«Τω καιρώ εκείνω, υπέστρεψαν οι ποιμένες, δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον, καθώς ελαλήθη προς αυτούς» (Λκ. 2,20). Τι είδαν οι ποιμένες των αλόγων ζώων; Είδαν «άγγελον Κυρίου» αυτοί οι απλοί ξωμάχοι, που αγρυπνούσαν φυλάγοντας τα ζώα τους και «δόξα Κυρίου επέστη αυτοίς». Και ήταν οι πρώτοι των ανθρώπων, μετά τον Ιωσήφ και την Μαρία, που άκουσαν από τον άγγελο το χαρούμενο μήνυμα ότι γεννήθηκε στη γη ο Σωτήρας των ανθρώπων. Ο Χριστός Κύριος.
Και τι παράδοξο· ο Σωτήρας αυτός βρέθηκε σπαργανωμένος στη φάτνη. Βρέθηκε στην έσχατη εξαθλίωση και στον χειρότερο τόπο. Μέσα στην κοπριά και τα ούρα των ζώων· μέσα στη βρωμιά και την υγρή ατμόσφαιρα του στάβλου! Κανείς επίσημος δεν βρέθηκε εκεί. Κανένα άγημα και καμμία μπάντα δεν παιάνισε χαρμόσυνο εμβατήριο. Κανένα πλήθος λαού δεν παρέστη για να υποδεχτεί τον ουράνιο βασιλιά. Η ανθρωπότητα σαν σύνολο απουσίασε στον ερχομό του. Αλλά ουράνια στρατιά ύμνησε τον νεογέννητο Σωτήρα με τον εξαίσιο ύμνο «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη· εν ανθρώποις ευδοκία».
Αυτά είδαν και άκουσαν οι ποιμένες και τα μετέφεραν στους δικούς τους. «Και πάντες οι ακούσαντες εθαύμασαν περί των λαληθέντων υπό των ποιμένων προς αυτούς» (Λκ. 2,18).
Και πράγματι είναι να θαυμάζει και να απορεί κανείς με τα μεγαλεία και τα θαυμάσια που βίωσαν οι ποιμένες, αλλά και με το μυστήριο της ασθενείας και της αδυναμίας που παρουσιάζει ο νεογέννητος Σωτήρας. Και ο θαυμασμός και η απορία θα συνεχίζεται όσο ζει και υπάρχει.
Ο ουράνιος Σωτήρας που υποδέχθηκαν και ύμνησαν και παρουσίασαν στους ποιμένες οι άγγελοι και που το περίεργο αστέρι ανήγγειλε τον ερχομό του και σε ορισμένους σοφούς των ειδωλολατρών, την όγδοη μέρα της γεννήσεώς του περιτέμνεται, όπως όλα τα παιδιά των Εβραίων, και παίρνει το όνομα Ιησούς, που σημαίνει Σωτήρ. Ο ουράνιος και θεόσταλτος Σωτήρας τηρεί όλες τις διατάξεις που αφορούν τους μεταπτωτικούς ανθρώπους. Δεν εξαιρείται από καμμία. Ο αγαπητός υιός του Θεού θεωρείται ως άνθρωπος συνήθης (!) και με την περιτομή γίνεται δεκτός στη διαθήκη του Θεού. Αποδεικνύει έτσι ότι είναι γνήσιος απόγονος του Αβραάμ, αφού όλοι οι απόγονοί του είχαν ως σφραγίδα και σημάδι γνησιότητας την περιτομή, η οποία τους ξεχώριζε από τους εθνικούς. Αποδεικνύει επίσης ότι πραγματικά ενσαρκώθηκε και όχι κατά φαντασία. Αποκαλύπτει επίσης την πολύπλευρη και πολύμορφη «κένωση» που υπέστη για το χατίρι μας. Η περιτομή ήταν αναμφίβολα κάτι πολύ ταπεινωτικό και οδυνηρό για τον Ιησού. Συναντιούνται σ’ αυτό το γεγονός η ταπείνωση της φάτνης και η θυσία του σταυρού. Τώρα χύνει κάποιες σταγόνες αίματος και μετά, κατά το πάθος του, θα το χύσει ολάκερο. Τώρα προσφέρει τον αρραβώνα και μετά ολόκληρο το ποσό για να μας εξαγοράσει από τη δουλεία της αμαρτίας, του θανάτου και της φθοράς.
«Το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, και χάρις Θεού ην επ’ αυτό». Ο Χριστός μας δεν εμφανίστηκε με πλήρες ανάστημα, όπως οι πρωτόπλαστοι. Ακολούθησε ως τέλειος άνθρωπος την φυσική αύξηση, αγιάζοντας έτσι την βρεφική και την παιδική ηλικία. Μεγαλώνει και αυξάνει κοντά στους ταπεινούς και άσημους κατά κόσμο γονείς του. Είναι γεμάτος από τη χάρη και τη σοφία του Θεού, που φαίνεται να προσλαμβάνει προοδευτικά, για να τεκμηριώσει το αληθές της ενσαρκώσεώς του. Όπως λέγει ο Κύριλλος Αλεξανδρείας· «Ούτω και εν σοφία προκόπτειν αν λέγοιτο,ου προσθήκην σοφίας δεχόμενος, καθ’ ο νοείται Θεός ο εν πάσι παντέλειος και απροσδεής εισάπαν των θεοπρεπών αξιωμάτων, αλλά του Θεού λόγου τη του σώματος ηλικία συνεκτείνοντος κατά βραχύ της σοφίας την έκφανσιν. Προκόπτει δε ηλικία μεν σώμα, σοφία δε ψυχή. Θεότης γαρ ουδετέραν επίδοσιν επιδέχεται· παντέλειος γαρ ο του Θεού λόγος».
Γίνεται 12 χρονών και ανεβαίνει μαζί με τους γονείς του κατά την εορτή του Πάσχα στα Ιεροσόλυμα, όπως όριζαν οι διατάξεις του νόμου. Αλλά εκεί ξεφεύγει από τους γονείς του και χάνεται. Οι γονείς του δεν το αντιλήφθηκαν αμέσως αυτό και, αφού περπάτησαν για μια μέρα, επέστρεψαν ξανά στα Ιεροσόλυμα και τον βρήκαν, μετά τρεις μέρες, να είναι μέσα στο ναό ανάμεσα στους επίσημους διδασκάλους, να τους ακούει και να τους ρωτάει. Όλοι δε απορούσαν με τη σύνεση αλλά και την εξυπνάδα του παιδιού αυτού. Οι απαντήσεις του και οι τοποθετήσεις του μικρού παιδιού Ιησού ξάφνιασαν τους πάντες.
Στην ερώτηση της μητρός του «Τέκνον τι εποίησας ημίν ούτως; Ιδού, ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμεν σε», ο Χριστός απαντά και παρουσιάζει τη θεία του φύση, υπενθυμίζοντας στους γονείς του ότι ο ουσιαστικός και αληθινός πατέρας του είναι ο Θεός. «Τι ότι εζητείτε μοι; Ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου δει είναι με»;Είναι σαν να τους έλεγε· «Βλέπετε τις ταπεινώσεις μου ως ανθρώπου και ξεχνάτε και σεις ποιος είμαι στην πραγματικότητα; Βλέπετε την κένωσή μου και λησμονείτε το μεγαλείο και τη δόξα μου»;
Κι όμως ο τέλειος Θεός, στον οποίον τα πάντα υποτάσσονται, εν τέλει ακολουθεί τους κατ’ άνθρωπον γονείς του και «ην υποτασσόμενος αυτοίς» για άλλα 18 χρόνια, που άρχισε το επίσημο έργο του. Τέτοια τιμή που αξιώθηκαν η Μαρία και ο Ιωσήφ, που διακόνησαν το μυστήριο της ενσαρκώσεως, δεν αξιώθηκαν ούτε οι άγιοι άγγελοι!
Ω βάθος κενώσεως! «Ην υποτασσόμενος αυτοίς» ο Θεός και δημιουργός τους. Και η κένωση αυτή του Θεού και δημιουργού μας θα συνεχίζεται ποικιλότροπα μέχρι και την Β´Παρουσία. Άραγε θα την εκτιμήσουμε και θα ανταποκριθούμε ανάλογα στην απερίγραπτη και ακατανόητη και ασύλληπτη αυτή αγάπη, αντιπροσφέροντας την υπακοή και την αγάπη μας στο Θεό και Πατέρα μας;
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ