ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

 «ΗΓΕΡΘΗ, ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΩΔΕ» (Μαρκ.16,6), ήταν το μήνυμα του αγγέλου στις κατάπληκτες μυροφόρες γυναίκες, που πηγαίνοντας ν’ αλείψουν με μύρα το σώμα του Χριστού, αντίκρισαν τον τάφο του Χριστού ανοιχτό και κενό. «Ηγέρθη, δεν είναι εδώ· ανέστη ο νεκρός Ιησούς», είναι το μήνυμα του αγγέλου και προς όλους τους χριστιανούς, όλων των εποχών.

Πριν δώσει το μήνυμα αυτό ο άγγελος, ο ίδιος ο Χριστός, όταν ξεψύχισε πάνω στο σταυρό, έδωσε το δικό του προφητικό μήνυμα. Σχίστηκε το καταπέτασμα του ναού (σημείο ότι η θρησκεία της Παλαιάς Διαθήκης τελείωσε και προμήνυμα της πλήρους καταστροφής και ερημώσεως του ναού), η γή σείστηκε, οι πέτρες σχίστηκαν κι αυτές και τα μνημεία άνοιξαν. Τότε πολλοί από τους κεκοιμημένους αγίους ΗΓΕΡΘΗΣΑΝ και αφού βγήκαν από τα μνημεία, μετά την έγερση του Χριστού, εισήλθαν στην αγία πόλη και άρχισαν να εμφανίζονται σε πολλούς (Ματθ. 27,51-53). Δηλαδή πριν εγερθή ο Χριστός, ηγέρθησαν πολλοί Ιεροσολυμίτες και αυτοί –μετά την έγερσή του– άρχισαν να εμφανίζονται. Δηλαδή με τις εμφανίσεις του Χριστού συνέβαιναν συγχρόνως και εμφανίσεις κεκοιμημένων Ισραηλιτών. Όλα αυτά δείχνουν ότι όταν ήρθε η Ζωή εν τω τάφω, τότε ο θάνατος κυριολεκτικά διαλύθηκε και ζαλίστηκε και άρχισε ν’ αποχωρεί όχι μόνο από το σώμα του Ιησού, αλλά και από πολλά ανθρώπινα σώματά. Κι αν ήταν σπουδαίο να εξέλθει ο Λάζαρος από το μνήμα του μετά 4 μέρες, ήταν πολύ σπουδαιότερο να εξέλθουν οι νεκροί μετά από πολλά χρόνια.

Αλλά και πριν πεθάνει σαν άνθρωπος ο Χριστός, όταν βρισκόταν επί γής, είχε κάνει τρεις αναστάσεις νεκρών. Τρεις αναστάσεις στις οποίες φαίνεται ολοκάθαρα ότι εξουσιάζει πλήρως το θάνατο και ο θάνατος είναι ένας ύπνος, από τον οποίο θα μας ξυπνίσει ο Χριστός. Η μία ανάσταση έγινε λίγο μετά το θάνατο της κόρης του Ιαείρου, η άλλη αρκετές ώρες μετά, ενώ πηγαίναν να θάψουν τον υιό της χήρας στη Ναΐν και η άλλη 4 μέρες μετά το θάνατο του Λαζάρου, ενώ είχε αρχίσει η αποσύνθεση του σώματος του.

«Μη κλαίετε· ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει» (Λκ. 8,52) είπε ο Χριστός στο πλήθος, που παρευρισκόταν στο θάνατο της κόρης του αρχισυναγώγου Ιαείρου. Και αφού την έπιασε από το χέρι της είπε· «η παις εγείρου». Και επέστρεψε το πνεύμα της κοπέλας και ανέστη αμέσως.

«Μη κλαίε» είπε στη χήρα της Ναΐν, που πήγαινε στο κοιμητήριο να θάψει το μονογενή υιό της. Και, αφού πλησίασε τη σορό του νεκρού νέου, είπε· «νεανίσκε σοι λέγω εγέρθητι» (Λκ. 7,14-15). Και ανεκάθισε ο νεκρός νέος και άρχισε να μιλά.

«Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται· αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνίσω αυτόν» (Ιω. 11,11) είπε επίσης ο Χριστός, οταν τον ειδοποίησαν ότι ο φίλος του Λάζαρος πέθανε. Όσο εύκολα ξυπνούμε εμείς κάποιον από τον ύπνο τόσο εύκολα ανέστησε ο Χριστός τον Λάζαρο. «Λάζαρε δεύρο έξω» (Ιω. 11, 43) είπε. Και ο νεκρός Λάζαρος, ο Λάζαρος που είχε αρχίσει να λιώνει και να σαπίζει μετά από χρονική περίοδο τεσσάρων ημερών, άκουσε τη φωνή του Χριστού και επανήλθε στην προηγούμενη φυσιολογική και υγιεινή του κατάσταση, λες και ξύπνησε από τον ύπνο, και άρχισε να ζει και να εργάζεται ξανά.

Ύπνος λοιπόν ο θάνατος άσχετα αν το σώμα μας λιώσει και σαπίσει.

Και στο τέλος ο Χριστός ανέστησε τον ίδιο του τον εαυτό. Διότι αναστάσεις νεκρών έκαναν και άλλοι. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Ηλίας και ο Ελισαίος ανέστησαν δύο νέους και στη Καινή Διαθήκη ο Πέτρος την Ταβιθά. Μάλιστα η Παλαιά Διαθήκη ιστορεί ότι όταν έρριξαν στον τάφο του Ελισαίου ένα νεκρό, το σώμα του μόλις ακούμπησε το νεκρό σώμα του Ελισαίου αναστήθηκε (Δ´Βασ. 13,21). Αλλά ενώ γίνανε αυτά τα θαυμαστά κανείς δεν ανέστησε τον εαυτό του. Ο Χριστός μας όμως το έκανε κι αυτό. Συνεπώς όλα αυτά που προαναφέραμε φανερώνουν και αποκαλύπτουν ότι ο θάνατος δεν έχει καμμία δύναμη επάνω του. Ο Χριστός στη σύγκρουση του με τον θάνατο τον νίκησε κατά κράτος.

 Η ανάσταση λοιπόν του Χριστού σημαίνει κατάργηση του θανάτου, κατάργηση  του άδη. «Που σου θάνατε το κέντρον; Που σου άδη το νίκος;» κραυγάζει θριαμβευτικά ο άγιος Χρυσόστομος στον Κατηχητικό του Λόγο.

Ηττήθηκε οριστικά ο θάνατος· έπαυσε πλέον να υπάρχει και ως όνομα.

Από δω και πέρα ο θάνατος ονομάζεται αναντίρρητα απ’ όλους κοίμηση, ύπνος, ανάπαυση, αναχώρηση, γέννηση επουράνια ή γενέθλιος μέρα των χριστιανών και άλλα παρόμοια.

«Ου θέλομεν δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα. Ει γαρ πιστεύομεν ότι ο Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας διά του Ιησού άξει συν αυτώ» (Α´Θεσ. 4,13-14) λέγει ο Παύλος. Γι’ αυτό οι χριστιανοί θα πρέπει να λυπούνται με όρια και αξιοπρέπεια, όποτε τον συναντήσουν στη ζωή τους. Όπως ο Χριστός ο οποίος απλώς «εδάκρυσεν» (Ιω. 11,35), όταν έμαθε το θάνατο του Λαζάρου, δίνοντάς μας το μέτρο του πόνου και της λύπης, όταν αναχωρεί κάποιος οικείος μας από τη γη στον ουρανό. Δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα το μακάβριο, το απελπιστικό, το συνταρακτικό, το φρικώδες όπως συμβαίνει με αυτούς που δεν ελπίζουν στην μετά θάνατο αιώνια ζωή. Ένας ήρεμος και ελαφρός πόνος μόνο για ένα πρόσκαιρο αποχωρισμό. Όπως συμβαίνει όταν κάποιος ταξιδεύει σε μακρινή χώρα. Θλιβόμαστε μεν, αλλά ξέρουμε ότι θα τον ξαναδούμε και θα ξανασυναντηθούμε μαζί του.

Δεν υπάρχει πλέον η λέξη νεκροί αλλά η λέξη κεκοιμημένοι.

Οι χριστιανοί τα νεκροταφεία τα λένε κοιμητήρια. Ο θάνατος είναι ενας μεγάλος ύπνος. Ένας ύπνος μέχρι την Β´παρουσία του Χριστού. Μετά θα ξυπνήσουμε και τα σώματά μας θα μετατραπούν σε αθάνατα, άφθαρτα. Τα κοιμητήρια, για τους πιστούς, δεν είναι χώρος φρικαλέος και αποφευκταίος αλλά αντίθετα χώρος ηρεμίας, περισυλλογής, ανατάσεως ψυχικής. Η μνήμη του θανάτου είναι βασική επιδίωξη του κάθε χριστιανού, όχι για να φάμε και να πιούμε, όπως έλεγαν οι επικούρειοι φιλόσοφοι, αλλά για να προετοιμαζόμαστε συνεχώς για να μας βρει έτοιμους και νήφοντας κατά Θεόν η στιγμή της αναχωρήσεως μας από την επίγεια ζωή στην επουράνια. Εάν το πετύχουμε αυτό τα κοιμητήρια καθίστανται «Αψίδα θριάμβου» και όχι χώρος απελπισίας και απογοητεύσεως. Η γροθιά του θανάτου, που συνέτριβε και συνέθλιβε τον άνθρωπο και όλους τους οραματισμούς του προ Χριστού, τώρα έχει χάσει τη δύναμή της και δεν σκορπά φρίκη και αγωνία όπως πριν. 

Επίσης εμείς οι χριστιανοί γιορτάζουμε την μαρτυρική ή οσιακή ή ειρηνική κοίμηση των αγίων. Αυτήν θεωρούμε και πραγματική γενέθλιο ημέρα μας και αυτήν εορτάζουμε, εν αντιθέσει με άλλους λαούς, οι οποίοι γιορτάζουν τα γήινα γενέθλιά τους.

Πόσο άλλαξε η στάση των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο μετά την ανάσταση του Χριστού το βλέπουμε, εάν σκεφθούμε, πόσο φοβούνταν τον θάνατο οι το άνθρωποι προ Χριστού· ακόμη και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης.

 Έτσι ο Αβραάμ ο οποίος εγκατέλειψε την πατρίδα του, τους δικούς του, τα ήθη και τα έθιμα της χώρας του, τον πολιτισμό της, την περιουσία του και άφησε το Θεό να τον οδηγήσει όπου εκείνος ήθελε· ο Αβραάμ ο οποίος περίμενε 25 ολόκληρα χρόνια ν’ αποκτήσει παιδί, το οποίο, αφού το απέκτησε και μεγάλωσε αρκετά, ο Θεός του ζήτησε να το θυσιάσει σε Εκείνον, δοκιμάζοντας σκληρά την πίστη του, και ο Αβραάμ υπάκουσε, άσχετα που τελευταία στιγμή δεν τον άφησε ο Θεός να το κάνει· ο Αβραάμ ο φιλόξενος και αφιλάργυρος· ο Αβραάμ που υπήρξε στην εποχή του ο μόνος άνθρωπος που βρήκε ο Θεός για να προχωρήσει το σχέδιο του για τη σωτηρία των ανθρώπων· ο Αβραάμ λοιπόν, όταν κάποτε ταξίδευσε στην Αίγυπτο για να σωθεί από την πείνα που είχε επικρατήσει στην περιοχή του, επειδή η γυναίκα του ήταν όμορφη και γνώριζε ότι τις όμορφες γυναίκες οι άνδρες του Φαραώ τις οδηγούσαν στο χαρέμι του, σκοτώνοντας τους άνδρες τους αν ήτανε παντρεμένες, είπε στη Σάρρα να πει ότι ήταν αδελφή του για να σωθεί από το θάνατο. Προτίμησε να βλέπει τη γυναίκα του να την ατιμάζει ο Φαραώ παρά να κινδυνεύσει να σκοτωθεί (Γεν. 12,10-20).

Το ίδιο επεισόδιο επαναλήφθηκε αργότερα στα Γέραρα με τον βασιλιά των Γεράρων (Γεν. 20ο κεφ.). Βέβαια και στις δύο περιπτώσεις ο Θεός δεν άφησε ν’ ατιμωθεί η Σάρρα και την έσωσε θαυματουργικά. Και ο Αβραάμ πρέπει να πούμε ότι δεν είπε ψέματα ότι είναι αδελφή του, διότι πράγματι ήταν αδελφή του η Σάρρα αλλά ετεροθαλής. Είχαν τον ίδιο πατέρα αλλά διαφορετική μητέρα (Γεν. 20,12). Αλλά στα δύο αυτά επεισόδια φαίνεται ξεκάθαρα πόσο τυραννούσε ο φόβος του θανάτου ακόμη και τους δικαίους άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης.

Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε και με τον Ισαάκ και την Ρεβέκκα και τον βασιλιά Αβιμέλεχ πάλι στα Γέραρα αργότερα (Γεν. 26, 1-11).

 Αλλά και ο πυρφόρος και ζηλωτής προφήτης Ηλίας, αυτός που τα έβαλε με τους ασεβείς αλλά παντοδύναμους βασιλείς του Ισραήλ Αχαάβ και Ιεζάβελ· αυτός που έσφαξε τους προφήτες της αισχύνης· αυτός που κατέβασε φωτιά από τον ουρανό και έκαψε τα αποσπάσματα που πήγαν να τον συλλάβουν· αυτός που έκλεισε τους ουρανούς για τρεισήμισι χρόνια να μη βρέχουν· αυτός που ανέστησε τον υιό της χήρας στα Σαρεπτά της Σιδωνίας· αυτός που τιμήθηκε από το Θεό να μη γνωρίσει θάνατο και να μεταβεί στους ουρανούς ζωντανός· αυτός που μαζί με τον Μωυσή αξιώθηκε να εμφανιστεί στο Θαβώρ μαζί με τον οφθέντα εν δόξει θεϊκή Χριστόν· αυτός λοιπόν όταν η Ιεζάβελ του έστειλε μήνυμα ότι δεν θα ησυχάσει εάν δεν τον φονεύσει, φοβήθηκε και απογοητεύθηκε για την επιτυχία της αποστολής κι έφυγε και βάδισε 40 μερόνυχτα προς το όρος Σινά για να σωθεί (Βασ. Γ´, κεφ. 19).

Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη (πρβλ. φόβο μαθητών όταν ο Χριστός τους προφήτευε το πάθος και το θάνατό του) πριν την ανάσταση του Χριστού, μετά την ανάσταση, και φυσικά την πεντηκοστή, οι πάντες γίνονται άφοβοι και αμέριμνοι.

Ο Πέτρος που δεν άφηνε τον Χριστό να σταυρωθεί για να μη πάθει κι αυτός τα ίδια, ο Πέτρος που τον αρνήθηκε τρεις φορές για να σώσει τον εαυτό του, αυτός ο ίδιος κηρύττει με παρρησία και πάθος μετά την ανάσταση του Χριστού για την θεότητα του Χριστού και για την αλήθεια της αναστάσεώς του (Πραξ. 2,14-36). Κι όταν τον συλλαμβάνει ο Ηρώδης (Αγρίππας ο Α´) και ετοιμάζεται να τον εκτελέσει την άλλη μέρα, ο Πέτρος κοιμάται στη φυλακή του καλού καιρού, χωρίς να έχει την αγωνία και τον τρόμο των μελλοθανάτων, οι οποίοι για ν’ αποφύγουν την αφόρητη αγωνία της εκτελέσεως αποπειρώνται να αυτοκτονήσουν πριν την εκτέλεσή τους.

Το ίδιο παρατηρείται και σε όλους τους άλλους αποστόλους αλλά και σ’ όλους τους χριστιανούς, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλλου, μορφώσεως, καταγωγής. Ο φοβερός θάνατος και τα συνοδεύοντα αυτόν μαρτύρια έχασαν την ισχύ και τον τρόμο που προκαλούσαν. Τους πιστούς πλέον ούτε η ζωή τους γοητεύει ούτε ο θάνατος τους απειλεί. «Εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιπ. 1,21)· «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20) διακηρύττει ο απόστολος Παύλος. Αντίθετα οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν φρικιούν έναντι του θανάτου και λατρεύουν την υλική ζωή.

Ας ευχηθούμε η επιθυμία του Παύλου να γνωρίσει τον Χριστό και τη δύναμη της αναστάσεώς του (Φιλιπ. 3,10) να γίνει και δική μας μέριμνα και επιδίωξη.

 

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή