Η πανάμωμος μήτηρ και το γλυκύ έαρ!

«Δεινόν τό τίκτειν»

(Ιφιγ. εν Αυλίδι)

(Η μητρότης είναι κάτι το

υπερφυές και το μυστηριώδες)

 

«Όταν κανείς θέλει να καταλάβει τι είδος είναι ένα δέντρο, τότε κοιτάζει προς τη γη, όπου βρίσκονται οι ρίζες του απ’ όπου έρχονται οι χυμοί στον κορμό… Το έδαφος απ’ όπου ανεβαίνει η μορφή του Κυρίου, είναι η Μαρία η Μητέρα του» ( Guardini).

Ένας ξέχωρος πόνος έσφαζε την ψυχή του Χριστού πάνω στον σταυρό, πέρα από τα δικά του πάθη. Μία έγνοια χωρίς όρια μαστίγωνε πιεστικά την ήδη δοκιμασμένη σκέψη του. Είχε σχέση με αυτήν, που τον φιλοξένησε σαν θείο βρέφος μέσα στην άσπιλη κατοικία της. Την ταπεινή Ναζαρηνή Μαρία που κατέστη η μάνα του επί γης. Η Θεοτόκος! Σαν πρόσθετα καρφιά χτυπούν αλύπητα το κορμί του τα λόγια του δεκαλόγου. «Τίμα τον Πατέρα σου και την Μητέρα σου…». Κι όμως πρώτα απ’ όλα τίμησε τον Θεϊκό Πατέρα του πληρέστατα με την αγόγγυστη υπακοή του στις εντολές του. «Γενηθήτω το θέλημά σου» ήταν το ξεκίνημά του επί γης και όλη η πορεία του μέχρι τον σταυρό. Και «τό σόν (θέλημα) γινέσθω» (Λουκ. 22,42) ήταν το «τετέλεσται» του. Αλλά και την γλυκιά του μάνα την είχε ψηλό καμάρι στην επί γης ζωή του. Πάντοτε δίπλα του, στις καλές στιγμές και στις άσχημες. Κάποιες φορές την «λύπησε», αλλά στόχος του ήταν να της τονίσει την θεϊκή του ιδιότητα και την ιερότητα της αποστολής του. Κάπως έτσι συνέβη η αντιπαράθεση μάνας και γιού, όταν τον έψαχνε η Παναγία απεγνωσμένα και τελικά τον βρήκε μέσα στον ναό, καθισμένο ανάμεσα στους νομοδιδασκάλους. Ας παρακολουθήσουμε τον αγνό και πηγαίο διάλογο μάνας και θεϊκού υιού.

Παναγία: «τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδού ὁ πατήρ σου κἀγώ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμεν σε»

Χριστός: «τί ὅτι ἐζητεῖτε με; οὐκ ἤδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναι με;» (Λουκ. 2,48).

Μετά απ’ αυτά ο Χριστός επιστρέφοντας εις τα ανθρώπινα ίδια «ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ καί ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς» (Λουκ. 2,51).

Υποτασσόμενος στον επί γης πατέρα του, τον σώφρονα δίκαιο και απόλυτα υπάκοο στο θεϊκό θέλημα, Ιωσήφ, αλλά και στην αγία μάνα του που νύχτωνε– ξημέρωνε η σκέψη της λιμενιζόταν στον Εμμανουήλ· σ’ αυτόν που την κρατούσε σε συνεχή επαφή με τον Θεό πατέρα.

Έτσι λοιπόν ο Χριστός πλησίαζε στο αποκορύφωμα της εντολής «τίμα… την μητέρα σου». Απόμενε να την εξασφαλίσει για το υπόλοιπον της επί γης ζωής της. Αυτό ήταν το κύμα που χτυπούσε απειλητικά τις τελευταίες στιγμές πάνω στην προβλήτα του σταυρού.

Έτσι καθώς ο Χριστός περίλυπος προσμετρούσε τις παρελαύνουσες ψυχές κάτω από το ικρίωμά του, αντικρίζοντας την αφοσίωση των γυναικών που «εἱστήκεισαν παρά τῷ σταυρῷ του» ξάφνου το βλέμμα του καρφώνεται σε δύο ξεχωριστές μορφές· δύο λαμπάδες στον χώρο του μαρτυρίου. Η στοργή της αιωνίου μάνας μέχρις εσχάτων και η αφοσίωση του ηγαπημένου μαθητού καταγράφουν την παρουσία τους στο πιο απάνθρωπο έργο.

Αυτομάτως ο Χριστός ξεχνώντας τον πόνο του προς στιγμήν, με άφατη εσωτερική αγαλλίαση, δίνει διέξοδο στην εσχάτη έγνοιά του που την εκφράζει με μία παράξενη, αλλά εξ’ ίσου στοργική έκφραση. «Γῦναι (κυρία, δέσποινα) ἴδε ὁ υἱός σου· εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοῦ ἡ μήτηρ σου» (Ιω. 19,27).

Με χυμώδη λόγια ο Χριστός, επιχέει το δέντρο της Παναγίας, χορηγώντας βάλσαμο παρηγορίας στην πονεμένη μάνα και ενημερώνοντάς την ότι δεν την εγκαταλείπει μόνη στην ορφάνια της αλλά την αναθέτει σ’ έναν εξ ίσου άξιο γιο για να την περιθάλπει. Τον Ιωάννη που ήδη είναι δίπλα της.

Έτσι ξεπληρώνοντας το βαρύ χρέος του ο Χριστός προς την μάνα του, μη υπολειπόμενος στο παραμικρό των ανθρωπίνων καθηκόντων του, αφίεται στο «τετέλεσται». Ο μέγας νομοθέτης, πιστός τηρητής των νομοθεσιών του. Με ήσυχη και καθαρή συνείδηση, αναχωρεί χωρίς το παραμικρό ψυχικό βάρος να συναντήσει τον θεϊκό πατέρα του. Η αποστολή του έλαβε τέλος χωρίς ουδεμία παρέκκλιση.

Συνεχίζει όμως ένας Γολγοθάς διαφορετικός για την χαροκαμένη μάνα, που απ’ εκείνη την ώρα ελήφθη εις το ίδια του Ιωάννου του ηγαπημένου μαθητού και φίλου του Χριστού.

Άραγε θα έχει το κουράγιο η θεϊκή μάνα να μετράει ήρεμα τις υπόλοιπες μέρες της τρικυμιώδους ζωής της από εδώ και πέρα; Το ερώτημα ίσως μπορεί ν’ απαντηθεί από μία ΜΑΝΑ…

Το θετικό είναι ότι βρήκε ένα θερμό αποκούμπι στις ψυχές των ευλαβών προσκυνητών κάθε εποχής που «ἔλαβαν τήν Παναγία εἰς τά ἴδια» ανακηρύσσοντάς την μάνα δική τους, ανανεώνοντας την πληγωμένη μητρότητά της και μαλάσσοντας τον μητρικό της πόνο.

Το «δεινόν το τίκτειν» όμως, παραμένει μετέωρο για όσες ΜΑΝΕΣ εναπέμειναν πάνω στην γη.

Κάπως έτσι πήρε κουράγιο η Παναγία να τερματίσει την στράτα της ζωής, καθισταμένη παρηγορήτρια σ’ όλες τις πονεμένες ψυχές, προπάντων δε κατακτώντας το ύψιστο αξίωμα της Υπερμάχου Στρατηγού βάσει του οποίου επαξίως ηγείται έκτοτε όλων των επιχειρήσεων κατά του Διαβόλου, έχοντας πειθαρχημένο στράτευμα τους απλούς και θεοσεβείς πιστούς. Τα επί γης παιδιά της. Τα κατευθύνει από ψηλά σκεπάζοντάς τα με την θεία σκέπη της.

Έτσι το όνομα της ταπεινής Ναζαρέτ εξυψώθη όχι μόνο από τον υιόν τον Ναζωραίο, αλλά και από την μάνα, την ταπεινή Ναζαρηνή κόρη.

Παρ’ όλα αυτά όμως κατακτημένη από την γήινή της υπόσταση, η Μαρία αναπολεί το ιερό της παρελθόν, πότε αναζητώντας το φως του κόσμου, πότε κλαίγοντας πικρά βλέποντας στον τάφο «τόν ἄφραστο καί ἄναρχο» Θεό, πότε προσδοκώντας το γλυκύ έαρ, το γλυκύ τέκνο της με την θεϊκή ομορφιά του και έτσι σαν άνθρωπος, αλλά προπάντων σαν μάνα δεν αντέχει και βυθίζεται στο παράπονο…

«Κλαίει καί θρηνεῖ σε ἡ πάναγνός σου Μήτηρ, Σωτήρ μου, νεκρωθέντα» (Εγκώμιο Μ. Παρασκευής Γ´ Στάση).

Δίνει όμως από μόνη της μία ελπιδοφόρα διέξοδο, μέσα στο ψυχικό της αδιέξοδο, ικανοποιώντας μία κρυμμένη ψευδαίσθηση και αφιέμενη σ’ ένα εναγώνιο ερωτηματολόγιο·

«Ποῦ πορεύη τέκνον; Τίνος χάριν τόν ταχύν δρόμον ἐπιτελεῖς; Μή ἕτερος γάμος πάλι ἐστίν ἐν Κανᾶ, κἀκεῖ νῦν σπεύδεις, ἵνα ἐξ’ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης;» Μ’ αυτήν την παρήγορη σκέψη πλησιάζει η Παναγία το επίγειο τέλος της και ρωτάει για τελευταία φορά τον γιό της· «Μείνω ἤ συνέλθω σοι, τέκνον;».

Αυτή είναι η ιστορία που μπορεί κάποιες φορές να προσιδιάζει τον χαρακτήρα παιδικού παραμυθιού, λόγω περιεχομένου, αλλά παρ’ όλα αυτά ίσταται στην κορυφή της αληθείας και της ωμής πραγματικότητος. Αυτή είναι η ζωή της Παναγίας, που την γνωρίσαμε σε βάθος πιο πολύ από το τέλος της, γιατί αυτό είναι το επίκεντρο της.

Το παρελθόν της παραμένει απόλυτα ιερό, θεϊκό και ανέγγιχτο από την δική μας αμαρτωλή θέα και ψηλάφηση.

Πολύ επιγραμματικά, δειλά και με τον πρέποντα σεβασμό, τονίζουμε ότι η Μαρία είναι η βασική προϋπόθεση του γεγονότος της γεννήσεως του Χριστού. Χωρίς αυτήν το γεγονός θα ήταν ανέφικτο. Γιατί η Μαρία ήταν η μόνη που διέθετε την ηθική καθαρότητα για να φιλοξενήσει το θείο βρέφος και γι’ αυτό κατέστη συνεργός στο σχέδιο του Θεού.

Όπως λέγει ο Ν. Καβάσιλας: «Σ’ όλη της την ζωή η Μαρία με την δική της δύναμη και θέληση, ετοιμαζόταν για το μεγάλο θαύμα. Αγωνιζόταν να καταστήσει ωραία την κατοικία του Θεού, τον εαυτό της, τέτοια που να μπορεί να είναι άξια γι’ αυτόν…».

Όμως ακόμη και η ανθρώπινη πλευρά από την αντίπερα όχθη των διωκτών εκφράζεται ευμενώς έμπροσθεν του μυστηρίου της Παναγίας. Σε μία επιστολή του ο Πιλάτος προς τον αυτοκράτορα Τιβέριο αναγράφει: «Η μητέρα του Ιησού είναι τόσο όμορφη, που δεν υπάρχει καμμιά άλλη σαν αυτή, σ’ αυτά εδώ τα μέρη».

Είναι σύνηθες φαινόμενο στην σκηνή της ιστορίας ο αντίπαλος να υποκλίνεται με σεβασμό στον απέναντι του «αδύναμο», όταν το επιτάσσει η ψυχική ευγένεια. (Βλέπε Υ.Γ.).

Σ’ αυτήν λοιπόν την ταπεινή, την γλυκιά και απονήρευτη, την πανέμορφη, την άσπιλη, την αμόλυντη, την άφθορη, την άχραντη μητέρα του Θεού και των ανθρώπων, την μητέρα της σωφροσύνης και της αγνείας, το καθαρό, ακέραιο και αμόλυντο άγαλμα το φιλοτεχνημένο στα σπλάχνα μιας εξαγνισμένης μητέρας της Άννας, ας κλίνουμε γόνυ ευλαβώς εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι, ζητώντας το έλεός της και την μεσιτεία της προς τον υιό της, γιατί μόνο αυτά μπορούν στις μέρες μας να μας σώσουν.

 

Υ.Γ. Δραττόμενοι της ευκαιρίας εξ’ αιτίας της ανωτέρω συμπεριφοράς του Πιλάτου, ας ενθυμηθούμε μία ένδοξη σελίδα εθνικής μνήμης και ηρωισμού απ’ αυτές που μας κάνουν και ριγούμε γι’ αυτό και μας τις απαγορεύουν οι σύγχρονοι εθνοσωτήρες μας.

Στο Πισοδέρι Φλωρίνης στον πόλεμο του ’40 βρέθηκε μία ίλη δικού μας ιππικού έναντι στον μηχανοκίνητο πάνοπλο ιππικό των Γερμανών. Έδωσε διαταγή εφ’ όπλου λόγχην ο Έλλην ίλαρχος και πρώτος με το σπαθί στο χέρι όρμησαν πάνω στ’ άρματα των Γερμανών. «Έντρομος», ο Γερμανός αξιωματικός για το τόλμημα διέταξε παύση πυρός και ανεφώνησε·, «εδώ επαναλαμβάνεται νέα Ιλιάδα και Οδύσσεια» και απένειμε τιμές και δόξα στους θαρραλέους ιππείς.

Ότι ακριβώς έγινε και στο Ρούπελ στους υπερασπιστές των οχυρών «που δεν παραδίδονται αλλά κατακτώνται».

Μας ετίμησαν οι ξένοι και οι σύγχρονοι «φίλιοι» και αυτόχθονες κυβερνήτες, απαγορεύουν παρελάσεις και καταθέσεις στεφάνων και τιμωρούν δεινά τους ήρωες. Επιπροσθέτως εντείνουν τον «καλόν» αγώνα τους αποστέλλοντας αστυνομικούς με πολιτικά έξω των ναών για να «ψαρέψουν» τους ευσεβείς κληρικούς προκειμένου να «κοινωνήσουν».

Ντροπή σ’ όλους «εσάς».

Θέλετε να σας πολεμήσουμε με τα ίδια όπλα που μας πολεμάτε;

Μπορούμε και είμαστε καλύτερα εκπαιδευμένοι από εσάς. Προπάντων έχουμε το δίκιο με το μέρος μας.

Όμως μην εκπειράζετε περαιτέρω τον Κύριο. Η υπομονή έχει και τα όριά της.

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή