθρόνα, στο στενό διάδρομο που οδηγεί από την είσοδο στην κουζίνα. Εκεί μελετά, εκεί προσεύχεται για όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα για τους πονεμένους, από εκεί επικοινωνεί με το τηλέφωνο με αυτούς που την αγαπούν και τους αγαπά. Ενισχύει και ενισχύεται.

  Παραμονή Χριστουγέννων σήμερα και η Ελένη αισθάνεται μόνη, πιο μόνη από άλλες φορές. Οι μεγάλες γιορτές είναι ημέρες χαράς, οικογενειακής ευτυχίας… Όχι όμως για όλους! Για πολλές υπάρξεις είναι ημέρες μοναξιάς… Ποιος θυσιάζει τις αυξημένες οικογενειακές υποχρεώσεις (ψώνια και τόσα άλλα!) για να επισκεφθεί τους ανήμπορους τέτοιες μέρες!..

  Σήμερα η Ελένη αισθάνεται και κάποια μελαγχολία… Προσπαθεί να συγκεντρωθεί στο μεγάλο γεγονός των ημερών, αλλά το μυαλό ασυναίσθητα ξεφεύγει, γυρίζει στα παλιά. Θυμάται τις ετοιμασίες, που έκανε η μητέρα της κάθε τέτοια μέρα ενώ αυτή, μικρό κοριτσάκι, έτρεχε στη γειτονιά ψάλλοντας τα κάλαντα με τα γειτονόπουλα. Θυμάται που φορούσε τα καλά της ρούχα και πήγαινε με τη μητέρα της ανήμερα τα Χριστούγεννα στην εκκλησία και κοινωνούσε και μετά γύριζε με τόση χαρά στο σπίτι…

  Η Ελένη μικρή είχε και μητέρα και πατέρα. Όμως στα τέσσερά της χρόνια ο πατέρας έφυγε από το σπίτι. Αργότερα έμαθαν ότι ξαναπαντρεύτηκε. Από τότε η καλή μανούλα της έγινε και μητέρα και πατέρας. Στοργική αλλά και αυστηρή. Μια μέρα γυρίζοντας από το σχολείο η Ελένη, ήταν δεκατριών χρόνων τότε, είχε πάρει την μεγάλη απόφαση· «Μητέρα θα παντρευτώ!» είπε μα αποφασιστικότητα. Ακόμη θυμάται την αντίδραση της μητέρας της. Δεν της είπε τίποτε, μόνο γύρισε και της έδωσε ένα σκαμπίλι. Αυτό ήταν, και η Ελένη ξέχασε αμέσως το γάμο και όλα τα σχετικά. Δεν ήταν τιμωρία εκείνο το σκαμπίλι. Ήταν διορθωτική επέμβαση, ήταν στην πραγματικότητα χάδι μητρικής αγάπης… Έτσι το βλέπει σήμερα η Ελένη.

  Η Ελένη τελικά δεν παντρεύτηκε ποτέ. Όχι γιατί της είχε δώσει κάποτε ένα σκαμπιλάκι η μητέρα της, αλλά γιατί Κάποιος Άλλος επενέβη στη ζωή της δεκατρία χρόνια αργότερα, όταν ήταν είκοσι έξι χρόνων. Ξεκίνησαν όλα τη στιγμή που είχε αποκτήσει μια καλή δουλειά και ήταν έτοιμη να φτιάξει τη ζωή της. Άρχισαν ξαφνικά να μην υπακούουν καλά το ένα πόδι και το ένα χέρι. Και αυτό ερχόταν και έφευγε, αλλά κάθε φορά και πιο έντονο. Η διάγνωση δεν άργησε να έλθει, σκλήρυνση κατά πλάκας! Και αυτή η φοβερή ασθένεια ήλθε στην Ελένη σε πολύ επιθετική μορφή! Δεν έλεγε να σταματήσει με τίποτε. Έβλαψε ό,τι μπορούσε να βλάψει και τότε μόνο σταμάτησε. Και η στοργική μανούλα της άφωνη να παρακολουθεί ανήμπορη το δράμα του παιδιού της, να συμπονά, να συμπαραστέκεται και να φροντίζει την Ελένη, κρύβοντας τα δάκρυά της.

  Παράδοξο όμως. Όσο η ασθένεια προχωρούσε, τόσο η πίστη της Ελένης δυνάμωνε. Και όταν αναχώρησε η μητέρα της για την αιώνια πατρίδα, εκεί που δεν υπάρχει πόνος ούτε λύπη ούτε στεναγμός, τότε η Ελένη έγινε πιο δυνατή. Η πίστη της διπλασιάστηκε! Αυτό το παρατήρησαν οι φίλοι της και τους έκανε πολλή εντύπωση.

  Η Ελένη είναι τετραπληγική. Όμως δεν παραπονείται. Αισθάνεται ότι ζει ένα μεγάλο θαύμα. Το θαύμα της αγάπης του Θεού. Αυτή, που στερήθηκε την πατρική αγκαλιά από τα τέσσερά της χρόνια, αισθάνεται ότι την πήρε τώρα στην αγκαλιά Του ο Στοργικός Πατέρας όλων μας και επειδή την κρατά σφιχτά, δεν μπορεί να κουνήσει ούτε πόδια ούτε χέρια, ούτε το κεφάλι της. Τώρα μπορεί και Του λέει ό,τι θέλει κατ’ ευθείαν, μερικές φορές δεν προλαβαίνει να ζητήσει κάτι και ο καλός Θεός αμέσως την ακούει.

 

  Τις προάλλες είχαν φέρει ιερά λείψανα από το Άγιον Όρος στη γειτονική εκκλησία. Πόσο θα ήθελε να πάει η Ελένη, αλλά ποιος την μεταφέρει; Πώς να την κατεβάσουν από τα πολλά σκαλιά του σπιτιού της; η Ελένη δεν θέλει να βάζει σε κόπο άλλους…Και να, που χτύπησε το κουδούνι…Τα ιερά λείψανα ήταν έξω από την πόρτα της! Τα συνόδευαν ο Αγιορείτης μοναχός με τον ιερέα της ενορίας. Ο αγαθός Θεός δεν της έστειλε άνθρωπο να την πάει στην εκκλησία να προσκυνήσει, αλλά της έστειλε τα ίδια τα άγια λείψανα στο σπίτι της!

 

  Ναι, η Ελένη ζει μέσα σε ένα θαύμα. Ζει το θαύμα της αγάπης του Θεού, αλλά και το θαύμα της αγάπης των δικών Του. Ποιόν να πρωτοαναφέρει κανείς, χωρίς να λυπήσει αυτού που αθόρυβα και ταπεινά περιστοιχίζουν την Ελένη; Τον φύλακα άγγελο της Ελένης Γ. Κ., που φροντίζει για όλες τις ανάγκες της, υλικές και πνευματικές; Την Κα Α. που την περιποιείται τις Κυριακές, τον Κυρ- Κ. τον ταξιτζή ή τον Δ. που χρόνια συμπαραστέκεται στην Ελένη; Είναι και οι τρεις αδελφές Ο… Αχ, πόσο τις αγαπάει τις αδελφές η Ελένη! «Ούτε στο γόνατό τους δεν τις φθάνει». Είναι η Σ. η μηχανικός, που της φρόντισε το σπίτι μετά τους σεισμούς, η Γ. η γιατρός, που στην πρόσφατη κρίση υγείας την τακτοποίησε δωρεάν στα νοσοκομεία και στάθηκε άγρυπνα από πάνω της, και η πιο μικρή η Α… Άραγε, που να βρίσκεται αυτή η Α., έχει χαθεί εντελώς…

  Παραμονή Χριστουγέννων σήμερα και η Ελένη άθελά της αναπολεί τα παλιά και κάπου-κάπου μελαγχολεί.. Την επαναφέρει το κτύπημα του τηλεφώνου. Ντρίιν Ντρίιν… Βάζει το ακουστικό στο αυτί της Ελένης η αποκλειστική. «Ποιός  είναι;» Περίεργες φωνές ακούγονται και Αγγλικά. Μάλλον λάθος θα έγινε. Ίσως να ζητάνε την αποκλειστική… Όχι όμως, …αυτήν θέλουν… «Ελένη να τα πούμε;». Γνώριμη μοιάζει η φωνή, αλλά προτού να προλάβει να συνειδητοποιήσει ποιός  είναι, αγγελικές φωνές αρχίζουν να ψάλλουν το χαρμόσυνο μήνυμα… Και η Ελένη, που φυλάει σήμερα «φυλακάς της νυκτός» στη ερημιά… της μεγαλούπολης, δακρύζει από συγκίνηση… «Ελένη είμαι η Α.». «Πω, πω! Πού είσαι Α., σε έχασα, από πού τηλεφωνείς; Τι έκπληξη είναι αυτή, τι είναι αυτή η ωραία χορωδία;». «Είμαι μοναχή, Ελένη, σε μοναστήρι στην Αμερική. Είναι ένα από αυτά τα μοναστήρια που ίδρυσε ο π. Εφραίμ ο Αγιορείτης. Αχ, Ελένη μου, είναι τόσο ωραία στο μοναστήρι, αλλά δεν σε έχω ξεχάσει. Προσεύχομαι συνέχεια για σένα. Έχω μιλήσει και στις άλλες αδελφές και προσεύχονται κι αυτές..».

 

  Παραμονή Χριστουγέννων σήμερα και η Ελένη, που στα σαράντα-πέντε της χρόνια ζει μόνη, παρέα με την τετραπληγία, δεν αισθάνεται πλέον ούτε μοναξιά ούτε μελαγχολία. Η καρδιά της έχει γεμίσει από χαρά και σπεύδει να συναντήσει την Μαριάμ, τον Ιωσήφ και να προσκυνήσει το Βρέφος το «κείμενον εν Φάτνη».

  Σπεύδει να καταθέσει ταπεινά τα δικά της μοναδικά δώρα· την μαρτυρική υπομονή στη βαριά ασθένεια και τη μεγάλη της ευγνωμοσύνη…

  Εμείς,…έχουμε κάτι αξιόλογο να προσφέρουμε;

Β. Π.

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ, Η Δράσις μας ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2009

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή